Ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο οδηγεί άμεσα στην πιο ολόπλευρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής, τραβάει, μπορούμε να πούμε, τους καπιταλιστές, παρά τη θέληση και τη συνείδησή τους, σε κάποια νέα κοινωνική κατάσταση πραγμάτων, που είναι μεταβατική από την πλήρη ελευθερία του συναγωνισμού προς την πλήρη κοινωνικοποίηση. (Λένιν Απαντα, τ.27, σελ.327).
Η αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής οφείλεται στην ολοένα και μεγαλύτερη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Αυτή την τάση ακολουθεί και ο τραπεζικός τομέας. Ετσι η «νέα κοινωνική κατάσταση πραγμάτων... από την πλήρη ελευθερία του συναγωνισμού προς την πλήρη κοινωνικοποίηση» εμφανίζεται και στις τράπεζες, ο ρόλος των οποίων στον ιμπεριαλισμό γίνεται κυρίαρχος πάνω σ' ολόκληρη τη σφαίρα της οικονομικής ζωής. Ετσι, στον τραπεζικό τομέα δεν έχουμε μόνο την κυριαρχία των τραπεζικών μονοπωλίων, με την εκτόπιση των μικρών τραπεζών από τις μεγάλες, ή τη μετατροπή των μικρών τραπεζών σε παραρτήματα των μεγάλων. Αλλά και την εξάρτηση της παραγωγής από τα τραπεζικά μονοπώλια.
«Η τράπεζα, όταν κρατά τον τρέχοντα λογαριασμό μερικών καπιταλιστών, φαίνεται σαν να εκπληρώνει μια καθαρά τεχνική, αποκλειστικά βοηθητική πράξη. Οταν, όμως, η πράξη αυτή αναπτύσσεται σε γιγαντιαίες διαστάσεις, τότε αποδείχνεται ότι μια χούφτα μονοπωλητές υποτάσσουν τις εμπορικές και βιομηχανικές πράξεις όλης της καπιταλιστικής κοινωνίας, αποκτώντας τη δυνατότητα - με τις τραπεζικές συνδέσεις, με τους τρέχοντες λογαριασμούς και τις άλλες χρηματιστικές πράξεις - στην αρχή να ξέρουν με ακρίβεια την κατάσταση των διαφόρων καπιταλιστών, ύστερα να τους ελέγχουν, να τους στερούν το κεφάλαιο ή να τους δίνουν τη δυνατότητα να αυξάνουν το κεφάλαιό τους γρήγορα και σε τεράστιες διαστάσεις κλπ.» (Λένιν, «Απαντα», τ. 27, σελ. 336-337).
Επομένως, η παραγωγική διαδικασία εξαρτάται ολοένα και πιο άμεσα και πιο στενά από το τραπεζικό, (χρηματικό), κεφάλαιο, τόσο που χωρίς αυτό οι γιγαντιαίων διαστάσεων επιχειρήσεις, τα μονοπώλια δηλαδή, να μην μπορούν να δραστηριοποιούνται, χωρίς τα τραπεζικά μονοπώλια. Ετσι ουσιαστικά συντελείται η σύμφυση του βιομηχανικού κεφαλαίου με το τραπεζικό και εμφανίζεται το χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο γίνεται κυρίαρχο στην εποχή του ιμπεριαλισμού.
Πώς όμως ο ρόλος των τραπεζών έγινε κυρίαρχος;
«H βασική πρωταρχική πράξη των τραπεζών είναι η μεσολάβηση στις πληρωμές. Σε σχέση μ' αυτό, οι τράπεζες μετατρέπουν το αδρανές χρηματικό κεφάλαιο σε ενεργό, δηλαδή σε κεφάλαιο που φέρνει κέρδος, συγκεντρώνουν τα χρηματικά έσοδα όλων των ειδών και τα θέτουν στη διάθεση της τάξης των καπιταλιστών». (Λένιν, «Απαντα» τ. 27, σελ.332)
Στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, οι τράπεζες, βασικά, δέχονταν καταθέσεις, έδιναν βραχυπρόθεσμα δάνεια σε επιχειρήσεις, κρατούσαν τους λογαριασμούς μερικών καπιταλιστών. Μεταξύ των τραπεζών αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός για την προσέλκυση περισσότερων και ισχυρών πελατών. Μέσω του ανταγωνισμού, η τραπεζική δραστηριότητα συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερες αλλά γιγάντιες τράπεζες. Είτε με την υποταγή, είτε με την απόκτηση του ελέγχου, είτε με την εξαγορά, μικρότερων τραπεζών. Ενας μικρός αριθμός τραπεζιτών κατέχει πλέον ένα ντε φάκτο μονοπώλιο (τραπεζικό μονοπώλιο), για την παραχώρηση δανείων, απαραίτητων για τη λειτουργία και δράση των γιγαντιαίων διαστάσεων επιχειρήσεων σε άλλους τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας. Δεν αρκούνται πλέον στη βασική τους δραστηριότητα της «μεσολάβησης στις πληρωμές». Αναμειγνύονται άμεσα στη δραστηριότητα του βιομηχανικού κεφαλαίου.
«Οσο για τη στενή σύνδεση ανάμεσα στις τράπεζες και τη βιομηχανία, σ' αυτόν ακριβώς τον τομέα εκφράζεται ίσως με τον πιο παραστατικό τρόπο ο καινούριος ρόλος των τραπεζών. Αν η τράπεζα προεξοφλεί τη συναλλαγματική ενός δοσμένου επιχειρηματία, του ανοίγει τρέχοντα λογαριασμό κλπ., αυτές οι πράξεις παρμένες χωριστά, δε μειώνουν ούτε κατά ένα γιώτα την αυτοτέλεια αυτού του επιχειρηματία και η τράπεζα δε βγαίνει από το μετριόφρονα ρόλο του μεσάζοντα. Αν, όμως, αυτές οι πράξεις γίνονται συχνότερα και μονιμότερα, αν η τράπεζα "συγκεντρώνει" στα χέρια της τεράστια κεφάλαια, αν η διεκπεραίωση των τρεχόντων λογαριασμών μιας δοσμένης επιχείρησης επιτρέπει στην τράπεζα - και αυτό ακριβώς γίνεται - να γνωρίζει όλο και πληρέστερα την οικονομική κατάσταση του πελάτη της, τότε έχουμε σαν αποτέλεσμα την όλο και πληρέστερη εξάρτηση του βιομηχάνου καπιταλιστή από την τράπεζα». (Λένιν, «Απαντα», τ. 27, σελ. 343).
Τώρα τα τραπεζικά μονοπώλια, σε αντίθεση με τις τράπεζες του προμονοπωλιακού καπιταλισμού, δίνουν μεγαλύτερα και μακροχρόνια δάνεια σε βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Πολύ περισσότερο διαθέτοντας όλο το χρηματικό κεφάλαιο, ενδιαφέρονται για την αποδοτικότερη αξιοποίησή του στους διάφορους τομείς της οικονομίας. Επομένως, έχουν βασικό συμφέρον την εξασφάλιση της αποδοτικότητας αυτών των επιχειρήσεων, τις οποίες και πιστώνουν προκειμένου αυτές να αντεπεξέρχονται στις ολοένα και μεγαλύτερες ανάγκες τους, οι οποίες προκύπτουν από τις ίδιες τις διαστάσεις των επιχειρήσεων, την αύξηση της παραγωγής και του ειδικού βάρους του σταθερού κεφαλαίου σ' αυτήν, αφού βασικά από τα μέσα παραγωγής εξαρτάται η αύξησή της.
Τώρα, η βιομηχανική επιχείρηση συνάπτει μόνιμη και σταθερή σχέση με την τράπεζα, η οποία ενδιαφέρεται, προκειμένου να διασφαλίσει τα κεφάλαια και τα κέρδη της ενδιαφέρεται για την κερδοφόρα δράση των βιομηχανικών επιχειρήσεων που δανειοδοτεί. Οταν πιστώνει επιχειρήσεις που επιδίδονται σε ίδιες ή παραπλήσιες δραστηριότητες, επιδιώκει την αποφυγή εξοντωτικού ανταγωνισμού μεταξύ τους, που θα οδηγούσε σε πτώση των κερδών.
Ταυτόχρονα, μπορούν οι τράπεζες να παρεμβαίνουν, προκειμένου να επιταχύνουν, και μερικές φορές επιβάλλουν κιόλας τη βιομηχανική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση. Μπορούν, επίσης, να επεμβαίνουν στις βιομηχανικές επιχειρήσεις μόνο και μόνο κάτω από την απειλή της διακοπής των πιστώσεων.
«Στο βαθμό που αναπτύσσεται η τραπεζική δραστηριότητα και συγκεντρώνεται σε λίγα ιδρύματα, οι τράπεζες μετεξελίσσονται από το μετριόφρονα ρόλο των μεσολαβητών σε πανίσχυρους μονοπωλητές, που διαθέτουν σχεδόν όλο το χρηματικό κεφάλαιο του συνόλου των καπιταλιστών και των μικρονοικοκυραίων, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των μέσων παραγωγής και των πηγών πρώτων υλών σε μια δοσμένη χώρα ή σε μια ολόκληρη σειρά χωρών. Αυτή η μετατροπή των πολυάριθμων μετριοφρόνων μεσολαβητών σε μια χούφτα μονοπωλητές αποτελεί ένα από τα βασικά προτσές της μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό...». (Λένιν, «Απαντα», τ. 27, σελ. 332).
Ουσιαστικά από τη στιγμή που δίνουν τεράστια και μακροχρόνια δάνεια, συμμετέχουν, στην πραγματικότητα, ενεργά στο κεφάλαιο της εταιρίας. Ετσι οι τράπεζες μπορούν να γίνονται συνιδιοκτήτες των βιομηχανικών μονοπωλίων ή και αντίθετα τα βιομηχανικά μονοπώλια να γίνονται συνιδιοκτήτες τραπεζών.
Ανάλογα φαινόμενα και διαδικασίες, σε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, συντελούνται και στις μέρες μας. Στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστική η τάση εξαγορών και συγχωνεύσεων τραπεζών, όπως, π.χ., η εξαγορά από την Αλφα Τράπεζα Πίστεως της Ιονικής, ή από την Τράπεζα Πειραιώς της Μακεδονίας - Θράκης. Επίσης, έχουμε παραδείγματα της ανάπτυξης και δράσης της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Ο όμιλος Λάτση έχει την Eurobank, που εξαγόρασε την Τράπεζα Κρήτης και την Τράπεζα Εργασίας. Ο όμιλος Λάτση συμπεριλαμβάνει στις επιχειρήσεις του από εφοπλιστικές δραστηριότητες, έως διυλιστήρια πετρελαίου («ΠΕΤΡΟΛΑ»), ενώ τελευταία μπήκε και στο χώρο της πληροφορικής. Ταυτόχρονα, συνεργάζεται με τη γερμανική Ντόιτς Μπανκ, η οποία κατέχει το 6% περίπου των μετοχών της Eurobank. Ο όμιλος Βαρδινογιάννη αναπτύσσει επίσης εφοπλιστική δραστηριότητα, έχει διυλιστήρια («Μότορ Οϊλ»), εμπορία πετρελαιοειδών και την τράπεζα Χίος - Μπανκ, που αναπτύσσει κοινή δραστηριότητα με την Τράπεζα Πειραιώς, μετά από συμφωνία και αλληλοεξαγορά μέρους της μιας από την άλλη.
Στον ιμπεριαλισμό, λοιπόν, η καπιταλιστική οικονομία, διακρίνεται από την ολοένα αυξανόμενη κοινωνικοποίηση της παραγωγής, από τη σύμφυση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και την εμφάνιση του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο κυριαρχεί σ' ολόκληρη τη σφαίρα της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής ζωής, αλλά η ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής παραμένει ατομική, στα χέρια της χρηματιστικής ολιγαρχίας. Ετσι η καταπίεση και η εκμετάλλευση γίνεται αφόρητη, ενώ η επιθετικότητα του κεφαλαίου στην εργατική τάξη και τ' αλλά λαϊκά στρώματα αβάσταχτη.