Γράφει η ofisofi //
«Εγώ είμαι εκείνο το πουλί
που στη φωτιά σιμώνω
καίγουμαι, στάχτη γίνουμαι
και πάλι ξανανιώνω»

Μια γυναίκα, η Λίζα, η βασική ηρωίδα, καταφεύγει στο Παρίσι κυνηγημένη από το ελληνικό κράτος της εποχής του εμφυλίου. Μαζί της κουβαλάει μνήμες, εικόνες, έναν ολόκληρο κόσμο, την πατρίδα, πρόσωπα αγαπημένα.
Η Λίζα με δυο βαλίτσες στο χέρι στέκεται μπροστά στη στάση του λεωφορείου Ζαν – Πιερ Τεμπώ. Στο πεζοδρόμιο. Μπροστά της απλώνεται μια άγνωστη χώρα, η Γαλλία, μια άγνωστη πόλη, το Παρίσι. Εδώ τώρα πια πρέπει να ξαναρχίσει τη ζωή της. Η μνήμη της πολιορκεί την καρδιά της.
Λιμάνι του Πειραιά. Μάρτης του 1947, όρθια στο παραπέτο του καραβιού που την οδηγεί στην εξορία. Τα ερείπια του λιμανιού είναι η εικόνα που κουβαλά μαζί της. Ο πόλεμος τα γκρέμισε όλα, τα ρήμαξε. Μαζί και τη θάλασσα, «Ό,τι πιο θλιβερό στον κόσμο μια ρημαγμένη θάλασσα».
Από μέσα της ανασύρεται η ιστορία ενός γέρου ψαρά, του μπάρμπα – Λουρέτζου που άκουσε κάποτε. Μια αληθινή ιστορία, σαν παραμύθι, που δένει με την εικόνα της ρημαγμένης θάλασσας, η οποία επαναλαμβάνεται.
Τίποτε δεν υπάρχει εκεί στον τόπο της, τίποτε δεν υπάρχει γύρω της. Μόνο το καράβι που μεταφέρει τη Λίζα ασάλευτη με την οδύνη του αποχωρισμού και ενός αποχαιρετισμού που δεν έγινε. Κυρίαρχο συναίσθημα ο φόβος.
Ο πόνος του ξεριζωμού, της εξορίας, του εκτοπισμού δυσκολεύει την ανάσα της. Πόνος μπροστά στο άγνωστο, στη νέα αρχή. «Ένα δόντι το ξεριζώνεις γρήγορα. Παίρνει αντίθετα καιρό να ξεριζώσεις ένα σώμα από τον τόπο του».
Το ταξίδι διαρκεί τέσσερα μερόνυχτα. Μόνη ανάμεσα σε ξένους με τον τρόμο και την ανασφάλεια να συνεχίζουν να την κυνηγούν. Το βλέμμα της καταγράφει ανθρώπους και αιχμαλωτίζει στιγμές.
«Eins, zwei, drei!» νιώθει πανικό στο άκουσμά τους, φρικτή ανάμνηση της γερμανικής κατοχής. Ένα καράβι – φάντασμα που παραπλέει και ένας παγωμένος αέρας που σαρώνει τα πάντα.
Η Λίζα με δυο βαλίτσες στο χέρι, στο πεζοδρόμιο, αμήχανη αποθαρρυμένη, έκπληκτη κοιτά τα μεγάλα σπίτια του νέου τόπου και η σκέψη της πετάει στον τόπο της. Ωραία αντίθεση ανάμεσα στην ακινησία του σώματος και στην κίνηση του νου που φέρνει μπροστά μας εικόνες από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων με τις φωνές των μανάδων της φτωχογειτονιάς να ακούγονται ζωντανά και την προοπτική του κόσμου να απλώνεται από τα μπαλκόνια των ψηλότερων σπιτιών και να πάλι πίσω στο Παρίσι με τα πανύψηλα σπίτια, τα χωρίς μπαλκόνια, κάνει συγκρίσεις «έχει κιόλας μέσα της ένα παρελθόν που αργά – αργά ξεμακραίνει και ένα νιογέννητο παρόν».
Η Λίζα με δυο βαλίτσες στο χέρι μάς ταξιδεύει στη ζωή της σαν μέσα σε όνειρο με έκφραση ποιητική. Τίποτε δεν είχαν κρυμμένο οι βαλίτσες, γιατί στη ζωή της κυριαρχούσαν οι αναμνήσεις και μέσα σε αυτές κουβαλούσε τα συναισθήματά της. Λίζα δεν γνώριζε κανέναν.
«Ο ήλιος δεν είχε αχτίδα στο μαρτιάτικο αυτό Παρίσι και μόνον η ομίχλη ακολουθούσε τη Λίζα στο δρόμο που είχε πάρει κουρασμένα. Εκείνη βάδιζε εμπρός κι η ομίχλη ήταν ολόγυρα. Καθόλου δε βιαζότανε. Γιατί; για ποιον; Μια κάμαρα μόνο την περίμενε υπομονετικά, έχουν μεγάλη υπομονή οι κάμαρες, και δεν θα το κουνούσε, θα την έβρισκε η Λίζα σα θα έφτανε. Ανάμεσα στη Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη».
Χρονιά 1947, λοιπόν, έριξε άγκυρα η Λίζα στο Παρίσι. Μέσα στο άδειο δωμάτιο ξεχύνονται όλα τα σπαραχτικά της συναισθήματα που συναντιούνται με την ησυχία, τη μυρωδιά των πραγμάτων και εκφράζονται με έναν εσωτερικό μονόλογο συγκλονιστικό. «Ήταν φευγάτη πια». Οι φίλοι της την προέτρεψαν να φύγει από τον τόπο της, την Ελλάδα, για να γλυτώσει τη σύλληψη, την εκτέλεση. Οι φωνές των συντρόφων της ζωντανών και νεκρών συνομιλούν μαζί της σε ευθύ λόγο.
Η ζωή της ξετυλίγεται μπροστά μας μέσα από τους έρωτές της, ο δάσκαλος, ο εργοστασιάρχης, κάποιος τρίτος, ο Γιάννης. Αναθυμάται με λεπτομέρειες αυτούς τους έρωτες και την πορεία της διαμόρφωσής της μέσα από αυτούς. Η γραφή τολμηρή, λυρική και ευαίσθητη. Χαρακτηριστική η σκηνή της κηδείας του δεύτερου έρωτά της.
«Το σώμα της Λίζας είναι εδώ, μα το μυαλό της ταξιδεύει». Μέσα στο δωμάτιο ένα «απέραντο κενό», μια εκκωφαντική μοναξιά. Το μόνο θυμητικό που κουβάλησε από τον τόπο της ήταν ο βήχας της, τίποτε άλλο «ούτε ένα κατσαρολάκι και μια κουτάλα δεν είχε φέρει».
Το Παρίσι το γνώριζε από ακούσματα και ιστορίες που της έλεγαν όταν ήταν μικρή, αλλά και από τη μουσική και τις συναυλίες των καλλιτεχνών στην Αθήνα. Τώρα βρίσκεται σ’ αυτή τη μεγάλη πόλη και περιπλανιέται μόνη στους δρόμους της, περιτριγυρισμένη από αδιάφορους ανθρώπους.
Όλα και όλοι την εντυπωσιάζουν. Η προετοιμασία της πρωτομαγιάτικης συγκέντρωσης, το φιλί του ζευγαριού στο δρόμο, το μαύρο χρώμα του άντρα, ο μεγάλος δρόμος, η κίνηση, η γιγάντια πολιτεία, τα εκατομμύρια άνθρωποι. Η μεγάλη έκπληξη της προέρχεται από την άγνοιά της και αυτό την οδηγεί πάλι πίσω στη χώρα της και στην αναπόφευκτη σύγκριση με το Παρίσι, τη Γαλλία. Και τότε σκέφτεται το Γιάννη. Ένιωθε το ρυθμό του, την παρουσία του και αυτό της προκαλούσε πόνο στην καρδιά. «Η Λίζα υπόφερε απ’ τον πόνο, όπως υποφέρει ένα πολυφορεμένο μάλλινο ρούχο: λιώνει, φτεναίνει, αλλά δεν τρυπάει, κι όταν τρυπήσει είναι κουρέλι πια».
Η πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση, η σημαία, ο Σηκουάνας και η Ακρόπολη. Συνειρμοί και σκέψεις για τον θάνατο από έρωτα αλλά και αποκάλυψη των κοινωνικών αδικιών, της ανισότητας, και της αθλιότητας πίσω από τη βιτρίνα του βράχου της Ακρόπολης. Φτώχεια και μόνο φτώχεια. Πολλοί έμεναν δίπλα αλλά δεν την ήξεραν, άλλοι ούτε την έβλεπαν μέσα από τις καλύβες που ζούσαν.
Περιδιαβαίνοντας το Παρίσι, διαβάζοντας τα ονόματα των δρόμων, κοιτώντας τους ανθρώπους, ακούγοντας τους ήχους της πόλης, το μυαλό της πηγαινοέρχεται στην Αθήνα, στα τρέχοντα ιστορικά γεγονότα, στον αγαπημένο της, σχολιάζει μονολογώντας, ειρωνεύεται. Συνταρακτικές οι αναλογίες με αφορμή κάτι συνηθισμένο και καθημερινό όπως τα πόδια των Παριζιάνων και τα πόδια των παιδιών στην Ελλάδα. Ό,τι βλέπει τα συνδυάζει με την γερμανική κατοχή, για να καταλήξει στη γερμανική κατοχή στην Αθήνα και στις τραγικές συνέπειες της.
Το Παρίσι όμως; Οι προβληματισμοί της αναπτύσσονται με αφορμή ένα αντικείμενο , για παράδειγμα ένα ζευγάρι γυαλιά. Η πείνα στην Κατοχή και τα φυλαγμένα ματωμένα ρούχα των εκτελεσμένων παιδιών. Η φίλη της η Μάρω, η νεκρή που μπαίνει από το παράθυρο μέσα στον ύπνο της και το όνειρο ξετυλίγεται σαν πραγματικότητα.
Και οι Γάλλοι; «Όλο και κάτι μαθαίνεις σε μια ξένη χώρα ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο μιλάς κι εκφράζεσαι…».
Γνωρίζει τον καθηγητή Οκτάβ Ντυσμέν και την ελληνίδα γυναίκα του Μαρί. Αλλά και τον Ζώρζ. Η αγάπη που ξαναέρχεται, η χαρά που της προκαλεί «ήταν τόσο χαρούμενη σαν το πουλάκι που σπάει το τσόφλι να βγει απ’ τ’ αυγό», η ευτυχία που νιώθει «ήταν τόσο ευτυχισμένη σαν το πουλάκι που σπάει το τσόφλι και τα λοιπά» η νέα σελίδα που ανοίγει στη ζωή της. Ο έρωτας υφέρπει και ανασύρεται μέσα από μια εσωτερική ανάγκη να εξισορροπήσει τις δύσκολες συνθήκες και να γεφυρώσει τα περασμένα με τα παρόντα. Όμως την συνάντηση με τον Ζωρζ σημαδεύει ένα γράμμα από την πατρίδα, μια είδηση που σπαράζει, που πονάει, που ραγίζει μια σχέση που δεν πρόλαβε να αρχίσει. Τρομερό το παιγνίδι των αντιθέσεων μέσα σε μια βαριά σαν μολύβι ατμόσφαιρα που αντανακλάται στην ψυχολογία των ηρώων. Ασήκωτο το βάρος των αναμνήσεων, όμως «το πιο θαυμαστό στη ζωή είναι ότι δε σταματάει να προχωράει: αναγεννιέται» .
Δυο χρόνια στο Παρίσι η Λίζα έμαθε πολλά πράγματα. «Στο νου και στην καρδιά της Λίζας είχαν γίνει ένα τώρα πια η χώρα όπου είχε ζήσει κι ο γενέθλιος τόπος της. Γιατί στο τέλος τι είναι μια χώρα; Εκεί όπου ανακαλύπτεις τη ζωή· κι η ζωή είναι παντού. Εκεί όπου βρίσκεις χέρια να σου βγάλουν τα παπούτσια όταν γυρίζεις κουρασμένος το βράδυ· και τέτοια χέρια έχει σ’ όλες τις χώρες. Και μετά, όλες οι χώρες έχουν ανθρώπους. Κι η Γαλλία είχε καταπώς φαίνεται μπόλικους ανθρώπους. Για μια νύχτα, στο όνειρό της, όταν είχε μόλις φτάσει, η Λίζα είχε υποσχεθεί στην πεθαμένη φίλη της να ανακαλύψει Γάλλους στη Γαλλία. Κι αυτή την υπόσχεση την είχε κρατήσει.»
Άλλωστε «Το Παρίσι ήταν το άσυλο των ξένων. Δεχόταν ανθρώπους από παντού, άλλους τους κράταγαν για πάντα, τους κάναν Παριζιάνους με μιαν ελαφριά νοσταλγία μοναχά στα φυλλοκάρδια τους, άλλους τους έδιωχναν ως ανεπιθύμητους».
Δυο χρόνια στο Παρίσι η Λίζα και έρχεται η ώρα της αναχώρησής της. Φεύγει; Τη διώχνουν; Πού πάει; Υπαινικτική η γραφή. Πόνος και δυσκολία να αποχωριστεί μια χώρα και τους ανθρώπους που αγάπησε. Παίρνει για μια φορά ακόμη τις βαλίτσες της, αφήνει την οδό Ζαν – Πιερ Τεμπώ κάπου ανάμεσα Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη και με ένα αεροπλάνο αυτή τη φορά αφήνει τη Γαλλία σκουπίζοντας λίγα δάκρυα από τα μάτια της…
MA1
Στις 22 Μαρτίου 1947, μέσα στον εμφύλιο, η Μέλπω Αξιώτη αυτοεξορίζεται στη Γαλλία για να αποφύγει τη σύλληψη. Μέλος του ΚΚΕ από το 1936 με ενεργή συμμετοχή στην Αντίσταση και δραστηριοποίηση στον παράνομο τύπο. Στη Γαλλία ζει μέχρι το Σεπτέμβρη του 1950. Απελαύνεται μετά από διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης στην Ανατολική Γερμανία και στη συνέχεια ακολουθεί τους δρόμους της πολιτικής προσφυγιάς στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Επαναπατρίστηκε το 1964.
Το μυθιστόρημα Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη, γραμμένο στα γαλλικά από το Νοέμβριο του 1948 έως το Μάιο του 1949, ήταν ανέκδοτο μέχρι πριν από μερικούς μήνες, οπότε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2014 από τις εκδόσεις Άγρα με την επιμέλεια της Μαίρης Μικέ και σε μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια. Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη είναι η γειτονιά στην οποία εγκαθίσταται και από εκεί και ο τίτλος του βιβλίου.
Ένα μυθιστόρημα για την εξορία, τον έρωτα, το θάνατο, τους φίλους και τους συντρόφους με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία καθώς πίσω από το πρόσωπο της Λίζας διακρίνει κανείς τη Μέλπω Αξιώτη και τη δική της ζωή. Γραμμένο σε νεωτερική γραφή και με μια τεχνική που συνδυάζει την τριτοπρόσωπη αφήγηση και την παραστατική απόδοση του προφορικού λόγου στις διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, υπερρεαλιστικές εικόνες, περιγραφές, σχήματα λόγου, υπαινικτικό λόγο, συνειρμική σκέψη και μια λεπτή ειρωνεία που αγγίζει σε αρκετά σημεία τον σαρκασμό.
Συνεχείς υποσημειώσεις μας πληροφορούν για μοτίβα και σκηνές ολόκληρες που επαναλαμβάνονται αυτούσια ή με διαφορετική μορφή στα άλλα έργα της Αξιώτη. Η Μαίρη Μικέ στην πολύ κατατοπιστική εισαγωγή της υποστηρίζει ότι το Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη αποτελεί πολύτιμο κρίκο στην πορεία του έργου καθώς υποδέχεται, απηχεί, αλλά και προετοιμάζει θέματα, πρόσωπα, μοτίβα, τεχνικές γραφής που παρουσιάζονται στο υπόλοιπο (προγενέστερο και μεταγενέστερο) πεζογραφικό και ποιητικό έργο.
Προαναφέρθηκε ότι το έργο αυτό είναι γραμμένο στα γαλλικά. Την μετάφραση ανέλαβε η Τιτίκα Δημητρούλια. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου υπάρχουν τα επιλεγόμενα της μεταφράστριας. Εδώ ο αναγνώστης θα διαβάσει ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο σχετικό με τη μετάφραση του Republique – Bastille. Αξίζει να μεταφέρουμε ορισμένες απόψεις της μεταφράστριας η οποία σημειώνει ότι το μοναδικό αυτό μυθιστόρημα είναι μια οριακή εμπειρία διγλωσσίας και ότι κάτω από το γαλλικό κείμενο, ο προσεκτικός Έλληνας αναγνώστης που γνωρίζει την Αξιώτη, δεν ακούει μόνο τα ελληνικά, αλλά και την προσωπική της ιδιόλεκτο, όπως έχει διαμορφωθεί από την εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης και αποτυπώνεται στα κείμενα που συγκεντρώνονται στα Χρονικά, αλλά και στα διηγήματα που εκείνη την περίοδο δημοσιεύονται στα περιοδικά και, φυσικά, στον Εικοστό αιώνα. Η Μέλπω Αξιώτη, γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια, «αυτο-μεταφράζεται» στα γαλλικά, με την έννοια ότι σκέφτεται στα ελληνικά και γράφει στα γαλλικά, στα οποία εκφράζεται λογοτεχνικά κατά κάποιο τρόπο ψηλαφητά.
Όσο για τη μετάφραση του έργου από τα γαλλικά η Τιτίκα Δημητρούλια αναφέρει ότι επέλεξε να δημιουργήσει ένα κείμενο που επιτρέπει να διαφανεί η διαμεσολάβηση του γαλλικού ενώ συγχρόνως θα κυριαρχεί η ελληνικά εκφρασμένη ιδιοπροσωπία της Αξιώτη. Μια δουλειά δύσκολη για την οποία μελέτησε συστηματικά τα πρωτότυπα έργα της Αξιώτη, τη γλώσσα και το ύφος σε μια προσπάθεια να εντοπίσει τα ιδιαίτερα γλωσσικά χαρακτηριστικά της που θα μπορούσαν να αναπαραχθούν.
Τόσο η Μαίρη Μικέ όσο και η Τιτίκα Δημητρούλια αναφέρουν ότι το μυθιστόρημα αυτό έμεινε ανέκδοτο εξ αιτίας της απέλασης της Μέλπως Αξιώτη από τη Γαλλία στις 7 Σεπτεμβρίου 1950. Η συγγραφέας εξόριστη στις Λαϊκές Δημοκρατίες υποβάλλει τα έργα της στον έλεγχο της Επιτροπής Διαφώτισης του ΚΚΕ και με βάση τα λογοτεχνικά κριτήρια που θέτει η Επιτροπή, η έκδοση αυτού του μυθιστορήματος πιθανόν δεν θα μπορούσε να γίνει. Η Μαίρη Μικέ στηριζόμενη στο γεγονός ότι μέχρις στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν αν το κείμενο «συνομίλησε» με τους κομματικούς μηχανισμούς και αν υποβλήθηκε σε διορθώσεις ή απόρριψη υποστηρίζει ότι πιθανόν η Μέλπω Αξιώτη να αυτολογοκρίθηκε. (Ο αναγνώστης θα μπορούσε να βρει πολύ χρήσιμα στοιχεία για τη δραστηριότητα των κομματικών ελεγκτικών μηχανισμών και τη θέση της Μέλπως Αξιώτη σε σχέση με αυτούς σε δύο εξαιρετικά βιβλία των Άννας Ματθαίου και Πόπης Πολέμη, τα α) Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947- 1955 και β) Η εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων κομμουνιστών. Από το βουνό στην υπερορία 1947 – 1968).
Το Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη βοηθάει να προσθέσουμε ένα ακόμη κομμάτι στο έργο της Μέλπως Αξιώτη αλλά και να το κατανοήσουμε καλύτερα καθώς κομμάτια του βρίσκονται ενσωματωμένα σε ποιήματα, διηγήματα και τα άλλα μυθιστορήματα.
«Τα μυρμήγκια δεν τρων ποτέ την καρδιά των σπουργιτιών που πεθαίνουν στο δάσος μετά την καταιγίδα. Ροκανίζουν όλο το σώμα, αλλά δεν αγγίζουν την καρδιά, κι αυτή θα βρει ένα νέο κορμί και θα μπει μέσα του κι έτσι τα σπουργίτια συνεχίζουν να ζουν για πάντα· ποτέ δεν μπορείς να τα εξαφανίσεις».
Μέλπω Αξιώτη, Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη [Republique – Bastille]. Εισαγωγή – Επιμέλεια: Μαίρη Μικέ. Μετάφραση – Επίμετρο: Τιτίκα Δημητρούλια. Άγρα 2014

Ατεχνως