Και ξαφνικά το μισό τουίτερ και το άλλο μισό Facebook βρέθηκαν
κλεισμένα στο ασανσέρ που συναντιόμαστε, να περιγράφουν την εμπειρία
τους από τη διακοπή ρεύματος. Κι αν λένε όλοι αλήθεια, πρέπει να
ξεπερνάν αυτούς που λένε πως βρέθηκαν κάποτε στο Πολυτεχνείο.
Και οι άλλοι; Οι άλλοι μισοί (στην Κίνα βρίσκονται) έβγαλαν από μέσα τους τον οργισμένο φιλελέ, είπαν πως μετά από τα μνημόνια ο Τσίπρας μας έβγαλε κι από την πρίζα -που όλοι σχεδόν τη λέγαμε μπρίζα μικροί- και άρχισαν το τροπάριο: Κούβα θα μας κάνουν, Βενεζουέλα γίναμε… Κι άλλα τέτοια φαιδρά για να γεμίζουν τους τοίχους μας, που είναι τζάμπα και δεν υπάρχει κίνδυνος να τελειώσουν ποτέ, σαν το χαρτί υγείας.
Μόνο που χάνει κάπου το φιλελέ αφήγημα. Μέχρι τώρα, όταν κάτι πήγαινε στραβά, ξεκινούσε η γνωστή κασέτα: δεν είναι αυτή κατάσταση, να τα ιδιωτικοποιήσουν επιτέλους να ησυχάσουμε… Η ιδιωτικοποίηση ως φάρμακο για πάσα νόσο και κατάσταση.
Απεργούν τα σχολεία; Να τα ιδιωτικοποιήσουμε. Έκοψε το ρεύμα η ΔΕΗ; Να την ιδιωτικοποιήσουμε. Δε σου έκατσε το ραντεβού με την κοπέλα που ήθελες; Να την ιδιωτικοποιήσουμε (ένα εμπόρευμα δε λέει ποτέ όχι και δεν έχει δική του άποψη). Πονάει το κεφάλι σου; Να το ιδιωτικοποιήσουμε -μαζί με το νοσοκομείο που θα πας.
Το θέμα είναι ότι η ΔΕΗ είναι ήδη σε τροχιά ιδιωτικοποίησης. Έχει κοπεί σε φιλέτα, έχει μετοχοποιηθεί, παραδίδει το δίκτυο στους ιδιώτες ανταγωνιστές της, λειτουργεί με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, με βάση το κέρδος. Σε αυτήν την “τελευταία σοβιετική γωνιά” της Ευρώπης, μεταξύ Κούβας και Βενεζουέλας, με το κύμα της Καραϊβικής να σκάει στα πόδια μας και να μας δροσίζει, μπορεί να σοκάρει κάποιους, αλλά η ΔΕΗ είναι ήδη ημι-ιδιωτική. Και πρόβλημα είναι το δεύτερο συνθετικό (ιδιωτική) όχι το πρώτο.
Πρόβλημα είναι το κριτήριο του κέρδους, που αφήνει πίσω τη συντήρηση, τις ανάγκες του κόσμου, τους αφήνει με τις ώρες χωρίς ρεύμα, μες στην καρδιά του καλοκαιριού, να ιδρώνουν, να μετράνε τη χασούρα στο μαγαζί τους.
Από εδώ και πέρα λοιπόν, δικαιούμαστε κι εμείς να γυρίσουμε μπούμερανγκ όσα ακούγαμε τόσα χρόνια και σε καθετί που προκύπτει, σε κάθε διακοπή, να λέμε: άντε επιτέλους να την κοινωνικοποιήσουμε να ησυχάσουμε…
Κι αυτό δε θα γίνει από μόνο του νέτο-σκέτο. Θα φροντίσουμε εμείς για αυτό…
Και οι άλλοι; Οι άλλοι μισοί (στην Κίνα βρίσκονται) έβγαλαν από μέσα τους τον οργισμένο φιλελέ, είπαν πως μετά από τα μνημόνια ο Τσίπρας μας έβγαλε κι από την πρίζα -που όλοι σχεδόν τη λέγαμε μπρίζα μικροί- και άρχισαν το τροπάριο: Κούβα θα μας κάνουν, Βενεζουέλα γίναμε… Κι άλλα τέτοια φαιδρά για να γεμίζουν τους τοίχους μας, που είναι τζάμπα και δεν υπάρχει κίνδυνος να τελειώσουν ποτέ, σαν το χαρτί υγείας.
Μόνο που χάνει κάπου το φιλελέ αφήγημα. Μέχρι τώρα, όταν κάτι πήγαινε στραβά, ξεκινούσε η γνωστή κασέτα: δεν είναι αυτή κατάσταση, να τα ιδιωτικοποιήσουν επιτέλους να ησυχάσουμε… Η ιδιωτικοποίηση ως φάρμακο για πάσα νόσο και κατάσταση.
Απεργούν τα σχολεία; Να τα ιδιωτικοποιήσουμε. Έκοψε το ρεύμα η ΔΕΗ; Να την ιδιωτικοποιήσουμε. Δε σου έκατσε το ραντεβού με την κοπέλα που ήθελες; Να την ιδιωτικοποιήσουμε (ένα εμπόρευμα δε λέει ποτέ όχι και δεν έχει δική του άποψη). Πονάει το κεφάλι σου; Να το ιδιωτικοποιήσουμε -μαζί με το νοσοκομείο που θα πας.
Το θέμα είναι ότι η ΔΕΗ είναι ήδη σε τροχιά ιδιωτικοποίησης. Έχει κοπεί σε φιλέτα, έχει μετοχοποιηθεί, παραδίδει το δίκτυο στους ιδιώτες ανταγωνιστές της, λειτουργεί με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, με βάση το κέρδος. Σε αυτήν την “τελευταία σοβιετική γωνιά” της Ευρώπης, μεταξύ Κούβας και Βενεζουέλας, με το κύμα της Καραϊβικής να σκάει στα πόδια μας και να μας δροσίζει, μπορεί να σοκάρει κάποιους, αλλά η ΔΕΗ είναι ήδη ημι-ιδιωτική. Και πρόβλημα είναι το δεύτερο συνθετικό (ιδιωτική) όχι το πρώτο.
Πρόβλημα είναι το κριτήριο του κέρδους, που αφήνει πίσω τη συντήρηση, τις ανάγκες του κόσμου, τους αφήνει με τις ώρες χωρίς ρεύμα, μες στην καρδιά του καλοκαιριού, να ιδρώνουν, να μετράνε τη χασούρα στο μαγαζί τους.
Από εδώ και πέρα λοιπόν, δικαιούμαστε κι εμείς να γυρίσουμε μπούμερανγκ όσα ακούγαμε τόσα χρόνια και σε καθετί που προκύπτει, σε κάθε διακοπή, να λέμε: άντε επιτέλους να την κοινωνικοποιήσουμε να ησυχάσουμε…
Κι αυτό δε θα γίνει από μόνο του νέτο-σκέτο. Θα φροντίσουμε εμείς για αυτό…