Ο τελευταίος, από τους πρωτοστάτες της συνθηκολόγησης με το γερμανικό στρατό και της παράδοσης της χώρας στους Γερμανούς, τερμάτισε τον πρωθυπουργικό βίο του μετά από 18 μήνες. Η αστική τάξη χρειαζόταν μία «νέα» κατοχική κυβέρνηση, πιο κατάλληλη και ικανή να «χειριστεί» το λαό. Πρώτα από όλα, χρειαζόταν άλλος πρωθυπουργός. Ο Λογοθετόπουλος δεν εκπληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις και λόγω πολιτικής οξυδέρκειας, και λόγω πολιτικής επιρροής. Ο Ι. Δ. Ράλλης, στον οποίο προτάθηκε η πρωθυπουργία, εκείνη την ώρα αρνήθηκε.
Η επιλογή ως πρωθυπουργού του Λογοθετόπουλου ήταν αναγκαστική και φανερά μεταβατική λύση. Σύντομα επαναβεβαιώθηκε ότι τη θέση του πρωθυπουργού έπρεπε να καταλάβει ένα πρόσωπο ικανό και αποφασιστικό, προερχόμενο μάλιστα από τον αστικό πολιτικό κόσμο του κοινοβουλευτισμού, προκειμένου να διευρυνθούν οι συμμαχίες και η κοινωνική βάση της κατοχικής κυβέρνησης.
Στην Ελλάδα, το ΕΑΜ αναπτυσσόταν και ο ΕΛΑΣ είχε συγκροτηθεί, ενώ τα πρώτα σημάδια μιας θυελλώδους ανάπτυξης και των δύο ήταν ορατά. Στις 5 του Μάρτη 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το μεγάλο συλλαλητήριο που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση.
Το έδαφος, λοιπόν, άρχισε να τρίζει κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης. Τους όρους, που ο Ράλλης είχε θέσει στις γερμανικές και ιταλικές αρχές Κατοχής στο παρελθόν και τους οποίους αυτές είχαν απορρίψει, με αποτέλεσμα να μη δεχθεί την πρωθυπουργία, τώρα τους δέχθηκαν. Για την ακρίβεια, δέχθηκαν τον πιο βασικό όρο: Να δημιουργηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας.
Στα τέλη του Οκτώβρη 1943, σε μυστική σύσκεψη, που πραγματοποίησαν μεγαλοβιομήχανοι και μεγαλομαυραγορίτες, αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθεί ο Ράλλης με μεγάλα χρηματικά ποσά, για να εξοπλίσει τα Τάγματα Ασφαλείας. Προηγουμένως, στις 18 του Ιούνη 1943, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 260/1943 «περί συγκροτήσεως τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων».
Οι αντιθέσεις διεθνώς και στην Ελλάδα
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που η μεγάλη τους όξυνση είχε οδηγήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέχισαν και μετά από αυτόν και εξαιτίας των αποτελεσμάτων του να παραμένουν εξαιρετικά οξυμένες και μάλιστα να οξύνονται ακόμα περισσότερο και γοργά. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τη μία πλευρά, ήταν η χιτλερική Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία του Μουσολίνι, μαζί με τους συμμάχους τους (Βουλγαρία, Ρουμανία κ.ά.).
Απέναντι στον Άξονα βρέθηκαν αρχικά η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και σειρά άλλων καπιταλιστικών κρατών. Αργότερα προστέθηκαν οι ΗΠΑ.
Ηταν και αυτός πόλεμος ιμπεριαλιστικός, για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Η νικημένη και ταπεινωμένη πλευρά του πρώτου πολέμου, η Γερμανία, επιζητούσε μανιωδώς τη ρεβάνς. Οι αντιθέσεις ήταν αδύνατο να τιθασευτούν, παρά το γεγονός ότι κοινός αντίπαλος και των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων ήταν η Σοβιετική Ενωση, που μπήκε στον πόλεμο στις 22 του Ιούνη 1941, μόλις η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον της.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις διαπέρασαν κάθετα όλα τα καπιταλιστικά κράτη, δημιουργώντας στο καθένα δύο αντιμαχόμενες αστικές παρατάξεις, συγκριτικά μικρότερης ή μεγαλύτερης πολιτικής εμβέλειας η μία από την άλλη. Η τοποθέτηση των αστικών δυνάμεων σε αυτή ή στην έτερη μεριά καθοριζόταν από λόγους ιδεολογικοπολιτικούς, καθώς και από συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές δοσοληψίες γερμανικών και ιταλικών οικονομικών μεγαθηρίων με εγγλέζικα, αμερικανικά και άλλα μονοπώλια ποτέ δεν σταμάτησαν. Πολλοί αστοί (οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες, καθώς και διανοούμενοι), εκτός από τους παραπάνω λόγους, θεωρούσαν τη Γερμανία πιο ικανή και αποφασισμένη να συντρίψει τη σοβιετική εξουσία.
Φυσικά, η κατάσταση διαγραφόταν πολύ πιο σύνθετη. Παράλληλα με την αντιπαράθεση, καταβάλλονταν διπλωματικές προσπάθειες (π.χ. από το Βατικανό) να συνενωθεί ο καπιταλιστικός κόσμος εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Ταυτόχρονα, οι αντιμαχόμενες πλευρές των αστικών δυνάμεων δε συγκροτούσαν - σταθερά ή και προσωρινά - δύο μεταξύ τους «καθαρά» αντίπαλα στρατόπεδα.
Ως προς αυτό, αν δούμε ως παράδειγμα την Ελλάδα, παρατηρούμε ότι με το μέρος της γερμανικής πλευράς πέρασαν και αστοί που είχαν παραδοσιακούς δεσμούς με τη Μ. Βρετανία ή και παρέμειναν υποστηρικτές του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αντιλαμβάνονταν ότι ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελειώσει και έπρατταν αναλόγως. Στο παράδειγμα της Ελλάδας, αυτός ο «διπλός» ρόλος επίσης εκδηλώθηκε χαρακτηριστικά. Πρυτάνευσε η ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης να συντηρήσει - όσο επέτρεπαν, βεβαίως, οι συνθήκες της Κατοχής - τη λειτουργία του κράτους της, προκειμένου να διατηρήσει τη βάση της μεταπολεμικής του ανασυγκρότησης και θωράκισης και, ταυτόχρονα, να το υπερασπίσει στις κατοχικές συνθήκες από τους ταξικούς αντιπάλους της.
Ο Β- Παγκόσμιος Πόλεμος, που μία από τις ιδιομορφίες του, σε σύγκριση με τον πρώτο, ήταν η κατάκτηση και κατοχή χωρών από ξένα στρατεύματα, διαμόρφωσε συνθήκες υψηλού βαθμού όξυνσης των κοινωνικοταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό των περισσότερων καπιταλιστικών χωρών. Η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο της πάλης.
Από τις παραπάνω απόψεις δεν είναι αντικειμενικός ο χαρακτηρισμός «Ελληνες εναντίον Ελλήνων», που έγινε τίτλος βιβλίου. Τέτοιοι χαρακτηρισμοί, με πιο γνωστό εκείνον του «εμφυλίου πολέμου», κρύβουν το χαρακτήρα που έχει ο ένας ή ο άλλος πόλεμος (π.χ. ταξικός, εθνικοαπελευθερωτικός), γιατί προτάσσουν ως κριτήριο το κοινό φυλετικό στοιχείο των αντιμαχομένων ή και αποδίδουν το χαρακτήρα του πολέμου αποκλειστικά με αυτό το κριτήριο.
Μάλιστα, η σχολή της «αναθεώρησης» της Ιστορίας, σχολή του χυδαίου αντικομμουνισμού, διαπράττει την εξής λαθροχειρία: Εκτιμώντας ότι η ταξική σύγκρουση στην Ελλάδα άρχισε το 1943 (γιατί όχι το 1942;), από τότε δηλαδή που δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, υποβαθμίζει ή «απαλύνει» μέχρι και εξαφάνισης το στοιχείο της κατάκτησης. Έτσι, παρουσιάζει το ΚΚΕ, λίγο - πολύ, να κρύβεται πίσω από το ΕΑΜ, για να ξεγελάσει το λαό! Αυτό επανέλαβαν πρόσφατα και οι Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, αλλά και ο Θ. Πάγκαλος, αποσιωπώντας μεθοδικά τις θέσεις του ΚΚΕ εκείνων και μεταγενέστερων χρόνων, που κάνουν σαφέστατες τις επιδιώξεις που είχε και πώς έβλεπε το θέμα της εξουσίας.
Η ταξική σύγκρουση υπήρχε και εκδηλωνόταν από την πρώτη ώρα της Κατοχής. Στην πορεία μάλιστα, ιδιαίτερα το 1944, πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση, δεν κυριάρχησε πριν από το Δεκέμβρη του 1944.Παράλληλα, από την «αναθεώρηση», αλλά και από οπορτουνιστικά ρεύματα, η αντίθεση στο πολιτικό επίπεδο χαρακτηρίζεται ως αντίθεση «αριστεράς - δεξιάς». Κι αν ακόμα δεχόμαστε αυτήν την ορολογία, τίθεται το ερώτημα: Πού βρισκόταν τότε το «Κέντρο»; Γιατί ουδέτερο δεν ήταν, ούτε οι εκπρόσωποί του είχαν ...εξαφανιστεί από προσώπου Γης. Η ορολογία «δεξιά, κέντρο, αριστερά» κρύβει επίσης ποια τάξη εκφράζει κάθε κόμμα και ποιες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις συγκρούονται.
Θεμ. Σοφούλης: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..
Είναι μονόπλευρη η άποψη που καλλιεργείται επί χρόνια, ότι τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν αποκλειστικό έργο της κυβέρνησης Ι. Ράλλη και των γερμανικών αρχών Κατοχής. Ηταν - άμεσα ή έμμεσα - έργο όλων των ντόπιων αστικών πολιτικών δυνάμεων, καθώς και της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτό είναι πια αποδεκτό από πληθώρα πολιτικών και ιστοριογράφων.
Εγραψε σχετικά ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ:
«...η κυβέρνησις Ι. Ράλλη είναι, εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως της Ελλάδος, η πρώτη "Δυτικοσυμμαχική" Κυβέρνησις εις την Ελλάδα (...)».
«Συνεπώς, η Κυβέρνησις Ράλλη και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν είναι απλώς μία Κατοχική Κυβέρνησις, αλλά, προ παντός, η "Τρίτη Δύναμις", η δυναμική εμφάνισις των Παλαιών Κομμάτων, η διεκδικούσα εθνική και πολιτική δύναμις την Εξουσίαν μετά την απελευθέρωσιν».
Ο ίδιος:
«Τας δολιχοδρομήσεις και την γραμμήν πλεύσεως των Παλαιών Κομμάτων, θα τας συνοψίσουμεν ως κατωτέρω:
(...) δ) Εμμεσος συνεργασία με την Κυβέρνησιν Ι. Ράλλη, ως προς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ...
(...) ε) Ενίσχυσις και ανάπτυξις των Ταγμάτων Ασφαλείας...».
Και σε άλλο σημείο ο Κ. Πυρομάγλου υπογραμμίζει:
«Η κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται, την 8ην Απριλίου 1943, με την ρητήν συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και την υποστήριξιν των Αρχών Κατοχής εις την Ελλάδα, ιδιαιτέρως των Γερμανών. Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β- και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».
Στο βιβλίο του Σπύρου Γασπαρινάτου «Η ΚΑΤΟΧΗ» διαβάζουμε σχετικά:
«...στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ο αντιστράτηγος Κ. Μαζαράκης διαβίβασε έγγραφο του κατοχικού πρωθυπουργού Ι. Ράλλη απευθυνόμενο "προς τον Αρχιστράτηγον Στρατιάς Μέσης Ανατολής - Προς τον Α.Ε. κ. Παπανδρέου". Σ' αυτό ο κατοχικός πρωθυπουργός πληροφορεί για την πρόθεση των Γερμανών ως προς τη "δυνατότητα να υπάρξη εγγύησις της τάξεως εις την πρωτεύουσαν έναντι εντίμου τοπικής συνθηκολογήσεως" (των γερμανικών δυνάμεων). Επίσης, τονίζει ότι "εν πάση περιπτώσει, θα ήτο χρήσιμον να εγνώριζον τας οδηγίας σας εν ευθέτω χρόνω, διά να συντονίσω μικράς στρατιωτικάς δυνάμεις και να συγκρατήσω επ' ολίγας ώρας εις απόστασιν πολυπληθείς ομάδας τρομοκρατών έτοιμους να εισβάλουν εις πρωτεύουσαν, διά να καταλάβουν την εξουσίαν και να δημιουργήσουν τετελεσμένα γεγονότα". Βλ. το κείμενο εις Τσουδερού, Ιστορικό Αρχείο, Γ2, σελ. 1.225».
Ας δούμε τι λέει και η γερμανική πλευρά για το ίδιο θέμα. Εγραψε ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ, πληρεξούσιος (πρέσβης) του Ράιχ στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια:
«...θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».
Και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας:
«Τα ελληνόφωνα κτήνη, σαν τον Ράλλη και Ταβουλάρη (...) με τη βοήθεια της Αγγλίας, του βασιλιά Γλύξμπουργκ και των αστικών κομμάτων (του Σοφούλη, του Καφαντάρη, του Κ. Τσαλδάρη, του Γονατά κτλ., κτλ.) ετοίμαζαν ένοπλες δυνάμεις, για να αιματοκυλίσουν το λαό».
Είναι πλήθος τα γεγονότα που πιστοποιούν την ομόγνωμη στάση σύμπαντος του αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στα Τάγματα Ασφαλείας.
Στην απολογία του στο δικαστήριο των δοσιλόγων, ο Ι. Ράλλης είπε:
«Μοι επιβάλλεται όμως εν τω σημείω τούτω να εκφράσω τας ζωηράς μου ευχαριστίας εις τον πάντοτε αντίπαλόν μου αλλ' εξόχου καλής πίστεως άνδρα, τον σεβαστόν πρόεδρον κ. Σοφούλην, βεβαιώσαντα ότι εθνικώς κατά την πρωθυπουργίαν μου επολιτεύθην». Ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεμ. Σοφούλης ήταν μάρτυρας υπεράσπισης του Ράλλη στη δίκη των δοσιλόγων. Ηταν ο ίδιος που είχε πει στον δολοφόνο Πλυτζανόπουλο: «Τα Τάγματα και τα μάτια σας»!..
Ο Κρις Γούντχαουζ, αρχηγός της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής στα ελληνικά βουνά μετά την αποχώρηση του Εντι Μάγιερς, έγραψε:
«Ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας ως μία γέφυρα διά το πέρασμα της Ελλάδος από της γερμανικής κατοχής εις την απελευθέρωσίν της υπό των συμμάχων, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα χάος».
Αλλά και η σύνθεση της κυβέρνησης Ράλλη είναι πολύ εύγλωττη. Στα μέλη της συγκαταλέγονταν ο βενιζελογενής υπουργός των Εσωτερικών Αντ. Ταβουλάρης, άνθρωπος της εμπιστοσύνης του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου, καθώς και ο Ν. Καλύβας, υπουργός Εργασίας, παλαιός συνδικαλιστής και σοσιαλιστής. (Ο Καλύβας εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ, έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι, στις 27 του Γενάρη 1944).
Εξάλλου και ο Δαμασκηνός έγινε αρχιεπίσκοπος στις 6 του Ιούλη 1941, με τη συναίνεση των Γερμανών και των Εγγλέζων και αφού άλλαξε υπέρ του το συσχετισμό στην Ιερά Σύνοδο μαζί με τον Γ. Τσολάκογλου, που καθαίρεσε τον μέχρι τότε αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Εγγλεζόφιλος δεν ήταν μόνο ο Δαμασκηνός, ήταν και ο Αγγελος Εβερτ, ήταν και Ι. Δ. Ράλλης, ο οποίος θα συνεργαζόταν με οποιονδήποτε κατακτητή, προκειμένου να επιτύχει το στόχο της αστικής τάξης.
Και ο Λαντζ, ο Γερμανός διοικητής των Ιωαννίνων, κατέθεσε για τον Ναπολέοντα Ζέρβα, αρχηγό του ΕΔΕΣ, στις 4 του Φλεβάρη 1947, στο αμερικανικό στρατοδικείο:
«Είχα συνάψει μία απόρρητη συμφωνία με τον διοικητή των εθνικιστών ανταρτών στρατηγό Ζέρβα για κατάπαυση του πυρός. (...) Ο στρατηγός Ζέρβας με ειδοποιούσε διά μέσον του αξιωματικού συνδέσμου που είχα κοντά του - θα μπορούσα να αναφέρω το όνομά του - σχετικά με επικείμενες συγκρούσεις με τους Ελασίτες. Ετσι βοηθούσα το Ζέρβα στον αγώνα του εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών».
Και ο Γεώργιος
Παπανδρέου συγχαίρει...
Ταυτόχρονα τους κατοχικούς πρωθυπουργούς επιδοκίμασε σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Διαβάζουμε:«Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου εδέχθη χθες τους Πολιτικούς ηγέτας της χώρας, κ.κ. Πάγκαλον, Γονατάν, Οθωναίον, Μάξιμον, Κ. Τσαλδάρην, Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλον, Β. Δηλιγιάννην, Γ. Πεσματζόγλου, Γ. Μερκούρην, Βελέντζαν και Περ. Ράλλην. Μετά τας συνομιλίας εδόθη εις τον Τύπον η κάτωθι επίσημος ανακοίνωσις:
"Ο κ. Πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της Κυβερνήσεως. Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς"».
Και ο «γέρος της Δημοκρατίας», ο Γεώργιος Παπανδρέου λοιπόν...
Το κοινωνικό καθεστώς...
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Τάγματα Ασφαλείας θα προσέφεραν στα γερμανικά στρατεύματα βοήθεια κατά την υποχώρησή τους, που διαφαινόταν ότι δε θα αργούσε. Πράγματι, έντεκα μήνες μετά τον εξοπλισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας, η Αθήνα απελευθερώθηκε. Ταυτόχρονα, με την υποχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων, τα Τάγματα Ασφαλείας ήρθαν να καλύψουν το κενό που αυτά άφησαν. Ωστόσο, ο βασικός ρόλος της δημιουργίας τους ήταν ο εσωτερικός ταξικός. Ο Ράλλης είναι αφοπλιστικός και ως προς το λόγο της δημιουργίας των Ταγμάτων Ασφαλείας:
«...διότι εμφανώς πλέον έβλεπον τας προθέσεις του ΕΑΜ και εθεώρουν (η Χωροφυλακή είχεν υποστεί κάπως την επίδρασιν των κομμουνιστών κατά ένα μέρος) ότι ήτο απαραίτητος ανάγκη να υπάρχουν τμήματα απολύτως εθνικιστικά δυνάμενα να αντιπαλαίσουν κατά των καταχθονίων σκοπών του κομμουνισμού και να αναλάβουν την προστασίαν του κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος».
Και σε άλλο σημείο:
«Η αναρχία εδέσποζε της χώρας όλης, ως είπον ήδη. Αι πρόοδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο. Επρεπε το κράτος να παρασκευασθή διά την άμυνάν του, εάν ήθελε να ζήση».
Αυτή η τοποθέτηση του Ράλλη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ήταν άποψη και στόχος μόνο του Ράλλη, δε σηκώνει παρερμηνείες και αποτελεί ξεκάθαρη απάντηση, δοσμένη μάλιστα πριν από 65 χρόνια, σε όσους υποστήριξαν στο παρελθόν και υποστηρίζουν απόψεις σε σύγκρουση με τα πραγματικά γεγονότα.
Μία από αυτές είναι του σοσιαλδημοκράτη γνωστού δημοσιογράφου Βάσου Μαθιόπουλου, ο οποίος υιοθετεί την εξής εκδοχή για τους ταγματασφαλίτες:
«Είναι εξτρεμιστές, εθνικιστές και αντικομμουνιστές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για πρόσωπα που δεν έχουν καμιά ιδεολογία αλλά σκοτεινό παρελθόν. Ο κομμουνισμός αποτελεί γι' αυτούς πρόσχημα. Εκείνο που ενδιαφέρει τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι η λεηλασία, η αρπαγή και η καταστροφή της μακεδονικής γης. Η χωρίς όρια καταστροφή!».
Δεν είναι σωστό ότι οι ταγματασφαλίτες δεν είχαν ιδεολογία, ούτε ότι ο σκοπός τους ήταν γενικά η αρπαγή. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στα Τάγματα Ασφαλείας είχαν προσχωρήσει και πολλά λούμπεν στοιχεία και διαφόρων ειδών τρωκτικά. Είχαν προσχωρήσει και άτομα που για ένα πιάτο φαΐ δεν δίσταζαν μπροστά σε τίποτα. Επόμενο, αφού τα παιδιά ευκατάστατων οικογενειών, τους οποίους η κυβέρνηση Ράλλη κάλεσε να καταταγούν, αρνήθηκαν, για να μη διακινδυνεύσουν...
Αλλά είναι επίσης γεγονός ότι στα Τάγματα είχαν προσχωρήσει και ιδεολόγοι αντικομμουνιστές.
Τα τότε γεγονότα δίνουν επίσης απάντηση στους εκπροσώπους της «αναθεώρησης». Αυτοί οι ιστορικοί, καθώς και άλλοι της αστικής διανόησης, αιτιολογούν, όπως και ο Ράλλης, τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας ως αποτέλεσμα της τρομοκρατίας που ασκούσε το ΕΑΜ στους κατοίκους της υπαίθρου!!
Εγραψε σχετικά ο Στάθης Καλύβας του Γέιλ:
«Η εκστρατεία δολοφονίας αμάχων που διεξήγαγε το ΕΑΜ το χειμώνα του 1943-'44 δεν περιορίστηκε στην Αργολίδα. Ενα παρόμοιο κύμα δολοφονιών σάρωσε ολόκληρη την Πελοπόννησο την ίδια εποχή, ενδεχομένως και ολόκληρη τη χώρα».
Τα ίδια επαναλαμβάνει ο πεζογράφος και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός:
«Τα Τάγματα έγιναν αργότερα. Ως αντίδρασις των όσων συνέβησαν. Των συλλήψεων και εκτελέσεων».
Από την άλλη, φαίνεται ότι οι Γερμανοί ήσαν ...ήπιοι! Γράφει ο Καλύβας:
«Στα μάτια ενός απληροφόρητου παρατηρητή οι επιδρομές αυτές φαντάζουν σαν άσκηση αδιάκριτης βίας από τους κατακτητές σε βάρος αθώων πολιτών. Είναι όμως σαφές πως επρόκειτο επίσης για επιλεκτικές πράξεις αντιποίνων, στο πλαίσιο μιας κλιμακούμενης τοπικής διένεξης»!!!
Είναι από εκείνους που ξαναγράφουν την ιστορία, κάνοντας το μαύρο άσπρο. Γιατί, βεβαίως, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Οι ταγματασφαλίτες ήταν ένα τρομοκρατικό και δολοφονικό χέρι που στρεφόταν συνολικά εναντίον του απλού λαού, ακόμα και αμέτοχων στο κίνημα, για να υποταχθεί, να αποθαρρυνθεί η προσχώρηση στο ΕΑΜ και να δημιουργηθούν κεντρόφυγες τάσεις απομαζικοποίησης του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Και, ταυτόχρονα, να συσπειρωθούν εναντίον του ΕΑΜ και του ΚΚΕ όσο το δυνατόν περισσότερα μικροαστικά στρώματα, που αποτελούσαν τότε τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού.
«Αλλά το κράτος, κύριοι δικασταί, δεν παύει υπάρχον και μετά την κατοχήν (...) Εχον όθεν το κατά την κατοχήν υπάρχον κράτος το δικαίωμα και την υποχρέωσιν να ζη, έχει ανάγκη νόμων, διαταγμάτων, πιστώσεων, πράξεων, ενί λόγω απάντων εκείνων των μέσων, δι ων εν Κράτος δύναται να εξασφαλίσει την διαβίωσιν των αποτελούντων αυτό πολιτών, των εν αυτώ οικούντων και ζώντων».
Και ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, υπουργός στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γ. Παπανδρέου, που σχηματίστηκε μετά το «Συμβόλαιο του Λιβάνου», μιλώντας στους υπαλλήλους του υπουργείου Δικαιοσύνης, στο Κάιρο, έλεγε αποφασιστικά και τρομοκρατώντας:
«...πρέπει να επικρατήση το αίσθημα ότι απαρεγκλίτως άκαμπτος θα είναι η θέλησις προς εργασίαν και προς επιβολήν της τάξεως. Εκ της θελήσεως ταύτης θα προκύψει η έννοια του κράτους. Οσοι θέλουν να συμμορφωθούν προς την τοιαύτην έννοιαν του κράτους».
Επομένως δεν κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας απόψεις όπως: «... εν τέλει το κατοχικό κράτος ως συνέχεια του προπολεμικού». Είναι επιπλέον και λαθεμένες, επειδή κάνουν λόγο και για «την παραδοξότητα της ενσωμάτωσής τους (σημείωση δική μας: των Ταγμάτων Ασφαλείας) στο μεταπολεμικό εθνικό αφήγημα».
Καμία παραδοξότητα. Οι συγγραφείς του παραπάνω είναι που φάσκουν και αντιφάσκουν. Τα Τάγματα Ασφαλείας χρησιμοποιήθηκαν και το Δεκέμβρη του 1944 εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, τότε υφυπουργός Στρατιωτικών, έγραψε:
«Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000, τους λιγότερο εκτεθειμένους και οπωσδήποτε κανένα από τα σημαίνοντα στελέχη. Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε».
Αυτή ήταν η νομιμότητα της εγχώριας αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της.
>Τελικά οι δοσίλογοι της Κατοχής, αν και παραμένουν κρυφό καμάρι της τάξης τους, ρίχτηκαν στον Καιάδα της ιστορίας από άλλους συναδέλφους τους του αστικού πολιτικού κόσμου. Μάλιστα η ταξική πάλη τα έφερε έτσι - τραγική ειρωνεία - ώστε να μετατραπούν σε κατηγόρους των δοσιλόγων εκείνοι που επίσης έπρεπε να καθίσουν στο σκαμνί του κατηγορουμένου, μαζί με τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο, Ράλλη, Κατσιμήτρο και λοιπούς. Οχι βέβαια ότι οι δοσίλογοι κάθισαν πράγματι στο σκαμνί. Οι δίκες των δοσιλόγων ήταν δίκες παρωδία.
Αν λοιπόν κάποιοι δικαίως στιγματίστηκαν, γιατί δεν είναι έτσι κι αλλιώς στιγματισμένοι, πολιτικοί σαν τον Νικόλαο Πλαστήρα; Σε επιστολή του από τη Νίκαια της Γαλλίας έγραψε μεταξύ άλλων στις 21 του Απρίλη 1941:
«Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει Κυβέρνηση φιλογερμανική για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)».
Τι άλλο, άραγε, είπαν και έκαναν οι Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλος και Ράλλης; Και αν η έμπνευση να συγκροτηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας ανήκει και στους «φιλελεύθερους» Θεόδωρο Πάγκαλο και Στυλιανό Γονατά, βενιζελικός ήταν και ο Γεώργιος Πούλος, απότακτος αξιωματικός μετά το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου το 1935, επικεφαλής του περιβόητου «τάγματος Πούλου», που έδρασε μαζί με τους Γερμανούς κατά του λαού στη Βόρεια Ελλάδα. Καμία εντύπωση δεν προξενεί το γεγονός. Και ο Πλαστήρας ήταν θαυμαστής του Μουσολίνι.
Οι δοσίλογοι πρόδωσαν το έθνος, για να το σώσουν, δηλαδή για να σώσουν την αστική τάξη και την εξουσία της, που την ταυτίζουν με το έθνος.
Γι' αυτό και το ζήτημα είναι ότι επισήμως στιγματίστηκαν ελάχιστοι, πάλι για να διασωθεί η τάξη.
Και οι μεν και οι δε, ταξικοί.
Και ο Γκίντερ Αλτενμπουργκ έμεινε με την απορία (υποκριτική):
«...Ιδιαίτερα με ξένισε η δικαστική δίωξη που ασκήθηκε κατά του καθηγητή Λούβαρι. Αυτός μόνο μετά από προτροπή του Δαμασκηνού δέχθηκε να αναλάβει το Υπ. Πολιτισμού στην κυβέρνηση Ράλλη, χωρίς ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναλάβει αντιβασιλέας, να πάρει το μέρος του κατά τη διάρκεια της δίκης. Αντίθετα, στην Αγγλία για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση ευχαρίστησε επίσημα, μετά τον πόλεμο, τις προσωπικότητες εκείνες, οι οποίες στην κατοχή ορισμένων νησιών της Μάγχης είχαν συνεργαστεί με τις γερμανικές αρχές κατοχής προς όφελος των συμπατριωτών τους»...
ΠΗΓΕΣ
1. Πέτρου Ρούσου, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ», τ. Α', σελ. 514, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
2. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 385, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
3. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 392, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
4. Κομνηνού Πυρομάγλου, «ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ», σελ. 384, εκδόσεις «ΔΩΔΩΝΗ».
5. Σπύρου Γασπαρινάτου, «Η ΚΑΤΟΧΗ», τόμος Α', σελ. 219, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ
>6. Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τόμος Α', σελ. 31, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
7. Βασίλη Μπαρτζιώτα, «Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΑΘΗΝΑ», σελ. 147, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
8. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 12, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
9. Νίκου Καρκάνη, «Οι δωσίλογοι της Κατοχής», σελ. 23, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
10. Από Σπύρου Γασπαρινάτου, «Η ΚΑΤΟΧΗ», τ. Α', σελ. 222, εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ.
11. Τα στοιχεία από Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τ. Α', σελ. 363, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
12. Christoph U. Schminck Gustavus, «Μνήμες Κατοχής Ι», σελ. 189, εκδόσεις «Ισνάφι», ΙΩΑΝΝΙΝΑ 2007.
13. Κομνηνού Πυρομάγλου, «Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΤΑΛΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ 1934-57», τ. Α', σελ. 136-137, εκδόσεις «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ».>
14. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 59, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
15. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 42, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
16. Βάσου Π. Μαθιόπουλου, «Ο Δεκέμβριος του 1944», σελ. 71-72, ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ.
17. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο», σελ. 166, εκδόσεις «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ».
18. Θανάση Βαλτινού, «Ορθοκωστά», σελ. 127, εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΙΔΑ».
19. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο», σελ. 171, εκδόσεις «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ».
20. «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΛΛΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ», σελ. 14, ΑΘΗΝΑΙ 1947.
21. Θεμιστοκλή Τσάτσου, «Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944)», σελ. 23, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ.
22. «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», σελ. 224, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».
23. «ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», σελ. 224, εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».
24. Πέτρου Ρούσου, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ», τ. Β' , σελ. 358, εκδόσεις «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
25. Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 1997.
26. Χάγκεν Φλάισερ, «ΣΤΕΜΜΑ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ», τόμος Α', σελ. 31, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ