Άσυλο
Το άσυλο ανήκει σε όλο το λαό.
Κι η οργανωμένη πρωτοπορία είναι το κόμμα του λαού.
Αλλά η οργάνωση δεν είναι άσυλο. Κι ας έχει μια ιντριγκαδόρικη, εξωτερική ομοιότητα με το ακαδημαϊκό «άβατο», που προσπαθούν να το βάλουν στο χέρι και να το αλώσουν οι εταιρίες κι οι κρατικοί μηχανισμοί, επίσημοι κι ανεπίσημοι.
Τι γίνεται όμως όταν η οργάνωση καλείται να επιτελέσει και τέτοιες λειτουργίες, όχι φοιτητικού αλλά διαφορετικού ασύλου;
Εδώ υπάρχουν δύο αντιφατικές τάσεις που πρέπει να διακρίνουμε.
Από τη μια πλευρά, η κρίση έρχεται να οξύνει απότομα τα προσωπικά προβλήματα και τα αδιέξοδα του καθενός, οδηγεί στην περιπλοκή τους και σε ακραίες εκδηλώσεις τους. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστους τους σφους και γενικά οποιοδήποτε ζωντανό οργανισμό δε λειτουργεί σε ένα κλειστό, προστατευόμενο περιβάλλον (γυάλα), για να αποκοπεί από την κοινωνική πραγματικότητα.
Η μαζική και χρόνια ανεργία πχ ρίχνει το ηθικό και την αυτοπεποίθηση του άνεργου, μπορεί να τον οδηγήσει στην παραίτηση και την απάθεια, σε ένα είδος άρνησης και χειμερίας νάρκης, να του απομυζήσει κάθε όρεξη για δράση, κινητοποίηση, για ζωή εν γένει. Πολλοί σφοι (και όχι μόνο) εσωτερικεύουν μάλιστα τις ενοχές που τους φορτώνει το σύστημα κι η κυρίαρχη λογική για την κατάστασή τους, νιώθοντας ότι είναι άχρηστοι και γι’ αυτό δε βρίσκουν δουλειά. Το αποτέλεσμα είναι ότι χάνουν σταδιακά την επαφή με τους υπόλοιπους, κλείνονται στο καβούκι τους, δεν απαντάν στο τηλέφωνο και το ρίχνουν στην ταβανοθεραπεία, καρφώνοντας όλη μέρα έναν τοίχο με το βλέμμα τους, να συμβολίζει το αδιέξοδό τους.
Κι εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο η λειτουργία της οργάνωσης, οι σχέσεις των μελών της, κατά πόσο είναι τυπικές και επιφανειακές, ίσα-ίσα για να βγαίνει η καθημερινά δουλειά και τα πρακτικά καθήκοντα, εξορμήσεις, πορείες, συσκέψεις, αφισοκολλήσεις, κτλ, και η ζωή συνεχίζεται. Ή αν είναι πράγματι συντροφικές, προσφέροντας έτσι ένα πολύτιμο στήριγμα, ένα αποκούμπι και μια διέξοδο.
Είναι κριτήριο τι θα κάνει και πώς μπορεί να βοηθήσει η οργάνωση κάθε σύντροφο που βρίσκεται σε τέτοια θέση και προπαντός πώς θα χειριστεί την όλη κατάσταση, αν θα το κάνει με όρους «φιλανθρωπίας» και «οίκτου» (μερικές φορές δε μετράει μόνο η πρόθεση αλλά και τι φαίνεται, πώς βγαίνει τα έξω). Το βασικό είναι να καταλάβει ο σφος που έχει ένα πρόβλημα πώς πρέπει να διαχειριστεί το στίγμα του «προβληματικού» και ότι ειδικά σε περιόδους κρίσης, δεν έχει τίποτα απολύτως να ντρέπεται, γιατί η περίπτωσή του δεν είναι μεμονωμένη εξαίρεση αλλά κανόνας, είναι ιδιαίτερη ως προς τον τρόπο εκδήλωσης στο κάθε άτομο ξεχωριστά, αλλά όχι ως προς τα αίτια που το γεννούν.
Όπως λέει κι ένας στίχος, άλλωστε:
Σε μια κοινωνία που τρελαίνει τους ανθρώπους
Όλοι μας είμαστε το κατά δύναμιν ψυχασθενείς
Κι από μια άποψη, ο καλύτερος τρόπος να διαχειριστείς ένα πρόβλημα (ασφαλώς αφού βρεις πρώτα το θάρρος να το παραδεχτείς και να το αντιμετωπίσεις) είναι η παρέα και η συλλογικότητα, η συντροφιά με άτομα που εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος με εσένα και σου προσφέρουν κάτι σαν δωρεάν ψυχοθεραπεία. Και πάνω απ’ όλα η δράση, που δε σε αφήνει να πέσεις σε ψυχολογικό τέλμα και καθορίζει αποφασιστικά πολλά δεδομένα (βλ/ και θεωρία της κυρίαρχης δραστηριότητας στην πρωτοπόρα σοβιετική ψυχολογία).
Ποια είναι όμως η άλλη όψη του νομίσματος;
Ότι η οργάνωση δεν είναι ίδρυμα. Κατά συνέπεια πρέπει να απορρίψουμε τον ιδρυματισμό, δηλ μια ιδιότυπα κατάσταση, όπου κάποιος νιώθει άνετα μόνο σε ένα συγκεκριμένο, οικείο περιβάλλον και δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός αυτού, προτιμά να μην αποχωρίζεται την ασφάλεια που του προσφέρει κι αναπτύσσει μια εσωστρέφεια, που το βοηθά να αποφεύγει την πραγματικότητα, αλλά είναι ελάχιστα ωφέλιμη εφόσον θέλει να την αλλάξει επαναστατικά. Και για να συμβεί αυτό, πρέπει να βγαίνει διαρκώς από τα γραφεία, να έρθει αντιμέτωπος με τον κοινωνικό περίγυρο και τις κυρίαρχες προκαταλήψεις του, κι όχι μόνο με τους δεκτικούς και καλοπροαίρετους συνομιλητές που συναντά στο περιβάλλον της οργάνωσης.
Μια άλλη όψη του παραπάνω φαινομένου μπορεί να είναι κάποιοι σφοι κυρίως στη νεολαία και ιδιαίτερα τη σπουδάζουσα, που καταλήγουν να γεμίζουν το βαθύτερο υπαρξιακό τους κενό με τις δουλειές και τις χρεώσεις της οργάνωσης, για να ξεγελάνε τον εαυτό τους, την έλλειψη ενδιαφερόντων και κοινωνικών επαφών, να νιώθουν χρήσιμοι και σημαντικοί, βρίσκοντας μια αναγνώριση που δεν είχαν στην κανονική τους ζωή, από την οποία όμως έχουν φροντίσει επιμελώς να αποκοπούν, χάνοντας έτσι τον παλμό της κοινωνίας και αποκτώντας για αυτήν μια στρεβλή, αφηρημένη εικόνα ενός εξωτερικού παρατηρητή.
Η πραγματική ζωή είναι προφανώς πολύ σύνθετη, για να μας παρουσιάσει τα πράγματα και τα φαινόμενα σε καθαρή μορφή, ξεχωριστά το ένα από το άλλο, τις θετικές πλευρές από τις αρνητικές. Συνεπώς η απαιτούμενη εγρήγορση κι επαγρύπνηση αποκτά και μια άλλη διάσταση, που δε στρέφεται άμεσα ενάντια στον ταξικό εχθρό και τους πολιτικούς μας αντιπάλους, που μας επιβουλεύονται, αλλά ως ένα βαθμό σε εμάς τους ίδιους και τα κατάλοιπα που κουβαλάμε. Αφορά με άλλα λόγια το διαρκές στοίχημα να μάθουμε πώς να συνδυάζουμε τον εαυτό μας με το σύνολο, το άτομο με τη συλλογικότητα, με τρόπο που να συμβάλλει διαλεκτικά στην ανάδειξη και των δύο πόλων, του ενός μέσα από τον άλλο.
Υγ: Οι παραπάνω σκέψεις ήρθαν στην επιφάνεια (κι ακολούθως στην οθόνη), με αφορμή το διάβασμα του μυθιστορήματος «στη ρίζα του αετού», όπου η συγγραφέας (Βαγγελιώ Καρακατσάνη) καταπιάνεται με το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα του κοινωνικού στίγματος για την ψυχική νόσο και την αντιμετώπισή του.
Πεντάλεπτη τοποθέτηση από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα