Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια κωμόπολη κάπου στη Ρούμελη, το σωτήριο έτος του 1968, μέσα στην εθνοσωτήριο δηλαδή, στις 19 του Απρίλη.
Βλέπουμε το διοικητή του τοπικού σταθμού της χωροφυλακής να περπατά στο κεντρικό δρόμο της πόλης και να σταματά μπροστά στο μαγαζί του μπάρμπα Γιώργη.
– Καλημέρα μπάρμπα Γιώργη.
– Καλώς το διοικητή, πού πας πρωινιάτικα;
– Πάω κατά το παλιό δημοτικό, ξέρεις έχουμε τη γιορτή μεθαύριο και ο δήμαρχος έχει καλέσει ένα μεγάλο κεφάλι από την Αθήνα, να βγάλει λόγο, και τρέχουμε!
Ερχόταν η μεγάλη γιορτή της 21ης Απριλίου και ο κεντρικός δρόμος της πόλης ήταν τίγκα σε σημαίες, σημαιάκια, πανό με συνθήματα υπέρ της εθνικής επαναστάσεως, και με αφίσες με τις μούρες των… επαναστατών…
– Φουρτούνες έχεις δηλαδή, μάλιστα! θα κάτσεις να σου ψήσω καφέ να πιούμε;
Αυτός ο διοικητής, μας έλεγε ο μπάρμπα Γιώργης, ήταν περίπτωση. Ήταν απ’ τους βασιλόφρονες που είχαν πέσει σε δυσμένεια και μετατεθεί από την παλιά και καλύτερη θέση τους, κι έτσι ήρθε στην πόλη μας, μετά το κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου. Αν και αντιπαθούσε εξίσου και τους χουντικούς και τους κομμουνιστές, για να μπαίνει στο μάτι των διορισμένων χουνταίων του Δήμου της πόλης, κατέβαινε κάποια πρωινά και έπινε καφέ μαζί με τον παλιό κομμουνιστή στο μαγαζί του. Σκυλιάζανε οι χουνταίοι που βλέπανε το διοικητή της χωροφυλακής στο μαγαζί του εαμοβούλγαρου. Παρεμπιπτόντως, να πούμε εδώ ότι το μαγαζί δεν ήταν στο όνομα του μπάρμπα Γιώργου, αλλά ενός φίλου του από την Αθήνα, μιας και ο μπάρμπα Γιώργης δεν διέθεται πιστοποιητικό υγιών κοινωνικών φρονημάτων ώστε να μπορεί να βγάλει άδεια στο όνομά του. Που λέτε, μέχρι και βασιλοκομμουνιστική συνεργασία είχαμε μεταξύ του διοικητή και του κύκλου των δηλωμένων κομμουνιστών, που ψηφίζανε φανερά υπέρ του βασιλιά σε συγκεκριμένο εκλογικό τμήμα, κατά το πολιτειακό δημοψήφισμα που έκανε η χούντα τον Ιούλη του 1973, μόνο που στην πορεία προς την έξοδο από την κάλπη τα υπέρ γίνονταν κατά…
– Όχι, μπάρμπα Γιώργη, δεν θα κάτσω, πέρασα μόνο για να σου πω να βάλεις και εσύ τη σημαία σου μπροστά από το μαγαζί.
– Θες κάτι άλλο κύριε διοικητά;
– Γιώργο, σε παρακαλώ μην με βάλεις σε μπελάδες.
– Αν δεν θες κάτι άλλο, τράβα στο καλό.
– Γιώργο θα ξαναπεράσω.
– Αν είναι να ’ρθεις για το ίδιο πράμα, μην ξαναπεράσεις.
Ο μπάρμπα Γιώργης που λέτε, έγινε κομμουνιστής κατά τη διάρκεια της κατοχής, εκεί γύρω στα 1943. Στα 20 του χρόνια περίπου, τον έμπλεξε ένας μεγαλύτερός του ξάδερφος που ήταν οργανωμένος ήδη πριν τον πόλεμο (αυτόν τον εκτέλεσαν το 49 στις φυλακές της Κέρκυρας). Μπήκε λοιπόν στην ντόπια Εαμική οργάνωση, συνδέθηκε και με το Κόμμα, και κατά το τέλος της κατοχής, μετά την άνοιξη του 1944, διορίστηκε από την οργάνωση στην Εθνική Πολιτοφυλακή. Βασικό μέλημα της Εθνικής Πολιτοφυλακής, κείνη την περίοδο σε αυτή την περιοχή, ήταν να βοηθούν στην προστασία της σοδειάς των αγροτών από τα ναζιστικά στρατεύματα και από τους «Έλληνες» συνεργάτες τους…
Έτσι πέρασαν οι μήνες, έγινε ο Δεκέμβρης, ήρθε και η Βάρκιζα, βρέθηκαν οι συνεργάτες των Γερμανών στην εξουσία, αυτοχρίστηκαν πατριώτες και εθνικόφρονες κι άρχισαν να κυνηγάνε τους Εαμοβούλγαρους προδότες…
Του μπάρμπα Γιώργη του φόρτωσαν τρεις φόνους που έγιναν στις 15 Γενάρη του 45, για να δικαιολογήσουν το κυνήγι. Κυνηγήθηκε λοιπόν από την Εθνοφυλακή, τον συνέλαβαν και τον κράτησαν για λίγο στη Θήβα, τον απελευθέρωσαν κι εκείνος για να γλυτώσει όχι τόσο από την Εθνοφυλακή αλλά από τους Χίτες, που ήδη δρούσαν ανεξέλεγκτοι, έφυγε για την Αθήνα. Τελικά, μετά από λίγους μήνες, αφού τον κάρφωσε αυτός που τον φιλοξενούσε, συνελήφθη κάπου στο Νέο Κόσμο.
Μετά όλα έγιναν νομιμότατα, έγινε δίκη και καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο για τους τρεις φόνους, τι και αν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων (οι άλλοι ήταν ψευδομάρτυρες που δεν ήταν μπροστά στα γεγονότα), ένας γιατρός της περιοχής, που ήταν δεξιός και δεν τρομοκρατούνταν γιατί είχε γερές πλάτες, πήγε και ως έντιμος άνθρωπος κατέθεσε ότι ο μπάρμπα Γιώργης δεν βρισκόταν εκεί, αλλά πήγε την άλλη μέρα το πρωί όταν όλα είχαν τελειώσει (το τι έγινε και πως όντως η Εθνική Πολιτοφυλακή εκτέλεσε πολίτες, θα το γράψω ίσως σε άλλο σημείωμα). Περιέγραφαν οι ψευδομάρτυρες το τι και πώς έγινε, με τι όπλα κλπ.
Ο μπάρμπα Γιώργης στην απολογία του, είπε για το βίο και την πολιτεία του στην κατοχή, από τότε που έγινε μέλος του ΕΑΜ κλπ, μίλησε για τα όπλα που του χρέωσαν, για τους φόνους κλπ.
«Μα εκείνη την περίοδο κάτι γκράδες προπολεμικούς είχαμε, χωρίς σχεδόν φυσίγγια, που βάραγες εδώ κι έριχναν στο γάμο του καραγκιόζη, τι για βρετανικά όπλα μου λετε, δεν ήμουν στον τόπο που έγιναν τα γεγονότα. Στη μόνη συμπλοκή που συμμετείχα το Γενάρη του 45 ήταν στις 9 του μήνα, με ένα μικρό τμήμα Άγγλων στρατιωτών που ανέβαιναν προς την έδρα της διοίκησης της Εθνικής Πολιτοφυλακής της περιοχής μας (σε ένα χωριό στους πρόποδες του Ελικώνα). Είχαμε ειδοποιηθεί και τους στήσαμε ενέδρα. Με τις πρώτες ντουφεκιές που ρίξαμε στον αέρα, υποχώρησαν συντεταγμένα, κατάλαβαν ότι εάν συνέχιζαν θα εγκλωβίζονταν».
Δεκατρία χρόνια φυλακή ο μπάρμπα Γιώργης, με μπόλικο ξύλο, Αβέρωφ, Θήβα, Κέρκυρα, και έκανε και το μεροκαματάκι του μερικούς μήνες στη Γυάρο, επί χούντας, κι ας ήταν βαριά άρρωστος. Βλέπετε δεν είχε γνωρίσει μέχρι τότε τις χάρες των ελληνικών νησιών μας…
Την άλλη μέρα το πρωί, λοιπόν, για να πάμε ξανά στα 1968, ο διοικητής μας, έστειλε έναν χωροφύλακα στο μπάρμπα Γιώργη για να του πει να βάλει τη σημαία μπρος στο μαγαζί και να ανέβει στο σταθμό που τον θέλει.
– Τράβα πες στο διοικητή σου ότι δεν πάω πουθενά, αν θέλει ας κατέβει εκείνος, έτσι κι αλλιώς την κουβέρτα μου και τα συμπράγκαλά μου τα ’χω πάντα έτοιμα. Εγώ σημαία δεν βάζω, αν θέλετε φέρτε εσείς τη δική σας και βάλτε τη, μονάχα που αν το κάνετε μην την αφήστε μέχρι μεθαύριο, γιατί αν την βρω μεθαύριο το πρωί που θα βγω για να ανοίξω το μαγαζί, θα την πετάξω στο δρόμο.
Και όντως έτσι έπραξε ο διοικητής. Έστειλε και βάλαν τη δικιά τους σημαία μπρος από το μαγαζί, αφού έκλεισε ο μπάρμπα Γιώργης, κι αφού πέρασε η κουστωδία των χουνταίων την άλλη μέρα στις 21, έστειλε το ίδιο βράδυ και την πήραν.
Η αναρτημένη σημαία προς τιμήν της χούντας των Αμερικανών και της ολιγαρχίας, μας έλεγε ο μπάρμπα Γιώργης, δεν ήταν το εθνικό μας σύμβολο, γινόταν άτιμο και βρώμικο σύμβολο, ένα ρετάλι για τον σκουπιδοτενεκέ…
Για την σημαία (τους) λοιπόν μιλάμε.
Που στα χερια του Παπαδόγγονα και του Πλυτζανόπουλου, του κράτους των Βαν Φλιτ και Πιουριφόι, των φασιστών δικτατόρων του 67, των ελληνόφωνων δίποδων της ναζιστικής συμμορίας, είναι σύμβολο υποταγής, ραγιαδισμού, σύμβολο της μαυραγορίτικης πλουτοκρατίας και του κράτους της, σύμβολο προδοσίας του λαού και της πατρίδας, σύμβολο μισανθρωπισμού, ρατσισμού και βαρβαρότητας.
Για την σημαία (μας) λοιπόν μιλάμε.
Που στα χέρια του Άρη και των ανταρτών του, στα χέρια του Διαμαντή, του Γιώτη και του Γκιουζέλη, στα χέρια των φοιτητών και εργατών του Πολυτεχνείου, στα χέρια των σημερινών νέων ανθρώπων που βγαίνουν και διεκδικούν, Υγεία, Δουλειά, Μόρφωση, γίνεται σύμβολο Αιώνιο και Πανανθρώπινο, σύμβολο Αγώνα Αντίστασης και Λευτεριάς, για Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ισότητα, σύμβολο ενάντια στο ναζισμό, το ρατσισμό και το μισανθρωπισμό.
Αντρέας Κατσιμίχας
Εικόνα: Ανταρτοεπονίτης στο Ψάρι Τριφυλλίας (Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή)