Ανήκω στη γενιά που άνοιξε τα μάτια λίγα χρόνια πριν απ’ τον πόλεμο με τους ξένους, τους φασίστες, και γεύτηκε την αγριότητά του λίγο στις φασκιές κι άλλο λίγο στα πρώτα βήματα. Είναι η γενιά που τον πόλεμο με τους ντόπιους τους φασίστες τον πέρασε στην αλάνα της γειτονιάς, παίζοντας μ’ ένα πάνινο τόπι.
Είναι παράξενο κι όμως ειν’ αλήθεια. Εμείς οι μικροί νοιώσαμε τότε πιο βαθιά την αδικία, τον πόνο για τον χαμό ενός συγγενή, ενός γείτονα, ενός γνωστού. Γιατί εμείς οι μικροί, πιο πολύ απ’ τους μεγάλους, πιστέψαμε στ’ αυτιά μας σαν τέλειωσε ο πόλεμος το΄44· «Τώρα πια η Λευτεριά, η Δικαιοσύνη, η Δημοκρατία κερδήθηκαν. Θ’ ανταμειφθούν και θα καρπίσουν οι κόποι κι οι θυσίες αυτών που δόσαν ένα κομμάτι απ’ το σώμα τους ή τη ζωή τους για τη λευτεριά. Θα δικαστούν και θα τιμωρηθούν σαν προδότες κείνοι που δούλεψαν για τον ξένο κατακτητή…».
Κι ύστερα είδαμε πράγματα παράξενα. Οι φυλακές γιομίσαν και τα ρημονήσια μας συρματοφράχτηκαν. Αυτούς που ξέραμε από τους γονείς μας πως είναι ήρωες, τώρα τους χλευάζουν, τους βρίζουν οι κρατούντες. Τους κλείνουν στις φυλακές ή τους στέλνουν παρέα στα φίδια των ξερονησιών.
Είδαμε τόσα που τα μικρά μας μάτια δεν τα χωρούσαν και το μυαλό μας δεν τα ’φτανε. Νοιώσαμε πίκρα στην αρχή για τους γονείς μας, αφού μας περνούσ’ απ’ το μυαλό πως εκείνοι ήταν που λάθευαν στην κρίση τους για τους ανθρώπους. Μα σιγά-σιγά, πιάνοντας την άκρη του νήματος της αδικίας, νιώσαμε πόνο. Κι όσο βλέπαμε την αδικία να θεριεύει, ο πόνος μεγάλωνε, φούντωνε… Η αγανάκτηση μας πλημμύριζε. Στην κορυφή αλλαγή· της βάρδιας στην φρουρά της φυλακής με τους φασίστες Γερμανούς. Κι ο πατέρας αυτόν που φοβόταν στη γειτονιά, στην κατοχή, τον ίδιον εξακολουθούσε να φοβάται καταδότη.
Ψάχναμε να βρούμε τρόπους να εκφράσουμε την αγανάκτησή μας. (…) Τους βρήκαμε μ’ ένα αντιστασιακό τραγούδι, με μια Μαραθώνια πορεία, μ’ ένα σύνθημα που γράφαμε στους τοίχους.
Κι όλα τούτα τα χρόνια, με τη χούντα πάντα τους ίδιους ανθρώπους φοβόμασταν. Αυτούς τους φοβόταν κι ο πατέρας… Ο γείτονας, ο παλιός φασίστας, ήταν πάντα α υ τ ό ς ο ευνοούμενος της οποιασδήποτε κυβέρνησης, ήταν πάντα α υ τ ό ς ο «εθνικόφρονας».
Τώρα, μετά την καινούργια απελευθέρωση, πάλι οι κρατούντες λεν τα ίδια «η Λευτεριά, η Δικαιοσύνη, η Δημοκρατία κερδήθηκαν και ήρθε η ώρα να».
Όμως χτες, δυο μήνες μετά την «απελευθέρωση», ο παλιός γνώριμος φασίστας ζωγράφισε στη Θεσσαλονίκη, έξω από ένα θέατρο, έναν αγκυλωτό σταυρό… Έτσι ήρθαν τα πράγματα πάλι στην αρχή… Όπως εμείς μικρά παιδιά τότε, αμφισβητήσαμε την κρίση των γονιών μας για το ποιοι ειν’ οι καλοί και ποιοι οι κακοί, έτσι και τώρα η γενιά που ακόμα παίζει τόπι αμφιβάλει για μας όταν ακούει πως οι φονιάδες του Πολυτεχνείου κυκλοφορούν ελεύθεροι, πως τιμωρία των βασανιστών είναι να υπηρετούν στα σύνορα (!). Αμφιβάλει για μας μέχρι να πιάσει την αρχή της αδικίας και να συνεχίσει τον αγώνα για την πραγματική ΛΕΥΤΕΡΙΑ και τη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
***
Το κείμενο έφερε την υπογραφή Ο ΨΗΛΟΣ και δημοσιεύτηκε πριν από 42 χρόνια στο Ριζοσπάστη. Με κάποιες προσαρμογές δένει  με το σήμερα. Άλλωστε οι ομοιότητες (όπως, ας πούμε, ότι στο σύστημα της εκμετάλλευσης η ελπίδα  μετατρέπεται σε πόνο) και οι διαφορές (ποτέ δεν είμαστε όλοι το ίδιο) δεν είναι συμπτωματικές…