Ο Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής
|
Η
εποχή μας δεν είναι επική και μεγαλειώδης, έχει πολλή σκληρότητα, πολλή
πεζότητα, θέλει υπομονή και επιμονή, η φλόγα της ψυχής πρέπει να
ζεσταίνει και να φωτίζει τη σκέψη και, από την άλλη, η «ψυχρή» ανάσα της
σκέψης δεν πρέπει να σβήνει αυτή τη φλόγα.
Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Ο
κομμουνιστής λογοτέχνης Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής το κατάφερε με τη
στάση ζωής του και με το σύνολο του έργου του, προτρέποντας ταυτόχρονα:
«Συνεχίστε...»
Του ήταν αρκετά μερικά μέτρα ενός ταπεινού δρομάκου
για να δείξει το πολύπλευρο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, «πίσω» από τα
πρόσωπα των έργων του, τα οποία παρακολούθησε στην «κίνησή» τους στη
ζωή, αλλά κυρίως στις μεταβολές τους και στις αιτίες τους.
Ενιαία
και αδιαίρετη με την πολιτική στράτευσή του στο ΚΚΕ, όχι ως άθροισμα,
αλλά με την κάθε πλευρά να πηγάζει και να δένεται με την άλλη, η
δημιουργία του διακρίνεται από την αταλάντευτη πίστη στη δυνατότητα της
εργατικής τάξης και του λαού να γνωρίσει την αντικειμενική
πραγματικότητα και να μετατρέψει αυτήν τη γνώση σε δύναμη, για να
αλλάξει τον κόσμο.
Πέρα από τη συναισθηματική δόνηση, ωθεί τον
αναγνώστη σε βαθιές σκέψεις και τον καλεί σε συνειδητή δράση κάτω από
οποιεσδήποτε συνθήκες.
Είναι τρομακτικού βάθους, η «φωνή που
βγάζει» στο θεατρικό του έργο «Η Σκοπιά», γραμμένο για την τελευταία
μάχη στο Γράμμο, όταν ο ασυρματιστής αγωνιά «να μη χαθεί η σύνδεση...»,
δηλαδή η σύνδεση με το αύριο, καθώς ο αγώνας παίρνει νέα μορφή, αλλά ο
στόχος παραμένει ο ίδιος.
Γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα, στο
«Δρομάκο με την Πιπεριά» στην πλατεία Βικτωρίας, από όπου ξεκίνησε τους
αγώνες του με την ΕΠΟΝ αρχικά και στη συνέχεια με το ΚΚΕ.
Σε
ηλικία δεκαπέντε ετών, γράφει τη σατιρική επιθεώρηση «Ο Αρχικένταυρος»
που ανέβηκε, αργότερα, από ερασιτεχνικό θίασο, για την προπαγάνδιση του
ΕΑΜ.
Το
1942 συνεργάζεται με τον Γρηγόρη Ξενόπουλο στη «Διάπλαση των Παίδων»
και δημοσιεύει αντιστασιακούς στίχους στον ΕΑΜικό, και στον ΕΠΟΝίτικο
Τύπο.
Εντάσσεται στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού
«Νεανική φωνή», μαζί με την Αλκη Ζέη, τον Τάσο Λιγνάδη και άλλους, όπου
δημοσιεύει ποιήματά του με το ψευδώνυμο «Στέφος Ροδάνθης», το πρώτο από
μια σειρά καλλιτεχνικών ψευδωνύμων (Φώτης Αθηναίος, Δήμος Ροδάς, Φους -
Φους κ.ά.), που θα χρησιμοποιήσει όλα τα επόμενα χρόνια είτε για να
προστατευθεί στα χρόνια της παρανομίας είτε απλά για λόγους σεμνότητας
και χιούμορ.
Ως υπεύθυνος Πολιτισμού στα Αετόπουλα και στην ΕΠΟΝ
συμβάλλει αποφασιστικά στην πολιτιστική έκρηξη της Εθνικής Αντίστασης με
το «Θέατρο του Δρόμου» στις γειτονιές και αργότερα με έργα στο Βουνό
και το καλλιτεχνικό συγκρότημα του ΔΣΕ.
Για την προσφορά του θα προλάβει ήδη μέχρι το 1949 να ...τιμηθεί από το αστικό κράτος με δύο καταδίκες σε θάνατο!
Γράφοντας
για τον πόλεμο, ο Ρεντής ξεγύμνωσε τις ταξικές αντιθέσεις και
συγκρούσεις στις συνθήκες της Κατοχής, ανέδειξε τον αγώνα του ΕΑΜ, ψυχή
και κύριος αιμοδότης του οποίου ήταν το ΚΚΕ, και υπογράμμισε τη σημασία
της οργανωμένης πάλης.
Η θεματολογία του ήταν πρωτότυπη, όπως το
έργο του «10 ατέλειωτες ώρες» που αφορά τη δράση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για
την προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, από την επιχειρούμενη
αρπαγή της εκ μέρους των ναζί και των συνεργατών τους.
Απέδειξε
έτσι, πόσο ολοκληρωμένος ήταν και πρέπει να είναι ο αγώνας των
κομμουνιστών, συμπεριλαμβάνοντας στην πάλη για το «καθημερινό ψωμί», και
όλα όσα είναι αναγκαία για την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, όπως ο
Πολιτισμός.
Στα έργα του σκιαγραφείται επίσης, το «πρόπλασμα» του
αυριανού ανθρώπου, έτσι όπως γεννιέται, συμμετέχοντας με όλο του το
είναι στον αγώνα του σήμερα.
Η πένα του
πάντοτε ανέδειξε το μεγαλείο του Ανθρώπου: Σε μια εκπληκτική σκηνή στον
«Δρομάκο με την Πιπεριά», η νίκη της ανθρώπινης προσωπικότητας επί του
αφρισμένου φασιστικού κτήνους έχει το πρόσωπο ενός δασκάλου κρατούμενου
των ναζί στο Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου στα παιδιά της γειτονιάς που
τον επισκέφθηκαν είπε ότι εκτός από τα φρικτά σωματικά βασανιστήρια, οι
ναζί εφάρμοζαν και ψυχολογικά βασανιστήρια, όπως το άσκοπο κουβάλημα
τόνων πέτρας.
Οι κρατούμενοι, όμως, σώρευαν τις πέτρες
σχηματίζοντας πυραμίδα, ένα γεωμετρικό σχήμα με μορφή, δηλαδή, για να
«μη χάσουν το μυαλό τους».
Καμιά πλευρά της ανθρώπινης
προσωπικότητας δεν απουσιάζει από το έργο του Ρεντή, στο οποίο ιδιαίτερα
«γόνιμο», κοινωνικά, πρόσωπο αναδεικνύεται η Γυναίκα.
Πρόκειται
για τα ντροπαλά κορίτσια που προπολεμικά περίμεναν στο σπίτι να τους
φέρει ο πατέρας το «γαμπρό» και έφθασαν να καθοδηγούν με το αυτόματο στο
χέρι, ολόκληρα τμήματα στο Γράμμο.
Αλλά και οι «βαριοί» σύντροφοι μαθαίνουν να εκδηλώνουν τα αισθήματά τους.
Βαθιά
ανθρώπινες σελίδες για όλα εκείνα τα παιδιά που περπάτησαν το θάνατο
δίχως να σκοντάψουν, χωρίς προηγουμένως να γνωρίσουν τη γλύκα του φιλιού
και τον έρωτα που «σταματά το χρόνο».
Μετά τον αγώνα του ΔΣΕ,
ακολούθησε η πολιτική προσφυγιά - κυρίως στη Ρουμανία - για δεκαεννιά
έτη, από τα πλέον δημιουργικά της ζωής του.
Το 1962 τού απονέμεται
το Πρώτο Βραβείο του Ελληνικού Κρατικού Θεατρικού Οργανισμού, και
ανοίγει έτσι ο δρόμος για τον επαναπατρισμό του, που επικυρώθηκε με
κυβερνητική απόφαση του 1966, αλλά υλοποιήθηκε το 1968.
Η
επιστροφή του κατά τη διάρκεια της χούντας σήμανε - για ακόμα μια φορά -
μια ζωή μέσα στο κυνηγητό και την παρανομία. Αρχικά συλλαμβάνεται και
αργότερα αφήνεται ελεύθερος, αφού πρώτα του αφαιρούνται η ελληνική
ιθαγένεια και το δικαίωμα προς εργασία.
Αδυνατώντας να εκδώσει
οποιοδήποτε έργο του, κερδίζει το ψωμί του γράφοντας με ψευδώνυμα
επιτυχημένες σειρές για το ραδιόφωνο («Το σπίτι των ανέμων» κ.ά.) αλλά
και βραβευμένες διαφημίσεις, την αμοιβή των οποίων εισέπρατταν γνωστοί
και φίλοι για λογαριασμό του.
Μετά την πτώση της χούντας,
συνεχίζει την πετυχημένη δουλειά σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές σειρές,
ενώ το 1974 εκδίδει το πρώτο βιβλίο του στην Ελλάδα, την ποιητική
συλλογή «Ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέμβρη», που γράφτηκε μέσα στην καρδιά
των γεγονότων του Πολυτεχνείου και αρχικά μοιράστηκε σε χειρόγραφα από
χέρι σε χέρι.
Το 1976 μετακομίζει στην
Καλλιθέα όπου θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Θα στηρίξει τη
δημιουργία του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου και θα αφιερωθεί στη
διαπαιδαγώγηση της νεολαίας.
Παρά τις απίστευτες
δυσκολίες, την παρανομία και τα οικονομικά προβλήματα, η λογοτεχνική
παραγωγή του Ρεντή είναι εξαιρετική τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα,
αφού αποτελείται συνολικά από 32 εκδομένα έργα, 15 ανέκδοτα, 21
ποιητικές συλλογές, 24 θεατρικά, 50 μονόπρακτα, σενάρια για πολλές
ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, 10 ραδιοφωνικές εκπομπές με 1.000
συνολικά επεισόδια και 22 τηλεοπτικές εκπομπές.
Αναπόσπαστο
κομμάτι του έργου του η δημοσιογραφία μέσω της μακροχρόνιας συνεργασίας
του με το «Ριζοσπάστη» και τον «902» και η απλόχερη βοήθειά του σε
πολλούς νέους δημοσιογράφους.
Η πένα του αναμετρήθηκε με όλους
όσοι ήθελαν να βάλει το ΚΚΕ «λίγο νερό στο κρασί του», να χάσει δηλαδή
την επαναστατική του ψυχή.
Τιμήθηκε πολλές φορές για το έργο και
την ανεκτίμητη προσφορά του. Ανάμεσα στα βραβεία αυτό της Παγκόσμιας
Ομοσπονδίας Δημοκρατικών Νεολαιών, το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης στη
Ρουμανία και το Πρώτο βραβείο του Ελληνικού Κρατικού Θεατρικού
Οργανισμού για το έργο του «Νεκρή Γραμμή» το 1962 και εκ νέου από το
Φεστιβάλ Ιθάκης το 1980 και από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1993. Επίσης,
έλαβε το πρώτο βραβείο «Κώστα Ελευθερουδάκη» για το παιδικό βιβλίο «Το
πιο παράξενο ταξίδι».
Ηταν ο άνθρωπος που έγραψε το «Σαν ατσάλινο
τείχος», το «Παιδιά σηκωθείτε», το «Βροντάει ο Ολυμπος και πάλι» για τον
ΔΣΕ και το τραγούδι για τον Νίκο Μπελογιάννη.
Στη διαθήκη του, με
την οποία άφησε όλο του το έργο στο Κόμμα, έγραψε πως «ο δημιουργός,
όπως με δίδαξε το ΚΚΕ δεν μπορεί να μένει κλεισμένος στους τέσσερις
τοίχους, παρατηρητής και "κριτής", αλλά ν' αγωνίζεται στα πεζοδρόμια,
τον ίδιο αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού».
Ο κομμουνιστής
λογοτέχνης, Δημήτρης Ραβάνης - Ρεντής με τα χέρια του ποτισμένα από τον
ιδρώτα του ανθρώπινου μόχθου, μια στάλα τρίμμα πιπεριάς και την αψιά
μυρωδιά της μπαρούτης, αγωνίστηκε στον ίδιο αγώνα της εργατικής τάξης
και του λαού.
Ν. Α.