Η ανταλλαγή ανακοινώσεων ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την οικονομία και τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη, είναι ενδεικτική της ενιαίας στρατηγικής που υπηρετούν σαν κόμματα - υποστηριχτές της ΕΕ. Ταυτόχρονα, αντανακλούν τις διαφορετικές απόψεις που συγκρούονται στην ΕΕ και διεθνώς για τη διαχείριση της καπιταλιστική κρίσης. Η διαμάχη όμως γίνεται αντικειμενικά από τη σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τάξης, αφού τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ και πολύ περισσότερο η ΝΔ, δεν αμφισβητούν την εξουσία του κεφαλαίου. Αποκαλυπτική ως προς αυτό ήταν η τοποθέτηση προχτές της Ρ. Δούρου, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κατήγγειλε τη ΝΔ ότι δεν κάνει καλή διαπραγμάτευση με την τρόικα. Είπε μεταξύ άλλων σε ραδιοφωνική της συνέντευξη: «Εμείς λαμβάνουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας την υπόθεση της διαπραγμάτευσης. Αυτό για το οποίο ακριβώς κατηγορούμε τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών είναι ότι ουδέποτε κατανόησαν το νόημα της διαπραγμάτευσης».
Τι θέλει επί της ουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ; Μια «καλύτερη» διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, η οποία - κατά την άποψή τους - μπορεί και πρέπει να οδηγήσει σε ένα «άλλο» τάχα μείγμα διαχείρισης της κρίσης. Ποιο είναι αυτό; Λέει η Ρ. Δούρου: «Η μετατροπή των επιμέρους δημοσίων χρεών των χωρών σε κοινό ευρωπαϊκό χρέος, την αλλαγή του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η δημιουργία ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, η δημιουργία ευρωπαϊκού αναδιανεμητικού προϋπολογισμού (...) να ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση σύγκληση συμβουλίου κορυφής, όπου με αφορμή το ελληνικό πρόβλημα θα αναγκάζονταν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να υιοθετήσουν μια ατζέντα για την επίλυση αυτής της τρομακτικής κρίσης που δοκιμάζει τα όρια όχι μόνο της Ευρωζώνης αλλά κι εκείνα του υπόλοιπου κόσμου, των ΗΠΑ, της Κίνας, κ.ά.».
Οι παραπάνω απόψεις δεν είναι «πατέντα» του ΣΥΡΙΖΑ. Ακούγονται ολοένα και περισσότερο από κυβερνήσεις και μερίδες της αστικής τάξης στην Ευρώπη οι οποίες, όπως και η ελληνική κυβέρνηση, πρωτοστατούν στις χώρες τους για το τσάκισμα του λαού με μέτρα έξω και πέρα από μνημόνια, στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ανάπτυξης για το κεφάλαιο. Για παράδειγμα, βασικός υπέρμαχος της ανάληψης πιο δραστικού ρόλου από την ΕΚΤ στην αγορά χρέους από τα κράτη - μέλη, είναι ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, που έχει εξοντώσει στην κυριολεξία τους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, και μάλιστα χωρίς μνημόνια. Ο Μόντι όμως πασχίζει για λογαριασμό της δικής του αστικής τάξης να διαχειριστεί την κρίση εντός της Ευρωζώνης και ταυτόχρονα να αποσπάσει από την αστική τάξη της Γερμανίας άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, όπως αυτό του φθηνότερου δανεισμού από τις καπιταλιστικές αγορές.
Ανάλογος είναι ο στόχος της παρέμβασης που επιχειρούν και οι ΗΠΑ στις εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Στον αντίποδα, ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα ζητάει η Γερμανία, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο προς όφελός της στην κυκλοφορία του χρήματος εντός της Ευρωζώνης. Οσο για την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και άλλα κόμματα και κυβερνήσεις στην ΕΕ, ζητάνε περισσότερα κονδύλια για την «υποβοήθηση» ιδιωτικών επενδύσεων, κρύβοντας ότι προϋπόθεση γι' αυτές είναι κυρίως να παρθούν μέτρα υποτίμησης της εργατικής δύναμης. Οπως αυτά που προβλέπει η στρατηγική «Ευρώπη 2020», για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δε λέει τίποτα. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει την άποψη ότι μια πιο επεκτατική διαχείριση της κρίσης, σε αντίθεση με την περιοριστική που προκρίνει η Γερμανία και άλλες χώρες της Ευρωζώνης, θα ήταν πιο αποτελεσματική για το ξεπέρασμα της κρίσης. Που, βεβαίως, αν οδηγήσει στο ξεπέρασμά της θα είναι σε όφελος του κεφαλαίου, άρα, δεν πρόκειται να εξασφαλίσει ευημερία στο λαό.
Η συζήτηση για τη μια ή την άλλη διαχείριση αφορά τα μονοπώλια και τα επιμέρους συμφέροντά που αυτά έχουν, όχι το λαό, που θα συνεχίσει να στενάζει από τα μόνιμα μέτρα, ακόμα και αν ο καπιταλισμός περάσει σε φάση αναιμικής ανάπτυξης. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουν διαφορετικές απόψεις στη διαχείριση, είναι όμως υπέρ της καπιταλιστικής παραγωγής και της ΕΕ, που δεν μπορεί παρά να είναι αντιλαϊκή, επειδή είναι των μονοπωλίων. Ακόμα και στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί σε άρνηση πληρωμής μέρους του χρέους, άρα χρεοκοπία, το κάνει αναγνωρίζοντας το χρέος που δημιούργησε το κεφάλαιο, άρα και την υποχρέωση του λαού να αποπληρώσει έστω και ένα μέρος του. Καλλιεργεί και μ' αυτόν τον τρόπο στρεβλή συνείδηση ότι είναι δυνατόν στα πλαίσια του καπιταλισμού να τη σκαπουλάρει ο λαός με δικολαβίες και τερτίπια, χωρίς σύγκρουση με τα μονοπώλια και ανατροπή της εξουσίας τους, αλλά σε συνεννόηση μαζί τους, ή αποδεχόμενος τις θυσίες που του επιβάλλονται στο όνομα του χρέους. Συμβάλλει έτσι στη συγκάλυψη της μοναδικής πραγματικής διεξόδου για το λαό, που είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία και μονομερή διαγραφή του χρέους.