26 Δεκ 2019

Ανιστόρητα, αντικομμουνιστικά, πολιτικώς χυδαία ,χριστουγεννιάτικα






«Μαργαριτάρια» προς τέρψη και θυμό

- Η ανισότητα είναι κινητήρια δύναμη προόδου. Πρέπει να είμαστε άνισοι, να υπάρχει ανισότητα γιατί η ισότητα φέρνει στασιμότητα και ακινησία όπως στις χώρες της ισοπέδωσης και της ακινησίας (σ. όχι δεν είναι οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις κινητήρια δύναμη της εξέλιξης και της ιστορίας, είναι η ύπαρξη πλουσίων και φτωχών, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων! Μήπως και η ύπαρξη δούλων και δουλοκτητών;;; )

- «το να λέμε ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και η φτωχοί φτωχότερο είναι ψέμα. Ψέμα παντού ανά την υφήλιο. Οι πλούσιοι μπορεί να έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί λιγότερο φτωχοί… καμία σύγκριση, όλοι οι δείκτες έχουν βελτιωθεί» (σ. πάει η σχετική και απόλυτη φτώχεια και μετράει με τα μέτρα του Σκρουντζ, ο έχων μια δεκάρα αποκτώντας δύο δεκάρες είναι… 100% πλουσιότερος!).
- Η Αριστερά είναι αντίδραση, αντιδρά σε κάθε αλλαγή βελτίωσης, «οποιαδήποτε αλλαγή την αντιμετωπίζουν προς το χειρότερο».
- Κάποτε κάποιοι αριστεροί ήταν επαναστάτες αλλά «δεν άντεξαν μέσα στον κομματικό μηχανισμό... παρόλα αυτά 5% των Ελλήνων τους ακολουθεί ακόμα».
- Το ΚΚΕ θέλει να σκοτώνονται οι δικοί του για να τους κάνει ήρωες «διότι το κέρδος που είχε από τον μάρτυρα ήταν πολύ μεγαλύτερο από την επιβίωση του κομματικού στελέχους»!
- Οι μαθητές τι ήξεραν από τη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Αρσένη; τίποτα ούτε μια σελίδα δεν ήξεραν «επειδή ήταν μεταρρύθμιση βγήκα τα 15χρονα στο δρόμο. «βγήκαν στο δρόμο άνθρωποι που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, θα έπρεπε να μην επιτρέπεται» (σ. και οι Γερμανοί το απαγόρευαν και σκότωσαν την Ηρώ Κωνσταντοπούλου και δεκάδες μαθητές, ενώ σήμερα πρέπει να τους σκοτώνουμε όταν δεν μας αρέσουν, όπως ο Αλέξης).
- «ο καπιταλισμός μπορεί να γίνει καθαρά οικολογικός, αυτή είναι η τάση, αλλά θα αργήσει να πείσει γιατί τα μυαλά των ανθρώπων αργούν να αλλάξουν και τον εμποδίζουν αφού έχουν ακόμη την εικόνα του καπιταλισμού με τα φουγάρα ενώ δεν είναι έτσι, έχει αλλάξει (σ. ναι τα μυαλά των ανθρώπων είναι οι ένοχοι που ο καπιταλισμός δεν είναι καλός)
- «Αυτό που σχεδόν έχουμε συμφωνήσει είναι ένας καπιταλισμός κοινής ωφελείας στον οποίο υπάρχει η πρόνοια…» (σ. συμφωνεί η κυρία στην κοινή ωφέλεια των βομβαρδισμών, των κατακτήσεων, της ληστείας των λαών…)
- Η Λεπεν στη θέση για το Ισλάμ έχει δίκαιο. Πρέπει να την ενστερνιστούν οι δημοκράτες για να αφαιρέσουν τον λόγο ύπαρξης της Λεπέν (σ. τι.. σοφία!!! κάτι σαν, να γίνουμε όλοι φασίστες για να μην έχει λόγο ύπαρξης ο φασισμός!)
- Η Αριστερά είναι μια κακοήθης δύναμη βλάπτει την κοινωνία
- Η Αριστερά είναι εναντίον των Χριστιανών και κάνει πλάτες στους ισλαμιστές κι έτσι έχουμε την… «ισλαμοαριστερά»!
- Δεν υπάρχουν γκέτο κατά των ισλαμιστών στην Γαλλία, είναι στο μυαλό τους!
- Τα παιδιά των ισλαμιστών (Γαλλία) δεν σπουδάζουν, πηγαίνουν στο Τζαμί με πίεση, δεν ειδικεύονται, μένουν άνεργοι κι έτσι στρέφονται σε παράνομες δράσεις… δεν υπάρχει ρατσιστική διάκριση είναι άτεχνοι και ανεκπαίδευτοι.
-" Τα αμερικανικά πανεπιστήμια έχουν πάρει έναν δρόμο φασιστοειδή δια της «πολιτικής ορθότητας»... οι επιλογές που κάνει η πολιτική ορθότητά τους είναι φασιστοειδής δηλαδή, ένας ισλαμιστής ιμάμης μπορεί να μιλήσει σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, ένας δεξιός πολιτικός δεν μπορεί"!
Η γνωστή Σώτη Τριανταφύλλου μιλώντας στον Άρη Πορτοψάλτε, ρφ/ ΣΚΑΪ από 08:30, 26/12/2019






Ήταν 26 Δεκέμβρη 1991… η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο υποστέλλεται από το Κρεμλίνο…


Πολλοί ήταν αυτοί που πανηγύρισαν, πολλοί αυτοί που έσκυψαν το κεφάλι, πολλοί και οι ευκαιριακοί «επαναστάτες» που τάχα απογοητεύτηκαν και άλλαξαν ρότα… Πολλοί όμως και αυτοί που διάβασαν σωστά την ιστορία και την εξέλιξή της…
Για όσους λοιπόν δεν το έχουν αντιληφθεί, αλλά και γι’ αυτούς που συνειδητά κάνουν πως δεν το έχουν… Ένα μόνο θα τους πω…
Να ξέρουν πως η εποχή που ζούμε, είναι χρονική εποχή μετάβασης…
Μετάβαση από τον σκυμμένο… στον όρθιο άνθρωπο…
Μετάβαση από την εποχή του καπιταλισμού και της βαρβαρότητας, στην εποχή του σοσιαλισμού… στην εποχή των Ανθρώπων…
Στην εποχή, που η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο θα κυματίζει και πάλι στα κτίρια της μόρφωσης, στα εργοστάσια της ζωής και στις λεωφόρους της ειρήνης…
Θα είναι εκεί… για να θυμίζει το αίμα των δούλων, των πληβείων και των προλετάριων, που δεν πήγε χαμένο, αλλά έγινε ο σπόρος της νέας ζωής…

Ψηλά τη σημαία σύντροφοι – Η υποστολή της κόκκινης σημαίας από το Κρεμλίνο


Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
άλλαξαν λέει τ’ ανεμολόγια και οι ορίζοντες
(…)
ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε
κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1991, η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, το λάβαρο που είχε καρφωθεί στην καρδιά του φασισμού στο Ράιχσταγκ, υποστελλόταν από το Κρεμλίνο, για να ανέβει στη θέση της η τρίχρωμη ρωσική σημαία, επισφραγίζοντας την επικράτηση της αντεπανάστασης.
Την επόμενη ημέρα, ο Ριζοσπάστης κυκλοφορούσε με ένα ιστορικό πρωτοσέλιδο, που πήγαινε ενάντια στο ρεύμα της αντίδρασης, όταν όλα τα σκιαζε η φοβέρα της αντεπανάστασης και τα πλάκωνε η μισθωτή σκλαβιά κι ο κόσμος της εκμετάλλευσης, που “εκεί που σάπιζε, ξανατονώθηκε…”
Ένα πρωτοσέλιδο που έμεινε πολύτιμη παρακαταθήκη, βάση για το μέλλον, στην οποία πατάνε ακόμα και σήμερα οι κομμουνιστές. Και το οποίο ήρθε στο τέλος μιας κρίσιμης και δραματικής χρονιάς, του… αστοσωτήριου 91′, με το 13ο Συνέδριο -όπου το διακύβευμα ήταν η ύπαρξη του κόμματος- το ταξίδι ενός κομματικού κλιμακίου στη Μόσχα, για να πάρει τη συμβουλή του διεθνούς κέντρου και το αγαλματάκι στον αποστάτη Γκορμπατσόφ, για την… Ηράκλεια συμβολή του (που ήταν όντως τέτοια, αλλά για τον αντίπαλο). Ο Γκόρμπι έγινε ο πρώτος και μοναδικός πιθανότατα ηγέτης στην ιστορία που υπέγραφε τη διάλυση της χώρας του και τερμάτιζε την ύπαρξή της.
Κι από την άλλη ο επαναπατρισμός της σορού του Ζαχαριάδη, οι κομμουνιστές που φώναζαν συνθήματα υπέρ του Στάλιν και της ΕΣΣΔ, που ψυχορραγούσε. Αλλά το κόμμα είχε σωθεί, άρχισε να ξανακυλά το βράχο στην ανηφόρα, προχωρούσε στην ανασυγκρότησή του και σε νέο συνέδριο, όπου εξέλεξε το Φλωράκη επίτιμο Πρόεδρό του.
Στη Σοβιετική Ένωση, η χρονιά είχε ξεκινήσει με ένα δημοψήφισμα, όπου η μεγάλη πλειοψηφία των σοβιετικών λαών διατράνωσαν τη θέλησή τους να συνεχίσει να υπάρχει η Σοβιετική Ένωση και το κοινωνικό της σύστημα. Το πρόβλημα δεν ήταν πως ο λαός δεν ήθελε πια στο σοσιαλισμό και για αυτό δεν τον υπερασπίστηκε. Αλλά πως είχε τεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων και τις παρακολουθούσε παθητικά, χωρίς να τις καθορίζει.
Οι δυνάμεις της αντεπανάστασης απέδειξαν ταυτόχρονα πού γράφουν τις δημοκρατικές διαδικασίες και τη λαϊκή βούληση, όταν δε συμβαδίζει με το συμφέρον τους. Ο ‘θρίαμβος της δημοκρατίας’ ξεκινούσε με μια αντιδημοκρατική ενέργεια, άκρως συμβολική για το ποιόν της νέας εποχής και της νέας τάξης πραγμάτων στη Ρωσία. Η οποία νιώθει ενίοτε την ανάγκη να επιστρέψει στα σύμβολα που αποκαθήλωσε για τους δικούς της, ιδιοτελείς σκοπούς, χωρίς να ενδιαφέρεται προφανώς να αναβιώσει το σοβιετικό παρελθόν. Κράτησαν πχ τη μελωδία του ύμνου της Σοβιετικής Ένωσης, αλλάζοντας μόνο τα λόγια -αλλά στους άλλους λαούς που δεν ξέρουν ρώσικα, παραμένουν οι πολύ ισχυροί συνειρμοί που προκαλούν οι νότες, με τα αρχικά τους πολιτικά συμφραζόμενα.
Η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να πάψει να υπάρχει. Οι επαναστατικές κατακτήσεις είχαν πολύ μεγάλο βάθος, για να γίνει μια “ομαλή, καπιταλιστική μετάλλαξη” και μια μετάβαση “αλά Κίνα” στον καπιταλισμό. Οι αντεπαναστατικές δυνάμεις -όπως ο Γέλτσιν- έδρασαν εμμονικά για το στρατηγικό στόχο της ανατροπής του σοσιαλισμού, ακόμα και εις βάρος των βραχυπρόθεσμων γεωστρατηγικών συμφερόντων της αστικής Ρωσίας. Είχαν προτεραιότητες κι ήταν ταξικές. Ενώ ακόμα και ενώσεις όπως η ΚΑΚ (Κοινοπολιτεία της Ρωσίας με κάποιες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες) διαλύθηκαν σύντομα.
Η κόκκινη σημαία μπορεί να κατέβηκε από το Κρεμλίνο, αλλά θα στοιχειώνει για πάντα την ιστορική μνήμη των κυρίαρχων τάξεων. Γιατί οι λαοί δεν υποστέλλουν τη σημαία της πάλης τους, κι εμπνέονται από τις ιστορικές νίκες του πρόσφατου παρελθόντος, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αρχαιολογία του μέλλοντός μας.
Ψηλά τη σημαία σύντροφοι…

Ισλάμ και Κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ό αιώνα – Μια βιβλιοπαρουσίαση


Η οθωμανική και κυρίως η σύγχρονη τουρκική ιστορία παραμένουν ένας “γνωστός – άγνωστος” για το ευρύ ελληνικό κοινό, καθώς στο σχολείο διδάσκεται πτυχές της που αφορούν αποκλειστικά τη σχέση της με τον ελληνισμό, ενώ ειδικά σε ό,τι αφορά το β’ μισό του 2οού αιώνα κι έπειτα, οι όποιες γνώσεις αποκομίζει είναι μέσω των ΜΜΕ, και πάλι κυρίως σε συνάρτηση με τις εκάστοτε διακυμάνσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Οι γνώσεις για τις εσωτερικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις της Τουρκίας βρίσκονται λοιπόν σε ένα εμβρυακό ως επί το πλείστον επίπεδο. Αυτό ισχύει περισσότερο ακόμα για την ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος της γειτονικής χώρας, ιστορία εξαιρετικά πολυκύμαντη, ηρωική, αλλά και τραγική.
Το κενό αυτό έρχεται να μετριάσει η μελέτη του Αναστάσιου Φέκα “Ισλάμ και κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ό αιώνα” από τις εκδόσεις “Εντός”. Ο τίτλος είναι με την καλή έννοια “παραπλανητικός”, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου είναι αρκετά πιο ευρύ στην πραγματικότητα, προσφέροντας ένα συνοπτικό, μα μεστό πανόραμα των σημαντικότερων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων από την όψιμη οθωμανική αυτοκρατορία ως και την άνοδο του μέχρι σήμερα κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Παρακολουθούμε την επίπονη μετάβαση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην καπιταλιστική οικονομία, μετάβαση που ουσιαστικά σήμανε τη διάλυσή της, συνοδευόμενη και από τη βίαιη εξάλειψη των μειονοτήτων στο έδαφός της, περιλαμβανομένης της ελληνικής. Οι παλινωδίες και οι βασανιστικοί ρυθμοί του εξαστισμού, τις οποίες κληρονόμησε και το πρώτο σύγχρονο τουρκικό κράτος, βρίσκονται στη ρίζα των καθυστερήσεων στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρότι στα εδάφη της ιδρύθηκαν πρωτοπόρες συνδικαλιστικές οργανώσεις όπως η Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη. Ο μειονοτικός χαρακτήρας της πλειονότητας αυτών των οργανώσεων, υπήρξε, ανάμεσα σε άλλους που αναφέρει η μελέτη καθυστέρησε την οργάνωση της τουρκικής εργατικής τάξης. Πολύ σημαντικό γεγονός για την επίτευξη αυτής της οργάνωσης ήταν αδιαμφισβήτητα η δημιουργία του πρώτου Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας το 1920. Η μελέτη σκιαγραφεί τις συνθήκες της ίδρυσής του, καθώς και την απάντηση του κεμαλισμού σε αυτό το γεγονός, που εκτός από την εναλλαγή σχετικής ανοχής στα χρόνια του ελληνοτουρκικού πολέμου, με πολιτική σκληρής καταστολής σχεδόν χωρίς εξαίρεση τις επόμενες δεκαετίες, περιλάμβανε ακόμα και την ίδρυση ενός “κρατικού” κομμουνιστικού κόμματος, παραπέμποντας τρόπον τινά σε αντίστοιχες ενέργειες του μεταξικού καθεστώτος έναντι του ΚΚΕ.
Η στάση των Τούρκων κομμουνιστών έναντι του κεμαλισμού καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της μελέτης, αναδεικνύοντας τον – με λίγες εξαιρέσεις – εγκλωβισμό τους στη θεώρησή του τελευταίου ως προοδευτική δύναμη, με τμήματα της οποίας θα μπορούσε να συμμαχήσει, κι αυτό ακόμα και δεκαετίες αφότου ο κεμαλισμός είχε εξαντλήσει την συνεισφορά του σε θετική για τον τουρκικό λαό κατεύθυνση.
Αυτό προκύπτει και από την οικονομική του πολιτική, που από τη μια φορά επιτάχυνε με εκρηκτικούς ρυθμούς την καπιταλιστική μετάβαση της Τουρκίας, από την άλλη εντατικοποίησε την εκμετάλλευση των εργατών, η οποία μάλιστα χειροτέρεψε με την άνοδο του Δημοκρατικού Κόμματος στην εξουσία τη δεκαετία του ’50. Όλα αυτά με παράλληλη αδιάλειπτη καταστολή των εργατικών αγώνων και αμείλικτες διώξεις των πρωτοπόρων στοιχείων της εργατικής τάξης.
Το πραξικόπημα του 1961 και η ακόλουθη επάνοδος των κεμαλικών στην εξουσία παρουσιάζονται ως γεγονότα θρυαλλίδα για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και των μαζικών κινητοποιήσεων, συχνά με αντιϊμπεραλιστικό χαρακτήρα, σε μια εποχή όμως που το τουρκικό κομμουνιστικό κόμμα, όπως και το νεοϊδρυθέν Εργατικό Κόμμα, ρεφορμιστικού χαρακτήρα, αλλά με στενές σχέσεις με τους παράνομους κομμουνιστές, εξακολουθούν να ταλανίζονται από εσωτερικές αντιπαραθέσεις και θολή γραμμή σε μια σειρά ζητήματα, ανάμεσά τους και η η λανθασμένη θετική εκτίμηση για το ρόλο του στρατού στην τουρκική κοινωνία.
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο αυτό το “θεωρητικό αίνιγμα” των Τούρκων κομμουνιστών αναλαμβάνει να επιλύσει ο ίδιος ο στρατός, με το νέο πραξικόπημα του 1971. Ένας νέος γύρος διώξεων και απαγορεύσεων σε βάρος κομμουνιστικών και αριστερών σχηματισμών και αγωνιστών ακολουθεί, οδηγώντας σε συσπείρωση των εργατικών και άλλων λαϊκών στρωμάτων γύρω από τους κεμαλιστές του Μπουλέντ Ετζεβίτ, που αρχίζουν να υιοθετούν μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, κερδίζοντας τις εκλογές του 1973 και του 1975. Την ίδια περίοδο, ακολουθεί η θεαματική δεδομένων των συνθηκών αναδιοργάνωση του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο κατορθώνει να γίνει κυρίαρχος του συνδικαλιστικού κινήματος και πρωταγωνιστής σε εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες που βρίσκουν το αποκορύφωμά τους εκείνη τη δεκαετία. Η άνθιση αυτή προκαλεί τη βίαιη αντίδραση του κράτους, με γνωστότερο διεθνώς γεγονός τη Ματωμένη Πρωτομαγιά στην πλατεία Ταξίμ το 1977, αλλά και τη μεγαλύτερη επιστράτευση της ακροδεξιάς και ισλαμικών οργανώσεων, φαινόμενο που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη δεκαετία και εντείνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Το Ισλάμ ειδικότερα χρησιμοποιείται ως αιχμή του δόρατος για την καταπολέμηση των κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών ιδεών στους κόλπους της τουρκικής εργατικής τάξης και της κοινωνίας ευρύτερα. Προετοιμάστηκε έτσι το έδαφος για την σαρωτική άνοδο του πολιτικού Ισλάμ, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, απολήγοντας τελικά στην άνοδο του κόμματος Ερντογάν το 2003 που κυβερνά τη χώρα ως σήμερα. Είχε μεσολαβήσει το πραξικόπημα Εβρέν το 1980, που έδωσε ένα αιματηρό, συντριπτικό χτύπημα στις κομμουνιστικές οργανώσεις της χώρας, με συνέπειες που μπορεί να πει κανείς ότι είναι ορατές μέχρι και στις μέρες μας. Πέρα από την αδίστακτη αποφασιστικότητα της τουρκικής αστικής τάξης και του πολιτικού προσωπικού της, στα αίτια της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος στη γειτονική χώρα, ο συγγραφέας συγκαταλέγει γενεαλογικού τύπου ιδεολογικές και θεωρητικές αδυναμίες και συγχύσεις των Τούρκων κομμουνιστών, με βασικότερη την εμπιστοσύνη στον κεμαλισμό και τμήματα της “εθνικής” αστικής τάξης, έναντι του ξένου κεφαλαίου και των ισλαμιστών.
Συνολικά πρόκειται για μια αξιόλογη προσπάθεια σε ένα ερευνητικά δυσπρόσιτο στη χώρα μας πεδίο. Η έλλειψη πρόσβασης σε πρωτογενείς πηγές, που ξεκαθαρίζεται εξάλλου στην εισαγωγή, απέτρεψε, εικάζουμε μαζί με τη σχετικά μικρή έκταση του έργου, μια βαθύτερη ανάλυση των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος ή πτυχών όπως οι σχέσεις με την ΕΣΣΔ, που βέβαια ούτως ή άλλως θα αποτελούσαν ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης. Σε κάθε περίπτωση, ευχόμαστε το βιβλίο να είναι η απαρχή ενός ακόμα πιο μεστού ερευνητικού έργου στο μέλλον, όπως και να αποτελέσει έναυσμα για άλλους μελετητές της περιόδου, ώστε στο μέλλον να υπάρξει εμπλουτισμός της ως σήμερα πενιχρής ελληνικής βιβλιογραφίας.

TOP READ