Η αγορά
στο πλαίσιο της νεοαυστριακής θεωρίας θέλει να δημιουργήσει μια
κοινωνία όπου οι σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες θα διαμεσολαβούνται
αποκλειστικά μέσω των ιδιωτικών θεσμών των πολυεθνικών, πρακτική που
σιγά-σιγά θα οδηγήσει στην απόρριψη συλλογικών υποκειμένων, (κόμματα,
πολιτικά προγράμματα, οικονομικά συστήματα, εργατικά σωματεία κτλπ),
με στόχο να εξαφανίσουν ή να δυσχεράνουν την έκφραση οποιασδήποτε
συλλογικής τοποθέτησης των πολιτών. Η αγορά, λοιπόν, με τον υποβιβασμό
της συλλογικής συμμετοχής στα κοινά, αντιμετωπίζει την δημοκρατία ως μια
τεχνική, το μέσo δηλαδή που θα της επιτρέψει να ελέγξει την εκλογή των
διαχειριστών της κρατικής εξουσίας. Ο σκοπός είναι ο περιορισμός της
πολιτικής, δηλαδή, η δυνατότητα των πολιτών να συμμετέχουν στην
διαχείριση των κοινών, που ισοδυναμεί με την φασιστική απαίτηση των
αγορών οι δημόσιοι πόροι να χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση της
αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η
λέξη δημοκρατία έχει ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιεχόμενο εξαρτημένο
από το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο χρησιμοποιείται.
Οι
προϋποθέσεις τις οποίες απαιτεί η αγορά για να απελευθερωθεί η υγιής
επιχειρηματικότητα, τυχαίνει να είναι οι προϋποθέσεις που καθιστούν την
ελίτ πλουσιότερη και αφήνουν όλους τους υπόλοιπους, τους «ηττημένους»
είτε να πνιγούν είτε να αποτελέσουν το δουλικό υπηρετικό προσωπικό των
κεφαλαιοκρατών. Σε εποχή δε γενικής οικονομικής κρίσης ενισχύεται ο
αντεργατικός-αντιλαϊκός ρόλος του αστικού νόμου, η δικαστική αυθαιρεσία
και η βίαιη διωκτική και κατασταλτική λειτουργία του κράτους ενάντια
στον αγώνα των εργαζομένων. Προς επιβεβαίωση όσων μέχρι στιγμής
αναφέρθηκαν, έρχεται μια απόφαση από τον Άρειο Πάγο η οποία αναφέρει: «Μόνη
όμως η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά βλαπτική, υπό την
εκτεθείσα έννοια, μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, εκτός αν
γίνεται δολίως και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από
την εργασία του».
Άλλη μια
φυσιολογική κατάσταση της οικονομίας της αγοράς, που επιθυμεί ένα κράτος
δικαστή και χωροφύλακα και τίποτα άλλο. Άλλωστε, στον
νεοφιλελευθερισμό, ο εργάτης που δεν υποτάσσεται αλλά θα απαιτήσει τα
δεδουλευμένα του είναι παραβάτης και εγκληματίας καθ΄εξιν. Αποτελεί δε
την εσωτερική απειλή των αναδιαρθρώσεων του δημοσίου και του απαραίτητου
οικονομικού ορθολογισμού, ώστε να ανταποκριθεί η πραγματική οικονομία
στον ανταγωνισμό. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο ευαγγελιστής των αγορών Milton Friedman στο βιβλίο του Capitalism and Freedom, «ο
εργαζόμενος προστατεύεται από τον καταναγκασμό που μπορεί να του
επιβάλει ο εργοδότης του, επειδή υπάρχουν κι άλλοι εργοδότες για του
οποίους μπορεί να δουλέψει». Όχι, στο βιβλίο του δεν γράφει
τίποτε για τις σύγχρονες κοινωνικές ταξικές ανισότητες ούτε γιατί η
φιλελεύθερη καραμέλα περί οικονομικής ελευθερίας από τα δεσμά του
κρατικού παρεμβατισμού μοιράζεται τόσο άνισα.
Ουσιαστικά,
η απόφαση των δικαστών με τα γουνάκια στα πέτα προστατεύει τις
υπάρχουσες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις, που ανταποκρίνονται στα
συμφέροντα της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», και θωρακίζει την εκμετάλλευση
του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
Στο σημείο
αυτό αξίζει να θυμηθούμε πως ο Χίτλερ υποσχέθηκε στους κεφαλαιοκράτες
πειθαρχημένους εργάτες, υποταγμένα συνδικάτα και νέες ελεύθερες αγορές.
Με τα δικά του λόγια: «Η κυβέρνηση δεν θα προστατεύσει τα
συμφέροντα του λαού με μια οικονομική γραφειοκρατία οργανωμένη από το
κράτος αλλά με την υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας». (Βλέπε και Άρη Χατζηστεφάνου ντοκιμαντέρ Φασισμός ΑΕ)
Οι
ολοκληρωτικές αυτές απόψεις διαπερνούν όλους τους εγκεφάλους και
ολόκληρη την σκέψη των νεοφιλελεύθερων. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν πρέπει
να μας προξενούν έκπληξη τα συναισθήματα αλληλεγγύης του ιεροφάντη των
ελεύθερων αγορών και των νεοφιλελεύθερων, Ludwig Heinrich von Mises που επισημαίνει ότι: «κανείς
δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο φασισμός έχει ήδη καταξιωθεί στην
ιστορία ως ο σωτήρας του ευρωπαϊκού πολιτισμού (…) διότι κατάφερε να
διασώσει την ατομική ιδιοκτησία και το δικαίωμα στην ανταλλαγή»!
Αναντίρρητα,
ο ηγέτης της αναβίωσης του οικονομικού απολυταρχικού φιλελευθερισμού
Λούντβιχ φον Μίζες γνώριζε καλύτερα από όλους μας πως στην λογική των
αγορών, το ζήτημα της δημοκρατίας δεν έχει και καμιά αξία σε έναν κόσμο
όπου η αγορά αναγορεύεται σε μοναδικό θεσμό. Εμείς, που ποτέ δεν είχαμε
την πρόθεση, ούτε τις διανοητικές ικανότητες να αμφισβητήσουμε τον
Ludwig Mises, θα αρκεστούμε να προχωρήσουμε στην διατύπωση ότι ο
φασισμός είναι η διέξοδος του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος από
κάποιο αδιέξοδό του. Καπιταλιστική κρίση, τότε που έγραψε το υμνολόγιο
στον φασισμό ο Ludwig Mises, καπιταλιστική κρίση και σήμερα που διάφοροι
νεοφιλελεύθεροι καθηγητάδες, ορμώμενοι από το Πανεπιστήμιο Yale (ουάου)
και την εφημερίδα Καθημερινή, προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεπλύνουν τον
φασισμό.
Θα
συμφωνήσουμε λοιπόν με τον Mises, πως αυτό που έσωσε ο φασισμός είναι
οι θεσμοί της καπιταλιστικής αγοράς, κάτι που γνώριζε ο μαθητής του
αγαπητού μας Ludwig, ο γνωστός σε όλους οικονομικός δαρβινιστής Friedrich August von Hayek, ο
οποίος για να διασώσει την ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής από την μεταπολεμική κρατική παρέμβαση στην οικονομία,
πρότεινε την αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου από όσους εξαρτώνται άμεσα
από τις προνοιακές δομές του Κράτους: συνταξιούχους, άνεργους, άπορους,
κλπ., ώστε να απελευθερωθούν οι διαχειριστές της εξουσίας από περιττές
εκλογικές πιέσεις.
Με μεγάλη διαύγεια ο Καναδός οικονομολόγος και πολιτικός Crawford Brough Macpherson ρητά επισημαίνει στο έργο του «The Political Theory of Possessive Individualism: From Hobbes to Locke», ότι για τους φιλελεύθερους «τα
μέλη της τάξης της εργασίας (…) στην πραγματικότητα δεν είναι πλήρη
μέλη του πολιτικού σώματος ούτε έχουν δικαίωμα να είναι (…) γιατί «δεν ζουν και δεν μπορούν να ζήσουν μια έλλογη ζωή».
Άλλωστε
για τον Ludwig Mises, «Τα πλούτη των πλουσίων δεν ευθύνονται για την
φτώχεια κανενός». Ο φτωχός πρέπει επιτέλους να καταλάβει πως «οι
καπιταλιστές αναζητούν πάντα ανθρώπους που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα
κονδύλιά τους με τον πιο επικερδή τρόπο». Αντί να διαβάζει με
χαιρεκακία «ψεύτικες ιστορίες για τα κέρδη και την ιδιωτική ζωή των
επιχειρηματιών», μπορεί να διαβάσει βιβλία σοβαρών οικονομολόγων για να
μάθει πως «η αύξηση της παραγωγικότητας προϋποθέτει την συνεχή
συσσώρευση κεφαλαίου, την οποία επιτυγχάνουν με πολύ κόπο οι
επιχειρηματίες […]»
Εξάλλου το
κεφάλαιο δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από «το αποτέλεσμα
ενός προνοητικού περιορισμού της κατανάλωσης από μέρους του ανθρώπου».
Παράλληλα ο Mises εκθειάζει «την ευγενή αυτοπεποίθηση του δυτικού
ανθρώπου» εξαιρώντας σιωπηρά τους μνησίκακους αντικαπιταλιστές, οι
οποίοι αντί να «εστιάζουν όλες τους τις προσπάθειες στο πώς θα
ξεπεράσουν τους ανταγωνιστές τους, αυτοπαγιδεύονται στα εχθρικά τους
αισθήματα και αναμένουν την σωτηρία τους από τον σοσιαλισμό και το
πανίσχυρο κράτος του». (Διάβασε και Ερανιστής: Ευθύμης Φρεντζαλάς Ο Λούντβιχ φον Μίζες και η μνησικακία των αντικαπιταλιστών)
Ποτέ δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο ο καπιταλισμός δεν ανατρέπεται,τόσο η αστική
τάξη θα έχει πάντα τον τελευταίο λόγο , πράγμα που σημαίνει ότι οι
κρίσεις, αν δεν έχουν ως τελική έκβαση την ανατροπή του βάρβαρου
καπιταλιστικού συστήματος, θα επιλύονται πάντοτε προς όφελος της αστικής
τάξης.