*μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ,
υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής
και του Τμήματος Οικονομίας.
Για
το περιεχόμενο του «ευρωσκεπτικισμού» ως πολιτικού όρου και για την
άνοδο της κοινωνικής επιρροής του τα τελευταία χρόνια υπάρχει πλήθος
αστικών αναλύσεων. Ο συγκεκριμένος όρος της αστικής δημοσιογραφίας
εμφανίστηκε και επικράτησε ως ομπρέλα η οποία αθροίζει ένα πλήθος
διαφορετικών πολιτικών τάσεων που αμφισβητούν και εναντιώνονται στη
σημερινή πορεία της Ευρωζώνης και γενικότερα της ΕΕ, και προτείνουν
διαφορετικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και πολιτικές διαχείρισης της
πορείας της Ένωσης και του καπιταλισμού στα διάφορα κράτη-μέλη της.
Ο
«ευρωσκεπτικισμός» δεν αποτελεί ένα ενιαίο συγκροτημένο πολιτικό ρεύμα,
αλλά εμφανίζεται ως τάση που διαπερνά βασικά πολιτικά ρεύματα του
εθνικισμού, του φασισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και της οπορτουνιστικής
πτέρυγας μέσα στο εργατικό κίνημα και η βάση του βρίσκεται στην όξυνση
των προβλημάτων συνοχής της Ευρωζώνης και της ΕΕ σε συνθήκες ανισόμετρης
εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης ή της φάσης ανάκαμψης.
Βασικές
αστικές αναλύσεις της τελευταίας διετίας (π.χ. European Council of
Foreign Afairs, Deutsche Bank, JP Morgan, Sussex European Institute)
συγκλίνουν στη διαπίστωση της ανοδικής πορείας «ευρωσκεπτικιστικών»
πολιτικών κομμάτων (ιδιαίτερα του εθνικιστικού ρεύματος), που
προβλέπεται να οδηγήσει σε μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στο
ευρωκοινοβούλιο μετά από τις ευρωεκλογές του Μάη του 2014.
Εμβληματικά
παραδείγματα αποτελούν το «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρί Λεπέν στη Γαλλία, το
«Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Βρετανίας» του Ν. Φάρατζ στη Μ. Βρετανία
και η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» με ηγέτη τον Μπερτ Λούκε. Τα
συγκεκριμένα αστικά κόμματα αναπτύσσουν ανταγωνιστική διεθνή
δραστηριότητα και επιχειρούν να συγκροτήσουν συμμαχικές πολιτικές ομάδες
στο ευρωκοινοβούλιο (π.χ. η συνένωση των ευρω-ομάδων «Ανεξαρτησία -
Δημοκρατία» και «Ευρώπη των Εθνών» το 2009 υπό την ηγεμονία του
βρετανικού UKIP).
Στη
χώρα μας τη σημαία του ευρωσκεπτικισμού σηκώνουν κυρίως δυνάμεις τόσο
του οπορτουνιστικού ρεύματος (με εκπροσώπους το Μέτωπο Αλληλεγγύης και
Ανατροπής του Αλ. Αλαβάνου και δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) όσο και του
εθνικισμού (Ανεξάρτητοι Έλληνες του Π. Καμμένου, η φασιστική Χρυσή Αυγή,
οι πρωτοβουλίες του αστού πολιτικού Β. Μαρκεζίνη).
Στόχος
του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι φυσικά η αναλυτική καταγραφή και
κριτική των θέσεων όλων των σχετικών πολιτικών κινήσεων, στα διάφορα
κράτη-μέλη, ούτε και στην Ελλάδα. Το κείμενο επιχειρεί να εστιάσει
συνοπτικά στον ταξικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων πολιτικών τάσεων, στις
σημερινές αιτίες ενδυνάμωσής τους, στα καθήκοντα του εργατικού
κινήματος για να μην εγκλωβιστεί στις μυλόπετρες των ενδοϊμπεριαλιστικών
αντιθέσεων και ν’ αποφύγει τη διαβρωτική σχετική επίδραση του
οπορτουνιστικού ρεύματος.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΡΙΖΑ ΤΟΥ «ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ»
Δεν
μπορούμε να κατανοήσουμε την εμφάνιση και ενίσχυση της
«ευρωσκεπτικιστικής τάσης» στα βασικά πολιτικά ρεύματα της ΕΕ, αν δεν
εστιάσουμε στη σχέση οικονομίας - πολιτικής, στο αντικειμενικό
οικονομικό υπόβαθρο όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Στην
πραγματικότητα φυγόκεντρες δυνάμεις εμφανίζονται σ’ ολόκληρη την
ιστορική πορεία της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης από την ίδρυση
της ΕΟΚ μέχρι την ΕΕ και την Ευρωζώνη.
Όπως
αποδείχτηκε και από την ιστορική πορεία της ΕΕ, οι κοινές στοχεύσεις
των μονοπωλίων που οδήγησαν στη συγκρότηση της συγκεκριμένης διακρατικής
ιμπεριαλιστικής συμμαχίας δεν μπορούσαν να αναιρέσουν την ανισόμετρη
ανάπτυξη στο εσωτερικό της, καθώς και την εθνοκρατική οργάνωση πάνω στην
οποία στηρίζεται η συσσώρευση του κεφαλαίου.
Γενικότερα
αναδείχτηκε ιστορικά ότι η τάση διεθνοποίησης και αλληλεξάρτησης των
οικονομιών των κρατών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν καταργεί
την εθνοκρατική βάση συγκρότησης του καπιταλισμού, δε συρρικνώνει το
ρόλο του αστικού κράτους.
Ασφαλώς,
το συμπέρασμα αυτό δεν είναι καινούργιο, ούτε πρωτότυπο. Πολύ πριν την
ίδρυση της ΕΟΚ, ο Λένιν συνόψισε με εξαιρετική διαύγεια του ζήτημα:
«Οι
Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης στις συνθήκες του καπιταλισμού θα
ισοδυναμούσαν με συμφωνία για το μοίρασμα των αποικιών. Στον καπιταλισμό
όμως δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς εκτός από τη
δύναμη […] Στις συνθήκες του καπιταλισμού, είναι αδύνατη μια
ισόμετρη οικονομική ανάπτυξη των διάφορων οικονομιών και των διάφορων
κρατών. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρχουν άλλα μέσα
για την αποκατάσταση από καιρό σε καιρό της παραβιασμένης ισορροπίας,
εκτός από τις κρίσεις στη βιομηχανία και τους πολέμους στην πολιτική.
Φυσικά, είναι δυνατές προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και
ανάμεσα σε κράτη. Με αυτήν την έννοια μπορεί να δημιουργηθούν και οι
Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης σα συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών.
Με ποιο σκοπό; Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην
Ευρώπη, να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστεμένες αποικίες ενάντια
στην Ιαπωνία και στην Αμερική»1.
Πράγματι,
από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα επιβεβαιώθηκε ότι ο βασικός στόχος
της ΕΕ σ’ όλες τις φάσεις εξέλιξης και διεύρυνσής της ήταν η θωράκιση
της ανταγωνιστικότητας και η μεγέθυνση των μονοπωλίων των κρατών - μελών
της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, διαμορφώνοντας μια σχετικά πιο
ενιαία ευρωπαϊκή αγορά με την προώθηση της «απελευθέρωσης» των αγορών. Ο
πρώην Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ τόνισε σε σχετική μελέτη του τη
σημασία αυτού του «οικονομικού πλεονεκτήματος» για να προχωρήσει βήμα
προς βήμα, με συμβιβασμούς η πορεία της οικονομικής και πολιτικής
ενοποίησης της ΕΕ2 (π.χ. για να ξεπεραστεί
το βέτο του Γάλλου προέδρου Ντε Γκολ στην ένταξη της Αγγλίας στην ΕΟΚ ή
για να προχωρήσει το σχέδιο για μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, το
οποίο απέρριψε το γαλλικό κοινοβούλιο το 1954).
Μια
δεκαετία μετά από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και υπό την πίεση
του ευνοϊκότερου συσχετισμού για το σοσιαλισμό στην Κεντρική και
Ανατολική Ευρώπη, ισχυροποιήθηκαν οι κεντρομόλες τάσεις που οδήγησαν
στην ίδρυση της ΕΟΚ, στη συνέχεια στην ίδρυση της ενιαίας αγοράς.
Η
αντεπανάσταση στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα της Ευρώπης έδωσε νέα
ώθηση στην ανάγκη ισχυροποίησης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου
έναντι της δυναμικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Κίνα, Ινδία,
Βραζιλία, Ρωσία. Η καπιταλιστική ενοποίηση της Γερμανίας διαμόρφωνε νέα
κατάσταση.
Ο
Χέλμουτ Σμιτ, ως ηγέτης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, τόνιζε εκείνη
την περίοδο ως στρατηγικές προϋποθέσεις για να συνεχιστεί η πορεία προς
ένα ολοκληρωμένο «Σύνταγμα της ΕΕ» την κοινή πρόσδεση Γαλλίας -
Γερμανίας ως πυρήνα της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και τη διατήρηση
κοινού οικονομικού πλεονεκτήματος για τα κράτη-μέλη.
Έτσι στη δεκαετία του 1990, καθώς και στην επόμενη, διαμορφώθηκε και επεκτάθηκε η Ευρωζώνη.
Μέχρι
την εκδήλωση της συγχρονισμένης κρίσης στη διεθνή καπιταλιστική
οικονομία του 2007 - 2008, η κυρίαρχη αστική πολιτική αντιπαράθεση για
το μέλλον της ΕΕ ήταν περιορισμένη, κυρίως μεταξύ των οπαδών της
προώθησης της πολιτικής ένωσης, της ομοσπονδιακής ΕΕ και των υπέρμαχων
της «Ευρώπης των κρατών», οι οποίοι περιόριζαν στην ουσία το εγχείρημα
της ΕΕ σε μια οικονομική ζώνη ελευθέρων συναλλαγών. Φυσικά τα δύο αστικά
στρατόπεδα δεν ήταν στατικά, άλλαζαν με την αλλαγή των συσχετισμών στο
εσωτερικό της ΕΕ.3 Ωστόσο δεν υπήρχαν
σημαντικές αστικές πολιτικές δυνάμεις, τουλάχιστον στα ισχυρότερα
κράτη-μέλη της ΕΕ, που να αμφισβητούν τη στρατηγική επιλογή συγκρότησης
της συγκεκριμένης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Η
ίδια η Ευρωζώνη είχε ως αποτέλεσμα ν’ αλλάξει ο συσχετισμός ακόμη και
στον πυρήνα της. Τελικά, μετά από την παρατεταμένη κρίση, ισχυροποιήθηκε
η Γερμανία και έχασε έδαφος η Γαλλία.
Η
ανισομετρία στον πυρήνα της ΕΕ εκδηλώθηκε στο ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών και εμπορικών ανταλλαγών, στους δείκτες βιομηχανικής
παραγωγής, στο ύψος του δημόσιου χρέους.
Το
γερμανικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ [σε όρους Μονάδων Αγοραστικής Δύναμης (ΜΑΔ)]
αυξήθηκε από 105% του μέσου όρου της Ευρωζώνης το 2000 σε 114% το 2012,
σε αντιδιαστολή με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γαλλίας που συρρικνώθηκε
ελαφρά από 102,5% το 2000 στο 100% το 2012 και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της
Ιταλίας που μειώθηκε από 105% στο 92% το 2012. Το ίδιο διάστημα, η
γαλλική βιομηχανική παραγωγή μειώνεται από 49% της γερμανικής το 2000 σε
36% το 2012, ενώ η ιταλική από 52% το 2000 μειώνεται στο 41% το 2012.
Ανάλογες διαφοροποιήσεις εμφανίζονται και στο ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών. Στη Γερμανία από ελλειμματικό -1,7% του ΑΕΠ το 2000 αυξήθηκε
στο 7% το 2013. Αντίθετα, το ισοζύγιο της Γαλλίας από πλεονασματικό
1,2% το 2000 μειώθηκε στο -2,5% το 2011 και στο -1,7% το 2013. Τέλος, η
Γαλλία είχε μικρότερο κρατικό χρέος από τη Γερμανία - με 57% του ΑΕΠ το
2000 σε σχέση με 60% της Γερμανίας - είχε ταχύτερο ρυθμό αύξησής του, με
αποτέλεσμα να φτάσει το 2013 στο 94% του ΑΕΠ και αυξάνεται, ενώ της
Γερμανίας έφτασε στα 80%.
Ταυτόχρονα
στο εσωτερικό κάθε κράτους-μέλους συντελέστηκαν ανακατατάξεις, αφού η
απαξίωση κεφαλαίου δεν εκδηλώθηκε επίσης αναλογικά στους διάφορους
κλάδους και στους μονοπωλιακούς ομίλους κάθε κλάδου.
Με
την εκδήλωση της γενικευμένης κρίσης του 2008 εκδηλώθηκε η αυξανόμενη
δυσκολία της αστικής πολιτικής στην ενιαία διαχείρισή της. Τα γενικότερα
προβλήματα περιπλέκονται με την ακαμψία της νομισματικής πολιτικής σε
κρατικό επίπεδο, αφού αυτή καθορίζεται κεντρικά ευρωνωσιακά.
Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο ανισόμετρης εκδήλωσης της κρίσης και της αναιμικής
αβέβαιης ανάκαμψης, αντικειμενικά κερδίζουν έδαφος δύο αντιφατικές
τάσεις: Αφενός της απόσχισης, αφετέρου της ενίσχυσης των ενιαίων
μηχανισμών και πολιτικών (ενίσχυση του ρόλου της ΕΚΤ, ενιαία
δημοσιονομική πολιτική κλπ.). Η αστική τάξη κάθε κράτους - μέλους, με
βάση τη διαφορετική θέση και τα ιδιαίτερα συμφέροντά της, μετέχει στη
διαπάλη για το μέλλον της ΕΕ και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης. Πρόκειται για
σύνθετη κατάσταση, αν συνυπολογίσει κανείς τη διαπάλη ισχυρών τμημάτων
της αστικής τάξης στο εσωτερικό κάθε χώρας, καθώς και τη γενικότερη
όξυνση των αντιθέσεων στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Η
όξυνση των αντιθέσεων εστιάζεται στο μέλλον της Ευρωζώνης που
συγκροτήθηκε λόγω των πλεονεκτημάτων που πρόσφερε το κοινό νόμισμα στο
μεγάλο κεφάλαιο, όπως η συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα, η
ισχυροποίηση του ευρώ στη διεθνή αγορά νομισμάτων, η αύξηση των
εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, η βελτίωση των όρων
για ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις κ.ά.
Όμως
η νομισματική συγκόλληση (μέσω του ευρώ) των οικονομιών των
κρατών-μελών όχι μόνο δεν άμβλυνε τις ανισομετρίες στην ανάπτυξη και
διάρθρωση βιομηχανικών κλάδων και στην παραγωγικότητα των κρατών-μελών,
αλλά τις όξυνε. Έτσι, με την εκδήλωση της κρίσης ήταν αναμενόμενο να
δοκιμαστεί η πορεία της Ευρωζώνης.
Φυσικά, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων δεν εκφράζεται μόνο στα ζητήματα που αφορούν το μέλλον της Ευρωζώνης.
ΤΑ ΠΕΔΙΑ ΟΞΥΝΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ
Για
να γίνει κατανοητή η συνθετότητα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που
εκφράζεται και στο αστικό πολιτικό σύστημα, ας δούμε πολύ συνοπτικά τα
βασικά πεδία στα οποία αυτές εκδηλώνονται σήμερα:
α) Η αναμόρφωση των κανόνων λειτουργίας της Ευρωζώνης, η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ.
Πρόκειται
για ένα σύνολο ζητημάτων που περιλαμβάνει την αυστηρότητα και τους
όρους εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας, τη διεθνή νομισματική
ισοτιμία του ευρώ, τη διαχείριση του δημόσιου χρέους των υπερχρεωμένων
κρατών και τον επιμερισμό βαρών μεταξύ των κρατών - μελών για τη στήριξη
του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Η
γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση με τη στήριξη των ΗΠΑ πιέζουν τη
γερμανική να επωμιστεί μεγαλύτερα βάρη, ώστε να θωρακίσουν την
ανταγωνιστικότητα των ομίλων τους που έχει πληγεί από τη γερμανική
υπεροχή. Έτσι καταγράφονται συνεχείς διεργασίες, που αφορούν την
προώθηση της «Ενισχυμένης Οικονομικής Διακυβέρνησης», της οποίας τα
πρώτα βήματα έγιναν με το «Σύμφωνο για το ευρώ» και το «Νέο
Δημοσιονομικό Σύμφωνο», διεργασίες που δεν περιορίζονται μόνο στην
αναζήτηση κατάλληλου μίγματος δημοσιονομικής διαχείρισης.
Τις
ημέρες της επίσκεψης του Γάλλου προέδρου Ολάντ στον Αμερικανό πρόεδρο
Ομπάμα, ο Γάλλος υπουργός Βιομηχανίας Άρνο Μοντεμπούρ σε συνέντευξή του
στη «Les Echos» απαίτησε την εξασθένηση του ευρώ (που έχει ανατιμηθεί
κατά 10% έναντι του δολαρίου τη διετία 2012 - 2013), στρεφόμενος
ουσιαστικά κατά της Γερμανίας. Στην αντιπαράθεση αυτής της θεματολογίας
εμπλέκεται και η πρόταση για «κούρεμα» του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Την ίδια περίοδο το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο παρέπεμψε στο
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το ζήτημα της απεριόριστης αγοράς κρατικών ομολόγων
των υπερχρεωμένων κρατών από την ΕΚΤ.
β) Το ζήτημα της τραπεζικής ενοποίησης της ΕΕ.
Σ’
αυτό το πεδίο, εκτός από τη Βρετανία που αντιδρά συνολικά στο σχέδιο,
σημειώνεται και η γερμανική αντίδραση σχετικά με τους όρους σύστασης του
Ευρωπαϊκού Ταμείου Εξυγίανσης, τα χρονοδιαγράμματα χρηματοδοτικής
ενίσχυσής του και τους όρους εξυγίανσης - εκκαθάρισης των τραπεζών. Η
Γερμανία προτείνει λύση διακυβερνητικής συνεργασίας, η οποία στην ουσία
τής επιτρέπει ν’ αποφύγει επώδυνες αποφάσεις, όμως συναντά την αντίδραση
τόσο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος όσο και της Σοσιαλιστικής Ομάδας
στο ευρωκοινοβούλιο.
γ) Το νέο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 2014 - 2020.
Σε
αυτό το σκέλος, πέρα από τις γνωστές διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς
για την προέλευση και κατανομή των κοινοτικών πόρων, το σχετικά νέο
στοιχείο είναι η αυστηρή σύνδεση της κοινοτικής χρηματοδότησης με την
πορεία δημοσιονομικής πειθαρχίας κάθε κράτους-μέλους, στοιχείο που
περιπλέκει τις αντιθέσεις.
δ) Η διεύρυνση της ΕΕ και η συμμετοχή της στη διαπάλη για τον έλεγχο και το ξαναμοίρασμα των αγορών.
Βασικότερα
στοιχεία της περιόδου αποτελούν η προσπάθεια της ΕΕ και ιδιαίτερα της
Γερμανίας για επέκταση της οικονομικής επιρροής της προς τα ανατολικά
(μέσω της πρωτοβουλίας για την Ανατολική Εταιρική Σχέση της ΕΕ) και οι
διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών μεταξύ ΗΠΑ
και ΕΕ, με τη σχετική πρόταση Διατλαντικού Εμπορίου και Επενδύσεων.
Οι
ΗΠΑ προβάλλουν τα οφέλη της νέας διατλαντικής σχέσης που θα καταργήσει
δασμούς και κανονιστικούς φραγμούς που ξεπερνούν τα 10 δισ. δολάρια και
θα καλύψει το 50% της παγκόσμιας παραγωγής και το 30% του παγκόσμιου
εμπορίου. Ωστόσο γερμανικά ινστιτούτα (π.χ. IFO) εκφράζουν ανησυχία τόσο
σε οικονομικό επίπεδο για πιθανή συρρίκνωση των εμπορικών ροών της
Γερμανίας με τη Γαλλία, τη Βρετανία και την Ιταλία προς όφελος των ΗΠΑ,
καθώς και για γεωπολιτική κίνηση που θα αποδυναμώσει τελικά τη σημερινή
γερμανική ηγεμονία στην ΕΕ.
Ταυτόχρονα,
οι ΗΠΑ στοχεύουν στην αποδυνάμωση των BRICS, που αποτελούσαν τη
σημαντικότερη εναλλακτική λύση των γερμανικών εξαγωγών, με τη σταδιακή
αλλαγή της πολιτικής «φθηνού χρήματος» της Κεντρικής Τράπεζας (FED). Η
μεταβολή της πολιτικής της FED διευκολύνει τη φυγή κεφαλαίων από τις
BRICS για να επενδυθούν τελικά στις ΗΠΑ.
Σε
σχέση με την προσπάθεια ενίσχυσης της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης της
ΕΕ, η προσπάθεια δημιουργίας Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών προσκρούει στο
ρωσικό σχέδιο εδραίωσης της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης. Έτσι δεν
υπογράφηκαν τελικά οι συμφωνίες σύνδεσης της ΕΕ με την Ουκρανία και την
Αρμενία το 2013. Την ίδια χρονιά, στη δυτική πλευρά της ΕΕ διέκοψε τις
ενταξιακές διαπραγματεύσεις και η κυβέρνηση της Ισλανδίας, τονίζοντας
ότι θεωρεί καλύτερη λύση τη διατήρηση της σημερινής συμφωνίας «ελευθέρου
εμπορίου» με την ΕΕ.
Στην
περίπτωση της Ουκρανίας υπάρχει πλέον σοβαρή πιθανότητα ακόμα και
διχοτόμησης της χώρας, με δεδομένο ότι το βιομηχανικό κεφάλαιο των
ανατολικών περιοχών έχει ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία.
Παράλληλα
οξύνεται η ιμπεριαλιστική διαπάλη για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής
της Ανατολικής Μεσογείου και της Ευρασίας, με αποτέλεσμα την όξυνση των
ενδοαστικών αντιθέσεων στην Τουρκία, στη Συρία, στην Αίγυπτο, την
προώθηση «νέου σχεδίου Ανάν» για το Κυπριακό και τη μεταβολή των σχέσεων
του Ιράν με το ατλαντικό στρατόπεδο.
Βασική
πλευρά των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων παραμένει ο έλεγχος των πηγών
και των οδών μεταφοράς ενέργειας, καθώς και οι προτεραιότητες της
ενεργειακής πολιτικής. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αναπτύσσονται
διαφορετικές προτάσεις για το μέλλον της πυρηνικής ενέργειας (μεταξύ
Γερμανίας και Βρετανίας - Γαλλίας), για την αξιοποίηση του σχιστολιθικού
φυσικού αερίου που δεσπόζει η τεχνολογία και οι δυνατότητες των ΗΠΑ και
για την αξιοποίηση των θαλάσσιων κοιτασμάτων της Μεσογείου με τις
κατευθύνσεις της «γαλάζιας ανάπτυξης».
Αξιοσημείωτο
είναι ότι, παρά τις διαφοροποιήσεις της, η σημερινή γαλλική κυβέρνηση
του προέδρου Ολάντ δεν επιλέγει να παίξει ηγετικό ρόλο εναλλακτικού
πόλου απέναντι στη γερμανική κυβέρνηση και στηρίζει βασικές επιλογές
της.
Στο
κοινό υπουργικό συμβούλιο Γαλλίας - Γερμανίας του Φλεβάρη του 2014 ο
Ολάντ στήριξε τις γερμανικές επιλογές σχετικά με την Ουκρανία και τη
φορολόγηση των παραγώγων (στην οποία αντιτίθεται η Βρετανία).
Ανακοινώθηκε επίσης η ενεργειακή συνεργασία Ademe - Dena σε ενεργειακούς
τομείς, όπως τα δίκτυα και τα αποθέματα ηλεκτρικής ενέργειας. Σε
αντιστάθμισμα, η Γερμανία στηρίζει τα ιμπεριαλιστικά σχέδια της Γαλλίας
στην Αφρική (π.χ. στο Μάλι).
ε) Ο στόχος για ένα νέο «Σύνταγμα της Ευρώπης».
Ο
στόχος συνταγματικής κατοχύρωσης μιας πορείας πολιτικής και οικονομικής
ενοποίησης της ΕΕ, με βασικό σταθμό την ομοσπονδιακή δομή της, δεν
είναι νέος. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στη δεκαετή ιστορία πριν την
ενεργοποίηση της ισχύουσας Συνθήκης της Λισαβόνας, στη συνολική διαπάλη
και στις προτάσεις της Συντακτικής Συνέλευσης υπό την προεδρία του
Ζισκάρ ντ’ Εστέν, το ΟΧΙ στα δημοψηφίσματα του 2005 της Γαλλίας και την
άρνηση της Ολλανδίας, τις Διακυβερνητικές Διασκέψεις που ακολούθησαν.
Στη
Συνθήκη της Λισαβόνας δόθηκε ήδη έμφαση στην προσπάθεια ενίσχυσης της
Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφαλείας και Άμυνας (ΕΠΑΑ) και θεσμοθετήθηκε η
θέση Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής ασφάλειας.
Όμως
το σχέδιο μιας νέας συνταγματικής συνθήκης προσκρούει στη δυναμική των
αντιθέσεων τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και της εξωτερικής
πολιτικής. Η συνταγματική κατοχύρωση ακόμα και υπαρκτών προσωρινών
εύθραυστων συμφωνιών απαιτεί βαθύτερες ουσιαστικές συγκλίσεις μεταξύ των
ισχυρών κρατών-μελών, που δεν υπάρχουν σήμερα.
στ) Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις σε κάθε κράτος-μέλος.
Το
σύνολο των αντιθέσεων που συνοπτικά αποτυπώσαμε διαπερνά και την αστική
τάξη κάθε κράτους-μέλους, με βάση αποκλίνοντα συμφέροντα επιμέρους
τμημάτων της.
Χαρακτηριστικό
είναι το παράδειγμα των διεργασιών στο εσωτερικό της γερμανικής αστικής
τάξης για το μέλλον της Ευρωζώνης. Στην προηγούμενη δεκαετία η Γερμανία
υπήρξε η μεγάλη ωφελημένη από τη συγκρότηση της Ευρωζώνης. Από τη μια
μετακύλησε την ισχύ του γερμανικού μάρκου στο ευρώ κατοχυρώνοντάς το ως
διεθνές αποθεματικό νόμισμα, προσελκύοντας κεφάλαια στη Γερμανία, και
από την άλλη, λόγω του βιομηχανικού πλεονεκτήματός της, αύξησε τις
εξαγωγές στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα τη θεαματική άνοδο
του εμπορικού της πλεονάσματος. Διασφάλισε επίσης φθηνά επιτόκια
δανεισμού και ροή κεφαλαίων προς τη Γερμανία την περίοδο της κρίσης.
Η
κυρίαρχη γραμμή της αστικής τάξης παραμένει η θωράκιση του ευρώ, η
νομισματική σταθερότητα και η άρνηση ανάληψης από το γερμανικό κράτος
μεγάλου βάρους σχετικά με τη διαχείριση των υπερχρεωμένων κρατών.
Οι
διαφορετικές αστικές προσεγγίσεις δεν αφορούν μόνο τη δυνατότητα, αλλά
και τη σκοπιμότητα να επωμιστεί η Γερμανία το μεγαλύτερο μέρος του
βάρους της απαξίωσης κεφαλαίου στις υπερχρεωμένες χώρες της ΕΕ.
Πρόκειται για προσεγγίσεις από τμήματα του γερμανικού κεφαλαίου, για τα
οποία αυτές οι χώρες έχουν μικρή οικονομική σημασία (π.χ. βιομηχανία
μέσων παραγωγής, αυτοκινήτων πολυτελείας) ή δεν αποτελούν γεωπολιτική
προτεραιότητα σε σχέση με την Ανατολική Ευρώπη, την Ευρασία και την
Κίνα.
Παράλληλα
η ενδοαστική διαπάλη για το μίγμα διαχείρισης αφορά και την προσπάθεια
κάθε αστικής τάξης να ενσωματώσει τη λαϊκή διαμαρτυρία και να εγκλωβίσει
το λαϊκό κίνημα στους σχεδιασμούς της. Η προσπάθεια ενσωμάτωσης και
εδραίωσης κλίματος ταξικής συνεργασίας χαρακτηρίζει το σύνολο των
διεργασιών του αστικού πολιτικού συστήματος σε όλα τα κράτη-μέλη. Η
ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστικών τάσεων πρέπει να κατανοηθεί μέσα σ’ αυτό
το πλαίσιο της ευελιξίας της εξουσίας του κεφαλαίου, για να διασφαλίζει
λαϊκή στήριξη της εκάστοτε στρατηγικής της.
ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ «ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ» ΣΤΟ ΣΚΛΗΡΟ ΠΥΡΗΝΑ ΤΗΣ ΕΕ
Ας δούμε λοιπόν συνοπτικά πώς εκφράζονται οι «ευρωσκεπτικιστικές» τάσεις στα 3 ισχυρότερα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Στη
Γερμανία βασική «ευρωσκεπτικιστική» δύναμη είναι το αστικό κόμμα της
«Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (Alternativ für Deutschland), με
φιλελεύθερες θέσεις για την οικονομία. Η πλατφόρμα του AFD έθετε αρχικά
ως στόχο την επιστροφή στο μάρκο, αλλά τροποποίησε τη θέση του ως μη
ρεαλιστική, θέτοντας ζήτημα εξόδου από την Ευρωζώνη υπερχρεωμένων κρατών
όπως η Ελλάδα. Εναντιώνεται στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και
απαιτεί πλήρη εκπλήρωση όλων των κριτηρίων ένταξης κάθε υποψήφιας χώρας,
πριν αρχίσει η εξέταση της ένταξής της στην ΕΕ. Προτείνει ΕΕ πολλών
ταχυτήτων στην εφαρμογή κοινοτικών πολιτικών και εθελοντική ένταξη χωρών
σε διάφορα θεσμικά κοινοτικά όργανα. Υποστηρίζει την εσωτερική κοινή
αγορά της ΕΕ.
Το
κόμμα στηρίζεται από τμήματα της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών,
ενώ ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Henkel έχει ήδη προσχωρήσει σ’
αυτό.
Στη
Βρετανία ο πρωθυπουργός και ηγέτης των Συντηρητικών Ντέιβιντ Κάμερον
αποφάσισε με νομοθετική πρωτοβουλία του 2011 τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος
σε περίπτωση που προταθεί νέα ευρωπαϊκή συνθήκη, με νέες μεταβιβάσεις
κρατικών αρμοδιοτήτων από τα κράτη-μέλη προς την Κομισιόν, ενώ έχει
καταθέσει τη διαφωνία του στο προτεινόμενο πλαίσιο τραπεζικής ένωσης και
εποπτείας.
Το
εθνικιστικό Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Βρετανίας (UKIP) του Νάιτζελ
Φάρατζ, ο βασικός «ευρωσκεπτικιστικός» πολιτικός σχηματισμός, ζητά την
έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Κατηγορεί την ΕΕ για την αύξηση των
μεταναστών (στη Βρετανία), την οποία συνδέει με την αύξηση της
εγκληματικότητας και της ανεργίας. Προτείνει δημόσια ασφάλιση και υγεία
μόνο για τους Βρετανούς πολίτες. Στηρίζει την ανάπτυξη της πυρηνικής
ενέργειας στον αντίποδα τόσο των εισαγωγών πετρελαίου όσο και της
κρατικής στήριξης των επενδύσεων ΑΠΕ με πράσινους φόρους. Συμφωνεί με
την εξόρυξη φυσικού αερίου σχιστόλιθου, όπου κυριαρχεί η τεχνολογία των
ΗΠΑ.
Στη
Γαλλία το Εθνικό Μέτωπο της Μαρί Λεπέν καταγγέλλει το «δημοκρατικό
έλλειμμα» της ΕΕ και το ουσιαστικό μονοπώλιο βασικών νομοθετικών
πρωτοβουλιών της Κομισιόν σε σχέση με τα κράτη-μέλη. Προτείνει επιστροφή
στα εθνικά νομίσματα και υπεροχή του εθνικού δικαίου έναντι του
κοινοτικού. Εστιάζει στα προβλήματα των βιομηχανιών σιδήρου και χάλυβα
και στα ζητήματα της γεωργίας, ενώ ασκεί κριτική στο ρόλο του
χρηματοπιστωτικού τομέα που δε στηρίζει επαρκώς την «πραγματική
οικονομία».
Επικρίνει
τη γερμανική κυβέρνηση ως βασική υπεύθυνη για τη σημερινή κατάσταση
στην Ευρωζώνη και ζητά μέτρα περιορισμού της εισόδου των μεταναστών.
Προτείνει μείωση της συνεισφοράς της Γαλλίας στον κοινοτικό
προϋπολογισμό.
Η
Λεπέν αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα για τη συγκρότηση ισχυρής
ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας, έχοντας προσεγγίσει την ιταλική Λέγκα του
Βορρά, το Αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας και αντίστοιχες δυνάμεις άλλων
χωρών. Συναντά την αντίδραση του βρετανικού εθνικιστικού κόμματος του Ν.
Φάρατζ, που την κατηγορεί για αντισημιτισμό.
«Ευρωσκεπτικιστικές»
φωνές υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια επίσης στη σοσιαλδημοκρατία και στο
οπορτουνιστικό ρεύμα (π.χ. Σεβενεμάν/Γαλλία, Λαφοντέν/Γερμανία,
Αριστερό Ρεύμα στο ΣΥΡΙΖΑ/Ελλάδα), αλλά είναι σαφώς μειοψηφικές στο χώρο
τους.
Τέλος,
η προσπάθεια ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας στις ενδοαστικές
αντιθέσεις δεν επιχειρείται μόνο από τις δυνάμεις του
«ευρωσκεπτικισμού», αλλά και από τις δυνάμεις του «ευρωμονόδρομου» που
υπερασπίζουν τις σημερινές βασικές κατευθύνσεις και πολιτικές της ΕΕ.
Οι
απολογητές της σημερινής ΕΕ χρησιμοποιούν μάλιστα το φόβητρο του
«ευρωσκεπτικισμού», ιδιαίτερα στην ακροδεξιά εθνικιστική και φασιστική
εκδοχή του, ως μέσο προώθησης γραμμής ταξικής συνεργασίας στο εργατικό
κίνημα και γενικότερα υποταγής του λαού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με
την ανάληψη της Ελληνικής Προεδρίας, τόσο ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης
Ευ. Βενιζέλος όσο και άλλα μέλη της, όπως ο υφυπουργός Εξωτερικών Δ.
Κούρκουλας, ανέφεραν την αντιμετώπιση του «ευρωσκεπτικισμού» ως ένα από
τα βασικά στοιχήματα της Ελληνικής Προεδρίας.
Παράλληλα,
οι ίδιες δυνάμεις επιχειρούν να εμφανίσουν την πολιτική ενοποίησης ως
λύση για την αναβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής και την υλοποίηση της
κοινωνικής αρχής της αλληλεγγύης με αναδιανεμητική πολιτική στήριξης των
υπερχρεωμένων κρατών. Θέτουν τον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωζώνης και
προβάλλουν ως μοναδική λύση την πολιτική και οικονομική εμβάθυνση της
κοινοτικής συνεργασίας.4 Δημιουργείται έτσι ένα βολικό δίπολο ελέγχου της λαϊκής συνείδησης από την αστική τάξη σ’ όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Ο «ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η
ισχυροποίηση «ευρωσκεπτικιστικών» τάσεων στο ελληνικό αστικό πολιτικό
σύστημα συνδέεται άμεσα με την επιδείνωση της θέσης της ελληνικής
καπιταλιστικής οικονομίας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, της ΕΕ και
γενικότερα της διεθνούς καπιταλιστικής πυραμίδας.
Η
υποχώρηση της θέσης της Ελλάδας ήταν αποτέλεσμα της βαθιάς
καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Στην περιοχή της Ανατ.
Μεσογείου, με κριτήριο το ΑΕΠ η Ελλάδα πέρασε στην 4η θέση το 2011 από
τη 2η θέση το 2001, ενώ αυξήθηκε σημαντικά η υπεροχή της Τουρκίας που
βρίσκεται στην πρώτη θέση. Παρότι η απόλυτη κατάταξη δεν είναι ίδια αν
δούμε άλλους δείκτες (π.χ. κατά κεφαλήν ΑΕΠ), η γενική τάση υποχώρησης
της Ελλάδας ήταν αναμφισβήτητη την τελευταία πενταετία.
Η
συγκεκριμένη περίοδος ανέδειξε πιο έντονα τις ανισότιμες σχέσεις των
ιμπεριαλιστικών συμμαχιών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που μετέχει η Ελλάδα και
υπογράμμισε τους περιορισμούς στα περιθώρια αυτοτελών ελιγμών της
εγχώριας αστικής τάξης.
Η
άρχουσα τάξη προχώρησε στις αναγκαίες προσαρμογές των στοχεύσεών της
για να δοθεί ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, οι οποίες αφορούν τρεις
άξονες:
α)
Την επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων και τη διασφάλιση
μεγαλύτερης ευελιξίας στη δημοσιονομική πολιτική, ώστε να δημιουργηθεί
κλίμα «πολιτικής σταθερότητας» και προσέλκυση επενδύσεων.
β) Την ανάδειξη της Ελλάδας ως κόμβου μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων στην Ανατ. Μεσόγειο.
γ)
Τον εγκλωβισμό του εργατικού κινήματος σε γραμμή ταξικής συνεργασίας
και υπόκλισης στον αστικό στόχο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της
ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας.
Οι
αστικές αναζητήσεις για τη διασφάλιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του
κεφαλαίου στην Ελλάδα συμβαδίζουν, όπως είναι αναμενόμενο, με την
προσπάθεια μετασχηματισμού του αστικού πολιτικού συστήματος. Τη δεκαετία
που προηγήθηκε της σημερινής κρίσης, όπου ο σκληρός πυρήνας της αστικής
τάξης της Ελλάδας επωφελήθηκε από την εξαγωγή κεφαλαίου στα Βαλκάνια,
την κοινοτική στήριξη στην προώθηση αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, την
κοινοτική χρηματοδότηση και το χαμηλότοκο δανεισμό, καμιά σοβαρή αστική
πολιτική δύναμη δεν αμφισβητούσε την «πάση θυσία» παραμονή στον
ευρωμονόδρομο και την τήρηση των δεσμεύσεών του.
Σήμερα
η αστική κριτική προσέγγιση στην κυρίαρχη γερμανική πρόταση για το
μέλλον της Ευρωζώνης και οι «ευρωσκεπτικιστικές» φωνές τόσο του
εθνικιστικού όσο και του οπορτουνιστικού ρεύματος θεωρούνται αποδεκτές
και χρήσιμες από την εξουσία των μονοπωλίων, στο πλαίσιο της πολιτικής
στήριξης των στρατηγικών στόχων της και της ενσωμάτωσης της λαϊκής
αγανάκτησης.
Το ομολόγησε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δ. Δασκαλόπουλος λέγοντας:
«Σήμερα
βλέπουμε καθαρά ότι οι μνημονιακές πολιτικές δε βγάζουν πουθενά. Αλλά
το ίδιο το Μνημόνιο παρέχει τη δυνατότητα αναδιαπραγμάτευσης. Αν η χώρα
μας είχε να αντιπαραθέσει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα εθνικής ανάπτυξης,
με έμφαση στην παραγωγική ανασυγκρότηση που να φτάνει στους ίδιους
στόχους από άλλους δρόμους, οικονομικά ηπιότερους και κοινωνικά πιο
δίκαιους, πιστεύω ότι θα μπορούσε να εισακουστεί από τους εταίρους μας.
Αυτό επείγει να κάνουμε σήμερα. Πληθαίνουν άλλωστε οι φωνές στην Ευρώπη
που διαπιστώνουν τα λάθη της τρόικας και το αδιέξοδο της συνταγής»5.
Δίπλα
σ’ αυτήν τη γενική τάση προσαρμογής των στόχων της άρχουσας τάξης θα
πρέπει να συνυπολογίσουμε δύο σημαντικούς παράγοντες: Την όξυνση των
αντιθέσεων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και στους ομίλους τους που
έχουν ήδη αναπτύξει ή στοχεύουν να αναπτύξουν θέσεις στην ελληνική
οικονομία με προοπτική την ευρύτερη περιοχή, καθώς και τις προνομιακές
σχέσεις τμημάτων του εγχώριου κεφαλαίου με τα ανταγωνιζόμενα
ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Καθώς
η ελληνική οικονομία διασυνδέεται με την ευρύτερη περιοχή της
Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και γενικότερα της Ευρασίας και
μπορεί να αποτελέσει κόμβο μεταφοράς εμπορευμάτων και ενέργειας στην ΕΕ,
εμπλέκεται όλο και περισσότερο στο σύνθετο πλαίσιο αντιθέσεων Γερμανίας
- ΗΠΑ - Ρωσίας/Κίνας.
Η
σημαντική γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας σε σχέση με τη μικρή εγχώρια
αγορά της μπορεί να ερμηνεύσει τον οξυμένο ανταγωνισμό αμερικανικών,
βρετανικών, γερμανικών, γαλλικών, ρωσικών και κινεζικών ομίλων για τον
έλεγχο σημαντικών τομέων της ελληνικής οικονομίας.
Αμερικανικοί
και βρετανικοί όμιλοι, σε συνεργασία με ισραηλινές και αραβικές
εταιρίες, αναπτύσσουν επενδυτική δραστηριότητα σε τομείς όπως η εξόρυξη
υδρογονανθράκων, η μεταφορά φυσικού αερίου, ο τραπεζικός τομέας, οι
τηλεπικοινωνίες. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η συμφωνία
της Energian Oil (στην οποία μετέχει πλέον η αμερικανική επενδυτική
εταιρία Third Point) με την BP για την παράδοση στη δεύτερη των
ποσοτήτων πετρελαίου της εξόρυξης του Πρίνου, καθώς και ο ανταγωνισμός
της Vodaphone και Wind με την Deutsche Telekom - OTE στην κινητή
τηλεφωνία.
Παράλληλα,
θα πρέπει να σημειώσουμε τις ιδιαίτερες σχέσεις μεγάλου μέρους του
ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Οι
ελληνικοί εφοπλιστικοί όμιλοι παραμένουν πρωταγωνιστές στις θαλάσσιες
μεταφορές εμπορευμάτων των ΗΠΑ και ορισμένοι στηρίζουν τα νέα επενδυτικά
σχέδιά τους στη μεταφορά ενέργειας και ειδικότερα υγροποιημένου φυσικού
αερίου των αμερικανικών ομίλων (Αγγελικούσης, Προκοπίου, Οικονόμου,
Τσάκος, Λιβανός κ.ά.). Αρκετοί διαπλέκονται επίσης με αμερικανικά
«ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια» και με το χρηματοπιστωτικό τομέα του
Λονδίνου.
Οι
Έλληνες εφοπλιστές ελέγχουν το 46,7% της χωρητικότητας του εμπορικού
στόλου της ΕΕ και υπερέχουν έναντι του γερμανικού κεφαλαίου στη
ναυτιλία. Το τελευταίο διάστημα αντιδρούν στη συμφωνία κυβέρνησης -
τρόικας γι’ αύξηση της προκλητικά μικρής φορολογίας των ναυτιλιακών
επιχειρήσεων, με τον πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Θεοδ. Βενιάμη
να εγκαλεί τον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα για συνταγματική
εκτροπή!
Στον
τραπεζικό τομέα οι εγχώριοι μεγαλομέτοχοι των τραπεζικών ομίλων
επιδρούν στις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης - τρόικας σχετικά με τις
ανάγκες και τους όρους ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.
Πρόσφατα ο πρόεδρος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Χρ.
Σκλαβενίτης εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την κωλυσιεργία των
διαπραγματεύσεων και τις πιθανές επιπτώσεις στην επανιδιωτικοποίηση της
Eurobank. Ήδη στην Εθνική Τράπεζα έχει καταλάβει ισχυρή θέση ο όμιλος
Λάτση, γνωστός για τους ατλαντικούς δεσμούς του, ενώ η Alpha διερευνά τη
συνεργασία με την αμερικανική Citibank.
Μέσα
σ’ αυτό το πλαίσιο διεργασιών και αντιθέσεων στο εσωτερικό της
ελληνικής άρχουσας τάξης δυναμώνουν οι «ευρωσκεπτικιστικές» φωνές του
εθνικιστικού ρεύματος και γενικότερα του αστικού πολιτικού συστήματος.
Από τις διάφορες πρωτοβουλίες και κινήσεις που εμφανίστηκαν τα τελευταία
χρόνια και στηρίχτηκαν από αστικά μέσα μαζικής ενημέρωσης ξεχωρίζουν οι
ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου και η παρουσία του καθηγητή Βασ. Μαρκεζίνη,
εκτός της ναζιστικής Χρυσής Αυγής (που δε θα μας απασχολήσει στο
συγκεκριμένο άρθρο). Οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις δε θέτουν άμεσα θέμα
εξόδου της Ελλάδας από την ΕΕ, αλλά προκρίνουν πολιτική αναβάθμιση των
σχέσεων με ΗΠΑ, Βρετανία και Ρωσία, ώστε να αξιοποιηθεί διαπραγματευτικά
απέναντι στη γερμανική κυβέρνηση.
Ο
καθηγητής Βασ. Μαρκεζίνης, ο οποίος έχει χριστεί Ιππότης από τη
βασίλισσα της Αγγλίας, προτείνει διαφοροποίηση του Δόγματος Εξωτερικής
Πολιτικής της χώρας, με διακηρυγμένο στόχο να γίνει πιο ευέλικτο και
συμβατό για την ανάπτυξη δεσμών με νέους «εταίρους». Ασκεί κριτική στην
κυβέρνηση Σαμαρά για λαθεμένη στροφή προς τη Γερμανία:
«Με
βάση το επίπλαστο επιχείρημα ότι όσοι δε συμφωνούσαν με τα μέτρα
λιτότητας ήταν “αντιευρωπαίοι” και θα προκαλούσαν την αποπομπή της
Ελλάδας από την ΕΕ, σχεδιάστηκε ένας αναπροσανατολισμός της ελληνικής
εξωτερικής πολιτικής προς τη Γερμανία, με σκοπό να συμπέσει με την
έλευση του κ. Σαμαρά στην εξουσία. Και πάλι, η συγκεκριμένη αυτή στροφή
πρέπει να αξιολογηθεί και να κριθεί δεόντως - και ενδεχομένως να
καταδικαστεί.
Είναι,
λοιπόν, καιρός να αναρωτηθούμε πώς θα αντιδράσει η Αμερική σε αυτήν την
ξεκάθαρη στροφή προς τη Γερμανία. Είναι επίσης καιρός να θέσουμε το
ερώτημα κατά πόσον η διπλωματία μας θα μπορέσει να επιτύχει το είδος της
εξισορρόπησης μεταξύ Αμερικής, Ρωσίας και Γερμανίας στο οποίο
διαπρέπουν, τα τελευταία χρόνια, χώρες όπως η Τουρκία»6.
Σε
παρόμοιο μήκος κύματος, ο Π. Καμμένος καταγγέλλει την εξάρτηση από τη
Γερμανία που στερεί από τη χώρα άλλες γεωπολιτικές συμμαχίες με έμφαση
στην εκμετάλλευση των εγχώριων υδρογονανθράκων. Αντιπαραθέτει στην
«Ευρώπη των τραπεζιτών» την «Ευρώπη των εθνών-κρατών», των ισότιμων
κρατών-μελών. Ήδη βρίσκεται σε συνομιλίες με τον Φάρατζ για συνεργασία
στις ευρωεκλογές, ενώ τονίζει την ιστορική διαφορά ΗΠΑ - Γερμανίας στη
στήριξη της ελληνικής αστικής τάξης:
«Τι
έκανε το σχέδιο Μάρσαλ μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τι κάνει σήμερα η
Ευρωζώνη και οι λεγόμενοι σύμμαχοι; Οι πραγματικοί σύμμαχοι ήταν αυτοί
που από τις ΗΠΑ το 1947 με το Σχέδιο Μάρσαλ σε 16 χώρες της Ευρώπης
έδωσαν οικονομική βοήθεια χωρίς αντάλλαγμα και τόκους, για να μπορέσουμε
να ξαναχτίσουμε την οικονομία μας. Και ξαναχτίστηκε η οικονομία»7.
Οι
θέσεις των ΑΝΕΛ του Π. Καμμένου για την ΕΕ και την πολιτική της
συγκλίνουν σε σημαντικά σημεία με τις επίσημες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς
εξελίσσεται η φάση σοσιαλδημοκρατικοποίησης του συγκεκριμένου πολιτικού
σχήματος, με σημαντικό σταθμό την ομιλία του Αλ. Τσίπρα στο Τέξας το
Νοέμβρη του 2013.
Βασικά στοιχεία σύγκλισης αποτελούν:
α)
Η προσπάθεια διαχωρισμού της ιστορικής πορείας της ΕΕ σε μια αρχική
θετική περίοδο όπου κυριαρχούσαν οι ισότιμες σχέσεις, η αλληλεγγύη, η
αναβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής, και σε μια μεταγενέστερη αρνητική
περίοδο που προήλθε από την κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων ιδεών και των
τραπεζιτών.
β)
Η εξήγηση της κρίσης και της επίθεσης στην εργατική τάξη και τα λαϊκά
στρώματα κυρίως ως αποτέλεσμα των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων,
της εξωτερικής επιβολής από την τρόικα της πολιτικής Μέρκελ.
γ)
Η καλλιέργεια αυταπατών και κάλπικων προσδοκιών στο λαό για βελτίωση
της θέσης του από την αλλαγή μίγματος αστικής διαχείρισης, από τη
βελτίωση των όρων συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ και από τη μετατροπή
της σε γέφυρα με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και μοχλό πίεσης των ΗΠΑ
προς τη γερμανική κυβέρνηση.
Δε
θα σταθούμε αναλυτικά στην κριτική αυτών των θέσεων που έχει καλυφτεί
με πλήθος άλλων άρθρων της ΚΟΜΕΠ. Πρόκειται για θέσεις που συγκαλύπτουν
τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής
συμμαχίας από την ίδρυσή της ως σήμερα και συσκοτίζουν ότι η
καπιταλιστική κρίση και οι δυσβάστακτες συνέπειες για το λαό είναι
συνέπεια του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Πρόκειται για θέσεις που
αποκρύπτουν τις πραγματικές αιτίες των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων με
στόχο μια γενικευμένη απαξίωση της εργατικής δύναμης: Την προσπάθεια των
μονοπωλίων να ανασχέσουν την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους,
ιδιαίτερα σε συνθήκες απώλειας μεριδίων στη διεθνή καπιταλιστική αγορά.
Γι’ αυτό υλοποιούνται χωρίς ημερομηνία λήξης σκληρά αντεργατικά μέτρα
τόσο στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, όσο και στα ισχυρά κράτη-μέλη της ΕΕ. Γι’
αυτό και η ελληνική αστική τάξη, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις της,
συμφωνεί και προωθεί αποφασιστικά μέσω των αστικών κυβερνήσεων τις
κεντρικές αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις της ΕΕ, από τη δεκαετία του ’90,
πολύ πριν την εκδήλωση της κρίσης.
Φυσικά
η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει την προσήλωσή της στην παραμονή της
χώρας στην Ευρωζώνη, τονίζει τους κινδύνους για την εγχώρια
καπιταλιστική οικονομία από την επιστροφή στη δραχμή και ενοχοποιεί την
πολιτική της γερμανικής και της ελληνικής κυβέρνησης για την άνοδο του
«ευρωσκεπτικισμού» στην ΕΕ και στην Ελλάδα.
Στην
πραγματικότητα όμως, οι καθαρές «ευρωσκεπτικιστικές» τάσεις τόσο του
εθνικιστικού όσο και του οπορτουνιστικού ρεύματος δεν αποτελούν
εχθρικές, αλλά συμπληρωματικές δυνάμεις της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ να
συγκροτήσει ένα αντιμνημονιακό, αντιμερκελικό μέτωπο που θα του
διασφαλίσει την κοινοβουλευτική νίκη. Η ανεδαφική κριτική εκ μέρους της
κυβέρνησης Σαμαρά που εμφανίζει συχνά το ΣΥΡΙΖΑ ως αντιιμπεριαλιστική
δύναμη και οπαδό της εξόδου από την Ευρωζώνη διευκολύνει επίσης το
σχεδιασμό του, αλλά και την εδραίωση των δύο πόλων για την αναμόρφωση
του αστικού πολιτικού συστήματος.
Από
τις διεργασίες στο οπορτουνιστικό ρεύμα η πιο «καθαρή» και συγκροτημένη
«ευρωσκεπτικιστική» πρόταση είναι αυτή του Σχεδίου Β΄ του πρώην
προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Αλαβάνου, ο οποίος εμφανίζεται να ηγείται ενός
Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής (ΜΑΑ). Το συγκεκριμένο ΜΑΑ καταγράφει
υποτυπώδη παρουσία στο λαϊκό κίνημα, όμως ο πρόεδρός του έχει ισχυρή
αναλογικά προβολή στα αστικά ΜΜΕ.
Γύρω
από το Σχέδιο Β΄, το οποίο θα εξετάσουμε αυτοτελώς στη συνέχεια,
περιστρέφονται στην πραγματικότητα οι υπόλοιπες σχετικές προτάσεις της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ (Π. Λαφαζάνης, Δ.
Στρατούλης, Γ. Καλύβης κ.ά.), αναζητώντας συγκλίσεις και κοινό
βηματισμό. Ανεξάρτητα από προθέσεις, δημιουργείται μια πολιτική αλυσίδα
που μπορεί άμεσα να τροφοδοτήσει το σχέδιο κυβερνητικής εναλλαγής του
ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια ν’ αποτελέσει το πρόπλασμα δημιουργίας ενός νέου
οπορτουνιστικού αναχώματος.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ Β΄: ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΛΥΣΗ
Το Σχέδιο Β΄ του ΜΑΑ, όπως παρουσιάστηκε σε αναλυτική έκδοση8
το 2013, αποτελεί ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα διαχείρισης με στόχο
την επιστροφή στην καπιταλιστική ανάκαμψη, σε βάρος τελικά της εργατικής
τάξης. Βασικοί άξονες του Σχεδίου Β΄ είναι η έξοδος της χώρας από την
Ευρωζώνη, η κατάργηση του μνημονίου, η παύση πληρωμών του δημόσιου
χρέους και η νέα διαπραγμάτευσή του, ο δημοκρατικός οικονομικός
σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας, η εθνικοποίηση των
τραπεζών και ο δημόσιος έλεγχος επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
Η
προσήλωση του Σχεδίου Β΄ στο στόχο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της
αναβάθμισης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού δεν
προκύπτει μόνο από την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο ζήτημα της
αστικής εξουσίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Προκύπτει και
από την παρουσίαση των δυνατοτήτων επιτυχίας του και από την πολιτική
συμμαχιών που προτείνει.
Η
σημασία να ξαναποκτήσει η Ελλάδα εθνικό νόμισμα (το οποίο θα
υποτιμηθεί) συνδέεται στο Σχέδιο Β΄ με το στόχο ν’ αναδειχτεί σε
«ευνοϊκό μέρος για την τοποθέτηση επενδύσεων». Μάλιστα ο στόχος
συνοδεύεται με τη διευκρίνιση για το διαχωρισμό των επενδύσεων σε
«ληστρικές, αποικιακές» και σε «αμοιβαία επωφελείς». Ο διαχωρισμός θέτει
ως κριτήριο τον «πλήρη σεβασμό του ελληνικού κράτους». Θυμίζει τον
κάλπικο διαχωρισμό του ΣΥΡΙΖΑ για τους επιχειρηματίες σε υγιείς και
πειρατές, με κριτήριο το σεβασμό της ελληνικής νομοθεσίας. Παράλληλα οι
αναπτυξιακές δυνατότητες του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος
θεμελιώνονται με τα διεθνή καπιταλιστικά παραδείγματα της πολιτικής των
ΗΠΑ στην κρίση του ’29, της Αργεντινής της δεκαετίας του 2000, της
νομισματικής πολιτικής της σημερινής Κίνας, καθώς και με την υποτίμηση
Μαρκεζίνη της δεκαετίας του ’50, με τη διευκρίνιση ότι στην τελευταία
περίπτωση η ανάπτυξη ήταν προς όφελος των ισχυρών.
Στο
ερώτημα αν μπορούν όλοι να βγουν κερδισμένοι από την προτεινόμενη
οικονομική ανασυγκρότηση, ο Αλ. Αλαβάνος απαντά απροκάλυπτα για τον
υπερταξικό χαρακτήρα του Σχεδίου του: «Η ελληνική κρίση ως πηγή έχει
τις μεγάλες πλανητικές, ευρωπαϊκές κι εθνικές ταξικές συγκρούσεις. Αυτό
δεν πρέπει να μας κάνει να χάνουμε από τα μάτια μας ότι η εργατική τάξη
έχει δυνατότητα σήμερα συμμαχιών ενός ασύλληπτου εύρους. Πλήττονται όλα
τα μεσαία στρώματα και με αυτήν την έννοια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι
της κοινωνίας θα ωφεληθεί. Πιστεύω ότι πλήττεται ακόμη και η κορυφή της
κοινωνικής ιεραρχίας σήμερα, η οποία όμως αναζητά λύσεις στην κατεύθυνση
της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης και εξάρτησης»9.
Σχετικά με την πιθανότητα αντιπαράθεσης με ένα ισχυρό ιμπεριαλιστικό κέντρο όπως η ΕΕ, το ΜΑΑ καθησυχάζει: «Έχουμε κάθε λόγο να επιδιώξουμε ένα συναινετικό διαζύγιο που θα ακολουθήσουν φυσιολογικές κι όχι βίαιες σχέσεις»10.
Φυσικά
η πραγματική υπόκλιση στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διανθίζεται
με θολές διακηρύξεις «για νέα Ελλάδα της δημοκρατίας, της ισοτιμίας και
της δικαιοσύνης» και με το εύρημα ότι ο ριζοσπαστικός, επαναστατικός
χαρακτήρας του προγράμματος συγκαλύπτεται τάχα για να διευκολυνθεί η
προπαγανδιστική απήχησή του.
Ο Αλ. Αλαβάνος, σε συνέντευξή του στο «Πριν», δηλώνει χαρακτηριστικά: «Έχω
την αίσθηση ότι ο προσδιορισμός της σύγκρουσης κυρίως ως στοιχείο μιας
αντικαπιταλιστικής αφήγησης έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η
επικοινωνία με ένα ευρύτατο κοινωνικό κομμάτι που θέλει άμεσες
απαντήσεις σε θέματα όπως η ανεργία ή η φτώχεια»11.
Στην
πραγματικότητα συμβαίνει το αντίστροφο. Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και
υποστηρικτής της παραμονής της Ελλάδας στην ΕΕ μέχρι το 2009
προπαγανδίζει μια αστική εναλλακτική λύση σε πολιτικές ομάδες που μπορεί
να αυτοχαρακτηρίζονται ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές, αλλά στην
πράξη δεν είναι.
Ακόμα
και αν υλοποιηθεί το Σχέδιο Β΄, σκοπός και κίνητρο της παραγωγής θα
παραμείνει το κεφάλαιο και το κέρδος του, επομένως και οι διαμορφωμένες
σχέσεις στις διεθνείς καπιταλιστικές αγορές (κι αυτής του χρήματος), ενώ
ο δρόμος για να εκδηλωθούν νέες περιοδικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης θα
παραμείνει ανοιχτός και σίγουρος.
Πέρα
από τις όποιες φραστικές διακηρύξεις, η επιστροφή στην καπιταλιστική
ανάπτυξη ισοδυναμεί με διατήρηση της σχετικής και συχνά απόλυτης
εξαθλίωσης για τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους.
Οι
υποσχέσεις για φιλολαϊκά αναπτυξιακά κριτήρια στον καπιταλισμό
σηματοδοτούν είτε άγνοια των γενικών αρχών κίνησης της καπιταλιστικής
οικονομίας είτε συνειδητή συσκότιση της σχέσης οικονομίας - πολιτικής.
Στην ιδιαίτερη περίπτωση του Αλ. Αλαβάνου συμβαίνει το δεύτερο. Οι
επιμέρους στόχοι και άξονες του Σχεδίου Β΄ είτε είναι ενσωματώσιμοι σε
γραμμή αστικής διαχείρισης είτε είναι ουτοπικοί, απατηλοί.
Ο
«δημοκρατικός οικονομικός σχεδιασμός για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας»
με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε συνθήκες όπου
βασιλεύει η αναρχία της καπιταλιστικής αγοράς, ο ανελέητος ανταγωνισμός
και η εξουσία των μονοπωλίων.
Η
κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία δεν είναι «δημόσια περιουσία» που
ανήκει σε όλους. Το αστικό κράτος είναι το κράτος του κεφαλαίου. Οι
κρατικές επιχειρήσεις είναι ιδιοκτησία του αστικού κράτους ως συλλογικού
καπιταλιστή.
Στο
πλαίσιο της «απελευθερωμένης» καπιταλιστικής αγοράς κάθε επιχείρηση
(ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του κράτους στη μετοχική της
σύνθεση) είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει με γνώμονα το ποσοστό κέρδους
της. Γι’ αυτό και όμιλοι όπως η ΔΕΗ ΑΕ (που το κράτος διατηρεί τον
έλεγχο της μετοχικής σύνθεσης) αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των
εργαζομένων τους και την επιβάρυνση της λαϊκής κατανάλωσης.
Η
ύπαρξη κεντρικού σχεδιασμού προς όφελος των κοινωνικών αναγκών δεν
είναι απλό τεχνικοοικονομικό πρόβλημα. Απαιτεί ανατροπή των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, για να προωθηθεί ο κεντρικός
επιστημονικός σχεδιασμός ως σχέση παραγωγής και κατανομής του κοινωνικού
προϊόντος.
Το
παράδειγμα των τραπεζών είναι χαρακτηριστικό. Τα προηγούμενα χρόνια
ήταν υπό κρατικό έλεγχο η Εθνική Τράπεζα, η Αγροτική Τράπεζα, το
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Σήμερα έχει κρατικοποιηθεί μέσω του Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) συνολικά το χρηματοπιστωτικό
σύστημα. Ποια ήταν τα οφέλη για τη λαϊκή οικογένεια, τον
αυτοαπασχολούμενο, τον τραπεζοϋπάλληλο; Η απάντηση είναι γνωστή, δε
χρειάζεται τεκμηρίωση. Αποτελεί σύντομο ανέκδοτο ο στόχος για τοκοφόρο
κεφάλαιο στην υπηρεσία του λαού.
Κανένας
δημόσιος έλεγχος του χρηματοπιστωτικού τομέα και των λεγόμενων κρατικών
επιχειρήσεων «στρατηγικής σημασίας» δεν μπορεί να αναιρέσει την τάση
υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, την τάση διόγκωσης του πλασματικού κεφαλαίου,
τη σήψη και τον παρασιτισμό που είναι γνήσια τέκνα της καπιταλιστικής
ανάπτυξης και της μετοχικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Καμιά
αλλαγή νομισματικής πολιτικής και ιμπεριαλιστικής συμμαχίας δεν μπορεί
να γεφυρώσει τη βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας που οξύνεται, ούτε
να αποτρέψει τις συνεχείς θυσίες του λαού στο βωμό της
ανταγωνιστικότητας.
Οι
στόχοι του συγκεκριμένου Σχεδίου όχι μόνο δεν είναι ριζοσπαστικοί, αλλά
δεν μπορούν ούτε καν να διασφαλίσουν την ανάκτηση των απωλειών της
προηγούμενης περιόδου. Προσωρινή παύση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση
του δημόσιου χρέους σημαίνει ότι ο λαός θα αποπληρώσει τελικά, έστω και
μ’ άλλους όρους, ένα μεγάλο μέρος ενός χρέους για το οποίο δεν ευθύνεται
και δεν ωφελήθηκε από τη δημιουργία του.
Αξιοποίηση
του υποτιμημένου εθνικού νομίσματος για βελτίωση των εξαγωγών ιδιωτικών
και κρατικών ομίλων σημαίνει ότι θα διατηρηθεί και θα μεγαλώσει η
ψαλίδα μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και του πραγματικού
μισθού, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αργεντινή, όπου την υποτίμηση
του νομίσματος συνόδευσε η άνοδος των τιμών στην εσωτερική αγορά.
Στην
πραγματικότητα καλείται και πάλι ο λαός να πληρώσει με διαφορετικό
τρόπο (π.χ. αύξηση του πληθωρισμού με τις ακριβότερες εισαγωγές,
εμφάνιση μαύρης αγοράς για ευρώ και δολάριο) για να ακολουθήσει τον ίδιο
καταστροφικό δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ Β΄ ΜΕ «ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ» ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
Το
Σχέδιο Β΄, με περιτύλιγμα μια γενική κριτική του ρόλου της ΕΕ,
αποτέλεσε τη βάση του κειμένου «Πρωτοβουλίας κατά του Ευρώ και της ΕΕ»
στην οποία συμμετείχαν το ΜΑΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο Σύλλογος «Γιάννης
Κορδάτος», η ΚΟ Ανασύνταξη.12
Το
αρχικό κείμενο εργασίας που παρουσιάστηκε το Δεκέμβρη του 2013 δεν
περιελάμβανε ούτε καν τους στόχους της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το
ΝΑΤΟ, της μονομερούς διαγραφής του χρέους, ούτε ανέφερε τις βασικές
ταξικές δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται η πρόταση της Πρωτοβουλίας. Δεν
υπήρξε καμία κριτική αναφορά στην κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το
θολό αυτό πλαίσιο αρχικά εμφανίστηκε ως μεγάλη κοινωνικοπολιτική
πρωτοβουλία αγώνα «κατά της Ελληνικής Προεδρίας». Στη συνέχεια, από την
πλευρά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποσαφηνίστηκε ότι το εγχείρημα αφορά τη συγκρότηση
πολιτικής - εκλογικής - μετωπικής συμπόρευσης που θα εμπνεύσει τους
εργαζομένους.
Στο
πρώτο δίμηνο του 2014 (μέχρι την ώρα που γραφόταν το παρόν άρθρο)
ακολούθησαν πανελλαδικές διαδικασίες του ΜΑΑ/Σχεδίου Β΄ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
και ανταλλαγή πολιτικών προτάσεων μεταξύ τους. Βασικά στοιχεία της
διαπραγμάτευσης, που μέχρι στιγμής δεν έχει οδηγήσει σε συμφωνία, ήταν
το ζήτημα της αναφοράς στους στόχους της αποδέσμευσης από την ΕΕ και το
ΝΑΤΟ. Παράλληλα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διευκρινίζει ότι το συγκεκριμένο μεταβατικό
πρόγραμμα «θα πραγματοποιηθεί με τη δύναμη του πανεργατικού - παλλαϊκού
ξεσηκωμού, με το ανασυγκροτημένο εργατικό λαϊκό κίνημα».
Τέλος, επαναλαμβάνει τη γνωστή κριτική της ότι το «ΚΚΕ
παραπέμπει τα πάντα (μεταξύ αυτών και την έξοδο από την ΕΕ) στο μέλλον
της λαϊκής εξουσίας και αρνείται να θέσει άμεσους πολιτικούς στόχους». Ως άμεσο πολιτικό στόχο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρεί «την ανατροπή της βάρβαρης πολιτικής της ΕΕ - ΔΝΤ - κεφαλαίου, της κυβέρνησης και κάθε κυβέρνησης με αντιλαϊκή πολιτική».13
Ανεξάρτητα
από την τελική έκβαση των διαπραγματεύσεων κοινής εκλογικής καθόδου
ΑΝΤΑΡΣΥΑ - Σχεδίου Β΄, το αρχικό κείμενο εργασίας για τη συμπόρευσή
τους, ο χαρακτήρας των διαφορών τους και η συγκεκριμένη κριτική της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το ΚΚΕ βοηθούν να βγουν ασφαλή συμπεράσματα για τον
πολιτικό χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος που προτείνει η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ακόμα και αν εμπλουτιστεί με τους στόχους της αποδέσμευσης από
την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, ο σοσιαλδημοκρατικός χαρακτήρας του Σχεδίου Β΄, στο
οποίο αναφερθήκαμε διεξοδικά στην προηγούμενη ενότητα, δεν αλλάζει.
Ο
άμεσος πολιτικός στόχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε βοηθά να κατανοηθεί η ανάγκη
σύγκρουσης όχι μόνο με την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά με τον ταξικό
χαρακτήρα της εξουσίας, να συνειδητοποιηθεί η αναγκαιότητα αλλαγής τάξης
στην εξουσία. Εγκλωβίζει αντικειμενικά το κίνημα στο ρόλο του υπηρέτη
της κυβερνητικής εναλλαγής και στην αυταπάτη της δυνατότητας φιλολαϊκής
διαχείρισης μέσα από την αλλαγή ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και την
επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ο
εγκλωβισμός του εργατικού κινήματος σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες δε
βοηθά στην προετοιμασία για τη σύγκρουση με τους μηχανισμούς εξουσίας
του κεφαλαίου, με το αστικό κράτος, προετοιμασία που απαιτεί κλιμάκωση
της πάλης σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Αυτή
η ρεφορμιστική γραμμή είναι η πολιτική βάση που επιτρέπει τόσο τη
δυνατότητα διαπραγμάτευσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τις δυνάμεις του Σχεδίου Β΄
όσο και την κριτική στο ΚΚΕ το οποίο δήθεν υποτιμά το στόχο της
αποδέσμευσης από την ΕΕ επειδή τον συνδέει με την πάλη για την εξουσία.
Επιχειρεί
να κρύψει την αλήθεια ότι το ΚΚΕ ήταν, είναι και θα είναι υπέρ της
αποδέσμευσης από την ΕΕ και από κάθε ιμπεριαλιστική ένωση. Ταυτόχρονα
θέτει το ζήτημα ότι οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις μπορούν να
ωφεληθούν από την αποδέσμευση μόνο αν αυτές ηγηθούν στη ρήξη με την
αστική τάξη και όχι αν συρθούν πίσω από τις αστικές διαδικασίες και
συμβιβασμούς, για μια πιο χαλαρή νομισματική σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ
ή άλλη ένωση.
Γενικότερα,
η λογική του μεταβατικού προγράμματος πάλης ενάντια στην ΕΕ της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε βοηθά στην ταξική ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος, στην
ανειρήνευτη αντιπαράθεσή του με όλα τα τμήματα της αστικής τάξης.
Συχνά
η υπεράσπιση της συγκεκριμένης ρεφορμιστικής γραμμής γίνεται με
επίκληση στον Λένιν και στη σημασία που απέδιδε στην προβολή
ριζοσπαστικών στόχων πάλης για την ωρίμανση της ταξικής συνείδησης. Ο
χαρακτήρας του άρθρου δεν επιτρέπει μια αναλυτική εξέταση του θέματος.
Ωστόσο θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Λένιν τόνιζε διαρκώς ότι
προϋπόθεση για να διεξάγεται ολοκληρωμένα η ταξική πάλη, είναι ο
προσανατολισμός της στο βασικό πολιτικό ζήτημα, της οργάνωσης της
κρατικής εξουσίας. Αυτή η αρχή διαπερνά όλες τις επεξεργασίες του, παρά
τις εκάστοτε διαφορές ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες.
Για
παράδειγμα, στην επεξεργασία του «Προγράμματος Ειρήνης», το 1916, ο
Λένιν πρόβαλε τη σημασία των ριζοσπαστικών συνθημάτων και στόχων όπως η
«δημοκρατική ειρήνη» και η άρνηση αποπληρωμής του χρέους. Όμως παράλληλα
τόνισε ότι το «Πρόγραμμα» πρέπει να εξηγεί στο λαό πως ούτε μία από τις
αστικές δημοκρατικές διαδικασίες δεν μπορεί να είναι πραγματοποιήσιμη
σε σταθερή βάση, παρά μόνο με επαναστατικές μάχες κάτω από τη σημαία του
σοσιαλισμού. Γι’ αυτό ξεκαθάριζε πως εξαπατά το προλεταριάτο όποιος
υπόσχεται «δημοκρατική ειρήνη», χωρίς να προπαγανδίζει ταυτόχρονα τη
σοσιαλιστική επανάσταση.
Η
επίκληση του Λένιν, για να εγκλωβιστεί το κίνημα κάτω από την ξένη
σημαία του αστικού ευρωσκεπτικισμού, μόνο ως προκλητική μπορεί να
χαρακτηριστεί.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο
«ευρωσκεπτικισμός» δε συνιστά ένα συμπαγές, ενιαίο πολιτικό ρεύμα, αλλά
αναπτύσσεται ως τάση στα βασικά αστικά πολιτικά ρεύματα από τον
εθνικισμό έως τη σοσιαλδημοκρατία, καθώς και στο σύγχρονο οπορτουνιστικό
ρεύμα του εργατικού κινήματος. Η ενίσχυση αυτών των τάσεων αντανακλά
αφενός την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για την πορεία
οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ, αφετέρου την αυξανόμενη
δυσκολία αστικής διαχείρισης και ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Ο
εγκλωβισμός της λαϊκής αγανάκτησης για τη σημερινή αντιλαϊκή πολιτική
και το αντιδραστικό πρόσωπο της ΕΕ κάτω από τις αστικές, εθνικιστικές
και οπορτουνιστικές σημαίες του ευρωσκεπτικισμού προσφέρει τελικά
πολύτιμες υπηρεσίες στην αστική τάξη κάθε κράτους-μέλους της ΕΕ.
Συσκοτίζει τον πραγματικό αντίπαλο, την ίδια την άρχουσα τάξη και
αποπροσανατολίζει εμφανίζοντας τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις ως
συγκυριακό αποτέλεσμα εξωτερικής επιβολής (π.χ. της τρόικα, της
σημερινής γερμανικής κυβέρνησης κλπ.). Συντηρεί αυταπάτες ότι μπορούν να
ξεπεραστούν οι ανισότιμες σχέσεις των κρατών, ακόμα και η ανισόμετρη
ανάπτυξη, με αλλαγή ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, νομισματικής ή
δημοσιονομικής πολιτικής, μέσα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, χωρίς
ν’ ανατρέπεται η καπιταλιστική συγκρότηση της μιας ή άλλης χώρας.
Εξυπηρετεί την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος.
Το
εργατικό κίνημα πρέπει ν’ αξιοποιεί την όποια επιφανειακή,
αποσπασματική λαϊκή διαμαρτυρία και αμφισβήτηση της ΕΕ προς όφελος του
λαϊκού συμφέροντος, χωρίς να χάνει την ανεξαρτησία του απ’ όλες τις
επιλογές του κεφαλαίου σε κάθε χώρα και συνολικά στην ΕΕ.
Το
εργατικό κίνημα οφείλει να προβάλλει την ανατροπή της εξουσίας των
μονοπωλίων ως αναγκαίο όρο για να λειτουργήσει η αποδέσμευση από την ΕΕ,
η διαγραφή του δημόσιου χρέους υπέρ του λαού. Να διαλύει την αυταπάτη
ότι μια καπιταλιστική χώρα εκτός Ευρωζώνης (π.χ. Βρετανία, Δανία) μπορεί
να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Να γίνει αντιληπτή η συνευθύνη όλων
των αστικών τάξεων στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης και να
εστιάσει στην αναμέτρηση με την εγχώρια αστική τάξη. Για να μη στοιχηθεί
τελικά η όποια συνειδητή ή αυθόρμητη λαϊκή αμφισβήτηση πίσω από τις
επιλογές τμημάτων της αστικής τάξης, απαιτείται σκληρή αναμέτρηση με το
οπορτουνιστικό ρεύμα και τη γραμμή του «μεταβατικού προγράμματος»
ενσωμάτωσης.
Το
σύνθημα του ΚΚΕ «αποδέσμευση από την ΕΕ και διαγραφή του χρέους με
εργατική εξουσία» συμπυκνώνει τη γραμμή πάλης σε επαναστατική
κατεύθυνση. Αποτελεί συνεισφορά σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο για να
εκπληρώσει η εργατική τάξη την ιστορική της αποστολή. Βοηθά να
κλιμακωθεί ο οικονομικός και πολιτικός αγώνας σε ένα αδιάρρηκτο σύνολο,
με συνέχεια, διάρκεια και νικηφόρα προοπτική.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Β. Ι. Λένιν: «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», «Άπαντα», τόμ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 361-362.
2. Χέλμουτ Σμιτ: «Η αυτοδυναμία της Ευρώπης», εκδ. «Παπαζήση».
3. Γκι Βέρχοφσταντ: «Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», εκδ. «Παπαζήση».
4. Γιούργκεν Χαμπέρμας: «Για ένα σύνταγμα της Ευρώπης», εκδ. «Πατάκης».
5. «Εφημερίδα των Συντακτών», 8 Φλεβάρη 2014.
6. Β. Μαρκεζίνη: «Η Ελλάδα στον κατήφορο», εκδ. «Ι. Σιδέρη», 2013, σελ. 110-111.
7. Ομιλία του προέδρου των ΑΝΕΛ στη Βουλή κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού 2014.
8. Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής: «Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος: Ευρώ ή δραχμή;», εκδ. «Κοροντζή», 2013.
9. Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής: «Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος: Ευρώ ή δραχμή;», εκδ. «Κοροντζή», 2013, σελ. 44.
10. Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής: «Ο μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος: Ευρώ ή δραχμή;», εκδ. «Κοροντζή», 2013, σελ. 30.
11. Εφημερίδα «Πριν», 2 Δεκέμβρη 2012.
12. Εφημερίδα «Πριν», 22 Οκτώβρη 2012.
13. Απόφαση της συνεδρίασης του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 16 Φλεβάρη 2014.