-
της Αλεξάνδρας Κολοντάι
Στην
προηγούμενη συζήτηση σταθήκαμε, συντρόφισσες, στην επανάσταση της
καθημερινότητας στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εννοείται
πως αυτή η επανάσταση δεν εξαντλείται μόνο στον τομέα της κοινωνικής
διατροφής με το πέρασμα στα σπίτια-κομμούνες, την κοινωνική
διαπαιδαγώγηση ή την προστασία της μητρότητας. Αυτή η επανάσταση είναι
πολύ πιο βαθιά, σύνθετη και πολύπλευρη. Αγκαλιάζει σχεδόν όλους τους
τομείς της ζωής μας, έχοντας αντανάκλαση με ιδιαίτερη δύναμη στα ήθη και
τη σκέψη. Κάποτε οι ιστορικοί θα μελετούν με ενδιαφέρον τη γραφική
εποχή μας, τη γεμάτη κίνηση, ρήξη με το παλιό, αναζήτησης νέων τρόπων
ζωής, οικονομίας, νέων βάσεων αμοιβαίων σχέσεων των ανθρώπων. Εμείς δε
διανοούμαστε πόσο πλούσια είναι η ζωή μας με φύτρα του μέλλοντος. Δεν
μπορούμε ακόμα να διακρίνουμε ότι στα πεδία των μαχών του εμφύλιου
πολέμου, που είναι ποτισμένα με δάκρυα, αίμα και θραύσματα του
παρελθόντος, ανοίγουν ορμητικά το δρόμο τους τα φρέσκα, τα δυνατά και
μεστά βλαστάρια του κομμουνιστικού μέλλοντος… Ας τα λερώνει ακόμα η
σκόνη των αιώνων που σηκώθηκε από τον ανεμοστρόβιλο της θυελλώδους
σύγκρουσης των δυο εχθρικών κόσμων, ας θολώνει ακόμα το φρέσκο αίμα την
καθαρότητα του φρέσκου βλασταριού… Τα βλαστάρια αυτά υπάρχουν, σαν
ανοιξιάτικα ρυάκια, ανοίγουν το δρόμο τους μέσα από το στρώμα του
χιονιού, μαλακώνοντας τους παγωμένους όγκους και καθαρίζοντας τη γη με
το ζεστό χάδι του ανοιξιάτικου ήλιου που χαρίζει ζωή.
Κοιτάξτε
γύρω: Είναι άραγε αυτή η ίδια Ρωσία που ξέραμε πριν πέντε χρόνια; Είναι
άραγε αυτοί οι ίδιοι εργάτες, αγρότες, ακόμα και «μικροαστοί», που
ζούσαν επί τσαρισμού; Οι σκέψεις, οι αισθήσεις, οι προσπάθειες, τα
καθήκοντα –όλα έγιναν άλλα, ασυνήθιστα, όπως είναι ασυνήθιστη και
καινούργια όλη η κατάσταση της Σοβιετικής Ρωσίας. Όταν συναντάς όσους
ζουν στο αστικό-καπιταλιστικό σύστημα, μοιάζει ότι τρέξαμε μπροστά
αιώνες ολόκληρους και από εκεί, από την απόσταση των επόμενων αιώνων,
εκτιμάμε την πορεία των γεγονότων. Στις καθυστερημένες επαναστατικά
χώρες ξέρουμε από την πείρα μας ότι με το μυαλό καταλαβαίνουν, αλλά
ακόμα δεν έγινε «κομμάτι της ψυχής» για τα αδέρφια μας πίσω από τα
αστικά σύνορα. Μερικές φορές τρομάζουμε από τη «σοφία» μας, από την
πλούσια πείρα που μας έδωσε η επανάσταση. Σε τέτοιο ύψος μας ανέβασε η
Ιστορία. Αυτή η πείρα μας απομάκρυνε από το κοντινό ζωντανό παρελθόν και
μας πλησίασε στο μέλλον. Μας είναι ευκολότερο να κοιτάμε μπροστά, παρά
πίσω. Βλέπουμε περισσότερα απ’ όσα βλέπαμε πριν τη μεγάλη ανατροπή,
ξέρουμε περισσότερα απ’ όσα ξέρουν οι σύντροφοί μας που δεν έζησαν τα
τέσσερα χρόνια του αγώνα και της πυρετικά βιαστικής, πειραματικής
οικοδόμησης του «συντομότερου δρόμου» προς τον κομμουνισμό.
Όσα
λάθη και να έγιναν είναι η πείρα της επανάστασής μας, η πιο γενναία
πείρα οικοδόμησης της ζωής, η προσπάθεια της οργανωμένης θέλησης της
κολεκτίβας των πολλών εκατομμυρίων να υποτάξουν τις τυφλές δυνάμεις της
οικονομίας. Η εργατική επανάσταση της Ρωσίας άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο της
ανθρώπινης ιστορίας. Και όσο δύσκολος και μακρύς και να είναι ο δρόμος
για την πραγματοποίηση του κομμουνισμού, σε όλη του την άνθιση, η αρχή
έγινε. Και το προλεταριάτο, με σταθερή πια πίστη στον εαυτό του, στον
ιστορικό του ρόλο και στη σημασία του για την οικοδόμηση της κοινωνίας,
θα προχωρά απαρέγκλιτα στον τελικό του στόχο. Αυτός ο στόχος έπαψε να
είναι μόνο ένα όνειρο. Το προλεταριάτο με προτεταμένα τα χέρια κατάφερε
να νιώσει με τα ακροδάχτυλά του τη ρεαλιστικότητά του, την ύπαρξή του…
Η
εξέλιξη που προκάλεσε η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε αντανάκλαση, πρώτ’
απ’ όλα, στη σκέψη, στην προσέγγιση στη ζωή του ίδιου του προλεταριάτου.
Δείτε τον εργάτη: Τέτοιος ήταν πριν την επανάσταση; Τότε ήταν ένας
ανελεύθερος δούλος ή χτυπημένος από την ανάγκη αλλά πειθήνιος ή
οργισμένος αλλά αδύναμος. Δεν πίστευε στον εαυτό του. Και τους κανόνες,
τους άδικους κανόνες και τους νόμους που τον καταπίεζαν και τον
ταπείνωναν, τους θεωρούσε παντοτινούς και απαράλλαχτους. Εάν του έλεγαν:
«Αρκεί τα εκατομμύρια των προλετάριων να το θελήσουν και θα γίνουν
κύριοι της ζωής», θα κουνούσε δύσπιστα το κεφάλι.
Και
τώρα; Φυσικά το προλεταριάτο ζει στην πείνα, φυσικά είναι κακοντυμένο
και κακοποδεμένο, φυσικά υπομένει ατέλειωτες στερήσεις και κάνει
ανεξάντλητες θυσίες. Όμως πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνάμεις του.
Έμαθε πια τη μεγάλη νέα αλήθεια, ότι η ζωή, οι νόμοι, η καθημερινότητα
–όλα αλλάζουν, εάν καθοδηγεί την κοινωνία μια άλλη τάξη. Άλλη ήταν η
κατάσταση τον καιρό του τσάρου, των εργοστασιαρχών και των γαιοκτημόνων
και έγινε άλλη κατά την κυριαρχία των εργαζόμενων. Ο εργάτης νιώθει τον
εαυτό του αφέντη της ζωής, δημιουργό της. Ας μη δημιουργεί πάντα σωστά,
όμως δημιουργεί, και σε αυτό το δύσκολο μάθημα της συνειδητής υποταγής
στη θέληση της κολεκτίβας των νόμων της οικονομικής ανάπτυξης, σε αυτήν
τη νίκη της θέλησης της κοινωνίας πάνω στις τυφλές δυνάμεις της
οικονομίας βρίσκεται η μεγάλη νίκη της εργαζόμενης ανθρωπότητας.
Ας
πάρουμε την εργάτρια. Εδώ η αλλαγή είναι πιο συνειδητή. Το πιο
χαρακτηριστικό είναι ότι στις πλατιές γυναικείες μάζες αναπτύχθηκε η αίσθηση της κοινότητας,
η συνείδηση της σχέσης τους με την κολεκτίβα, των υποχρεώσεών τους
σχετικά με την κοινωνία, με την εργατική δημοκρατία. Αυτό είναι
ιδιαίτερα νέο στη γυναίκα που για αιώνες ήταν διαπαιδαγωγημένη έτσι,
ώστε να γνωρίζει το χρέος μόνο προς την οικογένεια. Η εργάτρια ή η
γυναίκα του εργάτη τώρα όχι μόνο ξέρει καλά ότι είναι πολίτης με πλήρη
δικαιώματα, αλλά και ότι, αν δεν εκπληρώνει κάποια κοινωνική χρέωση, θα
αναζητεί τη δικαίωση από τον ίδιο της τον εαυτό: Τα παιδιά εμποδίζουν,
όπως και το νοικοκυριό. Και θα σημειώσει ανυπερθέτως: Έχουμε πολύ λίγα
παιδικά ιδρύματα, οι κοινωνικές τραπεζαρίες δεν κάνουν για τίποτα! Εάν
όλα ήταν τακτοποιημένα, θα μπορούσε να δουλεύει για το Κόμμα, στο τμήμα,
στην ένωση.
Η
επανάσταση όχι μόνο έβγαλε τη γυναίκα στο χώρο της κοινωνικής ζωής από
την κλειστή, πνιγηρή ατμόσφαιρα της οικογένειας, αλλά και της εμφύσησε
με απίθανη ταχύτητα την αίσθηση της σύνδεσης με την κολεκτίβα. Οι
εργάτριες, οι εξωκομματικές εργαζόμενες γυναίκες, οι σύζυγοι των
εργατών, η αγρότισσα –αυτές ήταν οι εθελόντριες των κόκκινων Σαββάτων.
Περίπου 150 χιλιάδες εργαζόμενες γυναίκες σε 16 κυβερνεία συμμετείχαν
στα Σάββατα το 1920. Αυτό μαρτυρά την άνοδο της κοινωνικότητας, τη
συνείδηση ότι μόνο με συλλογικές προσπάθειες μπορεί να ξεμπερδέψουμε με
την καταστροφή, τις επιδημίες, το κρύο και την πείνα.
Τα
κόκκινα Σάββατα, δηλαδή η εθελοντική εργασία για την κολεκτίβα,
συμπληρώνουν την εργασιακή υποχρέωση. Η εργασία παύει να είναι μόνο
ανάγκη (εργασία του δούλου, εργασία του εργάτη, που τον σπρώχνει η
ανάγκη), γίνεται κοινωνική, κοινωνικό χρέος, όπως ήταν στα πολύ παλιά
χρόνια, όταν κάθε μέλος του γένους συμμετείχε στην εξυπηρέτησή του.
Δείτε αυτές τις σειρές των εξωκομματικών εργατριών, των αντιπροσώπων
μας, που αφήνουν τις δουλειές τους στο σπίτι για να προλάβουν να πάνε
στο Σάββατο, όπου θα ξεφορτώσουν καύσιμα, θα καθαρίσουν το δρόμο από το
χιόνι, θα ράψουν ασπρόρουχα για τους κοκκινοφρουρούς, θα ράψουν για τα
παιδιά, θα μαζέψουν και θα τακτοποιήσουν στα νοσοκομεία ή τα στρατόπεδα
κλπ. Πολλές από αυτές έχουν τη δική τους οικογένεια, το δικό τους
νοικοκυριό και, επομένως, τις δικές τους δουλειές στο σπίτι, που η
εργάτρια μπορεί να κάνει τη μοναδική ελεύθερη μέρα της βδομάδας. Όμως
μέσα της έχει πια γεννηθεί και αναπτύσσεται η συνείδηση ότι είναι ωφελιμότερο
να αφήσει το μικρό ατομικό της νοικοκυριό, από το να μην προλάβει να
βοηθήσει προσωρινά το λαϊκό νοικοκυριό, δίνοντάς του τα εργατικά της
χέρια για την υλοποίηση επείγουσας, πρωτοπόρας κοινωνικής εργασίας. Και η
γυναίκα αφήνει τις σπιτικές της δουλειές ατελείωτες, για να προλάβει
στο Σάββατο.
Θα
πείτε: Ναι, αλλά αυτές οι εξωκομματικές εργάτριες και αγρότισσες είναι
ακόμα μια μειοψηφία!... Σωστά. Είναι ακόμα λίγες. Όμως, και αυτό είναι
ενδεικτικό, ο αριθμός τους αυξάνεται και δεν πέφτει. Έπειτα, είναι
σοβαρό ότι έτσι φέρονται όχι μόνο οι κομμουνίστριες, αλλά και οι
εξωκομματικές. Και τέλος, η συμπεριφορά αυτής της μειοψηφίας
διαπαιδαγωγεί τις πλατιές μάζες στο ίδιο πνεύμα. Θα ακούσετε κάποια
εργάτρια που δεν πηγαίνει στο κόκκινο Σάββατο με πόσο πάθος, μερικές
φορές και φλογερά υπερασπίζεται το δικαίωμά της να παραμελήσει την
εθελοντική κοινωνική δουλειά. Θα σας αναφέρει δέκα προφάσεις γιατί αυτή
ακριβώς έχει το ηθικό δικαίωμα να μη συμμετέχει στα κόκκινα Σάββατα.
Είναι πια σπάνιο να συναντήσεις στην πόλη εργάτρια (η αγρότισσα είναι
άλλη υπόθεση) που απλά θα γυρίσει την πλάτη σε αυτήν την ερώτηση. Η
συνείδηση της σχέσης μεταξύ του βαθμού καλής λειτουργίας της κοινωνικής
οικονομίας και της δυνατότητας να ικανοποιούνται λόγω αυτής οι
προσωπικές ανάγκες έχει δυναμώσει πολύ αυτά τα τέσσερα χρόνια. Δεν
υπάρχουν καύσιμα και τα βαγόνια με τα ξύλα στέκονται. Χρειάζεται να
γίνει κόκκινο Σάββατο… Άρχισε επιδημία –χρειάζεται κόκκινο Σάββατο για
τον καθαρισμό της πόλης! Και δείτε, οι εργάτες με την ηθική τους
καταδίκη χαρακτηρίζουν όσους δε συνεισφέρουν οι ίδιοι τη δική τους
δουλειά στην κοινωνική εργασία και απαιτούν από το περιφερειακό
συμβούλιο να ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Δημιουργείται ένας νέος
κώδικας ηθικής, νέες βάσεις ηθικότητας. Εμφανίζονται νέες έννοιες –λιποτάκτης της δουλειάς. Η αστική κοινωνία καταδίκαζε τους τεμπέληδες, τον απρόθυμο εργαζόμενο. Όμως η δουλειά στην αντίληψη της αστικής τάξης ήταν ατομική υπόθεση.
Αν θέλεις δούλεψε, αν θέλεις πέθανε από την πείνα ή κατάφερε να κάνεις
άλλους να δουλέψουν για σένα. Το τελευταίο, το «ταλέντο του
επιχειρηματία» έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, το θεωρούσαν ποιότητα που
άξιζε ιδιαίτερο σεβασμό. Εάν ο αστικός κόσμος καταδίκαζε τον τεμπέλη, το
έκανε μόνο στο μέτρο που ο άνθρωπος δε δούλευε για τον εαυτό του, αλλά
για κάποιον άλλο. Εάν επιπλέον δεν έδινε πλήρως όλη του την εργασιακή
ενέργεια, κατά την άποψη της αστικής ηθικής έκλεβε στο λογαριασμό το
αφεντικό, μείωνε το κέρδος του και γι’ αυτό η αστική τάξη καταδίκαζε την
τεμπελιά και την απροθυμία ως ελάττωμα. Όμως ο γιόκας του επιχειρηματία
ή ο μικρός ευγενής, που απλά συμπεριλαμβανόταν στην υπηρεσία για τον
τίτλο και τα παράσημα, μπορούσε να είναι ο πιο μεγάλος χασομέρης και
κοπρίτης, χωρίς να υπόκειται σε καταδίκη για λιποταξία από τη δουλειά. Ο
άνθρωπος είναι ελεύθερος να δουλεύει ή όχι –αυτή είναι προσωπική του
υπόθεση, ατομική– αυτή ήταν η άποψη του αστικού κόσμου. Σημειώστε, ακόμα
κι αν ένας αγρότης, μικροϊδιοκτήτης, παρατούσε το νοικοκυριό του από
ραθυμία ή τεμπελιά, η αστική κοινωνία δεν τον καταδίκαζε για τη βλάβη
που προκαλούσε στην κοινωνική οικονομία, αλλά μόνο τον έψεγε για βλακεία
–δεν ξέρει, τάχα, ο άνθρωπος να φροντίσει για το ίδιο του το όφελος.
Η
σχέση με την εργασία στην αστική κοινωνία και στην εργατική δημοκρατία
είναι διαφορετική και από εδώ προκύπτει η εμφάνιση νέων ηθών, που
διαπαιδαγωγούν τον εργαζόμενο λαό σε άλλο πνεύμα, τον κάνουν να
σκέφτεται και να αισθάνεται διαφορετικά.
Από
τη δική μας σχέση προς την εργασία απορρέει μια νέα σχέση με μια
ολόκληρη σειρά φαινομένων, διαμορφώνεται ένα νέο μέτρο ηθικότητας,
δηλαδή κανόνων, που καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τη
σχέση του ανθρώπου με την κολεκτίβα. Στην αστική κοινωνία η ηθικότητα
καθόριζε κυρίως τους κανόνες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, ενώ οι
σχέσεις με την κοινωνία απλά συμπλήρωναν το γενικό κώδικα (το σύνολο των
κανόνων) της προσωπικής ηθικής. Οι κανόνες που καθόριζαν τις
υποχρεώσεις του ανθρώπου προς την κοινωνία ήταν πολύ λιγότεροι από τους
κανόνες που καθόριζαν τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Στους
πρώτους εντάσσονταν η υπεράσπιση της πατρίδας, η υπηρεσία προς «τον
τσάρο και την πατρίδα» και το πολύ σχετικό «ου φονεύσεις»· στους
δεύτερους ένας μακρύς κατάλογος εντολών που ξεπήδησαν στο έδαφος της
υπεράσπισης των συμφερόντων της ατομικής ιδιοκτησίας και των ατομικών
συμφερόντων: Μην κλέβεις, μην τεμπελιάζεις, μην παίρνεις τη γυναίκα από
το νόμιμο σύζυγο, μην κλέβεις πάνω από το συνηθισμένο στις εμπορικές
συναλλαγές, να είσαι εγκρατής κλπ.
Στη
δικτατορία του προλεταριάτου οι κανόνες ηθικής προκύπτουν άμεσα από τα
συμφέροντα της κολεκτίβας. Εάν η πράξη σου δε βλάπτει την κολεκτίβα, δεν
αφορά κανέναν. Αντίθετα, στην εργατική δημοκρατία καταδικάζεται ό,τι
εκτιμάται στο αστικό σύστημα. Ποια είναι, για παράδειγμα, η σχέση προς
τον έμπορο στο αστικό κράτος; Εάν στα λογιστικά βιβλία του είναι όλα
εντάξει, αν δε στήσει ψεύτικη χρεοκοπία και δεν κλέψει φανερά στο ζύγι
και δεν κοροϊδέψει τους αγοραστές, τον έμπορο όχι μόνο δεν τον βάζουν
φυλακή, αλλά, αντίθετα, τον επιβραβεύουν με τιμητικούς τίτλους: Του
«εμπόρου πρώτης τάξεως», «κληρονομικού, επίτιμου πολίτη» κλπ.
Τώρα,
από τον καιρό της επανάστασης, η σχέση μας με το εμπόριο και τους
εμπόρους άλλαξε ριζικά. Τον «τίμιο έμπορο» τον λέμε μαυραγορίτη. Όχι
μόνο δεν επιβραβεύουμε τον έμπορο με τιμητικούς τίτλους, αλλά τον
τραβολογάμε στο τμήμα της ΤσεΚα και τον κλείνουμε στο στρατόπεδο για
καταναγκαστικά έργα. Γιατί αυτό; Επειδή ξέρουμε ότι μπορούμε να χτίσουμε
τη νέα κομμουνιστική οικονομία μόνο με το τράβηγμα όλων των ενήλικων
πολιτών στην παραγωγική εργασία. Όποιος δε δουλεύει, όποιος ζει
σε βάρος των άλλων, με μη εργασιακό εισόδημα, δηλαδή δεν κάνει
παραγωγική δουλειά, βλάπτει την κολεκτίβα, τη δημοκρατία. Γι’ αυτό
καταδιώκουμε τους μαυραγορίτες, τους εμπόρους, τους προαγοραστές, όλους
όσοι ζουν με μη εργασιακό εισόδημα. Τους καταδικάζουμε.
Από
τις αλλαγμένες συνθήκες της καθημερινότητας ξεπηδούν νέα ήθη, νέοι
κανόνες κοινής ζωής (ηθική). Φυσικά, σε τρία-τέσσερα χρόνια, ακόμα και
σε δεκαετίες, δεν αλλάζεις την ανθρωπότητα σε έναν νέο τρόπο, δεν τους
κάνεις όλους πραγματικούς κομμουνιστές. Όμως είναι σημαντικό να
σημειωθεί ότι αυτό το φαινόμενο ήδη εκδηλώνεται φανερά και μπορούμε μόνο
να εκπλησσόμαστε από το πόσο γρήγορα η ψυχολογία, δηλαδή η σκέψη μας,
προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες και αρχίζει να επεξεργάζεται νέους
κανόνες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων.
Όμως
η επανάσταση είναι περισσότερο αισθητή στον τομέα της σχέσης μεταξύ των
φύλων. Ο παγκόσμιος πόλεμος, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε όλες τις
εμπόλεμες χώρες, κλόνισε τη σταθερότητα της αστικής οικογένειας. Πρώτο,
με την αύξηση της γυναικείας εργασίας που δημιούργησε την οικονομική
ανεξαρτησία των γυναικών, δεύτερο, με την αύξηση του αριθμού των
γεννήσεων εκτός γάμου. Μπροστά στο θάνατο ξεθώριασαν όλες οι διαταγές
της αστικής ηθικής. Το ερωτευμένο ζευγάρι συναντιόταν χωρίς να
λογαριάζει τις εντολές της Εκκλησίας και τις αστικές προκαταλήψεις. Η
αύξηση των παιδιών εκτός γάμου έγινε ένα τόσο διαδεδομένο φαινόμενο,
που, όπως σας έχω ήδη πει σε μια από τις συζητήσεις μας, οι αστικές
κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν για τις μητέρες εκτός γάμου τα
ίδια δικαιώματα για βοηθήματα με τις νόμιμες συζύγους των στρατιωτών.
Στη
Σοβιετική Ρωσία, όπου από τους πρώτους μήνες της επανάστασης
καταργήθηκε ο θρησκευτικός γάμος και η διαφορά μεταξύ παιδιών γεννημένων
εντός και εκτός γάμου (διάταγμα της 18 και 19 Δεκέμβρη 1917) και όπου
με τη γενική υποχρέωση για εργασία καθιερώθηκε η αναγνώριση της γυναίκας
ως μονάδας εργασίας για τη λαϊκή οικονομία, ο γάμος φυσικά άρχισε να
χάνει την παλιά του αποστολή.
Στην
αστική κοινωνία ο γάμος είναι μια αμοιβαία συναλλαγή του άντρα και της
γυναίκας, ένα συμβόλαιο που επικυρώνεται από μάρτυρες, στο οποίο μπαίνει
και η θεία σφραγίδα ώστε να είναι σταθερό και απαραβίαστο. Ο άντρας
παίρνει τη γυναίκα να ζει σε βάρος του, υποχρεώνεται να την ταΐζει και
να την συντηρεί, όμως αυτή από την πλευρά της αναλαμβάνει την υποχρέωση
να προφυλάσσει και να διαφυλάσσει το βιός του, να εξυπηρετεί τον ίδιο
(προσωπικά ή οργανώνοντας το νοικοκυριό με τη βοήθεια μισθωτών υπηρετών)
και τους απογόνους του, τους κληρονόμους της περιουσίας του, να του
δείχνει ανεπίληπτη πίστη, για να μη ρίξει στους ώμους του συζύγου τη
συντήρηση ενός παιδιού άλλου άντρα.
Η
μοιχεία της συζύγου παραβιάζει την ισορροπία της ατομικής-οικογενειακής
οικονομίας· εννοείται ότι η αστική τάξη καταδιώκει ανελέητα τις
γυναίκες αν «απατήσουν» το νόμιμο σύζυγο-τροφοδότη. Ενώ αν «απατήσει» ο
σύζυγος, η αστική τάξη κάνει τα στραβά μάτια –η συμπεριφορά του σε αυτήν
την περίπτωση δεν υπονομεύει τα συμφέροντα της ατομικής-οικογενειακής
οικονομίας.
Έχετε
σκεφτεί γιατί καταδίωκε έτσι η αστική κοινωνία την ανύπαντρη μητέρα;
Εάν η ερωτική σχέση δεν είναι καταχωρημένη, αν δηλαδή δεν υπάρχει γάμος,
ποιος θα «ταΐζει» και θα συντηρεί το παιδί; Προφανώς, το παιδί θα
βαρύνει είτε τους γονείς της κοπελιάς που «αμάρτησε», πράγμα που δεν
είναι προς συμφέρον της ατομικής-οικογενειακής οικονομίας –του
πατερούλη– είτε θα αναγκαστεί να συντηρεί το παιδί η τοπική αυτοδιοίκηση
ή το κράτος, ένα φαινόμενο εντελώς ανεπιθύμητο για το αστικό σύστημα
που δεν αγαπά να επιβαρύνεται με καθήκοντα κοινωνικής πρόνοιας.
Σημειώστε
και ότι από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, που η γυναίκα αρχίζει να
συντηρεί τον εαυτό της με τη μισθωτή εργασία, η σχέση προς την ανύπαντρη
μητέρα αλλάζει βαθμιαία ακόμα και στον αστικό κόσμο. Σειρά ολόκληρη
μυθιστορημάτων και πολλών έργων διανοητών του τέλους του 19ου αιώνα και
των αρχών του 20ού είναι αφιερωμένη στο ζήτημα του «δικαιώματος των
γυναικών στη μητρότητα», στην υπεράσπιση των ανύπαντρων μητέρων.
Στην
εργατική δημοκρατία, όπου τα ατομικά νοικοκυριά –εν πάση περιπτώσει
στην πόλη– υποχωρούν, ακριβέστερα τείνουν να υποχωρούν μπροστά στην
κοινωνική κατανάλωση (σπίτια-κομμούνες, σοβιετικές τραπεζαρίες και άλλες
μορφές κοινωνικής κατανάλωσης), όπου αναπτύσσεται το δίκτυο των
ιδρυμάτων κοινωνικής διαπαιδαγώγησης και όπου κάθε γυναίκα εργάζεται,
όπως και ο άντρας, έχει το δικό της σιτηρέσιο, ξεχωριστά από τον άντρα,
το ζήτημα του γάμου παίρνει νέα μορφή. Οι άνθρωποι στην εργατική
δημοκρατία δε συναντιούνται από οικονομικό υπολογισμό, όχι για να γίνουν
«οικογενειάρχες» (αν και τώρα ακόμα ο υπολογισμός παίζει ρόλο, για
παράδειγμα, ο υπολογισμός του διπλού σιτηρεσίου με τη βοήθεια του
γάμου), αλλά από αμοιβαία έλξη. Το ερωτευμένο ζευγάρι δεν έχει λόγο να
κλείσει συμβόλαιο. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ο ένας
στον άλλο υλικά, επειδή το διαμέρισμα, τα καύσιμα, τα προϊόντα και τα
ρούχα ο καθένας τα παίρνει με βάση το συσσίτιο ή τα εντάλματα και όχι
μέσω του ή της συζύγου, αλλά άμεσα σύμφωνα με τον υπολογισμό της
εργασίας τους για την κολεκτίβα από το ίδρυμα όπου πραγματοποιείται η
εργασία τους. Εννοείται ότι στο βαθμό που η δημοκρατία μας δεν είναι σε
θέση, λόγω αυτής της φτώχειας, να πραγματοποιεί τις υποχρεώσεις της σε
σχέση με τους εργαζόμενους και στην πράξη να υλοποιήσει αυτό που
ορίζεται από την πολιτική της, αναγκαζόμαστε και τώρα να συμπληρώνουμε
με προϊόντα από την ελεύθερη αγορά, να κάνουμε νοικοκυριό στο ατομικό
διαμέρισμα, να φροντίζουμε για καύσιμα κλπ. Σε σχέση με αυτά και ο γάμος
μέχρι τώρα για πολλούς αποτελεί μια ορισμένη υλική συναλλαγή. Για
παράδειγμα, μια γυναίκα βρίσκεται με έναν άντρα όχι επειδή τον αγαπά ή
της αρέσει, αλλά γιατί –βλέπετε;– «έχει δωμάτιο στο σπίτι των σοβιέτ» ή ο
άντρας βρίσκεται με μια γυναίκα επειδή, αν υπάρχει διπλό ένταλμα για
ξύλα, θα ξεχειμωνιάσει ευκολότερα!...
Όμως
τέτοια γεγονότα είναι τερατώδεις παραμορφώσεις, αναβιώσεις του
παρελθόντος, που θα αγκιστρώνονται στα ήθη μας μέχρι να νικήσει η
εργατική δημοκρατία την καταστροφή. Είναι σημαντικό να παρακολουθούμε τη
γενική γραμμή της ανάπτυξης, και αυτή η γενική γραμμή δείχνει ότι ο
μακροχρόνιος, δηλαδή ο τυπικός γάμος στη σοβιετική δημοκρατία δίνει λίγα
οφέλη, και γι’ αυτό ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν ανύπαντροι φυσικά
αυξάνεται.
Αλήθεια,
εξετάζοντας τις συνθήκες της μεταβατικής περιόδου, όταν η εργατική
δημοκρατία δεν είναι ακόμα σε θέση να βάλει την κοινωνική κατανάλωση στο
ύψος που πρέπει, που το δίκτυο των ιδρυμάτων κοινωνικής εξασφάλισης
είναι αδύναμο και που η εργατική δημοκρατία δεν μπορεί να αναλάβει το
κάθε μέλος της που δεν είναι ικανό για εργασία, το διάταγμα για το
οικογενειακό δίκαιο αναφέρει: Κάθε σύζυγος είναι υποχρεωμένος να
συντηρεί τον άλλο σε περίπτωση αδυναμίας του να δουλέψει. Αυτό είναι
μέτρο της μεταβατικής περιόδου που θα απονεκρωθεί μόλις η οικονομική ζωή
της εργατικής δημοκρατίας μπει σε τάξη και θα είναι δυνατή η πλατιά
ανάπτυξη της κοινωνικής πρόνοιας. Στην πράξη, αυτή η πρόβλεψη του νόμου
δίνει λίγα στους συζύγους. Τι σημαίνει «σε περίπτωση αδυναμίας του να
δουλέψει», όταν το σιτηρέσιο δίνεται στον κάθε σύζυγο χωριστά; Σημαίνει
να μοιράζεσαι τη μερίδα σου. Αυτό δε θα το κάνουν πολλοί. Και συνήθως το
ζήτημα λύνεται έτσι: Εάν ο ένας από τους συζύγους δεν μπορεί να
δουλέψει, ο άλλος θα χτυπήσει τις πόρτες όλων των κοινωνικών ιδρυμάτων
που μπορούν να πάρουν τον ανίκανο για εργασία στο κοινωνικό σιτηρέσιο:
Σε σανατόρια, νοσοκομεία, γηροκομεία ή ιδρύματα για αναπήρους. Και
κανείς δε θα κατηγορήσει τον υγιή σύζυγο επειδή έβαλε το ανίκανο για
εργασία «άλλο του μισό» στη συντήρηση της κοινωνίας, αν και το διάταγμα
προβλέπει για τους συζύγους αλληλοβοήθεια τη στιγμή της αδυναμίας για
δουλειά.
Φαίνεται
φυσικό ότι η κοινωνία εξολοκλήρου πρέπει να δείχνει φροντίδα στο
ανίκανο για εργασία μέλος της, και όχι δυο ξεχωριστοί άνθρωποι, έστω και
αν τους ένωνε αμοιβαία αγάπη. Το βάρος των υλικών φροντίδων πρέπει να
το σηκώνει η κολεκτίβα, η κοινωνία. Γιατί όσο ο άνθρωπος μπορεί να
δουλεύει, βοηθά με τη δουλειά του να δημιουργηθούν εκείνα τα αγαθά,
εκείνα τα αποθέματα, εκείνοι οι πόροι, από τους οποίους μετά η κοινωνία
πρέπει να τον βοηθήσει τη στιγμή της αρρώστιας, των γηρατειών, της
αναπηρίας.
Ο
γάμος παρουσιάζεται στο νέο κόσμο. Μπροστά στα μάτια μας
πραγματοποιείται μια μεγάλη αλλαγή στις αμοιβαίες σχέσεις του έγγαμου
ζευγαριού και, πράγμα ιδιαίτερα περίεργο, η νέα καθημερινότητα, τα νέα
ήθη αντανακλώνται ακόμα και στις οικογένειες της πρώην αστικής τάξης.
Από τότε που οι αστές κυριούλες, αυτά τα, μέχρι πρόσφατα, παράσιτα
πλημμύρισαν τα σοβιετικά μας ιδρύματα και άρχισαν οι ίδιες να βγάζουν το
ψωμί τους, υιοθέτησαν αμέσως έναν ανεξάρτητο τόνο σε σχέση με τους
συζύγους τους. Συμβαίνει συχνά η γυναίκα να βγάζει περισσότερα από τον
άντρα και τότε η υπάκουη και υποταγμένη σύζυγος γίνεται η κεφαλή της
οικογένειας. Η γυναίκα βιάζεται για την υπηρεσία, ενώ ο άντρας μένει να
κόβει τα ξύλα, να ζεσταίνει το μάτι, πηγαίνει για ψώνια στην αγορά.
Κάποτε αυτές οι κυριούλες πάθαιναν κρίσεις υστερίας αν ο άντρας τους δεν
τους έδινε λεφτά για καινούργιο ανοιξιάτικο καπέλο, για ένα ζευγάρι
καινούργια παπούτσια. Τώρα η σύζυγος ξέρει ότι από τον άντρα δεν μπορεί
να ζητήσει τίποτα. Και τις υστερίες της, καθώς προσπαθεί να αποκτήσει
εντάλματα ή συμπληρωματικό σιτηρέσιο, τις κάνει στο γραφείο της
διαχείρισης ή του προϊστάμενου τροφοδοσίας.
Για
να είμαστε δίκαιοι πρέπει, ωστόσο, να πούμε ότι η γυναίκα της πρώην
αστικής τάξης συχνά με μεγάλη γενναιότητα –θα έλεγα με μεγαλύτερη
γενναιότητα από τους ξελιγωμένους διανοούμενους συζύγους– κουβαλάει όλα
τα βάρη της σύγχρονης μεταβατικής εποχής, μαθαίνοντας να συνδυάζει την
υπηρεσία και το νοικοκυριό, παλεύοντας με τις στερήσεις και τις
ατέλειωτες ακαταστασίες της ζωής μας. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και
κάτι άλλο –ακόμα και σε αυτές τις οικογένειες παρατηρείται η τάση να
απλοποιούν το νοικοκυριό, να περνούν στην κοινωνική διατροφή, να δίνουν
τα παιδιά στο «παιδικό σπίτι», με μια λέξη να ξεφορτώνουν με κάθε τρόπο
την οικογένεια. Αυτό, ας γίνεται μόνο κάτω από την επίδραση της
«αναγκαιότητας», όμως στο μέτρο της αφομοίωσης του ατομικού νοικοκυριού
από το λαϊκό αυτή η αναγκαιότητα δε θα μειώνεται αλλά θα μεγαλώνει,
επομένως η τάση, που υπάρχει από σήμερα κιόλας, θα δυναμώνει στα ήθη και
τις συνήθειες και συνεπώς η οικογένεια με την αστική έννοια θα
απονεκρώνεται. Στη θέση της θα αναπτυχθεί, θα δημιουργηθεί μια νέα
οικογένεια –η οικογένεια της κολεκτίβας των εργαζόμενων, όπου η
κοινότητα της εργασίας, η ενότητα των συμφερόντων, των προσπαθειών και
των καθηκόντων, και όχι η συγγένεια εξ αίματος, θα συνδέει γερά τους
ανθρώπους, θα τους διαπαιδαγωγεί σε πραγματικά πνευματικά αδέλφια.
Οι
νέες συνθήκες παραγωγής και το σύστημα της οικονομίας γεννούν μια νέα
καθημερινότητα. Η αλλαγμένη καθημερινότητα θα δημιουργήσει και νέους
ανθρώπους, πραγματικούς κομμουνιστές στο πνεύμα και τη θέληση.
Στο
βαθμό που ο γάμος παύει να δίνει υλικά οφέλη σε όσους παντρεύονται,
χάνει τη σταθερότητά του. Σημειώστε ότι οι σύζυγοι τώρα χωρίζουν πολύ
πιο εύκολα από πριν. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αγάπη ή αφοσίωση, οι
άνθρωποι δεν προσπαθούν με κάθε θυσία να διατηρήσουν την οικογένεια. Δεν
τους δένει πια, όπως παλιότερα, η υποχρέωση των γονιών προς τα παιδιά. Η
εκκλησιαστική γαμήλια τελετή παύει να είναι απαραβίαστη. Φυσικά, και
αυτό το φαινόμενο δεν είναι γενικό, απέχει από το να έχει γίνει ο
κανόνας, όμως το ότι υπάρχει, αναπτύσσεται και θα αναπτύσσεται στο βαθμό
που θα δημιουργήσουμε κομμουνιστικές μορφές ζωής, αυτό είναι
αναμφισβήτητο.
Η
εργατική δημοκρατία έκανε ήδη μια προσπάθεια να διαχωρίσει «την κουζίνα
από το γάμο». Το κομμουνιστικό σύστημα θα βοηθήσει να καθαρίσει η
έγγαμη σχέση από κάθε στοιχείο υλικού υπολογισμού, οφέλους. Δείτε πόσο
συχνά υπάρχουν τώρα ιδιόμορφες μορφές γάμου. Τα έγγαμα ζευγάρια δε
συνδέουν καθόλου τις σχέσεις τους με το χτίσιμο «φωλιάς».
Παλιότερα,
εάν ένας άνθρωπος ετοιμαζόταν να παντρευτεί, σκεφτόταν και λογάριαζε
–θα μπορέσει να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια να συντηρεί
σύζυγο; Σε ποιο βαθμό αυτό θα του είναι «ωφέλιμο»; Η κοπέλα προχωρώντας
στο γάμο λογάριαζε με τι θα την εξασφαλίσει ο άντρας; Και οι δυο μαζί,
πρώτ’ απ’ όλα, στο μέτρο των δυνάμεων και των οικονομικών τους,
αποκτούσαν «σπιτάκι». Όποιος ήταν πιο εύπορος προσπαθούσε, αποκτώντας
γυναίκα, να αποκτήσει και διαμερισματάκι, όποιος ήταν φτωχότερος αγόραζε
έστω ένα δικό του σαμοβάρι. Όλα αυτά ήταν ένα ξεκίνημα του
«νοικοκυριού», του «σπιτιού»… Και ζούσαν οι σύζυγοι υποχρεωτικά μαζί.
Εκτός αν χώριζε τον άντρα από τη γυναίκα ο καθημερινός μπελάς. Όμως αυτό
ήταν ένα φαινόμενο όχι κανονικό, όχι κοινά αποδεκτό.
Τώρα
το ζευγάρι είναι ερωτευμένο, αλλά ζουν χώρια. Ο άντρας και η γυναίκα,
μερικές φορές «για εξασφάλιση» (όταν οι άνθρωποι είναι ερωτευμένοι,
θέλουν πάντα να εξασφαλίσουν την αγάπη για πάντα), πετάγονται στο
επιτροπάτο, καταχωρίζουν το γάμο σύμφωνα με το σοβιετικό νόμο και μένουν
χώρια. Η σύζυγος στη μια άκρη της πόλης, ο σύζυγος στην άλλη. Η γυναίκα
στη Μόσχα, ο άντρας στην Τασκένδη. Βλέπονται πότε-πότε, δουλεύουν και
οι δυο. Η δουλειά, οι υποχρεώσεις στην κοινωνία είναι πάνω απ’ όλα…
Συχνότερα αυτός ο γάμος συναντιέται ανάμεσα στους κομμουνιστές, που
έχουν πιο αναπτυγμένη την αίσθηση του κοινωνικού χρέους. Και σημειώστε,
παλιότερα η γυναίκα καταγινόταν ιδιαίτερα με το να έχει «δικό της
νοικοκυριό»: Πώς γίνεται χωρίς ιδιόκτητο τσουκάλι; Αυτό δεν είναι
οικογένεια… Τώρα, αντίθετα, ο άντρας παραμιλάει τι καλά που θα ’τανε να
αποκτήσει δικό του διαμερισματάκι, δικό του γεύμα, να έχει πάντα τη
γυναίκα του χεριού του, ενώ η γυναίκα, ιδιαίτερα αυτό το μέρος των
εργαζόμενων γυναικών που μεγαλώνει, που ασχολούνται με δημιουργική
δουλειά της δημοκρατίας, ούτε ν’ ακούσουν δε θέλουν για «δικό τους
σπιτάκι». «Καλύτερα να χωρίσω μ’ αυτόν, παρά να συμφωνήσω με την
οικογενειακή ζωή, το νοικοκυριό και τις τιποτένιες σπιτικές φροντίδες.
Τώρα μπορώ να δουλεύω για την επανάσταση, ενώ τότε… Τότε θα σκλαβωθώ.
Όχι, καλύτερα να χωρίσω». Και οι άντρες αναγκάζονται να συμβιβαστούν.
Φυσικά,
δε συμβιβάζονται όλοι. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι άντρες,
αγανακτισμένοι από το ότι οι γυναίκες ασχολούνται περισσότερο στο
γυναικείο τμήμα απ’ όσο με τον άντρα και το νοικοκυριό, έκαιγαν τα
χαρτιά του γυναικείου τμήματος! Όμως το θέμα δεν είναι οι ξεχωριστές
περιπτώσεις.
Πρέπει
να εξετάζουμε τα φαινόμενα στη διαδικασία της ανάπτυξής τους. Πρέπει να
ορίζουμε προς τα πού τείνει αυτή η ανάπτυξη, προς την ενίσχυση ή προς
την εξάλειψη της οικογένειας στις συνθήκες της εργατικής δημοκρατίας·
και εάν ορίσουμε τη γραμμή της ανάπτυξης της οικονομίας μας, θα γίνει
σαφές: Η εργατική κολεκτίβα θα αφομοιώσει και θα διαλύσει βαθμιαία στο εσωτερικό της την παλιά αστική οικογένεια.
Ένα
άλλο χαρακτηριστικό φαινόμενο, που εμφανίζεται ολοκληρωτικά από τις
αλλαγμένες οικονομικές σχέσεις και από το γεγονός ότι στην εργατική
δημοκρατία η γυναίκα είναι αυτοτελής εργασιακή μονάδα, είναι η αλλαγή
της σχέσης μας προς την ανύπαντρη μητέρα. Πού είναι τώρα ο άντρας που
δεν παντρεύεται μόνο και μόνο επειδή η αγαπημένη του γυναίκα είχε άλλον
πριν από αυτόν; Η «παρθενία» ήταν απαραίτητη στην ατομική ιδιοκτησία. Η
«νομιμότητα» του παιδιού ήταν απαραίτητη στην αστική κοινωνία, πρώτο,
για να οριστεί ποιος είναι υποχρεωμένος να ταΐζει το παιδί1, δεύτερο, για να κληροδοτηθεί η περιουσία στα παιδιά εξ αίματος.
Για
την εργατική δημοκρατία, όπου δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία και όπου
οι γονείς δεν μπορούν να αφήνουν κληρονομιά στα παιδιά, είναι αδιάφορο
σε ποιο γάμο γεννήθηκε το παιδί, ενδιαφέρον έχει μόνο το παιδί, ο
μελλοντικός εργαζόμενος.
Γι’
αυτό το παιδί είναι υποχρεωμένη να το φροντίσει η δημοκρατία, είτε αυτό
το παιδί είναι καρπός γάμου με επικύρωση είτε χωρίς τήρηση των
τυπικοτήτων. Από εδώ προκύπτει η νέα προσέγγιση στη γυναίκα-μητέρα: Η
δημοκρατία εξασφαλίζει κάθε μάνα χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ των
ανύπαντρων και των παντρεμένων σύμφωνα με το νόμο και χωρίς να
ενδιαφέρεται σε τι συνθήκες θα γεννήσει το παιδί, με αναγνώριση του
παιδιού από τον πατέρα ή χωρίς αυτή.
Είναι
αλήθεια ότι συναντάμε ακόμα και τώρα αναβιώσεις του παρελθόντος. Έτσι,
κατά τη συμπλήρωση ερωτηματολογίων υπάρχει συχνά το ανόητο ερώτημα:
Παντρεμένη ή ανύπαντρη; Στην πολιτοφυλακή ζητάνε πιστοποιητικό γάμου
κλπ., γεγονότα που δείχνουν ότι η εξουσία του παρελθόντος είναι ακόμα
δυνατή και ότι δεν μπορεί η εργαζόμενη ανθρωπότητα να απαλλαχτεί αμέσως
από τις προκαταλήψεις της αστικής κοινωνίας. Όμως γίνεται αισθητό και
φανερό ακόμα ένα βήμα προς τα μπροστά: Πού είναι τώρα οι αυτοκτονίες των
κοριτσιών, ανύπαντρων μητέρων; Πού είναι οι παιδοκτονίες των δύστυχων
μητέρων, που ήθελαν να κρύψουν την «ντροπή» τους; Για ντροπή της εκτός
γάμου μητρότητας ούτε που γίνεται πια λόγος. Ο γάμος γίνεται όλο και
περισσότερο υπόθεση προσωπική, ενώ, αντίθετα, η μητρότητα εξελίσσεται σε
αυτοτελή κοινωνική υποχρέωση και υποχρέωση σοβαρή, ουσιαστική. Ο γάμος
μπορεί και πρέπει να υπόκειται στη ρύθμιση της κοινωνίας μόνο στο βαθμό
που το θέμα αφορά άρρωστους ανθρώπους. Όμως αυτό είναι πια ένα ιδιαίτερο
ζήτημα. Εδώ το θέμα αφορά το Λαϊκό Επιτροπάτο Υγείας.
Λόγω
της αλλαγής των οικογενειακών-γαμήλιων σχέσεων, αλλάζει και η σχέση μας
με την πορνεία. Η πορνεία, στη μορφή που ανθίζει στην αστική κοινωνία,
βρίσκει όλο και λιγότερο χώρο στην εργατική δημοκρατία. Η πορνεία είναι
καρπός της απόλυτης έλλειψης εξασφάλισης των γυναικών και της εξάρτησής
τους από τους άντρες. Με την εισαγωγή της γενικής εργασιακής υποχρέωσης
και της ανάγκης όλων των πολιτών να έχουν εργασία, η επαγγελματική
πορνεία, φυσικά, συρρικνώνεται, μειώνεται.
Επειδή
στη χώρα μας υπάρχει η εργατική δημοκρατία, παλεύει εναντίον της, όμως
την παλεύει όχι ως πορνεία, αλλά ως ένα φαινόμενο λιποταξίας από τη
δουλειά. Η επαγγελματίας πόρνη είναι ένα άτομο που δεν εμπλουτίζει την
κολεκτίβα με την εργασία του, αλλά αποσπά ένα μέρος του ξένου
σιτηρέσιου. Ένα τέτοιο άτομο η εργατική δημοκρατία το διώκει και το
τιμωρεί.
Καταδικάζοντας,
όμως, τις πόρνες, παλεύοντας ενάντιά τους ως μη εργαζόμενα στοιχεία,
δεν τις ξεχωρίζουμε σε ειδική κατηγορία. Για μας, για την εργατική
δημοκρατία, δεν είναι καθόλου σημαντικό αν η γυναίκα πουλιέται σε έναν
άντρα ή σε πολλούς ταυτόχρονα, αν είναι επαγγελματίας πόρνη που δε ζει
από τη χρήσιμη εργασία της αλλά από την πώληση των χαδιών της στο νόμιμο
σύζυγο ή στους περαστικούς πελάτες που εναλλάσσονται, τους αγοραστές
του γυναικείου σώματος. Όλες οι γυναίκες-λιποτάκτες της δουλειάς, που δε
συμμετέχουν στην εργασιακή υποχρέωση και δεν κάνουν δουλειές για τα
μικρά παιδιά στην οικογένεια, εξισώνονται με τις πόρνες ως προς την
εξαναγκαστική εργασιακή υποχρέωση. Κι εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε
διάκριση μεταξύ της πόρνης ή της πλέον νόμιμης συζύγου που ζει
συντηρούμενη από τον άντρα της, όποιος κι αν είναι αυτός ο σύζυγος,
ακόμα και ο ίδιος ο «κομισάριος»…
Εδώ
τραβάμε μια εξισωτική γραμμή μεταξύ όλων των λιποτακτών της εργασίας.
Από την άποψη της εργατικής κολεκτίβας, μια γυναίκα οφείλει να
καταδικάζεται όχι γιατί πουλάει το σώμα της, αλλά γιατί το ίδιο με τις
νόμιμες, αλλά μη εργαζόμενες συζύγους, δεν κάνει ωφέλιμη εργασία για την
κολεκτίβα. Αυτή είναι μια νέα, εντελώς νέα προσέγγιση στην πορνεία, που
υπαγορεύεται από τα συμφέροντα της εργατικής κολεκτίβας.
Η
επαγγελματική πορνεία τελειώνει στη χώρα μας. Σε μεγάλα κέντρα, όπως η
Μόσχα και η Πετρούπολη, οι επαγγελματίες πόρνες δεν είναι πια δεκάδες
χιλιάδες όπως παλιά, αλλά εκατοντάδες. Αυτό είναι βήμα προς τα
μπρος. Όμως δεν πρέπει να πλανιόμαστε με την ιδέα ότι τάχα η πορνεία
εξαλείφθηκε από τη χώρα μας. Όσο η γυναίκα εξαρτάται από τον άντρα, όσο η
μισθωτή εργασία δεν εξασφαλίζει στις γυναίκες την κάλυψη των αναγκών
τους, όσο γύρω υπάρχει καταστροφή και αταξία στη ζωή των γυναικών, η
πορνεία θα υπάρχει, αν και σε συγκαλυμμένη μορφή. Σε τι διαφέρει από την
πορνεία όταν μια Σοβιετική γυναίκα δίνεται σε έναν άντρα που δεν αγαπά,
για να πάρει αύξηση ή σιτηρέσιο; Σε τι διαφέρει από την πορνεία το να
πηγαίνει με έναν άντρα για ψηλές μπότες, για ζάχαρη κι αλεύρι; Σε τι
διαφέρει από την πορνεία, όταν η γυναίκα παντρεύεται μόνο επειδή «έχει
δωμάτιο στο σπίτι των σοβιέτ»; Σε τι διαφέρει από την πορνεία, όταν η
εργάτρια ή η αγρότισσα που πάει για αλεύρι αναγκάζεται να δίνεται στο
συνοδό του τρένου για μια θέση στη σκεπή ή στον προϊστάμενο του τμήματος
φύλαξης για να κρατήσει το αλεύρι για τα παιδιά;
Όλα
αυτά είναι πορνεία, αλλά με νέα πια μορφή. Βαριά, ντροπιαστική και
πικρή για τη γυναίκα, βλαβερή για την εργατική δημοκρατία, επειδή
μειώνει την υγεία του πληθυσμού (διαδίδει τα αφροδίσια νοσήματα) και
υπονομεύει την αίσθηση της συντροφικότητας. Όμως δεν μπορούμε να
αρνηθούμε ότι αυτή η μορφή πορνείας είναι ένα βήμα προς τα μπρος σε
σχέση με την επαγγελματική πορνεία. Τότε η γυναίκα, που ζούσε με την
επιχείρηση των χαδιών της, ήταν ένα χαρακτηρισμένο μέλος της κοινωνίας,
αντικείμενο περιφρόνησης. Ο άντρας, αγοράζοντας τη φροντίδα της
επαγγελματία πόρνης, θεωρούσε ότι είχε το δικαίωμα να βασανίσει και να
εξευτελίσει όπως ήθελε τη γυναίκα. Η πόρνη δεν τολμούσε να παραπονεθεί,
να διαμαρτυρηθεί. Το «κίτρινο δελτίο» επέτρεπε τα πάντα. Και αν αυτό
έλειπε, η γυναίκα φοβόταν να διαμαρτυρηθεί για τη βαναυσότητα του άντρα
που την είχε αγοράσει, για να μην την παραδώσει στα χέρια της αστυνομίας
και να μην την αναγκάσει να δηλωθεί ως πόρνη. Τώρα οι σχέσεις είναι
κάπως διαφορετικές. Όταν η γυναίκα έχει στην τσέπη το βιβλιάριο
εργασίας, παύει να είναι αντικείμενο μόνο αγοραπωλησίας. Εάν
συνευρίσκεται με «υλική συναλλαγή», το κάνει με εκείνον που της αρέσει
περισσότερο. Η πονηριά (υπολογισμός) παίζει ρόλο στο βαθμό που το
οικονομικό και το χρηματικό στοιχείο έχει θέση στις 9/10 των περιπτώσεων
συμφωνίας για αστικό γάμο. Και ο άντρας, προσέξτε, έχει εντελώς άλλη
σχέση με την επαγγελματία πόρνη, την «κοπελιά», από τη γυναίκα με την
οποία συναντήθηκε κοινή συναινέσει. Σε αυτήν τη γυναίκα δεν κάνεις τον
παλικαρά, δε θα επιτρέψει να την χλευάσεις, αυτή, ακόμα πιο γρήγορα από
τη νόμιμη σύζυγο, «δεν ικανοποίησε», έφυγε και ήταν τέτοια.
Στο
βαθμό που η γυναικεία εργασία δεν εξασφαλίζει πλήρως τις ανάγκες της
γυναίκας, στο βαθμό που και στην εργατική δημοκρατία οι γυναίκες συνήθως
δουλεύουν σε κατηγορίες χειρότερα πληρωμένης δουλειάς, η πορνεία, στη
συγκαλυμμένη της μορφή, θα υπάρχει σαν βοηθητική επιχείρηση ή σαν
δηλωμένος γάμος από υπολογισμό, πράγμα που στην ουσία σημαίνει το ίδιο.
Τώρα, με τη στροφή της σοβιετικής οικονομικής πολιτικής σε νέα
κατεύθυνση, εμφανίζεται στον ορίζοντα το απειλητικό φάσμα της
αυξανόμενης ανεργίας των γυναικών. Αυτό το φαινόμενο, που έχει ήδη
εκδηλωθεί, επιφέρει την επιστροφή στην πορνεία στη χειρότερη, την
επαγγελματική της μορφή. Αναπόφευκτα, με τη στροφή της οικονομικής
πολιτικής θα σταματήσει η διαδικασία της γέννησης και διαμόρφωσης της
νέας καθημερινότητας, των νέων ηθών και της νέας σχέσης μεταξύ των
φύλων, που αντιστοιχούν περισσότερο στα καθήκοντα της κομμουνιστικής
κοινωνίας. Όμως δεν εντάσσεται στα καθήκοντά μας το να εξετάσουμε τη
διαδικασία της αντίστροφης προσαρμογής σε παρωχημένες μορφές. Η υπόθεση
της εργατικής τάξης προχωράει. Για την οικοδόμηση του κομμουνισμού από
το παγκόσμιο προλεταριάτο είναι σημαντικότερο να καταργήσει όχι τη
διαδικασία προσαρμογής στις προηγούμενες συνθήκες των οικονομικών
σχέσεων, αλλά να πάρει υπόψη τα επιτεύγματα και τις αλλαγές που
πραγματοποιήθηκαν μπροστά στα μάτια μας την περίοδο άνθισης της
δικτατορίας της εργατικής τάξης. Η πείρα της οικοδόμησης των νέων μορφών
της ζωής πρέπει να καταγραφεί, να ληφθεί υπόψη και να αξιοποιηθεί.
Είναι γεγονός –ο γάμος εξελίσσεται, τα οικογενειακά δεσμά αδυνατίζουν, η μητρότητα μετατρέπεται σε κοινωνική λειτουργία.
Με
τα φαινόμενα που περιγράψαμε δεν εξαντλείται το εμπειρικό υλικό από τον
τομέα της αλλαγής της καθημερινότητας και των ηθών στην εποχή της
δικτατορίας που παρέχει η Ρωσική Επανάσταση. Όμως μια λεπτομερέστερη
ανάλυση όλων αυτών των φαινομένων θα μας εξέτρεπε. Θα γυρίσουμε σε αυτά
στις συζητήσεις για την εξέλιξη της οικογένειας. Προς το παρόν όμως, θα
σημειώσουμε μια ακόμη φορά ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση και η οικοδόμηση
της νέας μορφής παραγωγής επιβεβαίωσαν στη ζωντανή εμπειρία των
επαναστατικών χρόνων ότι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία και το γάμο
καθορίζεται ολοκληρωτικά από το ρόλο της στην παραγωγή και το βαθμό της
συμμετοχής της στη λαϊκή οικονομία. Η εργασία είναι το μέτρο της
κατάστασης της γυναίκας: Η μισθωτή εργασία στο ατομικό-οικογενειακό
νοικοκυριό την υποδούλωσε, η εργασία για την κολεκτίβα φέρνει την
απελευθέρωσή της.
Βοηθήματα για τους ακροατές σχετικά με τη διάλεξη:
1. Н. Крупская: «Война и деторождение» («Коммунист» № 1-2)
2. Н. Севешко: «Ещё о больном вопросе» («Коммунист» № 1-2)
3. Бюлетень Ц.О. работниц № 4 (тезисы об аборте и тезисы о мерах борьбы с проституций).
4. А. Коллонтай. «Тезисы о коммунистической морали в области брачных отношений» («Коммунист» № 12-13)
5. А. Коллонтай. «Семья и коммунизм» («Коммунист» № 7)
6. А. Коллонтай. «Проституция и меры борьбы с ней»
7. С. Равич. «Борьба с проституцей в Петрограде» («Коммунист» № 1-2)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
*
Η μετάφραση έγινε από τα ρωσικά από το βιβλίο А. Коллонтай, «Положкеие
Женщины в эволюции хозяйства (Лекций, читанные в Университете имени Я.
М. Свердлова)», [Η θέση της γυναίκας στην εξέλιξη της Οικονομίας
(Διαλέξεις στο πανεπιστήμιο Ι. Μ. Σβέρντλοφ)], Государственное
Издательство, Москва 1922.
1.
Για τα συμφέροντα της ατομικής ιδιοκτησίας η αστική τάξη δεν μπορούσε
να αναγνωρίσει στα εκτός γάμου παιδιά το δικαίωμα της συντήρησής τους
από τους ανύπαντρους πατέρες τους. Μια τέτοια αναγνώριση δικαιώματος θα
είχε συνέπεια το «διασκορπισμό» της περιουσίας –ένα φαινόμενο απολύτως
απαράδεκτο για την καπιταλιστική συσσώρευση.