Και για χρόνια, διαβάζοντας την ιστορία της ανόδου στην
εξουσία των φασιστικών κομμάτων στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, η απορία πώς
πέτυχαν να κερδίσουν αν όχι την
υποστήριξη έστω και την ανοχή των
μεγάλων μαζών για τόσο μεγάλο διάστημα σκόνταφτε πάντα στην κατανόηση της
διαδικασίας ανάπτυξης και διάχυσης του φασισμού στην κοινωνία. Μέχρι αυτή την
τελευταία δεκαετία της οικονομικής κρίσης, που ακόμα κι αν τις ρίζες του
φασισμού δύσκολα τις αντιληφθήκαμε, όμως βιώνοντας γεγονότα ως συνέπειες διάχυσης φασιστικών
συμπεριφορών μας αποκαλύπτεται, εκ του
αποτελέσματος, και η διαδικασία
εκφασισμού μας. Ο οποίος δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες συμπεριφορές μιας
ξαφνικής μεταμόρφωσης σε συγκεκριμένους ανθρώπους, αλλά εγκαθίσταται σε όλο τον κρατικό μηχανισμό με τους θεσμούς και
τα όργανά του και διαπερνά όλες τις
κοινωνικές εκδηλώσεις. Από την εισαγγελική αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής, όπου
η εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου επί
της ουσίας αθώωσε την εγκληματική οργάνωση απομονώνοντας το περιστατικό της
δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, μέχρι τα δημοσιογραφικά σχόλια που δικαίωναν,
χωρίς έρευνα πέραν των ανακοινωθέντων της αστυνομίας, την αστυνομική αυθαιρεσία και βία στο
περιστατικό στο Κουκάκι, είναι τρόποι που
συμβάλλουν να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να ευδοκιμήσει ο φασισμός. Κι αυτοί δεν είναι
χθεσινοί.
Η
εκλογική και πολιτική ελκυστικότητα της Χρυσής Αυγής από τις εκλογές του ’12
δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνο
στο θυμό και τη βούληση να τιμωρηθεί
το πολιτικό σύστημα που θεωρήθηκε
υπεύθυνο για την οικονομική κατάρρευση και τη σκληρή λιτότητα. Η επιλογή
για υποστήριξη της φασιστικής πολιτικής
δεν ήταν ποτέ απλά μια συναισθηματική αντίδραση στην κρίση, αλλά στηρίζεται σε
ευρύτερες ιδεολογικές και πολιτικές συγγένειες και δεσμούς που
οικοδομήθηκαν τις προηγούμενες δύο ή
τρεις δεκαετίες. Ήταν ένα σύνθετο αποτέλεσμα προηγούμενων κοινωνικοπολιτικών
μετασχηματισμών, ακονισμένο, μεγεθυμένο και επιταχυνόμενο από την τρέχουσα
οικονομική ύφεση, στην οποία τα μέχρι τότε κόμματα εξουσίας αποδείχτηκαν
αναξιόπιστα. Η σφοδρότητα της καπιταλιστικής κρίσης κατέστρεψε επαγγέλματα και
πολιτιστικά πρότυπα, δημιούργησε κύμα μετανάστευσης και οι φασίστες με τα ονομαζόμενα ακροδεξιά ή
εθνικιστικά κόμματά τους υποσχέθηκαν να προστατεύσουν την κοινωνία από την
επιρροή των ξένων και των αγορών. Και πολλοί, φοβισμένοι, χωρίς θάρρος να
αγωνιστούν, αποπροσανατολισμένοι, χωρίς ταξική συνείδηση, περιθωριοποιημένοι, έχοντας χάσει οικονομικά
πλεονεκτήματα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά τους.
Η μήτρα όμως για την υποδοχή του φασισμού είχε ετοιμαστεί
χρόνια πριν. Από τη μια η κυρίαρχη
προοδευτική σκέψη οικοδομημένη πάνω σε ένα μεταμφιεσμένο ιδεαλισμό δοξάζει το
άτομο με τα υπαρξιακά του αδιέξοδα και τις ιδιαιτερότητές του πέρα και ανεξάρτητα από τους υλικούς όρους που
το καθορίζουν, με την υπόσχεση για εξασφάλιση κάθε ατομικής ελευθερίας και από την άλλη η
συντηρητική σκέψη που μηρυκάζει ιδέες περί εθνικισμού και ασφάλειας προσφέρει
προστασία σε μια καπιταλιστική κοινωνία θεωρούμενη ως φυσικό δεδομένο και αναλλοίωτο.
Κι αμφότεροι δοξάζουν τον καπιταλισμό, με ή χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο, σε αγαστή
συμφωνία απαξιώνοντας ταξικούς αγώνες, συνδικαλιστική οργάνωση, κοινωνική
αλληλεγγύη, προωθώντας τον ατομικισμό και ανταγωνισμό και προβάλλοντας την
οικονομική επιτυχία και την εκμετάλλευση.
Πιο συγκεκριμένα, το ΠΑΣΟΚ με την αριστερή φρασεολογία απαξίωσε κάθε έννοια
συνδικαλισμού και μαζί με τη Ν.Δ ευτέλισαν θεσμικά όργανα και εκτελεστική
εξουσία της αστικής εξουσίας με κυκλώματα, προμήθειες και εξωχώριες εταιρείες.
Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση
ολοκλήρωσε την περιφρόνηση των μαζών στην πολιτική εκπροσώπηση της κυρίαρχης
εξουσίας. Συγχρόνως, η κατασυκοφάντηση
του κομμουνισμού για να απαξιωθεί το
όραμά του για δικαιότερη κοινωνία, αλλά και η αδυναμία των εργαζομένων, καθώς διαποτισμένοι
από την κυρίαρχη αντίληψη για τη μορφή της κοινωνίας δεν συνειδητοποιούν την
ταξική τους θέση, να στρατευτούν με το κομμουνιστικό κόμμα για ν’ αγωνιστούν για μετασχηματισμό της
κοινωνίας αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην κυρίαρχη εξουσία με τα πολλαπλά της πρόσωπα.
Κι αναπτύσσεται μια ρητορική που
επιβεβαιώνει προϋπάρχουσες προκαταλήψεις, μεγεθύνονται φόβοι και δυσαρέσκειες,
κολακεύονται σκοτεινά ένστικτα και
νομιμοποιούνται εκείνες οι ακραίες τάσεις που δικαιώνουν στην
πραγματικότητα το status quo.
Και κάπως έτσι ο ποικιλώνυμος φασισμός εμφανίζεται σαν εναλλακτική λύση, με τις αστικές κυβερνήσεις ενώ έχουν κάθε ευκαιρία
να περιορίσουν ή να διαλύσουν τα φασιστικά μορφώματα στην αρχική τους εμφάνιση δεν
τα ανέχονται απλώς αλλά εμμέσως και τα
ενισχύουν.
Κι επειδή η οργάνωση της αστικής
δικαιοσύνης είναι σε τέλεια αρμονία με τα χαρακτηριστικά του αστικού κράτους
και οι αποφάσεις των δικαστηρίων του είναι ευνοϊκές για την άρχουσα τάξη, γι’
αυτό και η αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη της Χ.Α είναι σημαντική. Αποκαλύπτει
πως οι φασιστικές εναλλακτικές κρύβονται στις άκρες της αστικής πολιτικής, ένα
εργαλείο για την άρχουσα τάξη όταν το χρειαστεί. Ανεξάρτητα λοιπόν από την τελική απόφαση του δικαστηρίου
στη δίκη της Χρυσής Αυγής, η αγόρευση της εισαγγελέως, με την επιλογή της να
θεωρηθεί η δολοφονία σχεδόν συνέπεια προσωπικών επιλογών, αποχρωματίζει
πολιτικά τη δολοφονία Φύσσα κι έτσι αθωώνει το φασιστικό μόρφωμα, που μοιάζει
να είναι το επιδιωκόμενο.
Κι από κοντά η εντεινόμενη
αστυνομική βία με αστυνομικούς που ενεργούν σαν κακοποιοί δεν κάνουν άλλο από
το να επιβάλλουν εντολές της πολιτικής ηγεσίας για μέγιστη βία που φοβίζει και
υποτάσσει. Η αστυνομική δραστηριότητα πηγαίνει πέρα από την απλή καταστολή,
διαμορφώνει, με την αρωγή των καθεστωτικών ΜΜΕ, την ιδεολογία του καλού και
κακού πολίτη που βρίσκεται σε συνάρτηση με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Οι
επιλεκτικές εφαρμογές των νόμων επιτρέπουν στις δυνάμεις καταστολής κάθε φορά
να στοχεύουν εκείνο το τμήμα του πληθυσμού που, κι αν δεν είναι πιο απειλητικό
για την κυρίαρχη εξουσία, μπορεί να λειτουργήσει σαν παράδειγμα με στόχο τον
έλεγχο της συμπεριφοράς.
Επιπλέον, σε περιστατικά
αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας που προκαλούν οξύτατες αντιδράσεις η
προσπάθεια να χρεώνονται, όχι μόνο από την εξουσία αλλά και από πολλούς που αντιδρούν, σε προσωπικές συμπεριφορές των αστυνομικών
οργάνων αντιμετωπίζει την αστυνομική δράση μεμονωμένα κι αποσπασματικά,
υποβαθμίζοντας τις συνέπειές της κυρίως στις εκμεταλλευόμενες τάξεις.
Το περιστατικό στο Κουκάκι, όπως και παλιότερα
η καταρχήν καταδίκη με τον τρομοκρατικό νόμο της Ηριάννας, επικεντρώθηκε
ιδιαίτερα στις προσωπικότητες των θυμάτων και όχι σ’ αυτές καθαυτές τις
αυθαιρεσίες και την κατάχρηση εξουσίας από την αστυνομία. Κι αυτή η οπτική, απότοκος ακριβώς της
αντίληψης για το άτομο και τις ευθύνες του που δρα σε πολιτικό κενό, επιτρέπει
να σπάνε ταμπού, να χάνουν το αρχικό τους στίγμα συμπεριφορές στα όρια ή
ξεπερνώντας τη νομιμότητα, όσο εμείς αναζητάμε υπερασπιστική γραμμή στο
βιογραφικό του θύματος.
Και η αστυνομοκρατία επεκτείνεται. Και αναστρέφεται η γενική συναίνεση γύρω από τις φιλελεύθερες αξίες που η κυρίαρχη εξουσία συνεχίζει λεκτικά να υπερασπίζεται, ενώ στρώνει το δρόμο για φασιστικές πρακτικές χωρίς να χρησιμοποιεί την ονομασία φασισμός.
Και η αστυνομοκρατία επεκτείνεται. Και αναστρέφεται η γενική συναίνεση γύρω από τις φιλελεύθερες αξίες που η κυρίαρχη εξουσία συνεχίζει λεκτικά να υπερασπίζεται, ενώ στρώνει το δρόμο για φασιστικές πρακτικές χωρίς να χρησιμοποιεί την ονομασία φασισμός.