Καλοκαιρινές αποδράσεις
Ενώ χιλιάδες κόσμου ψάχνουν σήμερα αεροπλάνα και βαπόρια, για να
επιστρέψουν στην πρωτεύουσα κι άλλα μεγάλα αστικά κέντρα (κι
αναρωτιούνται από μέσα τους για ποιον ακριβώς λόγο γυρίζουν), η κε του
μπλοκ γράφει για μια διαφορετική θαλασσινή απόδραση, με μια σειρά
ευτράπελα, αλλά εντελώς δραματική στην ουσία, που μόνο έμμεση σχέση έχει
με τις σύγχρονες, τουριστικές τέτοιες.
Αντιγράφω αποσπάσματα από το βιβλίο του Γ. Τρικαλινού "πιστοί στις ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού -προσωπική κατάθεση" και το κεφάλαιο με τις αναμνήσεις του από την απόδραση των κομμουνιστών εξόριστων στη Φολέγανδρο.
Με την επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας και τη γρήγορη κατάρρευση του Μακεδονικού μετώπου, σαν αποτέλεσμα της προδοσίας της μεταξικής δικτατορίας και των πεμπτοφαλαγγιτών αξιωματικών της, αποτανθήκαμε στη διοίκηση του στρατοπέδου μας (επικεφαλής της φρουράς ήταν ο ανθυπασπιστής της χωροφυλακής Κοκκίνης), ζητώντας να επιτρέψει την αναχώρησή μας στο μέρος της χώρας που δεν καταλήφθηκε ακόμα από τους Γερμανούς, για να πάρουμε μέρος στον αγώνα εναντίον των επιδρομέων. Προτείναμε μάλιστα στο διοικητή να αναχωρήσει μαζί μας και φρουρά και να πάρουμε από κοινού τα μέτρα που χρειάζονταν για την επιτυχή πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού.
Τις προτάσεις μας αυτές τις απέρριψε ο διοικητής της φρουράς με τη δικαιολογία ότι δεν είχε διαταγή από την κυβέρνηση να μας αφήσει ελεύθερους. Η στάση της διοίκησης της φρουράς απέναντί μας ήταν άλλη μια επιβεβαίωση της πεποίθησής μας ότι η φασιστική κυβέρνηση και το παλάτι αποφάσισαν να μας παραδώσουν στους γερμανοφασίστες δήμιους. Το άμεσο καθήκον που μπήκε μπροστά μας ήταν να δραπετεύσουμε, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που ήταν επόμενο να δημιουργηθεί στις πρώτες μέρες της κατάρρευσης και της κατοχής.
Όλες οι προσπάθειές μας συγκεντρώθηκαν αμέσως στο να βρούμε τα απαραίτητα πλωτά μέσα για την απόδραση. Ομάδες γυρνούσαν τα ακρογιάλια μήπως βρουν κανένα ποδισμένο καΐκι.
(...)
Οι προσπάθειες των ομάδων εξεύρεσης πλωτών έδωσαν γρήγορα αποτελέσματα. Ανακαλύφτηκε ένα καΐκι ποδισμένο, γιατί είχε χαλάσει η μηχανή του και την επισκεύαζαν. Το καΐκι είχε πλώρη για Κρήτη. Αμέσως μαζεύτηκαν οι Κρητικοί με τον αείμνηστο Στέργιο Αναστασιάδη, κάνανε τα παζάρια για το ναύλο με τον καπετάνιο, ο οποίος δέχτηκε χρήματα και μπήκανε μέσα. (...)
Οι κρητικοί χωροφύλακες και μερικοί άλλοι, έξι συνολικά, μάσανε τα μπαγάζια τους και κατεβήκανε κι αυτοί στο καΐκι. Την πρώτη αυτή απόδραση των κρητικών συντρόφων τη θεωρήσαμε πολύ επικίνδυνη. Η μηχανή του καϊκιού, παρόλο που είχε επισκευαστεί προσωρινά, υπήρχε κίνδυνος να ξαναχαλάσει, γιατί η βλάβη της ήταν σοβαρή. Αν το καΐκι δεν έφτανε την αυγή στην Κρήτη και το 'βρισκε η μέρα στο πέλαγος, οι σύντροφοι μας θα πηγαίνανε κουρμπάνι 100%, γιατί τα στούκας αλωνίζανε τα πελάγη και δεν αφήνανε κανένα πλεούμενο απείραχτο. Για καλή τύχη, όπως μάθαμε πολύ αργότερα στην Αθήνα, το καΐκι έφτασε καλά και τα παλικάρια μας φτάσανε κοντά στο γενναίο λαό της Κρήτης που τόσο τα είχε ανάγκη.
Με την απόδραση των κρητικών συντρόφων μας, ο διοικητής της φρουράς και οι χωροφύλακες λυσσάξανε, και μας προειδοποίησαν απειλητικά: "Αν κάνετε δεύτερη απόπειρα για να αποδράσετε θα σας σκοτώσουμε". Φυσικά η απειλή αυτή ούτε μας ξάφνιασε κι ούτε και μπορούσε να μας φοβήσει. Το ξέραμε καλά, και χωρίς να μας το πούνε, ότι οι φρουροί της φασιστικής τάξης δε θα δίσταζαν να διαπράξουν ένα τέτοιο έγκλημα. Ξέραμε επίσης ότι κάθε δραπέτευση θα έκανε πιο δύσκολες τις επόμενες. Δεν μπορούσαμε όμως να κάνουμε διαφορετικά.
Ήταν αδύνατο να βρεθεί μέσο για να δραπετεύσουμε όλοι μεμιάς. Έπρεπε γι' αυτό, μετά την πρώτη επιτυχία, να ενεργήσουμε με μεγαλύτερη ακόμα προσοχή ώστε να αποφύγουμε, όσο δυνατό, τυχόν θύματα. Συνεχίσαμε τις αναζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις με τους διάφορους καϊκτσήδες.
Μια μέρα, την ώρα που αρκετοί σύντροφοι συνέχιζαν τις διαπραγματεύσεις με τους καϊκτσήδες, πολλοί βρεθήκαμε μέσα στην εκκλησία του χωριού, όπου ήταν τοποθετημένο το ραδιόφωνο της Κοινότητας και ακούγαμε την Αθήνα. Έτυχε να μεταδίδονται οι δηλώσεις του Κουίσλιγκ πρωθυπουργού Τσολάκογλου. Για μια στιγμή ακούμε: "Ο κύριος πρωθυπουργός εδήλωσε ότι θα εξετάσει τους φακέλους των κομμουνιστών έναν έκαστον και για όσους θεωρήσει σκόπιμον θα δώσει αμνηστείαν". Τα λόγια αυτά τα άκουσα και οι χωροφύλακες που παρακολουθούσαν μαζί μας την εκπομπή. Οι σύντροφοι Παντελής Σίμος και ο αείμνηστος Βασίλης Μαρκεζίνης που βρίσκονταν πιο κοντά στο ραδιόφωνο, φώναξαν αμέσως ότι η κυβέρνηση αμνηστεύει τους κομμουνιστές. Επακολούθησε κυριολεχτικά πανδαιμόνιο. Το σύνθημα αρπάχτηκε αμέσως από όλους κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο έγινε πιστευτό κι από το διοικητή και τους υπόλοιπους χωροφύλακες, που δεν παρεβρίσκονταν και δεν άκουσαν την εκπομπή. Ύστερα από αυτό η χωροφυλακή μούδιασε αρκετά.
Στο μεταξύ οι διαπραγματεύσεις μας με τους καϊκτσήδες γρήγορα στέφθηκαν από πλήρη επιτυχία. Στην αρχή μας έφερναν πολλές δυσκολίες, γιατί είχανε μάθει ότι το ελληνικό χαρτονόμισμα είχε εξευτελιστεί, τα τρόφιμα είχανε χαθεί από την αγορά και το γενικό ισοδύναμο έγιναν τα ίδια τα τρόφιμα. Είχες λάδι, έπαιρνες ρύζι και φασόλια. Ήθελες να φορτώνεις αρνιά στο καΐκι έπρεπε τον καϊκτσή να τον πληρώσεις με αρνιά ή με άλλα τρόφιμα. Για να μας μεταφέρουνε λοιπόν στις ακτές της Αττικής μας βάλανε σαν απαράβατο όρο να τους πληρώσουμε τα ναύλα σε τρόφιμα. Ορισμένοι από αυτούς πίστευαν ότι έτσι θα μας ξεφορτωθούν, γιατί ποτέ δε φαντάζονταν ότι ήταν δυνατό να 'χουμε τρόφιμα εμείς που από πολύ καιρό -κι αυτό ήταν γνωστό σε όλους- ζούσαμε κυρίως με χόρτα και πλιγούρι. Μόλις βεβαιώθηκαν ότι θα πάρουν τα τρόφιμα που ζήτησαν κι είχαν ακούσει κιόλας ότι ο Τσολάκογλου μας έδωσε "αμνηστεία", δέχτηκαν να μας μπαρκάρουν.
Στα γρήγορα ετοιμάζονται οι Αιγαιοπελαγίτες για να μπουν σε καΐκι με πανιά. Οι σύντροφοι που ήτανε υπεύθυνοι για τη συντήρηση των τροφίμων γκρεμίζουν τους τοίχους (τα 'χαμε όλα εντοιχισμένα τα τρόφιμα, παξιμάδια πολλά, όσπρια, λάδι, αλεύρι, μονάχα το αλεύρι το κάναμε κάθε τόσο αλαμπούρα και δεν μας χάλασε τίποτε) και βγάζουν τα τρόφιμα. Δίνουμε την αξία του ναύλου για το καΐκι και ετοιμάζουμε και τους Αιγαιοπελαγίτες.
Το καΐκι θα 'φευγε το πρωί. Οι πληροφορίες ήταν ότι οι χωροφύλακες θα εμπόδιζαν ένοπλα την απόδραση των συντρόφων μας. Η καθοδήγηση της ομάδας συσκέπτεται έκτακτα και αποφασίζει να πιάσουμε όλοι μας θέσεις από τη νύχτα κοντά στο λιμάνι, για να υπερασπίσουμε με τα ρόπαλα την απόδραση των αιγαιοπελαγιτών συντρόφων μας.
Το πρωί όταν πια το καΐκι ήταν έτοιμο να σαλπάρει, παρουσιάστηκαν οι χωροφύλακες με τα όπλα και άρχισαν να μας απειλούν. Στάθηκε αδύνατο να τους συγκινήσουμε με τις εκκλήσεις μας ότι πρέπει να μας αφήσουν ελεύθερους και να μη διαπράξουν το έγκλημα της παράδοσής μας στους φασίστες επιδρομείς. Τους δηλώσαμε τότε ότι είμαστε αποφασισμένοι να αντιταχτούμε με όλες τις δυνάμεις μας για να βοηθήσουμε την αναχώρηση του καϊκιού με τους συντρόφους μας. Καθώς ήταν λίγοι οι χωροφύλακες κάμφθηκαν, παραιτήθηκαν από κάθε αντίσταση και μουδιασμένοι τράβηξαν για τη Χώρα.
Έτσι το καΐκι με τους συντρόφους μας ξεκίνησε συνοδευόμενο από τις ενθουσιώδεις και συγκινητικές εκδηλώσεις όλων μας και άρχισε να γλιστρά πάνω στα κύματα αργά-αργά, γιατί και ο αγέρας δε φυσούσε δυνατά. Η απόδραση αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη νίκη της ομάδας μας. Η επιτυχία αυτή μας γέμισε όλους με απερίγραπτη χαρά και ενθουσιασμό, αλλά και με καινούρια ορμή και δραστηριότητα για να αποδράσουμε πια οι αποδέλοιποι.
Μετά την αναχώρηση του καΐκιού πολλοί σύντροφοι φύγανε για τη Χώρα. Μερικοί από μας μείναμε στο καραβοστάσι (για καλή τύχη όλων μας) και καμαρώναμε ακόμα το καΐκι με το πολύτιμο φορτίο που χανότανε μέσα στο γαλάζιο πέλαγο. Ξαφνικά, προβάλλει μπροστά μας ένα μεγάλο και ωραίο καΐκι με κάτι επιβάτες ομοιόμορφα ντυμένους. Παράξενο καΐκι. Σιμώνει γρήγορα. Διπλαρώνει στο καραβοστάσι. Μια πίκρα μας κυρίευσε όλους. Λέμε μεταξύ μας: τώρα σύντροφοι τα βρήκαμε τα λεφτά μας, αλλά ας κάνουμε κουράγιο και "ουδέν κακόν αμιγές καλού".
Στα σβέλτα ξεπροβάλλει ένας νεαρός αξιωματικός και ξοπίσω έρχονται μερικοί κρεμανταλάδες Γερμανοί φορτωμένοι με κάτι άγνωστα για μας όργανα. Ο αξιωματικός μας χαιρετάει και μας ρωτάει... Κανένας δεν απαντάει. Σε τέτοιες στιγμές όμως χρειάζεται ετοιμότητα και προπαντός θράσος. Πετιέται ο Παντελής και λέει ότι ξέρει λίγα γαλλικά. Ο Γερμανός αξιωματικός των ρωτάει: "Τι είσαστε εσείς;" "Πολιτικοί αντίπαλοι του Μεταξά", του απαντάει ο Παντελής. "Ω! Γκουτ, γκουτ" λέει ο Γερμανός και διατάσσει να φέρουν τα μουλάρια. Δίνει ένα και στον Παντελή. Καβάλα οι Γερμανοί και ο Παντελής μπροστά και πίσω εμείς και μερικοί χωριάτες που βρέθηκαν εκεί. Παίρνουμε το δρόμο για τη Χώρα.
Στην άκρη του χωριού βρήκαμε παρατεταγμένους τους χωροφύλακες με επικεφαλής το διοικητή τους. Μάθανε το ερχομό του γερμανικού αποσπάσματος και βγήκαν να τον προϋπαντήσουν και να δηλώσουν πίστη στους εκπροσώπους της "νέας τάξης". Η φάλαγγα για λίγο σταμάτησε. Ο ανθυπασπιστής Κοκκίνης αναφέρει και παραδίνει το σπαθί του στο Γερμανό αξιωματικό. Αυτός του το επιστρέφει πίσω, βέβαιος ότι βρίσκεται σε σίγουρα χέρια. Τι σιχαμερό θέαμα!!!
Στην πλατεία του χωριού μας περίμεναν συγκεντρωμένοι οι χωρικοί και οι υπόλοιποι εξόριστοι. Μόλις τους αντικρίζουμε ο Παντελής φωνάζει: Ζήτω ο ελληνικός λαός! Όλοι οι εξόριστοι απαντούν με ένα δυνατό και παρατεταμένο "ζήτωωω".
Ο Γερμανός νόμισε ότι ζητωκραυγάζουμε για αυτούς και φυσικά φούσκωσε σαν κούρκος.
Ο Παντελής πηδάει από το μουλάρι και τρέχει στον αείμνηστο Μαρκεζίνη που ήξερε πολύ καλά τα γαλλικά, και του λέει: "Έλα να συνδέσω με τον Γερμανό αξιωματικό για να συνεννοηθούμε καλύτερα μαζί του". Ο Μαρκεζίνης παρουσιάζεται αμέσως και σύμφωνα με τη γραμμή που δόθηκε από την καθοδήγηση της ομάδας μας για τέτοια περίπτωση, αναπτύσσει ότι είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι του Μεταξά, έχουμε τόσα χρόνια εξορία σ' αυτόν τον άγονο τόπο, ότι πρέπει να μεριμνήσει να φύγουμε όλοι και ιδιαίτερα άμεσα οι γέροι και οι άρρωστοι. Ο Γερμανός είπε ότι ήρθε με καθαρά στρατιωτική αποστολή (επρόκειτο να εγκαταστήσουν στη Φολέγανδρο παρατηρητήριο εν όψει της επίθεσής τους στην Κρήτη), ότι σε μια δυο μέρες θα φύγει και υποσχέθηκε να πάρει όσους χωράει το καΐκι και να τους πάρει στη Μήλο, γιατί εκεί είναι η έδρα του.
Πραγματικά, μετά μια ή δυο μέρες ένα μεγάλο μέρος των συντρόφων μπαίνει στο καΐκι και μεταφέρεται στη Μήλο. Στο μεταξύ επιβιβάζονται σε ένα βενζινόπλοιο και σε μια μεγάλη βάρκα που τη δέσαν από πίσω σαν μικρή μαούνα πολλοί Αθηναίοι και Πειραιώτες και οι εξόριστες γυναίκες. Η αποστολή αυτή είχε το καλύτερο ταξίδι. Φτάσανε με σιγουριά και συντομία στην Αθήνα.
Η μεγάλη αποστολή που αποβιβάστηκε στη Μήλο είχε πολλές περιπέτειες. Στο τέλος όμως με περίσσια μαστοριά πολιτική και παλικαριά πέτυχε να φύγει ύστερα από πολλές μέρες στον Πειραιά.
Τι είχε συμβεί στη Μήλο; Ο εκεί υποδιοικητής της χωροφυλακής υπομοίραρχος, μόλις αντιλήφθηκε ότι αυτοί που ξεφόρτωσε το καΐκι ήταν κομμουνιστές, άρχισε να φωνάζει: "Ποιος σας είπε ότι η κυβέρνηση έδωσε αμνηστεία; Γελάσατε τη χωροφυλακή της Φολεγάνδρου και θέλετε και μένα να με στείλετε στο απόσπασμα;" Οι σύντροφοι είχανε βγάλει μια επιτροπή που μαλάκωσε τον υπομοίραρχο και έκανε έκκληση στους κατοίκους που βοήθησαν και οργανώσαμε συσσίτιο. Επίσης έμασε όλα τα δαχτυλίδια και τα ρολόγια των συντρόφων, τα 'βαλε ενέχυρο στους πιο πλούσιους της Μήλου, πήρε απ' αυτούς χρήματα, ναύλωσε καΐκι και πέτυχε να περάσουν όλοι στην Αθήνα. Εκεί μαζέψαμε χρήματα, τα στείλαμε στους δανειστές μας της Μήλου και αυτοί μας στείλαν πίσω τα ρολόγια και τα δαχτυλίδια που είχαμε αφήσει για ενέχυρο.
Έτσι ολοκληρώθηκε η προσπάθεια για την απόδραση όλων των εξόριστων της Φολέγανδρου. (...)
Οι εξόριστοι της Φολέγανδρου αμέσως μετά την απόδρασή τους δόθηκαν με όλες τις δυνάμεις τους στην οργάνωση του αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Για αυτή τους τη δράση όμως χρειάζονται βιβλία ολόκληρα...
Αντιγράφω αποσπάσματα από το βιβλίο του Γ. Τρικαλινού "πιστοί στις ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού -προσωπική κατάθεση" και το κεφάλαιο με τις αναμνήσεις του από την απόδραση των κομμουνιστών εξόριστων στη Φολέγανδρο.
Με την επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας και τη γρήγορη κατάρρευση του Μακεδονικού μετώπου, σαν αποτέλεσμα της προδοσίας της μεταξικής δικτατορίας και των πεμπτοφαλαγγιτών αξιωματικών της, αποτανθήκαμε στη διοίκηση του στρατοπέδου μας (επικεφαλής της φρουράς ήταν ο ανθυπασπιστής της χωροφυλακής Κοκκίνης), ζητώντας να επιτρέψει την αναχώρησή μας στο μέρος της χώρας που δεν καταλήφθηκε ακόμα από τους Γερμανούς, για να πάρουμε μέρος στον αγώνα εναντίον των επιδρομέων. Προτείναμε μάλιστα στο διοικητή να αναχωρήσει μαζί μας και φρουρά και να πάρουμε από κοινού τα μέτρα που χρειάζονταν για την επιτυχή πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού.
Τις προτάσεις μας αυτές τις απέρριψε ο διοικητής της φρουράς με τη δικαιολογία ότι δεν είχε διαταγή από την κυβέρνηση να μας αφήσει ελεύθερους. Η στάση της διοίκησης της φρουράς απέναντί μας ήταν άλλη μια επιβεβαίωση της πεποίθησής μας ότι η φασιστική κυβέρνηση και το παλάτι αποφάσισαν να μας παραδώσουν στους γερμανοφασίστες δήμιους. Το άμεσο καθήκον που μπήκε μπροστά μας ήταν να δραπετεύσουμε, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που ήταν επόμενο να δημιουργηθεί στις πρώτες μέρες της κατάρρευσης και της κατοχής.
Όλες οι προσπάθειές μας συγκεντρώθηκαν αμέσως στο να βρούμε τα απαραίτητα πλωτά μέσα για την απόδραση. Ομάδες γυρνούσαν τα ακρογιάλια μήπως βρουν κανένα ποδισμένο καΐκι.
(...)
Οι προσπάθειες των ομάδων εξεύρεσης πλωτών έδωσαν γρήγορα αποτελέσματα. Ανακαλύφτηκε ένα καΐκι ποδισμένο, γιατί είχε χαλάσει η μηχανή του και την επισκεύαζαν. Το καΐκι είχε πλώρη για Κρήτη. Αμέσως μαζεύτηκαν οι Κρητικοί με τον αείμνηστο Στέργιο Αναστασιάδη, κάνανε τα παζάρια για το ναύλο με τον καπετάνιο, ο οποίος δέχτηκε χρήματα και μπήκανε μέσα. (...)
Οι κρητικοί χωροφύλακες και μερικοί άλλοι, έξι συνολικά, μάσανε τα μπαγάζια τους και κατεβήκανε κι αυτοί στο καΐκι. Την πρώτη αυτή απόδραση των κρητικών συντρόφων τη θεωρήσαμε πολύ επικίνδυνη. Η μηχανή του καϊκιού, παρόλο που είχε επισκευαστεί προσωρινά, υπήρχε κίνδυνος να ξαναχαλάσει, γιατί η βλάβη της ήταν σοβαρή. Αν το καΐκι δεν έφτανε την αυγή στην Κρήτη και το 'βρισκε η μέρα στο πέλαγος, οι σύντροφοι μας θα πηγαίνανε κουρμπάνι 100%, γιατί τα στούκας αλωνίζανε τα πελάγη και δεν αφήνανε κανένα πλεούμενο απείραχτο. Για καλή τύχη, όπως μάθαμε πολύ αργότερα στην Αθήνα, το καΐκι έφτασε καλά και τα παλικάρια μας φτάσανε κοντά στο γενναίο λαό της Κρήτης που τόσο τα είχε ανάγκη.
Με την απόδραση των κρητικών συντρόφων μας, ο διοικητής της φρουράς και οι χωροφύλακες λυσσάξανε, και μας προειδοποίησαν απειλητικά: "Αν κάνετε δεύτερη απόπειρα για να αποδράσετε θα σας σκοτώσουμε". Φυσικά η απειλή αυτή ούτε μας ξάφνιασε κι ούτε και μπορούσε να μας φοβήσει. Το ξέραμε καλά, και χωρίς να μας το πούνε, ότι οι φρουροί της φασιστικής τάξης δε θα δίσταζαν να διαπράξουν ένα τέτοιο έγκλημα. Ξέραμε επίσης ότι κάθε δραπέτευση θα έκανε πιο δύσκολες τις επόμενες. Δεν μπορούσαμε όμως να κάνουμε διαφορετικά.
Ήταν αδύνατο να βρεθεί μέσο για να δραπετεύσουμε όλοι μεμιάς. Έπρεπε γι' αυτό, μετά την πρώτη επιτυχία, να ενεργήσουμε με μεγαλύτερη ακόμα προσοχή ώστε να αποφύγουμε, όσο δυνατό, τυχόν θύματα. Συνεχίσαμε τις αναζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις με τους διάφορους καϊκτσήδες.
Μια μέρα, την ώρα που αρκετοί σύντροφοι συνέχιζαν τις διαπραγματεύσεις με τους καϊκτσήδες, πολλοί βρεθήκαμε μέσα στην εκκλησία του χωριού, όπου ήταν τοποθετημένο το ραδιόφωνο της Κοινότητας και ακούγαμε την Αθήνα. Έτυχε να μεταδίδονται οι δηλώσεις του Κουίσλιγκ πρωθυπουργού Τσολάκογλου. Για μια στιγμή ακούμε: "Ο κύριος πρωθυπουργός εδήλωσε ότι θα εξετάσει τους φακέλους των κομμουνιστών έναν έκαστον και για όσους θεωρήσει σκόπιμον θα δώσει αμνηστείαν". Τα λόγια αυτά τα άκουσα και οι χωροφύλακες που παρακολουθούσαν μαζί μας την εκπομπή. Οι σύντροφοι Παντελής Σίμος και ο αείμνηστος Βασίλης Μαρκεζίνης που βρίσκονταν πιο κοντά στο ραδιόφωνο, φώναξαν αμέσως ότι η κυβέρνηση αμνηστεύει τους κομμουνιστές. Επακολούθησε κυριολεχτικά πανδαιμόνιο. Το σύνθημα αρπάχτηκε αμέσως από όλους κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο έγινε πιστευτό κι από το διοικητή και τους υπόλοιπους χωροφύλακες, που δεν παρεβρίσκονταν και δεν άκουσαν την εκπομπή. Ύστερα από αυτό η χωροφυλακή μούδιασε αρκετά.
Στο μεταξύ οι διαπραγματεύσεις μας με τους καϊκτσήδες γρήγορα στέφθηκαν από πλήρη επιτυχία. Στην αρχή μας έφερναν πολλές δυσκολίες, γιατί είχανε μάθει ότι το ελληνικό χαρτονόμισμα είχε εξευτελιστεί, τα τρόφιμα είχανε χαθεί από την αγορά και το γενικό ισοδύναμο έγιναν τα ίδια τα τρόφιμα. Είχες λάδι, έπαιρνες ρύζι και φασόλια. Ήθελες να φορτώνεις αρνιά στο καΐκι έπρεπε τον καϊκτσή να τον πληρώσεις με αρνιά ή με άλλα τρόφιμα. Για να μας μεταφέρουνε λοιπόν στις ακτές της Αττικής μας βάλανε σαν απαράβατο όρο να τους πληρώσουμε τα ναύλα σε τρόφιμα. Ορισμένοι από αυτούς πίστευαν ότι έτσι θα μας ξεφορτωθούν, γιατί ποτέ δε φαντάζονταν ότι ήταν δυνατό να 'χουμε τρόφιμα εμείς που από πολύ καιρό -κι αυτό ήταν γνωστό σε όλους- ζούσαμε κυρίως με χόρτα και πλιγούρι. Μόλις βεβαιώθηκαν ότι θα πάρουν τα τρόφιμα που ζήτησαν κι είχαν ακούσει κιόλας ότι ο Τσολάκογλου μας έδωσε "αμνηστεία", δέχτηκαν να μας μπαρκάρουν.
Στα γρήγορα ετοιμάζονται οι Αιγαιοπελαγίτες για να μπουν σε καΐκι με πανιά. Οι σύντροφοι που ήτανε υπεύθυνοι για τη συντήρηση των τροφίμων γκρεμίζουν τους τοίχους (τα 'χαμε όλα εντοιχισμένα τα τρόφιμα, παξιμάδια πολλά, όσπρια, λάδι, αλεύρι, μονάχα το αλεύρι το κάναμε κάθε τόσο αλαμπούρα και δεν μας χάλασε τίποτε) και βγάζουν τα τρόφιμα. Δίνουμε την αξία του ναύλου για το καΐκι και ετοιμάζουμε και τους Αιγαιοπελαγίτες.
Το καΐκι θα 'φευγε το πρωί. Οι πληροφορίες ήταν ότι οι χωροφύλακες θα εμπόδιζαν ένοπλα την απόδραση των συντρόφων μας. Η καθοδήγηση της ομάδας συσκέπτεται έκτακτα και αποφασίζει να πιάσουμε όλοι μας θέσεις από τη νύχτα κοντά στο λιμάνι, για να υπερασπίσουμε με τα ρόπαλα την απόδραση των αιγαιοπελαγιτών συντρόφων μας.
Το πρωί όταν πια το καΐκι ήταν έτοιμο να σαλπάρει, παρουσιάστηκαν οι χωροφύλακες με τα όπλα και άρχισαν να μας απειλούν. Στάθηκε αδύνατο να τους συγκινήσουμε με τις εκκλήσεις μας ότι πρέπει να μας αφήσουν ελεύθερους και να μη διαπράξουν το έγκλημα της παράδοσής μας στους φασίστες επιδρομείς. Τους δηλώσαμε τότε ότι είμαστε αποφασισμένοι να αντιταχτούμε με όλες τις δυνάμεις μας για να βοηθήσουμε την αναχώρηση του καϊκιού με τους συντρόφους μας. Καθώς ήταν λίγοι οι χωροφύλακες κάμφθηκαν, παραιτήθηκαν από κάθε αντίσταση και μουδιασμένοι τράβηξαν για τη Χώρα.
Έτσι το καΐκι με τους συντρόφους μας ξεκίνησε συνοδευόμενο από τις ενθουσιώδεις και συγκινητικές εκδηλώσεις όλων μας και άρχισε να γλιστρά πάνω στα κύματα αργά-αργά, γιατί και ο αγέρας δε φυσούσε δυνατά. Η απόδραση αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη νίκη της ομάδας μας. Η επιτυχία αυτή μας γέμισε όλους με απερίγραπτη χαρά και ενθουσιασμό, αλλά και με καινούρια ορμή και δραστηριότητα για να αποδράσουμε πια οι αποδέλοιποι.
Μετά την αναχώρηση του καΐκιού πολλοί σύντροφοι φύγανε για τη Χώρα. Μερικοί από μας μείναμε στο καραβοστάσι (για καλή τύχη όλων μας) και καμαρώναμε ακόμα το καΐκι με το πολύτιμο φορτίο που χανότανε μέσα στο γαλάζιο πέλαγο. Ξαφνικά, προβάλλει μπροστά μας ένα μεγάλο και ωραίο καΐκι με κάτι επιβάτες ομοιόμορφα ντυμένους. Παράξενο καΐκι. Σιμώνει γρήγορα. Διπλαρώνει στο καραβοστάσι. Μια πίκρα μας κυρίευσε όλους. Λέμε μεταξύ μας: τώρα σύντροφοι τα βρήκαμε τα λεφτά μας, αλλά ας κάνουμε κουράγιο και "ουδέν κακόν αμιγές καλού".
Στα σβέλτα ξεπροβάλλει ένας νεαρός αξιωματικός και ξοπίσω έρχονται μερικοί κρεμανταλάδες Γερμανοί φορτωμένοι με κάτι άγνωστα για μας όργανα. Ο αξιωματικός μας χαιρετάει και μας ρωτάει... Κανένας δεν απαντάει. Σε τέτοιες στιγμές όμως χρειάζεται ετοιμότητα και προπαντός θράσος. Πετιέται ο Παντελής και λέει ότι ξέρει λίγα γαλλικά. Ο Γερμανός αξιωματικός των ρωτάει: "Τι είσαστε εσείς;" "Πολιτικοί αντίπαλοι του Μεταξά", του απαντάει ο Παντελής. "Ω! Γκουτ, γκουτ" λέει ο Γερμανός και διατάσσει να φέρουν τα μουλάρια. Δίνει ένα και στον Παντελή. Καβάλα οι Γερμανοί και ο Παντελής μπροστά και πίσω εμείς και μερικοί χωριάτες που βρέθηκαν εκεί. Παίρνουμε το δρόμο για τη Χώρα.
Στην άκρη του χωριού βρήκαμε παρατεταγμένους τους χωροφύλακες με επικεφαλής το διοικητή τους. Μάθανε το ερχομό του γερμανικού αποσπάσματος και βγήκαν να τον προϋπαντήσουν και να δηλώσουν πίστη στους εκπροσώπους της "νέας τάξης". Η φάλαγγα για λίγο σταμάτησε. Ο ανθυπασπιστής Κοκκίνης αναφέρει και παραδίνει το σπαθί του στο Γερμανό αξιωματικό. Αυτός του το επιστρέφει πίσω, βέβαιος ότι βρίσκεται σε σίγουρα χέρια. Τι σιχαμερό θέαμα!!!
Στην πλατεία του χωριού μας περίμεναν συγκεντρωμένοι οι χωρικοί και οι υπόλοιποι εξόριστοι. Μόλις τους αντικρίζουμε ο Παντελής φωνάζει: Ζήτω ο ελληνικός λαός! Όλοι οι εξόριστοι απαντούν με ένα δυνατό και παρατεταμένο "ζήτωωω".
Ο Γερμανός νόμισε ότι ζητωκραυγάζουμε για αυτούς και φυσικά φούσκωσε σαν κούρκος.
Ο Παντελής πηδάει από το μουλάρι και τρέχει στον αείμνηστο Μαρκεζίνη που ήξερε πολύ καλά τα γαλλικά, και του λέει: "Έλα να συνδέσω με τον Γερμανό αξιωματικό για να συνεννοηθούμε καλύτερα μαζί του". Ο Μαρκεζίνης παρουσιάζεται αμέσως και σύμφωνα με τη γραμμή που δόθηκε από την καθοδήγηση της ομάδας μας για τέτοια περίπτωση, αναπτύσσει ότι είμαστε πολιτικοί αντίπαλοι του Μεταξά, έχουμε τόσα χρόνια εξορία σ' αυτόν τον άγονο τόπο, ότι πρέπει να μεριμνήσει να φύγουμε όλοι και ιδιαίτερα άμεσα οι γέροι και οι άρρωστοι. Ο Γερμανός είπε ότι ήρθε με καθαρά στρατιωτική αποστολή (επρόκειτο να εγκαταστήσουν στη Φολέγανδρο παρατηρητήριο εν όψει της επίθεσής τους στην Κρήτη), ότι σε μια δυο μέρες θα φύγει και υποσχέθηκε να πάρει όσους χωράει το καΐκι και να τους πάρει στη Μήλο, γιατί εκεί είναι η έδρα του.
Πραγματικά, μετά μια ή δυο μέρες ένα μεγάλο μέρος των συντρόφων μπαίνει στο καΐκι και μεταφέρεται στη Μήλο. Στο μεταξύ επιβιβάζονται σε ένα βενζινόπλοιο και σε μια μεγάλη βάρκα που τη δέσαν από πίσω σαν μικρή μαούνα πολλοί Αθηναίοι και Πειραιώτες και οι εξόριστες γυναίκες. Η αποστολή αυτή είχε το καλύτερο ταξίδι. Φτάσανε με σιγουριά και συντομία στην Αθήνα.
Η μεγάλη αποστολή που αποβιβάστηκε στη Μήλο είχε πολλές περιπέτειες. Στο τέλος όμως με περίσσια μαστοριά πολιτική και παλικαριά πέτυχε να φύγει ύστερα από πολλές μέρες στον Πειραιά.
Τι είχε συμβεί στη Μήλο; Ο εκεί υποδιοικητής της χωροφυλακής υπομοίραρχος, μόλις αντιλήφθηκε ότι αυτοί που ξεφόρτωσε το καΐκι ήταν κομμουνιστές, άρχισε να φωνάζει: "Ποιος σας είπε ότι η κυβέρνηση έδωσε αμνηστεία; Γελάσατε τη χωροφυλακή της Φολεγάνδρου και θέλετε και μένα να με στείλετε στο απόσπασμα;" Οι σύντροφοι είχανε βγάλει μια επιτροπή που μαλάκωσε τον υπομοίραρχο και έκανε έκκληση στους κατοίκους που βοήθησαν και οργανώσαμε συσσίτιο. Επίσης έμασε όλα τα δαχτυλίδια και τα ρολόγια των συντρόφων, τα 'βαλε ενέχυρο στους πιο πλούσιους της Μήλου, πήρε απ' αυτούς χρήματα, ναύλωσε καΐκι και πέτυχε να περάσουν όλοι στην Αθήνα. Εκεί μαζέψαμε χρήματα, τα στείλαμε στους δανειστές μας της Μήλου και αυτοί μας στείλαν πίσω τα ρολόγια και τα δαχτυλίδια που είχαμε αφήσει για ενέχυρο.
Έτσι ολοκληρώθηκε η προσπάθεια για την απόδραση όλων των εξόριστων της Φολέγανδρου. (...)
Οι εξόριστοι της Φολέγανδρου αμέσως μετά την απόδρασή τους δόθηκαν με όλες τις δυνάμεις τους στην οργάνωση του αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Για αυτή τους τη δράση όμως χρειάζονται βιβλία ολόκληρα...