– Μέρος 2ο
Η συνέχεια από το 1ο Μέρος του άρθρου:
«Η σύγχρονη εργατική τάξη και το κίνημά της»
Για την πληρέστερη κατανόηση της μεθοδολογίας, με την οποία γίνεται από το μαρξισμό ο διαχωρισμός της αστικής κοινωνίας στο σύνολό της σε τάξεις, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε τον κλασικό ορισμό που έδωσε ο Λένιν [5] για τις τάξεις:
«Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν κι από το μέγεθος αυτής της μερίδας.Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.»
Ανακεφαλαιώνοντας, η εργατική
τάξη είναι ενιαία κοινωνική δύναμη, λόγω του ότι στερείται ιδιοκτησίας
στα μέσα παραγωγής και είναι αναγκασμένη να πουλάει την εργατική της
δύναμη, αποτελείται όμως από διάφορα τμήματα, όπως:
Το Βιομηχανικό προλεταριάτο, το προλεταριάτο του Eμπορίου, ο Eφεδρικός στρατός (Άνεργοι), οι Εργάτες γης κλπ.
Τα μεσαία στρώματα
Η αστική κοινωνία φυσικά δεν αποτελείται μόνο από την αστική και την εργατική τάξη. Ανάμεσά τους υπάρχουν τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, που
κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι ενώ κατέχουν μέσα παραγωγής, αυτά
δεν είναι αναπτυγμένα σε τέτοιο επίπεδο, ώστε το αποτέλεσμα της κάθε
ξεχωριστής εργασίας να ενσωματώνεται στο παραγόμενο προϊόν.
Δηλαδή δε χρησιμοποιούν ξένη μισθωτή εργασία ή τη χρησιμοποιούν σε πολύ περιορισμένη έκταση και κυρίως με συνεργατική μορφή.
Ετσι κατέχουν ενδιάμεση θέση μεταξύ της αστικής και εργατικής τάξης.
Στον καπιταλισμό κυριαρχεί η τάση απαλλοτρίωσης των άμεσων παραγωγών
από τα μέσα παραγωγής που διαθέτουν. Κυριαρχεί η τάση
επαναστατικοποίησης των μέσων παραγωγής, δηλαδή η αντικατάσταση των
μέσων παραγωγής με νέα τεχνολογικά εκσυγχρονισμένα, τα οποία
συγκεντρώνουν την παραγωγή και το εργατικό δυναμικό, κάνουν κοινωνική
την παραγωγή.
Με άλλα λόγια κυριαρχεί η τάση καταστροφής του ανεξάρτητου παραγωγού.
Συμπληρωματικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας είναι και η τάση
αναπαραγωγής των μεσαίων στρωμάτων σε νέους παραγωγικούς κλάδους ή η
διατήρησή τους σε υπηρεσίες (ανταλλαγή εισοδήματος με εισόδημα), όπου
ακόμα δεν έχει επεκταθεί η καπιταλιστική σχέση και οργάνωση,
π.χ. διάφορες κατηγορίες αυτοαπασχολούμενων, όπως φυσιοθεραπευτές, αυτοαπασχολούμενοι σε υπηρεσίες internet κ.ά.
Ανάλογα με τον αριθμό
απασχόλησης ξένης μισθωτής εργασίας και το ύψος του εισοδήματός τους
άλλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων βρίσκονται πιο κοντά στην εργατική
τάξη και άλλα προσεγγίζουν την αστική τάξη. Τα στρώματα αυτά κοινωνικά ταλαντεύονται ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Οι θεωρίες για το τέλος της Εργατικής Τάξης
Η αστική απολογητική αλλά και ο οπορτουνισμός εδώ και δεκαετίες επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους,
με διάφορες αφορμές και κυρίως με την εισαγωγή νέων επιστημονικών
επιτευγμάτων και νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, ότι συντελείται η
μετάβαση σε μια «μετακαπιταλιστική κοινωνία».
Μια από τις θεωρίες είναι αυτή
της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας». Η θεωρία περί «μεταβιομηχανικής
κοινωνίας» εμφανίζεται με πολλές παραλλαγές [6] και
έχει ως κύριο στοιχείο ότι χαρακτηρίζει την κοινωνία με κριτήριο το
τεχνολογικό επίπεδο των μέσων παραγωγής κι όχι τις σχέσεις παραγωγής.
Επίσης ταυτίζει λανθασμένα τη βιομηχανία με τον τομέα της «μεταποίησης». Θεωρεί ως εργατική τάξη μόνο εκείνο το τμήμα της που εργάζεται χειρωνακτικά ή που εργάζεται στη μεταποίηση, ενώ τα άλλα τμήματά της,
όπως π.χ. μισθωτούς επιστήμονες
που δεν κατέχουν διευθυντική θέση και πληρούν τα λενινιστικά κριτήρια
ένταξης στην εργατική τάξη, τα εντάσσει στα μεσαία στρώματα.
Αξιοποιεί το αντικειμενικό γεγονός ότι με την καπιταλιστική εξέλιξη
φθίνει το ποσοστό της εργατικής δύναμης στη μεταποίηση ως ποσοστό του
συνολικού εργατικού δυναμικού, αλλά και του προϊόντος της μεταποίησης
υπολογιζόμενο σε αξίες ως ποσοστό στο σύνολο του ΑΕΠ.
Η μαρξιστική άποψη θεωρεί ως βιομηχανικό κάθε κλάδο της κοινωνικής παραγωγής όπου παράγεται αξία και επομένως υπεραξία, π.χ. της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, που η αστική στατιστική τούς κατατάσσει στις υπηρεσίες.
Ο Μαρξ, στο έργο του «Το Κεφάλαιο», αναφέρει ότι τα όρια της βιομηχανικής δραστηριότητας στον καπιταλισμό είναι σαφώς ευρύτερα από αυτά των παραδοσιακών κλάδων της «μεταποίησης» που περιλαμβάνει η αστική στατιστική.
Στο 2ο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρεται ότι:
«Υπάρχουν όμως αυτοτελείς κλάδοι της βιομηχανίας, όπου το προϊόν του προτσές παραγωγής δεν είναι ένα καινούργιο υλικό προϊόν, δεν είναι εμπόρευμα. Οικονομική σπουδαιότητα ανάμεσα σ’ αυτούς έχει μόνο η βιομηχανία μεταφορών εμπορευμάτων και ανθρώπων είτε πρόκειται απλώς για διαβίβαση πληροφοριών, επιστολών, τηλεγραφημάτων κλπ. […] Εκείνο που πουλάει η βιομηχανία μεταφορών είναι αυτή η ίδια η μετακίνηση […]Το ωφέλιμο αποτέλεσμα είναι καταναλώσιμο μόνο στη διάρκεια του προτσές παραγωγής, το αποτέλεσμα αυτό δεν υπάρχει σαν ένα αντικείμενο χρήσης διαφορετικό απ’ αυτό το προτσές […]Η ανταλλακτική όμως αξία αυτού του ωφέλιμου αποτελέσματος καθορίζεται όπως και η ανταλλακτική αξία των στοιχείων παραγωγής που έχουν καταναλωθεί σ’ αυτό (εργατική δύναμη και μέσα παραγωγής) συν την υπεραξία που έχει δημιουργηθεί από την υπερεργασία των εργατών που εργάζονται στη βιομηχανία μεταφορών […]Το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, όπου λειτουργία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο η ιδιοποίηση υπεραξίας ή υπερπροϊόντος αλλά ταυτόχρονα και η δημιουργία τους.» [7]
Οπως είναι φυσικό, οι κλάδοι της παραγωγικής δραστηριότητας που διαχωρίζονται με βάση την παραγωγή διαφορετικών αξιών χρήσης εξελίσσονται και μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου.
Κλάδοι όπως η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες γνωρίζουν ραγδαία ανάπτυξη τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ομως η βιομηχανική συγκέντρωση δεν ταυτίζεται με την πορεία συγκεκριμένων κλάδων που ανθίζουν ή φθίνουν.
Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για βιομηχανία πληροφορικής, βιομηχανία τηλεπικοινωνιών.
Ανεξάρτητα εάν η εν λόγω περίπτωση αφορά
την παραγωγή νέων υλικών προϊόντων, τη διαβίβαση πληροφοριών ή τη
μετακίνηση εμπορευμάτων, σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει κεφαλαιοκρατική σχέση, εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας για παραγωγή αξίας και υπεραξίας.
Επομένως σε αυτούς τους τομείς η μισθωτή εργατική δύναμη, δηλαδή η εργατική τάξη, είναι η βασική παραγωγική δύναμη.
Επίσης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την
επίδραση της καπιταλιστικοποίησης της αγροτικής παραγωγής στην αύξηση
της εργατικής τάξης, τη διεύρυνσή της με εργάτες γης.
Πρόκειται για ένα αναπτυσσόμενο
τμήμα της εργατικής τάξης που στην Ελλάδα δεν καταγράφεται στατιστικά,
γιατί περιλαμβάνει κυρίως «παράνομους» οικονομικούς μετανάστες.
Αλλη παραλλαγμένη της προηγούμενης θεωρίας είναι αυτή που αναφέρεται στο «τέλος» της εργατικής τάξης. [8]
Εκτός από το παραπάνω επιχείρημα
της συρρίκνωσης της εργατικής τάξης στη μεταποίηση, ως επιχείρημα
χρησιμοποιεί την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των μισθωτών, τη
συγκυριακή αύξηση των εισοδημάτων τους με το μοίρασμα μετοχών
(ιδιαίτερα κατά τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων).
Χρησιμοποιώντας ενιαία τα λενινιστικά κριτήρια στην ανάλυση μιας σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας διαπιστώνεται η διεύρυνση της εργατικής τάξης σε απόλυτους αριθμούς κι ως ποσοστό στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό.
Διαπιστώνεται επίσης και η
διεύρυνση των εσωτερικών διαφορών της, όπως «μπλε – άσπρα κολάρα»,
«ειδικευμένοι – ανειδίκευτοι», «υψηλόμισθοι – χαμηλόμισθοι»,
«εργαζόμενοι – άνεργοι» με συλλογικές συμβάσεις ή με ευέλικτες
εργασιακές σχέσεις.
Οι διαφορές αξιοποιούνται από την αστική
τάξη με στόχο να διασπάται η ενότητα της εργατικής τάξης και να
διευκολύνεται η ενσωμάτωσή της στο σύστημα.
Οι μισθωτοί εργαζόμενοι στην
Ελλάδα το 2007 (Ροβεσπ.: Στοιχεία ακριβώς πριν από το ξέσπασμα της
παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης) ξεπέρασαν τα 2,8 εκατομμύρια,
αυξανόμενοι κατά 800 χιλιάδες την τελευταία δεκαετία.
Οι μισθωτοί αποτελούν περίπου το 65% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ανήκει στην εργατική τάξη.
Η αύξηση του ποσοστού της
μισθωτής εργασίας στο διάστημα 1981-2007 δείχνει ότι όχι μόνο δεν
εξαφανίζεται η εργατική τάξη στη χώρα μας, αλλά αντίθετα διευρύνεται και αυξάνει ο βαθμός συγκέντρωσής της γιατί βαθαίνει ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας.
Ανακεφαλαιώνοντας, η εργατική τάξη αποτελεί την κύρια και ολοένα αναπτυσσόμενη παραγωγική δύναμη.
Οι εργαζόμενοι που είναι υποχρεωμένοι να ζουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη,
που είναι στερημένοι από την κατοχή μέσων παραγωγής και ύπαρξης, που
αμείβονται με τη μορφή μισθού ή ημερομισθίου, που έχουν εκτελεστικό ρόλο
ανεξάρτητα από τον κλάδο που εργάζονται και το είδος της εργασίας, ανήκουν στην τάξη των μισθωτών εργατών.
Συνεχίζεται…
Σημειώσεις:
[5]. Β. Ι. Λένιν: «Τι να
Κάνουμε», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, κεφ. ΙΙΙ
«Τρεϊντγιουνιονιστική και σοσιαλδημοκρατική πολιτική», κεφ. IV «Ο
χειροτεχνισμός των οικονομιστών και η οργάνωση των επαναστατών».
[6]. ΚΜΕ: «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», στο κεφάλαιο «Κριτική των σύγχρονων αστικών θεωριών περί του τέλους της εργατικής τάξης», σελ. 90-116.
[7]. «Ο Καρλ Μαρξ για τον εργάσιμο χρόνο», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.
[8]. Απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ για τη δράση του Κόμματος στην εργατική τάξη και στο συνδικαλιστικό της Κίνημα. ΚΟΜΕΠ τ. 2/2002.
[6]. ΚΜΕ: «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», στο κεφάλαιο «Κριτική των σύγχρονων αστικών θεωριών περί του τέλους της εργατικής τάξης», σελ. 90-116.
[7]. «Ο Καρλ Μαρξ για τον εργάσιμο χρόνο», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ.
[8]. Απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ για τη δράση του Κόμματος στην εργατική τάξη και στο συνδικαλιστικό της Κίνημα. ΚΟΜΕΠ τ. 2/2002.