Η αιρετική, αλλά ζουμερή όσο λίγες, δήλωση εκλογικής στήριξης που έκανε το 1985 στο Ριζοσπάστη ο
Βασίλης Ραφαηλίδης, που σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που θα ψηφίσω ΚΚ. Ψηφίζω ΚΚ από τότε που
υπάρχει αυτή η δυνατότητα για έναν κομμουνιστή, δηλαδή από τότε που το
αστικό κοινοβούλιο αποφάσισε να φιλοξενήσει και τους «εχθρούς» του, μετά
τη σώφρονα σκέψη της αστικής τάξης το 1974 πως είναι προτιμότερο να
έχει κανείς εχθρούς καταμετρημένους παρά εν παρανομία ακαταμέτρητους.
Βέβαια η παρανομία ευνοεί πάντα την κινδυνολογία, γιατί το σκότος
προστατεύει αποτελεσματικά όλους τους «σφαγείς», που έχουν το αθεράπευτο
βίτσιο να περιφέρονται με ένα μαχαίρι στο στόμα, και σε μερικές
περιπτώσεις εντονότερης διαστροφής, με ένα κονσερβοκούτι κρεμασμένο από
τον αριστερό κυνόδοντα. Όμως κάποτε τα φώτα της αίθουσας ανάβουν και η
παράσταση τελειώνει. Κι ο πολύς κόσμος πληροφορείται με κάποια έκπληξη
πως οι κυρίως σφαγείς, δηλαδή οι δοσίλογοι και οι κληρονόμοι τους, δε
βρίσκονταν στη σκοτεινή πλατεία της ιστορίας αλλά στο φωτισμένο
προσκήνιο της παραϊστορίας, που προτείνονταν ως ιστορία. Τώρα, κάτω από
άπλετο φως, οι άνεργοι πια επαγγελματίες κινδυνολόγοι αλλάζουν επάγγελμα
και γίνονται τραμπούκοι, αυξάνοντας υπέρμετρα τη στρατιά των
τραμπούκων, που κρατούσαν πάντα την ουρά της ρεντινγκότας της δεξιάς.
Θα ψήφιζα ΚΚ και πολύ πριν απ’ τη μέρα που οι παλιοί και δοξασμένοι
καπεταναίοι έβαλαν τα καλά τους και ευπρεπέστατοι πήγαν στη βουλή,
προκαλώντας την κατάπληξη των ηλιθίων που δεν τους είδαν με το ματωμένο
μαχαίρι του κουρσάρου στο στόμα. Βέβαια, δεν είδαν ούτε το αίμα που
στάζει ακόμα από παλιές πληγές στο τραχύ κορμί τους. Αλλά, τι θα
μπορούσε να δει ο ηθικά μύωψ; Γιαυτόν, ο κόσμος περιορίζεται στον κύκλο
που διαγράφει η μύτη του σε μια πλήρη περιστροφή της κενής κεφαλής περί
τον άξονα του πλήρους χαχανιστής ευδαιμονίας σώματος.
Αν σουραλιστικώ τω τρόπω, ψήφιζαν και τα νήπια το σουρεαλιστικό
μεταξικό έτος 1939, κι αν πάντα σουρεαλιστικώ τω τρόπω, ο Μεταξάς έμπαζε
τότε στην ανύπαρχτη βουλή το Κομμουνιστικό Κόμμα, και μάλιστα με απλή
αναλογική (ο πολιτικός σουρεαλισμός με την απλή αναλογική που
μεταμορφώνεται σε σύνθετη «κλεπταποδοχική», συνεχίζεται) θα ψήφιζα και
τότε ΚΚ. Διότι τότε ήταν, που για πρώτη φορά είδα τους χωροφύλακες να
μπαίνουν στο σπίτι μας και να ψάχνουν για μαρξιστικά βιβλία. Ο πατέρας
μου είχε μερικά απ’ αυτό το σπάνιο τότε είδος βιβλίων, αλλά τα λαγωνικά
ξετρύπωσαν μόνο την εγκυκλοπαίδεια του «πυρσού». Και πέτυχαν αυτόν τον
άθλο χάρις στο κόκκινο χρώμα.
Αργότερα κατάλαβα πως αυτό που κυρίως ερεθίζει τη δεξιά δεν είναι οι
αριστερές ιδέες, αλλά τα «αριστερά» χρώματα. Υπάρχει συνεπώς μια στενή
σχέση ανάμεσα στον ταύρο που, ακριβώς γιατί είναι ζώο ερεθίζεται εύκολα
απ’ το κόκκινο, και την ομοίως ευερέθιστη στο ίδιο χρώμα δεξιά, που
γιαυτό και μόνο το λόγο πρέπει να είναι λιγάκι ζωώδης. Με άλλα λόγια, το
δίλημμα «με τους ανθρώπους ή με τα ζώα» για μένα μπήκε πολύ νωρίς.
Διάλεξα τους ανθρώπους, και μούμεινε νηπιώθεν η προκατάληψη: πας δεξιός
ζώον. Ξέρω πως οι προκαταλήψεις εν γένει δεν ευνοούν τη νηφαλιότητα,
αλλά το σύνθημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» εδραίωσε την πεποίθησή μου
πως πας μη σοσιαλιστής βάρβαρος.
Ξέρω πως εδώ θα υπάρξουν αντιρρήσεις από τους «ανθρωπιστές» του
σαλονιού και του άμβωνα, που δε θα χάσουν την ευκαιρία να μου θυμίσουν
τη «σταλινική βαρβαρότητα». Δε θα απαντήσω με το γνωστό ανέκδοτο: «ναι,
αλλά κι εσείς που βασανίζετε τους νέγρους;», που δεν είναι και τόσο
ανεκδοτολογικό. Θα απαντήσω με έναν λόγο του πιερ φουζορελά: «οι
σοσιαλδημοκρατικοί ρεφορμισμοί, οι σταλινικοί ολοκληρωτισμοί και τα
αναρχικά αδιέξοδα θα περνάνε μια μέρα για επεισόδια που υπερνικήθηκαν».
Δεν ξέρουμε πόσο μακρινή θα είναι αυτή η μέρα, αλλά εμείς είμαστε
βέβαιοι πως ο ήλιος θα ανατέλλει και μετά το θάνατό μας. Άλλωστε, όπως ο
Άντζελους Σιλέσιους πιστεύω κι εγώ πως: «το τριαντάφυλλο είναι χωρίς
γιατί. Ανθίζει γιατί ανθίζει, δε νοιάζεται για τον εαυτό του, δε λαχταρά
να το βλέπουν». Και το καπιταλιστικό θερμοκήπιο των «ανθέων του κακού»
δεν έχει πια τριαντάφυλλα, για τον απλό λόγο πως στη ζούγκλα δεν
υπάρχουν τριαντάφυλλα.
Θα ψήφιζα ΚΚ και το 1943 αν αυτό ήταν δυνατό, γιατί είχα έναν πατέρα
που δεν καλύφτηκε πίσω απ’ το αισχρό άλλοθι «έχω γυναίκα και παιδιά»,
αλλά πήρε τη γυναίκα του και τα ηλικίας οχτώ κι εννιά χρονών παιδιά του
και βγήκε οικογενειακώς στο βουνό, όχι για να αναπνεύσουν καθαρό αέρα τα
παιδιά, αλλά για να ενταχθούν οι γονείς στον ΕΛΑΣ. Ωστόσο, εκείνος ο
αέρας του βουνού ήταν ο καθαρότερος που ανάπνευσα ποτέ –κι ακόμα τον
αναπνέω.
Θα ψήφιζα ΚΚ και το 1946, αν αυτό ήταν δυνατό. Ήταν τότε που με
κάλεσαν στην ασφάλεια οι αναίσχυντοι για να αποκηρύξω τον ευρισκόμενο
στη φυλακή πατέρα μου. τότε ήταν που έμαθα και τα της ιδεολογικής
λειτουργίας της κληρονομικότητας: Ήμουν ανήλικος μεν, κομμουνιστής δε.
Και τούτο διότι, λέει, ήμουν «υιός σημαίνοντος κομουνιστού» (για την
ασφάλεια όλοι οι κομουνιστές ήταν σημαίνοντες –και πολύ σωστά). Η
δεύτερη και σημαντικότερη από άποψη λογική «κατηγορία» ήταν το ότι…
διάβαζα πολύ. Η πάντα καλά πληροφορημένη ασφάλεια ήξερε η παμπόνηρη πως
διάβαζα τότε Ιούλιο Βερν και Αλέξανδρο Δουμά. Μιας κι έμαθα λοιπόν, απ’
τους ασφαλίτες, πως το διάβασμα εν γένει είναι μια διαδικασία άκρως
ανατρεπτική κι επαναστατική, άρχισα να διαβάζω μανιωδώς. Με άλλα λόγια,
χρωστώ χάριτες στην αστυνομία που με έκανε φιλομαθή και με έμαθε πως η
γνήσια δεξιά και η κουλτούρα δεν είναι δυνατό να έχουν πάρα πολύ στενές
σχέσεις. Η κουλτούρα είναι απ’ τη φύση της αριστερή, ακόμα και στις
περιπτώσεις που ένας διανοούμενος επιμένει να εμφανίζεται ως δεξιός.
Θα ψήφιζα ΚΚ και το 1967, αν αυτό ήταν δυνατό. Τώρα πια με πλήρη
συνείδηση και καθόλου συναισθηματικά. Γιατί τώρα έχω κατανοήσει στη
Μπουμπουλίνας, τις φυλακές Αβέρωφ και τις φυλακές της Αίγινας τη σημασία
του λόγου ενός θεολογίζοντος φιλόσοφου, του Γκαμπριέλ Μαρσέλ, που με
είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ κάποτε. Λέει λοιπόν ο μαρσέλ, που πολύ
απέχει απ’ το μαρξισμό, πως αν οι κομουνιστές έχουν μια πιθανότητα να
επικρατήσουν κάποτε, την χρωστούν στο γεγονός πως είναι οι μόνοι, πια,
που μπορούν και πεθαίνουν για συμφέροντα που δεν είναι τα προσωπικά
τους. Βέβαια, δεν είναι αυτός ο (υπαρξιακός) λόγος που οι κομουνιστές θα
επικρατήσουν κάποτε. Ωστόσο, η ρήση του Μαρσέλ διατηρεί ακέρια τη
σημασία της για μας: Καμιά δεξιά πουθενά στον κόσμο δεν έχει να
επιδείξει ένα δεξιό ανάλογο του κομουνιστή Μπελογιάννη, για παράδειγμα.
Κανείς δεξιός δε θα πάει ποτέ στο εκτελεστικό απόσπασμα, αν μπορεί να
διαφυλάξει τη ζωούλα του με μια απλή δήλωση μετανοίας, ή με μια
προδοσία. Για τον δεξιό, καλό είναι ό,τι κάνει καλό σ’ αυτόν προσωπικά,
το πολύ και στη γυναίκα του, ίσως και στα παιδιά του, άντε μετά βίας και
στον κουμπάρο του, σε μια περίπτωση αυξημένης μέχρι τα έσχατα μασωνικά
όρια «κοινωνικότητας». Τι μπορεί να καταλάβει το δεξιόν ζώον απ’ τη
μεγαλειώδη έννοια της θυσίας, πάνω στην οποία στηρίζεται σταθερά η
ιστορία, τουλάχιστον απ’ την πλευρά του υποκειμένου που όχι μόνο
υφίσταται αλλά και τελεί την ιστορία;
Λοιπόν, όπως σ’ όλες τις δυνητικές περιπτώσεις έτσι και στις
πραγματικές, έτσι και τώρα, θα ψηφίσω ΚΚ. Άλλωστε δε θα μπορούσα να κάνω
κι αλλιώς, ακόμα κι αν το προσπαθούσα επίμονα. Διότι για μένα, όπως και
για χιλιάδες αγωνιστές και συντρόφους, το σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι
σημαίνει δεξιά» δεν είναι απλώς πρόβλημα τυπικής μνήμης. Η δική μας
μνήμη είναι εγγεγραμμένη σ’ όλα τα κύτταρα του κορμιού μας. Συνεπώς δε
θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε ακόμα κι αν μας έκαμναν πλύση εγκεφάλου.
Πλύση κυττάρων πάντως, δε μπορεί να μας κάνει κανείς. Εκτός απ’ τους
δολοφόνους του εκτελεστικού αποσπάσματος. Αλλά κι εδώ, μόνο σε επίπεδο
προσωπικό. Γιατί εμείς, όλοι μαζί, διαφυλάγουμε όλη τη μνήμη του κόσμου,
από υπάρξεως κόσμου. Η ιστορία βαδίζει προς τη μεριά που βαδίζουμε κι
εμείς. Κι αν συχνά μπουρδουκλωνόμαστε μέσα στη βιασύνη μας και τη
λαχτάρα μας για έναν καλύτερο κόσμο, δεν έχει και τόση σημασία.
Σηκωνόμαστε πάντα και στην περίπτωση που σπρωχνόμαστε έσωθεν.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ