...
Μπούκωσαν στα κέρδη!
Αυτή είναι με τρεις λέξεις η εικόνα για τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ
μάρκετ στην Ευρώπη και την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις και τα
κέρδη τους κατά την περίοδο της πανδημίας.
Σύμφωνα με μελέτη που
είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας («Oxfam»), οι πωλήσεις τροφίμων
από τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο αλυσίδες σούπερ μάρκετ στην Ευρώπη
αυξήθηκαν κατά 11,1% την περίοδο ανάμεσα στο β' και στο δ' τρίμηνο του
2020. Την αντίστοιχη περίοδο του 2019, η αύξηση ήταν μόλις 1,6%. Η
χρηματιστηριακή αξία τους αυξήθηκε κατά 101 δισ. δολάρια την περίοδο
Μάρτης - Δεκέμβρης 2020, στην καρδιά δηλαδή του πρώτου κύματος της
πανδημίας, έναντι 75 δισ. δολαρίων την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Στους μετόχους δόθηκαν μερίσματα 22,3 δισ. δολάρια το 2020 από 10 δισ.
το 2019, καταγράφοντας αύξηση 123%! Να σημειωθεί ότι πριν το 2020 το
δεύτερο μεγαλύτερο ύψος μερισμάτων ήταν αυτό το 2017, με 12,3 δισ.
δολάρια. Ανάλογη είναι η εικόνα και για αλυσίδες μη εισηγμένες στο
χρηματιστήριο, που επίσης μετρούν τα κέρδη τους σε δισεκατομμύρια
δολάρια.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με σχετικές μελέτες οι μεγαλύτερες
αλυσίδες σούπερ μάρκετ είδαν τις πωλήσεις τους να αυξάνονται κατά σχεδόν
10% και τα ταμεία τους να γεμίζουν με 12 δισ. ευρώ την περίοδο της
πανδημίας. Αλήθεια, όμως, από πού προέκυψαν όλα αυτά τα δυσθεώρητα ποσά;
Πώς «αυγάτισαν» τα κέρδη των μετόχων σε τέτοιο βαθμό μέσα σε έναν
χρόνο;
* * *
Για ερωτήματα όπως τα παραπάνω
αρκεί μια ματιά στο πώς βίωσαν οι εργαζόμενοι στα σούπερ μάρκετ και τις
αποθήκες αυτήν τη φρενήρη αύξηση της κερδοφορίας για τη μεγαλοεργοδοσία
του κλάδου. Η κατάσταση περιγράφεται συνοπτικά από την εξής φράση:
«Τους στύβουν σαν λεμονόκουπες»! Εχουμε και λέμε λοιπόν:
Μεγάλη
εντατικοποίηση, ωράρια που «τεντώνονται», εργαζόμενοι που δουλεύουν σερί
για μήνες χωρίς ρεπό, ήλιο με ήλιο, χωρίς ούτε τα στοιχειώδη μέτρα
προστασίας. Δουλειά και τις Κυριακές την περίοδο της πανδημίας, ωράρια -
λάστιχο που ξεκινούν 7 το πρωί και μπορούν να φτάσουν μέχρι και τις
10.30 το βράδυ.
Κι από πάνω, εργοδότες να απειλούν εργαζόμενους
για να μη χαθεί ούτε μια ώρα εργασίας, παρά τα κρούσματα που
καταγράφονταν κατά δεκάδες στους χώρους δουλειάς. Κι όμως, η εργοδοσία
καλούσε τους εργαζόμενους να παραβιάσουν ακόμα και την προληπτική
καραντίνα, προκειμένου «να βγει η δουλειά». Καταστήματα έμεναν ανοιχτά,
αν και υπήρχαν διαπιστωμένα κρούσματα, με την εργοδοσία να μετακινεί
προσωπικό από το ένα στο άλλο, ευνοώντας αντί να φρενάρει την
υπερμετάδοση.
Ακόμα και τις μέρες της ισχυρής χιονόπτωσης στην
Αττική υπήρξαν περιπτώσεις εργαζομένων που αναγκάστηκαν εκβιαστικά να
πάνε για δουλειά, με την απειλή ότι θα τους κόψουν μεροκάματα ή μέρες
από την άδειά τους.
* * *
Ο εφιάλτης που ζουν τους τελευταίους μήνες
οι εργαζόμενοι πίσω από τους πάγκους, στα ταμεία και στα ράφια,
γράφοντας κάθε μέρα χιλιόμετρα στο «πέρα - δώθε» για να εξασφαλιστεί η
απρόσκοπτη λειτουργία και κερδοφορία των επιχειρήσεων, τώρα γίνεται
προσπάθεια να γενικευτεί. Εκεί προσβλέπει το νομοσχέδιο - έκτρωμα
Χατζηδάκη που ψήφισε η κυβέρνηση, με τη συνδρομή του ΣΥΡΙΖΑ στα
περισσότερα άρθρα του.
Και όσο ο ιδρώτας τρέχει για τους
εργαζόμενους, τόσο φουσκώνουν οι λογαριασμοί για τους μετόχους, την ώρα
μάλιστα που στο σύνολό τους τα εργατικά - λαϊκά στρώματα βάζουν ακόμα
πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για τα είδη πλατιάς κατανάλωσης.
Αποκαλυπτική ως προς αυτό είναι η προαναγγελία των ανατιμήσεων που
περνάνε ήδη στη λαϊκή κατανάλωση, εξαιτίας της αύξησης του κόστους
μεταφοράς των εμπορευμάτων και της αύξησης στις τιμές των πρώτων υλών.
Η
εικόνα λοιπόν για την κατάσταση των εργαζομένων σε έναν κλάδο που δεν
γνώρισε κρίση, αλλά αλματώδη αύξηση της κερδοφορίας του, παρά τη μεγάλη
βύθιση της καπιταλιστικής οικονομίας, καταρρίπτει τον μύθο των κομμάτων
και των επιτελείων της αστικής τάξης: Τον μύθο της «ανάπτυξης για όλους»
ή της «δίκαιης ανάπτυξης», που τώρα αναβαθμίζεται με το Ταμείο
Ανάκαμψης και τις νέες θυσίες στις οποίες καλούνται οι εργαζόμενοι για
την προώθηση των επενδύσεων.
* * *
Οι αντιφατικές αυτές εικόνες δεν αποτελούν
κάποια «εξαίρεση» σε μια κατά τ' άλλα «κανονικότητα» του καπιταλιστικού
δρόμου ανάπτυξης. Είναι μέρος της ίδιας της «κανονικότητάς» του, η
οποία εκφράζεται σε όλους τους κλάδους και σε όλα τα κράτη, είτε με
νεοφιλελεύθερες είτε με σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, είτε με
«περιοριστικά» είτε με «επεκτατικά» μέτρα στη δημοσιονομική πολιτική.
Εκεί
είναι που πρέπει να αναζητηθεί και η διέξοδος από τους εργαζόμενους:
Στην πάλη για να γίνει δικός τους ο αμύθητος πλούτος που παράγουν με τα
χέρια και το μυαλό τους, για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους,
τις οποίες σήμερα τσαλαπατούν μια χούφτα παράσιτα.
Χ. Μ.