Ο πανικός
είναι ο χειρότερος σύμβουλος, γενικότερα, αλλά και στην πολιτική
αντιπαράθεση πιο ειδικά, αφού οδηγεί κάποιες φορές σε κωμικοτραγικά
αποτελέσματα, αλλά και μνημειώδη αυτογκόλ. Σαν αυτό που “πέτυχε” η “Ώρα
Πατρών”, δηλαδή η δημοτική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ στην Πάτρα, που προφανώς
δεν περίμενε να προκληθεί τόσος θόρυβος με την κατάπτυστη στάση της στο
δημοτικό συμβούλιο, όπου συνέπλευσε με τη ΝΔ, υπερψηφίζοντας ψήφισμα που
έκανε λόγο για “συνεργασία” δημόσιου και ιδιωτικού τομέα υγείας,
ενάντια στην πρόταση της Λαϊκής Συσπείρωσης, υπέρ της επίταξης των
ιδιωτικών δομών υγείας.
Αφού λοιπόν δεν κατάφεραν να περάσει απαρατήρητη η υπόθεση, χάρη στην ανακοίνωση της ΛΑΣΥ Πατρών, οι επιτελείς της “Ώρα Πατρών” αποφάσισαν να περάσουν σε επικοινωνιακή αντεπίθεση, αντιστρέφοντας
την πραγματικότητα με την κατηγορία πως δήθεν “η Λαϊκή Συσπείρωση του
κ. Πελετίδη διαστρεβλώνει την αλήθεια και την πραγματικότητα για να
ξεφύγει από την δεινή θέση που έχει περιέλθει”.
Η ανακοίνωση της
“Ώρας Πατρών” χαρακτηρίζει “ψέμα” ότι η καταψήφισε την πρόταση της
δημοτικής αρχής για επίταξη των ιδιωτικών θεραπευτηρίων και κλινικών.
Πώς όμως στοιχειοθετεί αυτή τη βαριά κατηγορία κατά της παράταξης του
δημάρχου; Ξεκινά με ένα εντυπωσιακό πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα,
κάνοντας μια μακροσκελή και άσχετη με την ουσία του ζητήματος αναφορά
στο πώς έγινε η σύγκληση του έκτακτου δημοτικού συμβουλίου με θέμα το
άνοιγμα του λιανεμπορίου, η οποία καταλήγει στο “να υπάρξει ένα ψήφισμα
από τους επαγγελματικούς και άλλους φορείς της περιοχής οι οποίοι είχαν
συνεδριάσει την προηγούμενη μέρα και με την παρουσία του δημάρχου ώστε
να βοηθήσουμε με ένα ενωτικό κείμενο στο διακύβευμα, που ήταν να ανοίξει
με ασφάλεια το εμπόριο”. Παράλληλα, κατηγορείται η διοικούσα παράταξη
πως “ένα τέταρτο πριν ξεκινήσει το δημοτικό συμβούλιο αιφνιδιαστικά η
Λαϊκή Συσπείρωση έστειλε δικό της ψήφισμα”, λες και πρόκειται για κάτι
το μεμπτό κι επιλήψιμο.
Το
ζουμί της ανακοίνωσης βρίσκεται στη συνέχεια, όπου η “Ώρα Πατρών”
παραδέχεται ουσιαστικά πως ψήφισε μαζί με τη ΝΔ υπέρ της συνεργασίας
ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και δέχτηκε να απαλειφθεί η αναφορά σε
επίταξη, φροντίζοντας παράλληλα να κρυφτεί πίσω από τον Εμπορικό Σύλλογο
Πατρών και άλλους τοπικούς φορείς, προκειμένου, τάχα, να εξασφαλιστεί
ομοφωνία στο ψήφισμα για το άνοιγμα του λιανεμπορίου. Συγκεκριμένα, το
επίμαχο σημείο αναφέρει:
“Πριν
ολοκληρωθεί η ψηφοφορία, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών
κάνοντας έκκληση για ομοφωνία στο ψήφισμα επειδή είχαν διατυπωθεί
κάποιες ενστάσεις, είπε, εντάξει το «επίταξη» ας το κάνουμε
«συνεργασία». Το πρωτεύον είναι να ανοίξουν τα μαγαζιά μας…”.
Τι
επίταξη, τη συνεργασία δηλαδή, σαν να λέμε τι Λωζάννη, τι Κοζάνη, κι
αυτό φίλες και φίλοι είναι αριστερή ριζοσπαστική τοποθέτηση, χάριν
ομοφωνίας, βεβαίως – βεβαίως. Βεβαίως, η “Ώρα Πατρών” “πιστεύει και εις
την λαοκρατίαν”, δηλαδή την επίταξη του ιδιωτικού τομέα “όταν
χρειάζεται”, γιατί δεν πρέπει να είμαστε και πλεονέκτες, μια πανδημία
επ’ ουδενί δε συγκαταλέγεται σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγκης. Αλλά ας το
διαβάσουμε με τα δικά τους λόγια καλύτερα:
“Το
ψήφισμα των φορέων της περιοχής συγκέντρωσε την πλειοψηφία με κύριο
θέμα, το άνοιγμα του εμπορίου με όλα τα μέτρα προστασίας για την υγεία
καθώς και η ενίσχυση στις πληττόμενες επιχειρήσεις. Το πρώτιστο και η
μεγάλη εικόνα ήταν αυτή. Έχουμε μάθει να ενώνουμε, να πολλαπλασιάζουμε
και όχι να διαιρούμε δυνάμεις παίζοντας τα παιχνίδια της Νέας
Δημοκρατίας, σαφώς και οι θέσεις της παράταξής μας είναι παραμένουν υπέρ
της επίταξης όταν χρειάζεται ιδιωτικών μονάδων υγείας. Αναρωτιέται
κανείς γιατί η Λαϊκή Συσπείρωση Πάτρας, προχωρά σε διαστρέβλωση της
αλήθειας και στη διάσπαση ενός αρραγούς μετώπου;”
Η
διάσπαση του “αρραγούς μετώπου” με τη Νέα Δημοκρατία και τα
επιχειρηματικά συμφέροντα που παθαίνουν αναφυλαξία και μόνο στη λέξη
“επίταξη” δεν είναι βέβαια το μόνο “έγκλημα” της Λαϊκής Συσπείρωσης.
Πέρα από τη “δογματική συντηρητική πολιτική” και τη “φύση της” που “ότι
(sic) δεν το ελέγχει το καπελώνει”, η Ώρα Πατρών βγάζει δυνατά βέλη από
τη φαρέτρα, αναπαράγοντας τη μονταζιέρα των συριζοτρόλ του διαδικτύου,
που από χθες έχουν ξεκινήσει μια συντονισμένη επίθεση στη δημοτική αρχή
της Πάτρα και τον Κώστα Πελετίδη προσωπικά, για δήθεν “ευνοϊκή” υποδοχή
στον Πέτσα, ξεθάβοντας ακόμα και την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην πόλη
το 2017, όπου τάχα ο δήμαρχος αρνήθηκε να τον δεχτεί. Το μενού
ολοκληρώνεται με ολίγη λάσπη στον ανεμιστήρα, αφήνοντας υπόνοιες για τη
διαχείριση τοπικού φράγματος από ιδιώτες και κατηγορώντας το δήμο για
σπατάλη χρημάτων και αδιαφάνεια σχετικά με το πατρινό καρναβάλι που δεν
μπορούσε να γίνει προφανώς με το συνήθη τρόπο ούτε φέτος.
“Το
ψέμα σας κ. Πελετίδη έχει κοντά ποδάρια….”, διατείνεται εν κατακλείδι η
παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, μην έχοντας προφανώς αντιληφθεί ότι τα μόνα ψέματα
προέρχονται από τη μεριά της, κι αποκαλύπτονται όσο περισσότερο η ίδια
προσπαθεί απεγνωσμένα να δικαιολογήσει τις πολιτικές πομπές της.
Στο beat που έγραψες Αντώνη θα ραπάρω
και θα χαρίσω το τραγούδι όπου γουστάρω.
Τίτλο και νόημα δεν έψαξα για να βρω.
Μια ρήμα κόκκινη πάνω σε φόντο μαύρο.
Συναίσθημα παράξενο αλλά καθόλου ξένο.
Να ζω την ίδια ώρα που πεθαίνω,
Μη με παρεξηγείς για ό, τι δεις γραμμένο.
Σε όσους μου έρχεται, δώσε το αφιερωμένο
Έτσι ξεκίνησε η ζωντανή διαδικτυακή συναυλία των Κοινών Θνητών και
της ΟΕΝΓΕ, με το τραγούδι αφιερωμένο, αφιερωμένη στην παγκόσμια μέρα
υγείας. Πέρσι βέβαια υπήρχε ένα τελείως διαφορετικό κλίμα. Είχε
διοργανωθεί μεγάλη συναυλία στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, με όλο το
καλλιτεχνικό τσούρμο του εθνικού κορμού, αφιερωμένο στους γιατρούς.
Τότε ήταν η εποχή των υπέρκομψων χειροκροτημάτων στα μπαλκόνια, τότε οι
γιατροί ήταν ήρωες. Γιατί μετά άρχισαν να μιλάνε μέσα από τα καλυμμένα
στόματα.
Και αυτή η περσινή μέρα ήταν καθοριστική σε αυτό. Ήταν η πρώτη φορά
που οι γιατροί έσπασαν τη σιωπή και βγήκαν στις πύλες των νοσοκομείων
για να κοινωνήσουν τα προβλήματα τους, κόντρα στα φερέφωνα των μέσων
μαζικής καταστολής. Εδώ το κλίμα άρχισε να αλλάζει από την πλευρά της
νεοφιλελεύθερης συμμορίας. Εδώ δεν είχε χειροκρότημα. Εδώ είχε ΜΑΤ,
ξύλο, δακρυγόνα. Εδώ είχε συκοφάντηση και λάσπη από τα κανάλια, εδώ
σιγά-σιγά οι ήρωες μετατρέπονται σε ανεύθυνους εγκληματίες. Αναμενόμενο
βέβαια καθώς οι ήρωες της αστικής δημοκρατίας είναι ή πεθαμένοι ή
βουβοί, δηλαδή ακίνδυνοι. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν φυλακισμένος
ζωντανός, ήρωας έγινε όταν πέθανε. Όπως και κλασσικό παράδειγμα ήταν το
πώς το σύστημα θαύμαζε και τύπωνε σε μπλουζάκια τον Τσε Γκεβάρα (αφού
πρώτα τον είχε σκοτώσει), αλλά δαιμονοποίησε τον Φιντέλ Κάστρο αφού
όντας ζωντανός συνέχιζε να ενοχλεί. Από αυτή την πλευρά μάλλον καλύτερα
να μην είσαι ήρωας για αυτούς, γιατί αυτό σημαίνει πως είτε ζεις και
ενοχλείς (και άρα κατευθύνεσαι στη θυσία) είτε είσαι πεθαμένος,
κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
Έτσι λοιπόν η συναυλία των Κοινών Θνητών ήταν πολύ καλύτερο αφιέρωμα,
πολύ πιο ζωντανό, πολύ πιο μαχητικό και αληθινό από το περσινό στημένο
συνονθύλευμα. Οι στίχοι Σε αυτή την μηχανή, του κόσμου οι λαοί, αντί
για λάδι καίνε ανθρώπου αίμα, μα αλλάζουν οι καιροί και θα έρθει και η
στιγμή και ο δούλους θα είναι αυτός που βάζει στέμμα περιγράφουν
πολύ καλύτερα τις αγωνίες και την πραγματικότητα των καθημερινών
νοσοκομειακών γιατρών, αλλά και της ομοσπονδίας μας, της ΟΕΝΓΕ η οποία
έδειξε πρωτοφανές σθένος όλη αυτή την περίοδο. Και ήταν μια περίοδος που
εξελίχθηκε σε Γολγοθά για τους γιατρούς. Γιατί όσο η πανδημία
προχωρούσε, τόσο ξεκινούσε μια προσπάθεια απαξίωσης και στοχοποίησης των
υγειονομικών. Το αφήγημα του success story κατέπεσε γρήγορα και η
κυβέρνηση στην προσπάθειά της να αποποιηθεί κάθε ευθύνη, χρειαζόταν
εξιλαστήρια θύματα. Ο δρόμος είχε ήδη στρωθεί με το όλο αφήγημα περί
ατομικής ευθύνης. Όμως δεν αρκούσε, ειδικά όταν οι ενώσεις των
νοσοκομειακών γιατρών αμφισβήτησαν τη γραμμή παραπληροφόρησης που είχε
επιβάλει το καθεστώς Μητσοτάκη.
Σε αυτό το σημείο επέστρεψε η κυβέρνηση στο γνωστό από τη δεκαετία
του ’50 θεώρημα του εσωτερικού εχθρού. Και αυτός ο εσωτερικός εχθρός
αυτή τη φορά είναι οι γιατροί. Αρχικά ήταν οι ανεύθυνοι συνδικαλιστές,
στη συνέχεια ήταν οι ασυνείδητοι που δε δεχόταν να υπογράψουν δίμηνες
συμβάσεις που θα αποτελούσαν το πρώτο βήμα για την ιδιωτικοποίηση του
εθνικού συστήματος υγείας, και τελικά έγιναν οι εργαζόμενοι που
περισσεύουν. Τι θα τους κάνουμε άραγε τόσους γιατρούς μετά την πανδημία,
όπως αναρωτήθηκε γνωστός παπαγάλος με κοστούμι σε κεντρικό δελτίο
παραπληροφόρησης. Όλα αυτά έρχονται να πατήσουν σε μια προπαγάνδα που
καλλιεργείται χρόνια, ένα παραμύθι στο οποίο όλοι οι γιατροί παίρνουν
φακελάκια, είναι υπεράριθμοι και πλεονάζοντες. Είναι το ίδιο παραμύθι
στο οποίο η μόνη λύση είναι η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υγείας. Είναι
το ίδιο παραμύθι το οποίο κατέρρευσε στη διάρκεια της πανδημίας. Και όσο
και αν η κυβέρνηση προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από την επιτροπή
«ειδικών», η ασυναρτησία των μέτρων, η αποτυχία των προβλέψεων και η
πραγματικότητα δικαίωναν όλο και περισσότερο τις φωνές των υγειονομικών.
Τόσο που ακόμα και χωρίς τα κανάλια να φιλοξενούν τους εκπροσώπους
των νοσοκομειακών ενώσεων, ακόμα και με τις θέσεις τους να
διαστρεβλώνονται από την κάθε ομάδα αλήθειας και το κάθε επίδοξο τρολ, ο
πρωθυπουργός αναγκάστηκε να απαντήσει στις θέσεις τους μέσα από άλλη
μία καλά προστατευμένη συνέντευξή του. Και φυσικά είπε για άλλη μια φορά
ψέματα. 2 εκατομμύρια εμβόλια. Ψέμα: 2 εκατομμύρια δόσεις, ένα εκατομμύριο εμβολιασμένοι. Τα νοσοκομεία δεν είναι νοσοκομεία μιας νόσου. Ψέμα, αρκεί να πάρει κάποιος τηλέφωνο να κλείσει ένα ραντεβού για χειρουργείο ή για τακτικό ιατρείο. Οι μεγάλες ιδιωτικές κλινικές συμβάλουν αναλαμβάνοντας περιστατικά σε ΜΕΘ που δεν είναι covid.
Ψέμα, την πελατεία τους αυξάνουν, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν τις αίθουσες
τους «covid free», ώστε να πλασάρουν καλύτερα τις υπηρεσίες τους.
«Να του σαλεύω για να το μερεύω, να του σφυρίζω, να το
νανουρίζω, να το φουντώνω, να το ξεφουσκώνω και στην κομούνα να είμαι
οπορτούνα, για να σας εκτονώνω, με πλαίσιο τον νόμο. Δουλειά σου είναι
μου πάνε να κρύβεις τα τρωτά, των καθιερωμένων. Για να διατηρήσομε τα
οικονομικά των ευαρεστημένων.» Οι στίχοι αυτοί από το
τραγούδι μηχανισμός του Νικόλα Άσιμου περιγράφουν με πολύ ωραίο τρόπο
τον ρόλο των καθεστωτικών δημοσιογράφων και όχι μόνο. Από κοντά και
πρόθυμοι εργατοπατέρες και τα εργοδοτικά τσιράκια τα οποία φροντίζουν
από τη μία να αποτελούν ανάχωμα στα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων ενώ
από την άλλη ενισχύουν την κυβερνητική προπαγάνδα. Κάθε φαινόμενο
αυθαιρεσίας είναι παρεξήγηση, οι γιατροί ή περισσεύουν ή δεν θέλουν να
έρθουν, οι εκβιασμοί και οι επιτάξεις γίνονται με το χαμόγελο στα χείλη.
Όλα βαίνουν καλώς για τους συνδικαλιστές που κοιτάνε να σώσουν το
τομάρι τους, μέσα από ψεύτικα νούμερα και ακίνδυνες ανακοινώσεις.
Κόντρα σε αυτούς το σύνολο του ιατρικού κλάδου, ακόμα και η δεξιά
πλειοψηφία του ιατρικού συλλόγου Αθηνών η οποία αδυνατώντας να κρύψει το
γεγονός ότι χρειάζονται προσλήψεις, γέννησε την οργή των payroll της
λίστας Πέτσα. Για εκεί υπήρχαν λεφτά, για τις ανάγκες των νοσοκομείων
όχι. Με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ
κάθε χρόνο αποχωρούν από την Ελλάδα 1200 με 1500 γιατροί, ενώ οι
απόφοιτοι είναι 1000, δηλαδή κάθε χρόνο το δυναμικό μειώνεται κατά 500
γιατρούς (χωρίς τις συνταξιοδοτήσεις), ενώ το ποσοστό αποφοίτων γιατρών
είναι το τέταρτο μικρότερο στην Ευρώπη. Συνολικά την δεκαετία του 2010
με 2020 έφυγαν περίπου 18.000 γιατροί, ενώ το μέγεθος του ιατρικού
συλλόγου Αθηνών είναι 25.000. Πώς έχουμε πλεόνασμα γιατρών μετά; Η
Ελλάδα είναι πρώτη όχι σε αριθμό ενεργών γιατρών ανά χιλιάδες κατοίκους,
αλλά σε άδειες ασκήσεως επαγγέλματος, οι οποίες ανήκουν και σε γιατρούς
που έχουν φύγει από την Ελλάδα, δεν ασκούν το επάγγελμα ή έχουν βγει
στη σύνταξη. Αυτό είναι το πλεόνασμα που δεν υπάρχει. Αυτά είναι τα
ψέματα, η απαξίωση και η αδιαφορία που μαζί με τους πενιχρούς μισθούς,
τις απλήρωτος εφημερίες, συνεχίζουν να οδηγούν τους νέους συναδέλφους
στη μετανάστευση.
«Αέρα στις κορφές, μαύρα φεγγάρια στις καρδιές, έλα και πάρτη μόνο σου τη λευτεριά με τραγούδια, όπλα και σπαθιά» τραγουδούσαν
για τους ήρωες του αντάρτικου της κατοχής. Και αυτούς τους δολοφόνησαν
τα όνειρα (ή και τους ίδιους) την περίοδο του εμφυλίου. Γιατί πίσω από
τα νούμερα και τις ιδέες, κρύβονται άνθρωποι. Κρύβεται ο ειδικευόμενος
που του κόπηκε το μεροκάματο επειδή «μίλησε απρεπώς» στη Διοίκηση,
κρύβεται ο απολυμένος πρόεδρος των εργαζομένων του Αγίου Σάββα, κρύβεται
η απολυμένη επικουρική γιατρός του Χατζηκώστα που διεκδίκησε τη νόμιμη
άδεια ειδικού σκοπού για να μεγαλώσει το παιδί της, κρύβεται ο καθένας
και η καθεμία από εμάς που συγκρούεται μετωπικά με τη ζοφερή
πραγματικότητα στα ελληνικά νοσοκομεία. Πίσω από τη στατιστική, μας
κοιτά ο χάρος και του τρέχουνε τα σάλια όπως τραγουδούσε ο Διονύσης
Σαββόπουλος στον Καραγκιόζη. Αυτό μας τρώει και μας σώζει και εμάς, ότι
ονειρευόμαστε σαν τον καραγκιόζη κουβαλώντας στις φριχτές μας πλάτες,
προσβολές και συμπεριφορές που μας κάνουν να μην μπορούμε να κοιμηθούμε
τα βράδια. Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν γιατροί που κόπιασαν για να
σπουδάσουν και να ενταχθούν στο σύστημα υγείας ώστε να βοηθήσουν τον
συνάνθρωπό τους. Και που για τον ανθρωπισμό στον οποίο πιστεύουν,
αγχώνονται, παλεύουν πολλές φορές μόνοι τους σε χωριά, καρδιοχτυπούν,
πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται μετά από κάθε διακομιδή που κάνουν, γιατί
δεν υπάρχει κάποιος ειδικός για να την κάνει, κλαίνε μόνοι τους όταν
τους προσβάλει ο κάθε εξουσιομανής προϊστάμενος, προσπαθούν να κάνουν
υπομονή ελπίζοντας πως κάποια στιγμή τα όνειρά τους για να αλλάξουν τον
κόσμο, μέσα από την επιστήμη θα μπορέσουν να γίνουν πραγματικότητα, την
ίδια ώρα που προσπαθώντας να το κάνουν μπορεί να χάνουν τον εαυτό τους,
να μη βρίσκουν χρόνο να κάνουν οικογένεια ή να ζήσουν ανέμελα τη νιότη
τους.
Γιατί προς το παρόν τα όνειρά τους πεθαίνουν στα νοσοκομεία. Μπορεί
να προσπαθούν να σώσουν τους άλλους, αλλά πολλές φορές δε μπορούν να
σώσουν τον εαυτό τους. Γιατί αυτή είναι η μοίρα των ηρώων της αντίπερα
όχθης. Δε φορούνε ούτε μπέρτα, ούτε είναι ατρόμητοι, ούτε αγέρωχοι.
Ακόμα και ο Batman και ο Superman και οι άλλοι ηπερήρωες του δυτικού
κόσμου ενηλικιώθηκαν μέσα από τις πένες των Alan Moore και Frank Miller
και πλέον νιώθουν πόνο και κινούνται στο σκοτάδι του περιθωρίου και όχι
στα φώτα των κεντρικών λεωφόρων. Έτσι λοιπόν είναι πιο κοντά στους
δικούς μας ήρωες, που είναι κυνηγημένοι για τις ιδέες τους, αγχωμένοι
για το παρόν και φοβισμένοι για το αύριο. Προτιμούνε να λυγίζουν αυτοί
και όχι οι αξίες τους. Ξέρουν πως όταν οι ίδιοι θα πάνε στο υπουργείο θα
φάνε ξύλο από τα ΜΑΤ, ενώ δίπλα ο Φουρθιώτης θα τραμπουκίζει τον
υπουργό με μπράβους. Έχουν καταλάβει ότι ζουν σε ένα κράτος το οποίο
κυβερνά μια διεστραμμένη και έκφυλη αστική τάξη, βγαλμένη μέσα από τη
φιλοσοφία στο μπουντούαρ του Μαρκησίου Ντε Σαντ, που πήρε αρκετά χρόνια
για να αντιληφθούν ότι δεν ήταν τα απομνημονεύματα ενός εκκεντρικού
δημοκράτη, αλλά η αναπαράσταση μιας ξεπεσμένης εξουσίας. Και παρόλο που
τα ζουν όλα αυτά, παρόλο που βλέπουν το μαύρο στον ουρανό, τολμούν να
βάζουν το κόκκινο στα όνειρά τους και να συνεχίζουν.
«Σ’ αυτούς που αλήθεια γεννηθήκαν πριν πεθάνουν, Στους
πιτσιρικάδες που δε θέλουνε ποτέ να χάνουν, Στους τρελούς και
ανισόρροπους της κάθε γειτονιάς, Στο φευγάτο που τον ψάχνει ο φονιάς.
Στον ποιητή που ήταν πάντοτε στιχάκι, Στον κακό το μαθητή που όμως δεν
έγραφε σκονάκι, Σ’ όσους δε κάρφωσαν και σε όσους καρφωθήκαν, Σ’ όσους
παίξανε στη φωτιά και δεν καήκαν. Σ’ όσους ξυπνήσαν απ’ τον ύπνο του
δικαίου, Και δε τρόμαξαν θανάσιμα τους άλλους υπνοβάτες, Μα τους βγάλαν
τις γραβάτες που χαν φίδια στο λαιμό, Φορεμένες από κάποιο αφεντικό. Σ’
όλα τα αδέρφια και σε όλα τα αλάνια» Αφιερωμένο, Κοινή Θνητοί
Χριστοδούλου Πάνος, Βιοπαθολόγος / Εργαστηριακός Ιατρός,
MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής
Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και
ανθρωπιστικής απάντησης, Μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Τρόφιμα,
Διατροφή και Μικροβίωμα της ιατρικής του ΔΠΘ
Σε σχόλιο του το Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ για το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά που δημοσιεύτηκε σε κυριακάτικη εφημερίδα σημειώνει:
«Το νομοσχέδιο που ετοιμάζει το Υπουργείο Εργασίας για τα εργασιακά
αποτελεί αιτία πολέμου για τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα για τη νέα
γενιά αυτών.
Το νομοσχέδιο αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα του εθνικού σχεδίου
ανάκαμψης που παρουσίασε η κυβέρνηση, ενώ τα μέτρα που προβλέπονται
αποτελούν τους "όρους" της ανάκαμψης που επιθυμούν κεφάλαιο και ΕΕ, με
ακόμη φτηνότερη εργατική δύναμη, γενίκευση των νέων μορφών εκμετάλλευσης
και της ευελιξίας.
Η κατάργηση του 8ωρου, η θέσπιση του 10ωρου μετά το 1920 που είχε
καταργηθεί, η σύνδεση του ωραρίου και της σχέσης εργασίας με την
παραγωγικότητα κάθε επιχείρησης ή κλάδου, η πλήρης απελευθέρωση των
ατομικών συμβάσεων εργασίας, η απογείωση των υπερωριών έως και 150 ώρες,
αποτελούν μέτρα - κόλαση για τη ζωή εκατομμυρίων εργαζομένων.
Επιπλέον, νομοθετείται η παρέμβαση της κυβέρνησης και της εργοδοσίας
στη λειτουργία των συνδικάτων -για πρώτη φορά μετά το 1982 που ψηφίστηκε
ο συνδικαλιστικός νόμος- και επιχειρείται κατ' εντολή του κεφαλαίου να
ολοκληρωθεί το χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα, που ξεκίνησε η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ. Η καθιέρωση ηλεκτρονικών ψηφοφοριών δεν αποτελεί εκσυγχρονισμό
της λειτουργίας των συνδικάτων, αλλά ένα ακόμα μέσο παρέμβασης του
κράτους και της εργοδοσίας στη λειτουργία τους και την δράση τους. Η
μεγάλη εργοδοσία θέλει δεμένα τα χέρια των εργαζομένων για να επιβάλει
τους όρους της χωρίς εμπόδια.
Η ανάγκη "ρύθμισης της τηλεργασίας" αποτελεί το πρόσχημα για τη
γενίκευσή της, με όρους που τσακίζουν τα όρια μεταξύ επαγγελματικής και
προσωπικής, οικογενειακής ζωής.
Η κυβέρνηση είναι βαθιά γελασμένη, αν νομίζει ότι θα αξιοποιήσει για
μια ακόμη φορά την πανδημία, για να περάσει τα άθλια σχέδιά της. Το ΚΚΕ
καλεί τους εργαζόμενους να βγουν στο προσκήνιο του αγώνα και να μην
επιτρέψουν να περάσει αυτό το έκτρωμα, που αποτελεί την ανατροπή του
αιώνα».
Ανοιχτή επιστολή στη Συντακτική Επιτροπή του«ThePressProject» απέστειλε τοΤμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ με αφορμή άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα με τίτλο«Υπενθυμίζοντας στο ΚΚΕ τι υπήρξε το ΚΚΕ».
Παραθέτουμε ολόκληρη την ανοιχτή επιστολή του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ:
Ανοιχτή επιστολή του Τμήματος Ιστορίας του ΚΚΕ στο «ThePressProject»
Πρόσφατα, η κυρία Λαμπρινή Θωμά(3/4/2021)
δημοσιοποίησε ένα κείμενο στην ιστοσελίδα σας (thepressproject.gr) με
τίτλο «Υπενθυμίζοντας στο ΚΚΕ τι υπήρξε το ΚΚΕ».
Το κύριο επιχείρημα του κειμένου δίνεται από το παρακάτω απόσπασμα:
«Η
λαϊκή συμμετοχή, το «Εμείς» του Μακρυγιάννη, απουσιάζει πλήρως από τη
σημερινή ανάλυση του ΚΚΕ. Ο λαός έρχεται δεύτερος, ή απουσιάζει τελείως.
Οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι ναύτες (οι πρόγονοι της εποποιίας της ΟΕΝΟ),
της γης οι κολασμένοι, που έχυσαν αίμα, που οι χήρες τους περίμεναν τον
Καποδίστρια για να του δώσουν τα παιδιά τους, τα νήπια χωρίς πατέρα,
υποδεχόμενές τον ως πατέρα του γένους, οι ήρωές μας, από το Νικηταρά ως
τον Καραϊσκάκη, όλοι αυτοί που μόνο αστική τάξη δεν τους λες…».
Πρόκειται
για τοποθέτηση που παραποιεί εμφανώς τις θέσεις του Κόμματός μας. Για
να το καταλάβει κανείς αρκεί να ανατρέξει στον πρόσφατο συλλογικό τόμο «1821. Η Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους», που εκδόθηκε με επιμέλεια του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Εκεί σημειώνεται ότι σε αντίθεση με ορισμένες αστικές μερίδες που ταλαντεύονταν απέναντι στην Επανάσταση:
«Από
την άλλη πλευρά, οι λαϊκές δυνάμεις (αγρότες και κτηνοτρόφοι, εργάτες
γης και ολιγάριθμη εργατική τάξη των πόλεων) αποτελούσαν το πιο γόνιμο
έδαφος για την καλλιέργεια ενός επαναστατικού σχεδίου.
Η
θέση τους στην παραγωγή δεν τους παρείχε προνόμια που θα απειλούνταν
από την επανάσταση. Ωστόσο, αυτό το αντικειμενικό γεγονός (το ίδιο
αντικειμενικό και πριν έναν αιώνα) δεν έφτανε για να πυροδοτήσει τις
επαναστατικές τους διαθέσεις.
Ομως,
τις παραμονές της επανάστασης οι ναυτικοί συσσωρεύονταν άνεργοι στα
νησιά, το ίδιο συνέβαινε με όσους επηρεάζονταν από την κρίση της
ναυτιλίας και του εμπορίου και την καταστροφή της βιοτεχνίας, ενώ οι
φτωχοί αγρότες αντιμετώπιζαν την κακή σοδειά του 1820 και τις συνεχείς
αυξήσεις της φορολογίας.
Σε
αυτές τις συνθήκες, οι επαναστατικές διακηρύξεις της αστικής Φιλικής
Εταιρείας (ΦΕ) έδωσαν διέξοδο στις ανάγκες των λαϊκών δυνάμεων, που
αδυνατούσαν να διαμορφώσουν αυτόνομη στρατηγική».[1]
«Σε
κάθε περίπτωση ήταν εκείνοι οι «κσιπόλιτι και παρακιντέδες» –και
ιδιαίτερα η φτωχή αγροτιά– που επάνδρωσαν τον κύριο όγκο των
επαναστατικών ένοπλων δυνάμεων, προσφέροντας με «ζήλον και
αφιλοκέρδειαν» ό,τι μπορούσε ο καθένας στην υπόθεση της Επανάστασης
[…]».[2]
Αν
και η κυρία Λαμπρινή Θωμά γνωρίζει το συγκεκριμένο συλλογικό τόμο (αφού
ο συντάκτης της παρούσας επιστολής κλήθηκε να τον παρουσιάσει στη
διαδικτυακή ραδιοφωνική εκπομπή που συμπαρουσιάζει με τον κύριο Δημήτρη
Κουλαλή), επέλεξε να αγνοήσει το περιεχόμενό του.
Φυσικά, ο οποιοσδήποτε δεν είναι αναγκασμένος να διαβάσει τις συλλογικές επεξεργασίες του ΚΚΕ για την Επανάσταση του 1821.
Θα ήταν όμως δεοντολογικά σωστό να το πράξει η κυρία Θωμά, στο βαθμό που αρθρογραφεί για το συγκεκριμένο θέμα.
Το ότι αναφέρθηκε στη Διακήρυξη της ΚΕδεν δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα.
Γιατί,
ακόμα και επικεντρώνοντας κανείς στη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα
200 χρόνια από την Επανάσταση (η οποία ως πιο σύντομη δεν μπορεί να
χαρακτηρίζεται από την ίδια πληρότητα που υπάρχει σε μια ολοκληρωμένη
επεξεργασία), αντιλαμβάνεται με ευκολία ότι το ΚΚΕ σε καμιά περίπτωση
δεν υποβαθμίζει τη συμμετοχή των φτωχών λαϊκών μαζών στην Επανάσταση,
αφού σε αυτή σημειώνεται σε ανάλογο πνεύμα:
«Αντίθετα,
την ίδια περίοδο, οι φτωχοί αγρότες και η περιορισμένη αριθμητικά
εργατική τάξη βίωναν τις συνέπειες της κρίσης στο εμπόριο και στη
ναυτιλία και της καταστροφής της βιοτεχνίας και έγιναν θερμοί αποδέκτες
των επαναστατικών κελευσμάτων της Φιλικής Εταιρείας.
[…]
Η φτωχή αγροτιά και η μικρή ακόμη εργατική τάξη, που στελέχωσαν με
ανιδιοτέλεια τις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις, ρίχτηκαν με ηρωισμό στα
πεδία των μαχών και έδωσαν απλόχερα το αίμα τους στην Επανάσταση,
κατάφεραν να αποτινάξουν το καθεστώς του ραγιά. Δεν πέτυχαν όμως και την
κοινωνική τους απελευθέρωση.
Η
ελευθερία που επικαλούνταν οι αστικές επαναστατικές δυνάμεις αφορούσε
μόνο την απελευθέρωση από τις σχέσεις φυσικού καταναγκασμού και το
διάπλατο άνοιγμα του δρόμου για την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής.
Οι
πολιτικά ανώριμες ακόμα λαϊκές δυνάμεις άργησαν να αντιληφθούν ότι η
αστική εξουσία ήταν το αντικειμενικό αποτέλεσμα της επανάστασης και όχι
της προδοσίας της.
Παρ’
όλα αυτά, το σπάσιμο του φόβου τους, ο ξεσηκωμός τους (κόντρα στις
παραινέσεις ή και τις απειλές των ισχυρών, των «συνετών» κλπ), η
ανιδιοτέλειά τους στον αγώνα, η αντοχή τους στις δυσκολίες, γενικότερα η
ισχύς του επαναστατημένου λαού: Ολα αποτελούν διαχρονική πηγή έμπνευσης
για τις σύγχρονες μάχες που έχει μπροστά του ο λαός μας».
Μάλιστα,
η κυρία Θωμά ισχυρίζεται ότι η ανάλυση του ΚΚΕ ταυτίζεται με την
προσέγγιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη ή με τις θέσεις της Επιτροπής
«Ελλάδα 2021»:
«Μέσα
στα πολλά σοκ που συνόδεψαν τους εορτασμούς και τις αναφορές στα 200
χρόνια από την Επανάσταση του ’21, ήταν ίσως πιο γερό σοκ από όλα
–φαντάζομαι όχι μόνο για μένα– η σχετική διακήρυξη του ΚΚΕ.
Γιατί,
από Γιάννες και Κατερίνες και Μητσοτάκηδες περιμένεις τα πάντα. Το ΚΚΕ
να αναθεωρεί όμως τη στάση του ίδιου του ΚΚΕ απέναντι στην Επανάσταση
του ΄21, ε, μάλλον όχι».
Παραθέτουμε
ενδεικτικά ένα ακόμα απόσπασμα της Διακήρυξης και αφήνουμε στο
αναγνωστικό σας κοινό να συμπεράνει αν οι θέσεις του ΚΚΕ μπορούν σε κάτι
να θυμίσουν «Γιάννες, Κατερίνες και Μητσοτάκηδες»:
«Στη
σημερινή εποχή, η σοσιαλιστική επανάσταση για την κατάκτηση της
εργατικής εξουσίας είναι η μοναδική προοδευτική απάντηση απέναντι στο
γερασμένο καπιταλιστικό σύστημα. Γι’ αυτό σήμερα προέχει η ολόπλευρη
προετοιμασία της πρωτοπορίας, όλων των αγωνιστικών ριζοσπαστικών
δυνάμεων για την αντεπίθεση.
Προέχει
η συστράτευση όλων των κοινωνικών – ταξικών δυνάμεων που έχουν συμφέρον
από την ανατροπή της αστικής εξουσίας, η αντιμετώπιση όλων των
ταλαντεύσεων.
Ηγετική
δύναμη της επανάστασης θα είναι ο κοινωνικός φορέας του καινούριου, η
εργατική τάξη, που με την επαναστατική της πάλη θα εμπνεύσει και θα
συσπειρώσει και τα λαϊκά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, για την ανατροπή
της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση της εργατικής, για την
κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε μορφής
κοινωνικής καταπίεσης και ανισοτιμίας, για την αποδέσμευση της χώρας από
τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και από κάθε
ιμπεριαλιστική ένωση».
Βέβαια,
η κυρία Θωμά επιχειρεί να καλύψει τις όποιες διαστρεβλώσεις με την
παράθεση αποσπασμάτων παλαιότερων θέσεων του ΚΚΕ για την Επανάσταση του
1821, επισημαίνοντας τις διαφοροποιήσεις τους σε σχέση με τη σημερινή
εκτίμηση περί αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης.
Ανοιχτή επιστολή του Τμήματος Ιστορίας του ΚΚΕ στο «ThePressProject»
Η
κυρία Θωμά και όποιος άλλος ανακαλύπτει ότι το ΚΚΕ, βασισμένο στην
ιστορική έρευνα, διορθώνει παλιότερες μονομέρειες ή ανεπάρκειες
επεξεργασιών του, παραβιάζει ανοικτές πόρτες.
Και
αυτό διότι στον προαναφερόμενο συλλογικό τόμο υπάρχει σχετικό κείμενο
που αφιερώνεται ακριβώς σε αλλαγή κομβικών ζητημάτων στις
ιστοριογραφικές επεξεργασίες του Κόμματός μας.[3]
Αντίστοιχο άρθρο δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη». Το ίδιο επισημαίνεται και στο κείμενο της Διακήρυξης, όπου αναφέρεται:
«Το
Κόμμα μας, από την ίδρυσή του, καταπιάστηκε επανειλημμένα με την
Ιστορία του 1821, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τα συμπεράσματα της
μελέτης αυτής στη διαμόρφωση της στρατηγικής του. Βέβαια, αυτές οι
προσεγγίσεις δεν στερούνταν αδυναμιών, που αντανακλούσαν κάθε φορά το
ιδεολογικό – πολιτικό επίπεδο ωριμότητας του ίδιου του Κόμματος».
Με
βάση τα προηγούμενα, η σημαντικότερη διαφοροποίηση σε σχέση με
παλιότερες επεξεργασίες έγκειται στο ότι το ΚΚΕ, σε ένα διάστημα της
υπερεκατοντάχρονης ιστορίας του (και όχι στο σύνολό της, όπως υπονοεί η
κυρία Θωμά), αν και αναγνώριζε την ηγεμονία της αστικής τάξης στην
επανάσταση, θεωρούσε ότι η Επανάσταση δεν οδήγησε στη συγκρότηση ενός
σύγχρονου αστικού έθνους-κράτους, αλλά μέσα από τη συμφιλίωση της
αστικής τάξης με τις παραδοσιακές κοινωνικές δυνάμεις (και κυρίως με
τους κοτζαμπάσηδες) στη δημιουργία ενός αστοτσιφλικάδικου καθεστώτος.
Ομως, η συντάκτρια του άρθρου ούτε στέκεται ούτε προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτή τη διαφοροποίηση.
Και
φυσικά δεν αναφέρει όλα τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται η σημερινή
τοποθέτηση του ΚΚΕ, τα οποία εν συντομία είναι τα ακόλουθα:
α) Η
εκτίμηση της αστοποίησης μερίδας των παραδοσιακών κοινωνικών δυνάμεων
και ειδικότερα των Πελοποννησίων κοτζαμπάσηδων, που επέκτειναν τις
οικονομικές τους δραστηριότητες στο εμπόριο, στη ναυτιλία κ.ά., ενώ
παράλληλα κατεύθυναν την αγροτική παραγωγή τους στο εξωτερικό εμπόριο.
β) Ο
αστικός χαρακτήρας των επαναστατικών συνταγμάτων (που η κυρία Θωμά τα
θεωρεί γενικά και αόριστα δημοκρατικά) που φανερώνεται κυρίως στην
αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και στην κατοχύρωση της
διάκρισης των εξουσιών, της ανεξιθρησκίας κλπ.
γ) Το
γεγονός ότι στους «εμφυλίους» πολέμους της Επανάστασης επικράτησε η πιο
ριζοσπαστική μερίδα της αστικής τάξης, την οποία εξέφραζαν οι
καραβοκυραίοι, οι αστοί διανοούμενοι, τα νέα αστικά στρώματα (γιατροί,
δικηγόροι κλπ), αλλά και οι πιο αστοποιημένοι κοτζαμπάσηδες και η οποία
απαιτούσε και πέτυχε τη συγκρότηση ενός σύγχρονου για την εποχή του
ανεξάρτητου και συγκεντρωτικού αστικού έθνους-κράτους, πολύ νωρίτερα
μάλιστα από ό,τι αυτό συνέβη όχι μόνο στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες,
αλλά ακόμα και σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Αντί
των προηγούμενων, η κυρία Θωμά, η οποία με το «Εμείς» του Μακρυγιάννη
καταλαβαίνει ότι η επανάσταση ήταν λαϊκή εθνικοαπελευθερωτική, δεν
αναφέρει παλιότερες κομματικές επεξεργασίες που τη διαψεύδουν, ενώ σε
αυτές που αναφέρει αποκόβει τα κομμάτια τους που αφορούν τον
εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο της Επανάστασης από αυτά που αφορούν τον
αστικό χαρακτήρα της (τα οποία και δεν αναφέρει).
Για
παράδειγμα στον «Ριζοσπάστη» της 25ης Μαρτίου 1921 (ο οποίος δεν
παρατίθεται, αν και είναι η πρώτη επέτειος, κατά την οποία ο
«Ριζοσπάστης» αποτελούσε όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος
Ελλάδας, μετέπειτα ΚΚΕ) σημειωνόταν αναφορικά με την Επανάσταση:
«Οτι
η επανάστασις του 1821 ήτο μία επανάστασις, εις ην εσήκωσε το Εθνος, η
συμφεροντολογία των μικροαστών και των εμπόρων της εποχής, οίτινες
έχοντας εις τας χείρας την οικονομικήν ζωήν της χώρας –των Τούρκων
φεουδαρχών μη ασχολούμενων με την εμπορικήν κίνησιν– είχαν συμφέρον να
αποκτήσουν και την πολιτικήν εξουσίαν είναι αναμφισβήτητον και
χιλιοειπωμένον ήδη.
Ως
επίσης αναντίρρητον είναι ότι προς επιτυχίαν της επαναστάσεως ταύτης, η
αστική τάξις εξεμεταλλεύθη την διαφοράν της θρησκείας του υπόδουλου ως
προς τον κατακτητήν, την παράδοσιν περί αναστάσεως του Βυζαντίου, το
μίσος του αγρότου κολλίγου και υποτελούς κατά του αγά».[4]
Ενώ, στο άρθρο του «Ριζοσπάστη» του 1924, στο οποίο παραπέμπει, παραλείπει για ευνόητους λόγους την αρχή του, όπου σημειώνεται:
«Η
αστική τάξις θα εορτάση σήμερον την «Εθνικήν» της εορτή. Η σημερινή
ημέρα συμβολίζει το απελευθερωτικόν κίνημα του 21. Η επανάστασις εκείνη
προοδευτική δια την εποχήν της από απόψεως ιστορικής ανάγκης ήτο καθαρώς
κίνημα αστικόν».[5]
Φυσικά,
ο προσδιορισμός του αστικού χαρακτήρα της Επανάστασης δεν αμφισβητεί τη
λαϊκή συμμετοχή, όπως φαίνεται και από το απόσπασμα που παραθέτει η
κυρία Θωμά (και όπως συμβαίνει και στην τωρινή Διακήρυξη):
«Οι
αστοί έδωσαν το χρήμα, ο λαός έδωσε το αίμα.. ο λαός ο οποίος έδωσε το
αίμα του δια την επιτυχίαν της Επανάστασης εγκαταλείφθη από την πρώτην
ημέραν, ούτε οι αστοί ούτε οι κοτζαμπάσηδες σκέφτηκαν ποτέ τα λαϊκά
συμφέροντα»,
Μόνο
που ο συντάκτης του άρθρου πριν από 97 χρόνια, όπως και οι σημερινοί
συντάκτες της Διακήρυξης, γνώριζε πολύ καλά ότι η ταξική σύνθεση των
ένοπλων δυνάμεων μιας επανάστασης δεν προσδιορίζει και τον ταξικό της
χαρακτήρα.
Αντίθετα,
σε όλες τις αστικές επαναστάσεις της εποχής, οι αστοί αποτελούσαν μια
συντριπτικά μειοψηφούσα κοινωνική δύναμη, η οποία όμως αποτελούσε το
φορέα των νέων σχέσεων παραγωγής και της νέας καπιταλιστικής εξουσίας
και η οποία όφειλε να συμπαρασύρει τους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες
στα επαναστατικά της σχέδια, αν ήθελε να νικήσει τη φεουδαρχική
εξουσία.
Ετσι και αλλιώς, και οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες θα είχαν όφελος από την ανατροπή της φεουδαρχίας.
Εξάλλου,
αν η ταξική σύνθεση των ενόπλων δυνάμεων έδινε και τον ταξικό χαρακτήρα
μιας πολεμικής αναμέτρησης, τότε και η ιμπεριαλιστική Μικρασιατική
Εκστρατεία, όπως και η συμμετοχή του ελληνικού στρατού στην επέμβαση στη
σοβιετική Ρωσία και στην Κορέα, θα έπρεπε να θεωρούνται λαϊκοί πόλεμοι.
Θα
μπορούσα να αναφέρω ακόμα πολλά παραδείγματα επιλεκτικής παρουσίασης
παλιότερων επεξεργασιών (στα αποσπάσματα που παραθέτει) και άλλες τόσες
επεξεργασίες που δεν παραθέτει, αλλά δεν επιθυμώ να κουράσω.
Εξάλλου,
το ουσιαστικό είναι ότι αυτή η κοπτοραπτική της κομματικής
ιστοριογραφίας συνοδεύεται με διάφορες άλλες αναλύσεις, που επιχειρούν
να προβληθούν ως παρελθούσες αναλύσεις του ΚΚΕ, ενώ στοχεύει να
παρουσιάσει τις σημερινές αναλύσεις του ΚΚΕ ως ταυτόσημες με άλλες που
καμία σχέση δεν έχουν μαζί του.
Πιο συγκεκριμένα:
α) Η κυρία Θωμά ισχυρίζεται ότι το ΚΚΕ ψέγει την Επανάσταση του 1821 γιατί δεν ήταν σοσιαλιστική:
«…μόνο
μια ανιστορική ιδέα για το χρέος μιας «ταξικής επανάστασης» (που δεν
έλαβε χώρα πουθενά αλλού την εποχή εκείνη) μπορεί να ψέξει τους ραγιάδες
της οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό ζυγό αιώνων, ως προς το ότι
αγωνίστηκαν να στήσουν δικό τους κράτος, αντί να το πάνε απευθείας για
σοβιέτ».
Ομως η Διακήρυξη λέει το ακριβώς αντίθετο:
«Η
Επανάσταση του 1821 ήταν αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση, γνήσιο
«τέκνο» της εποχής της. Προέκυψε ως συνέπεια των κοινωνικοοικονομικών
αντιθέσεων που οξύνθηκαν την περίοδο μετάβασης από τη φεουδαρχία στον
καπιταλισμό.
Αποτέλεσε
μία από τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνταν εκείνη την περίοδο,
έναν από τους πολλούς κρίκους των αστικών επαναστάσεων, που
πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. […]
Το
αστικό συγκεντρωτικό έθνος – κράτος αποτελούσε την πραγματική
επαναστατική απάντηση της εποχής στα αδιέξοδα της φεουδαρχικής εξουσίας,
αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της
ταξικής εκμετάλλευσης».
Φυσικά,
η Διακήρυξη αναφερόμενη σε αστικές επαναστάσεις εννοεί τις ταξικές
επαναστάσεις που γκρέμισαν τον παλιό κόσμο της φεουδαρχίας επιβάλλοντας
επαναστατικά τον καπιταλισμό σε μια περίοδο που εκτείνεται από την
Αμερικανική Επανάσταση (1775) έως και τις ευρωπαϊκές αστικές
επαναστάσεις της περιόδου 1848-1850.
Και
να πληροφορήσουμε την κυρία Θωμά ότι στη διεθνή ιστοριογραφία αυτή η
περίοδος αναφέρεται ως περίοδος των αστικών επαναστάσεων, ενώ ο
ιστορικός Eric Hobsbawm έδωσε αντίστοιχο τίτλο σε βιβλίο του για την περίοδο.
Επομένως,
η διαφορά του ΚΚΕ από τις άλλες αντικειμενικά δοσμένες προσεγγίσεις της
εποχής των αστικών επαναστάσεων έγκειται στο γεγονός ότι αναδεικνύει το
ιστορικά πεπερασμένο του καπιταλισμού.
Γι’
αυτό και θεωρεί ότι το σύγχρονο πρόταγμα της εργατικής τάξης και των
φτωχών λαϊκών δυνάμεων δεν μπορεί να αναζητηθεί στα τότε συνθήματα των
αστικών επαναστάσεων που επέβαλαν την καπιταλιστική εξουσία, αλλά στην
προσπάθεια διαμόρφωσης μιας κοινωνικής συμμαχίας και στρατηγικής για την
ανατροπή της.
Υπό
αυτό το πρίσμα, η όποια σύμπτωση της ανάλυσης του ΚΚΕ με αντικειμενικές
αστικές και άλλες αναλύσεις της περιόδου δεν σημαίνει και ταύτιση του
σκεπτικού του μαζί τους.
Οπως,
οι αντιλήψεις της κυρίας Θωμά περί εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης με
κορυφαία τη σημασία της θρησκευτικής συνείδησης (όπως θα δούμε
παρακάτω), δεν την ταυτίζουν με τον Άδωνι Γεωργιάδη.
Ομως, η κυρία Θωμά αμφισβητεί τόσο τον αστικό χαρακτήρα της Επανάστασης («η επιμονή στο δήθεν αστικό χαρακτήρα της επανάστασης»), όσο και την ύπαρξη ακόμα αστικής τάξης («Ούτε οι εμποράντζες της εποχής συνιστούσαν αστική τάξη με την μαρξική έννοια, ούτε αυτές οδήγησαν στην επανάσταση»).
Και
μάλλον δεν αποδέχεται ούτε την ανάγκη ανατροπής της καπιταλιστικής
εξουσίας, παρά μόνο την ανάγκη αντικατάστασης μιας κυβέρνησης από μια
άλλη:
«Και
είναι διπλά γελοία μια τέτοια κατηγορία, όταν έρχεται από εμάς που όχι
σοβιέτ δεν προσπαθούμε να στήσουμε, αλλά ζούμε ως υπήκοοι του Κούλη, και
δεχθήκαμε στην προηγούμενη δεκαετία τρία μνημόνια συν την κωλοτούμπα
του δημοψηφίσματος του 2015 χωρίς να ανοίξει μύτη… αλλά αυτά είναι για
άλλη φορά».
β) Η ανιστορική κατά την κυρία Θωμά προσέγγιση του ΚΚΕ επεκτείνεται και στην εξέταση του ρόλου της θρησκείας:
«Οσο
για το ρόλο της θρησκείας, είναι κάποτε καιρός να σταματήσουμε να
βλέπουμε την εποχή με τα γυαλιά της σημερινής μας ιδεολογίας, και να
αναγνωρίσουμε ότι στην εποχή του (και για πολύ αργότερα), ο λαός της
επανάστασης ήταν πιστός και είχε κρατηθεί από τη θρησκεία του ως μέσο
διαφοροποίησης από τον κατακτητή (φαινόμενο παγκόσμιο και πανάρχαιο)».
Μόνο που και σε αυτό το θέμα, άλλα λέει η Διακήρυξη του ΚΚΕ:
«Ο
στόχος της επαναστατημένης αστικής τάξης, δηλαδή η συγκρότηση ενός
σύγχρονου αστικού έθνους-κράτους, σήμαινε ταυτόχρονα και ρήξη με τους
όρους της οθωμανικής κυριαρχίας.
Το
γεγονός αυτό προσέδωσε στην Επανάσταση και απελευθερωτικό χαρακτήρα και
επέτρεψε στην αστική τάξη να προσελκύσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις,
που βίωναν την ταξική εκμετάλλευση και τη φυλετική και θρησκευτική
καταπίεση, στα επαναστατικά της σχέδια».
γ) Η
κυρία Θωμά επιχειρεί να ταυτίσει τις αναλύσεις του ΚΚΕ με το αστικό
αντιδραστικό ρεύμα της αναθεώρησης της Ιστορίας και συγκεκριμένα με τον
εκπρόσωπο του Mazower:
«Επαναστατήσαμε
–εμείς, ο λαός– γιατί θέλαμε ελευθερία, και όχι να λαθροβιώνουμε ως
πολίτες σκλάβοι β’ κατηγορίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (που δεν ήταν η
ονειροφαντασία του τουρίστα Μαζάουερ, αλλά ένας ατέλειωτος κατάλογος
από καταπίεση, εξευτελισμούς και σφαγές). […] Και αν το ΚΚΕ έχει
σταματήσει να κάνει αυτή τη διάκριση, κακό του κεφαλιού του.
Κυριολεκτικώς, γιατί, το μεγαλύτερο θύμα από μια τέτοια αναθεώρηση της
ιστορίας θα είναι το ίδιο».
Μόνο
που το ΚΚΕ είναι το μοναδικό κόμμα που με συνέπεια έχει αντιστρατευτεί
αυτό το αντιδραστικό ρεύμα, ενώ η κυρία Θωμά δεν μας εξηγεί επαρκώς
–όπως φαίνεται και από τα προηγούμενα– από πού προκύπτει η ταύτιση που
υποστηρίζει.
Κλείνοντας, το ΚΚΕ είναι ανοικτό στην στοιχειοθετημένη κριτική, ακόμα και στη στοιχειοθετημένη πολεμική εναντίον των θέσεών του.
Ομως, στη διαδρομή 102 χρόνων δεν έχει δεχτεί -και ούτε πρόκειται να το πράξει τώρα- τη διαστρέβλωση των θέσεών του.
Με
αυτή την έννοια, κάθε αρθρογράφος έχει το δικαίωμα να διαφωνεί με τις
αναλύσεις του ΚΚΕ ή να παρουσιάζει τις δικές του αντίθετες απόψεις ή
αναλύσεις, αλλά όχι και να χρησιμοποιεί τις αναλύσεις του ΚΚΕ όπως θέλει
ή να χρησιμοποιεί παραπλανητικά την ιστορική διαδρομή του.
Σε
αυτή τη βάση, σας καλούμε να δημοσιεύσετε την παρούσα επιστολή στο site
σας ως δείγμα σεβασμού στην ιστορική πραγματικότητα και τη
δημοσιογραφική δεοντολογία.
[1]. Κώστας
Σκολαρίκος: «Εμφύλιες» συγκρούσεις και «εμφύλιοι» πόλεμοι στην
Επανάσταση του 1821, στο Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.) «1821. Η
Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους», εκδ. «Σύγχρονη
Εποχή», Αθήνα, 2020 , σελ. 268.
[2]. Αναστάσης
Γκίκας: «Ο ρόλος και η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής στην
Επανάσταση του 1821. Ο χαρακτήρας της Επανάστασης» στο Τμήμα Ιστορίας
της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), ό.π., σελ. 199.
[3].Μάκης
Μαΐλης: «Η κομματική ιστοριογραφία για το χαρακτήρα και τις κινητήριες
δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του ΚΚΕ» στο Τμήμα
Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), ό.π.
Ράπισμα στους προκλητικούς ισχυρισμούς της κυβέρνησης
ότι διαχειρίζεται ...«ικανοποιητικά» την πανδημία, δίνοντας
«προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή», αποτελούν τα στοιχεία της
«παράλληλης πανδημίας» που είναι σε εξέλιξη, με τραγικά αποτελέσματα,
εδώ και έναν χρόνο.
Η μετατροπή του δημόσιου συστήματος Υγείας σε
«μίας νόσου» και το πέταγμα έξω από τα νοσοκομεία και την ΠΦΥ κάθε άλλης
ασθένειας έχουν κάνει πια «κανονικότητα» τις αναβολές σε ραντεβού, τη
μη έγκαιρη διάγνωση ασθενειών, άρα και τη μη έγκαιρη έναρξη θεραπειών,
κάτι που λειτουργεί επιβαρυντικά για την πρόγνωση της πορείας ενός
ασθενούς, όπως για παράδειγμα οι ογκολογικοί.
Αυτά είναι τα
αποτελέσματα της περικοπής χειρουργείων, της περιστολής της λειτουργίας
εξωτερικών και περιφερειακών ιατρείων, της μετατροπής Κέντρων Υγείας
αποκλειστικά σε εμβολιαστικά κέντρα, των συμπτύξεων κλινικών σε δημόσια
νοσοκομεία και των μετατροπών εν μία νυκτί σε Covid, χωρίς μάλιστα το
κατάλληλο προσωπικό και τις υποδομές.
* * *
Η κατάσταση αυτή διαμορφώνεται την ίδια στιγμή
που η κυβέρνηση διαφημίζει τη «συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
στην Υγεία», αντί να προχωρήσει στην άμεση και δίχως όρους επίταξη όλων
των μονάδων που ανήκουν σε επιχειρηματικούς ομίλους, εντάσσοντάς τες
στον κρατικό σχεδιασμό, ώστε να δοθεί μια διέξοδος τόσο σε Covid
περιστατικά όσο και σε χρόνια πάσχοντες.
Αντίθετα, σήμερα η
περιβόητη «συνύπαρξη» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα από τη μία σφίγγει τη
θηλιά στα δημόσια νοσοκομεία και από την άλλη στέλνει πελατεία στα
ιδιωτικά, με τον εργατόκοσμο να βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη για κάθε
είδους ανάγκη.
Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία που το ίδιο το
υπουργείο Υγείας δημοσίευε τον περασμένο Δεκέμβρη: Την περίοδο Γενάρη -
Οκτώβρη 2020 καταγράφηκε μείωση των επισκέψεων στα Τμήματα Επειγόντων
Περιστατικών κατά 30%, ενώ κατά 31% μειώθηκαν οι επισκέψεις στα τακτικά
εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Συνολικά στο 10μηνο «χάθηκαν» πάνω
από 3,4 εκατ. επισκέψεις σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της
περιόδου 2017 - 2019. Τα χειρουργεία μειώθηκαν κατά 21% και οι νοσηλείες
κατά 16%. «Χάθηκαν» δηλαδή εκείνο το 10μηνο πάνω από 90.000 χειρουργεία
στο δημόσιο σύστημα Υγείας σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο των ετών
2017 - 2019.
* * *
Την ίδια κατάσταση αποτυπώνουν και στοιχεία
από φορείς πασχόντων ευπαθών ομάδων, π.χ. Ενώσεων και Συλλόγων
Καρκινοπαθών κ.λπ. Σύμφωνα με έρευνα της Ενωσης Ασθενών Ελλάδας σε 2.500
ασθενείς το φθινόπωρο του 2020, το 28% χρόνια πασχόντων δήλωσε ότι
ακυρώθηκε το ραντεβού με τον γιατρό του, 1 στους 10 ότι αναβλήθηκε η
θεραπεία του και το 7% ότι αναβλήθηκε η προγραμματισμένη επέμβασή του.
Μάλιστα η έρευνα εκφράζει την ανησυχία - που άλλωστε διατυπώνεται και
από μια σειρά ειδικούς - ότι οι αρνητικές επιπτώσεις μιας τέτοιας
καθυστερημένης φροντίδας «θα εκφραστούν πολύ σύντομα σε μια υπερβάλλουσα
θνησιμότητα από άλλες αιτίες».
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το
32,5% δηλώνει ότι οι οικονομικές δυσκολίες ήταν ένα από τα εμπόδια
πρόσβασης στο ΕΣΥ, το 25,41% ότι είχε πιο σπάνια ή πιο δύσκολη
επικοινωνία με τον γιατρό του, ενώ το 11,6% δήλωσε ότι δεν μπορούσε να
βάλει το χέρι στην τσέπη για να πληρώσει τον ιδιωτικό τομέα.
Σε
ογκολογικούς ασθενείς, ένα 24,08% δήλωσε ότι ακυρώθηκε προγραμματισμένο
ραντεβού, το 22,03% ότι είχε πιο σπάνια ή πιο δύσκολη επικοινωνία με τον
γιατρό του. Επίσης, στο 16,95% ακυρώθηκε ή αναβλήθηκε η θεραπεία και
στο 4,59% ακυρώθηκε ή αναβλήθηκε η επέμβασή του. Αντίστοιχα ή μεγαλύτερα
είναι τα ποσοστά και για τους ρευματοπαθείς και τους διαβητικούς.
Αποκαλυπτικό
είναι όμως και το εύρημα που δείχνει ότι το 34,04% των χρόνια πασχόντων
εργάστηκε κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων με φυσική παρουσία,
κάτι που πολλαπλασιάζει την έκθεση αυτού του ευάλωτου τμήματος σε
μεγάλους κινδύνους, ενώ το 6,91% αναγκάστηκε να πάρει άδεια άνευ
αποδοχών, προφανώς κατόπιν πιέσεων της εργοδοσίας. Μόλις το 26,6% πήρε
άδεια ειδικού σκοπού. Μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων και τον ιό
να «θερίζει» στους εργασιακούς χώρους, αφού η εργοδοσία απολαμβάνει την
ασυλία που της παρέχει το κράτος, το 74,47% των χρόνια πασχόντων
εργάστηκε με φυσική παρουσία...
* * *
«Προμηνύεται κύμα εμφάνισης παραμελημένων καρκίνων»:
Αυτή είναι η αγωνιώδης προειδοποίηση από την Ελληνική Ομοσπονδία
Καρκίνου, αφού σύμφωνα με μελέτες, κατά το έτος 2020 οι νέες διαγνώσεις
καρκίνου έχουν μειωθεί κατά περίπου 40% (!), ενώ οι εξετάσεις πρόληψης
και οι προ-συμπτωματικοί έλεγχοι εμφανίζουν μείωση κατά περίπου 50%,
συνέπεια της αδυναμίας πρόσβασης των πολιτών στις δομές Υγείας.
«Σήμερα
υπάρχουν σοβαρά εμπόδια στην ασφαλή και έγκαιρη πρόσβαση των
ογκολογικών ασθενών στις συστημικές, χειρουργικές ή ακτινοθεραπευτικές
θεραπείες τους, λόγω διακοπών λειτουργίας τακτικών εξωτερικών ιατρείων
και ογκολογικών κλινικών», επισημαίνει η Ομοσπονδία, περιγράφοντας τον
εφιάλτη που ζουν ασθενείς οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να
απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με
όλα τα παραπάνω, περιγράφουν τη ζοφερή κατάσταση που διαμόρφωσαν όλες
οι κυβερνήσεις στην Υγεία, με την προώθηση της επιχειρηματικής δράσης,
τη λειτουργία των νοσοκομείων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, που
οδήγησαν ακόμα και στο κλείσιμο κρίσιμων μονάδων Υγείας, με τους
κουτσουρεμένους προϋπολογισμούς και την υποστελέχωση.
Μια
κατάσταση που είναι άμεσο αποτέλεσμα και όχι «παραφωνία» της στρατηγικής
που ακολουθείται από τις κυβερνήσεις και την ΕΕ. Και φωτίζει ακριβώς
την ανάγκη να δυναμώσει η πάλη εργαζομένων και υγειονομικών για άμεσα
μέτρα ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος Υγείας και επίταξης του
ιδιωτικού τομέα, για να μη χάνονται ζωές. Προπάντων, να μπει στο
επίκεντρο της λαϊκής πάλης η διεκδίκηση ενός καθολικού, δημόσιου και
δωρεάν συστήματος Υγείας, στην υπηρεσία των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών
και όχι της καπιταλιστικής κερδοφορίας, όπως γίνεται σήμερα, σε βάρος
του λαού.
Ανοιγμα
σχολείων, αλλά μόνο των Λυκείων, για άλλη μια φορά χωρίς κανένα
ουσιαστικό μέτρο προστασίας απέναντι στον κορονοϊό, πετώντας ξανά το
«μπαλάκι» σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, φορτώνοντάς τους την ατομική
ευθύνη της «αυτοδιάγνωσης». Αυτό ανακοίνωσε προχτές η κυβέρνηση,
ξεσηκώνοντας δικαιολογημένες αντιδράσεις σε εκπαιδευτικούς, γονείς και
μαθητές.
Ολων όσοι δέκα μήνες τώρα διεκδικούν όρους ασφάλειας για
τη λειτουργία των σχολείων, επιπλέον εκπαιδευτικούς και προσωπικό
καθαριότητας, εξεύρεση χώρων και υποδομών για αραίωση των μαθητών στις
τάξεις.
Διεκδικούν την επιτάχυνση των εμβολιασμών και την ένταξη
των εκπαιδευτικών σε αυτούς, τη διενέργεια μαζικών επαναλαμβανόμενων
τεστ από προσωπικό του ΕΟΔΥ σε όλα τα σχολεία, εξαντλητικές ιχνηλατήσεις
εκεί που υπάρχουν κρούσματα, για να σπάει η αλυσίδα της μετάδοσης μέσα
στο σχολείο και επομένως στις οικογένειες δασκάλων και μαθητών.
Τέτοια
μέτρα η κυβέρνηση τα αρνείται, αντιμετωπίζοντας τις ανάγκες της
Εκπαίδευσης, του λαού και των παιδιών του ως κόστος. Πρόκειται για
συνειδητή επιλογή και όχι για «έλλειψη σχεδίου», όπως λένε οι δυνάμεις
του ΣΥΡΙΖΑ, καταλογίζοντας κι εδώ στην κυβέρνηση «ερασιτεχνισμό», ενώ
πρόκειται για συνειδητό τζογάρισμα της υγείας μαθητών, γονέων και
εκπαιδευτικών, στη λογική του «κόστους - οφέλους».
Τα αποτελέσματα
φάνηκαν από το Σεπτέμβρη, όταν με την έναρξη της εκπαιδευτικής
διαδικασίας χωρίς μέτρα, τα κρούσματα στα σχολεία άρχισαν να
πολλαπλασιάζονται με ταχύτητα. Τι έλεγε τότε η κυβέρνηση; Οτι τα
«υγειονομικά πρωτόκολλα» για τα σχολεία ήταν «ασπίδα προστασίας», ότι
δεν ήταν αναγκαία ο συστηματικός έλεγχος και η ιχνηλάτηση στους μαθητές
επειδή «στα σχολεία δεν κολλάει» και ότι είναι υπερβολές τα αιτήματα
γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών.
Και μόνο το γεγονός ότι τώρα
καθιστά υποχρεωτικό τον συχνό έλεγχο των μαθητών για να παρακολουθήσουν
τα μαθήματα, δείχνει πόσο διάτρητα ήταν τα πρωτόκολλα που υπερασπιζόταν
μέχρι πρόσφατα, με «επιστημονικό» μάλιστα μανδύα, ρίχνοντας λάσπη στις
δίκαιες διεκδικήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας. Το απέδειξε άλλωστε η
έξαρση της νόσου, που οδήγησε τελικά στο κλείσιμο των σχολείων τον
περασμένο Νοέμβρη.
Τώρα η κυβέρνηση υποχρεώνει μαθητές και
εκπαιδευτικούς σε τακτικό έλεγχο για να ξανανοίξει τα σχολεία, αλλά τους
φορτώνει την ευθύνη να τον κάνουν μόνοι τους, πετώντας από πάνω της την
αυτονόητη υποχρέωση να μεριμνά το κράτος για την πρόληψη και την
ιχνηλάτηση, πόσο μάλλον για την επιδημιολογική καταγραφή και
παρακολούθηση.
Η αυτοδιάγνωση θα οξύνει τα προβλήματα και δεν θα
τα λύσει. Κι αυτό φαίνεται ήδη από τα ερωτήματα που παραμένουν
αναπάντητα δύο μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία: Τι θα συμβεί αν το τεστ
δεν γίνει σωστά, αφού οι μαθητές ούτε γιατροί είναι ούτε νοσηλευτές; Τι
θα γίνει αν τα αποτελέσματα δεν είναι αξιόπιστα; `H αν κάποιοι φέρνουν
στο σχολείο ψευδείς δηλώσεις;
Την ώρα που τα παιδιά κάθονται δυο -
δυο στα θρανία, χωρίς αποστάσεις και παστωμένα σε τάξεις των 25 και
βάλε μαθητών, ο ιός βρίσκει χώρο να εισχωρεί και να μεταδίδεται. Φτάνει
όμως κι από άλλο δρόμο στους μαθητές: Από τους εργαζόμενους γονείς, που
είναι καθημερινά εκτεθειμένοι στα πρωτόκολλα της εργοδοσίας και στα
παστωμένα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.
Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση
στην εκπαίδευση, στη μόρφωση και την ομαλή ψυχική και κοινωνική ανάπτυξη
των παιδιών είναι οριακή. Κάθε καθυστέρηση από το ασφαλές άνοιγμα της
Εκπαίδευσης είναι ένα εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό έγκλημα, που βαραίνει
το κράτος και την κυβέρνηση, κάνοντας επιτακτική ανάγκη να δυναμώσει ο
αγώνας για άνοιγμα όλων των σχολείων, για όλους τους μαθητές, με όλα τα
αναγκαία μέτρα προστασίας, που διεκδικούν οι σύλλογοι και τα σωματεία
γονέων και εκπαιδευτικών.