Σήμερα κάνουμε την τελευταία μας στάση σε τούτο το μεγαλοβδομαδιάτικο
οδοιπορικό μας στα μονοπάτια τής ποίησης. Ζητώ συγγνώμη που διάλεξα ως
τελευταίο σταθμό μας την μελαγχολία τού πρόωρα χαμένου και άδικα
άγνωστου στο ευρύ πλήθος Γιάννη Βαρβέρη (αν και δεν είναι η πρώτη φορά
που το ιστολόγιο αναφέρεται
σ' αυτόν). Όμως, είμαι σίγουρος ότι ο προσεκτικός αναγνώστης θα
διαβλέψει την αισιοδοξία που κρύβεται ανάμεσα στους αδυσώπητους
βαρβέρειους στίχους. Τα ποιήματα που ακολουθούν περιλαμβάνονται στην
συλλογή "Ο άνθρωπος μόνος" και τα αντιγράφω από την συλλογική έκδοση "Γιάννης Βαρβέρης - Ποιήματα, τόμος Β΄, 2001-2013" (Κέδρος, 2013):
Ένα κερί
Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ' όλα τ' άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.
Καθώς πλησιάζει η ώρα
Λένε πως πλησιάζει η ώρα
κι ίσως νά 'ναι αλήθεια.
Ποιός όμως πρέπει να κριθεί;
Μήπως κι εμείς που ζήσαμε
μόνο με το άκουσμα των πρώτων Σου θαυμάτων;
Εκείνους μόνο γιάτρεψες
για να πιστέψει τώρα ο κόσμος
των υγειών σε Σένα.
Εκείνους μόνο
γιατί εμείς που ακολουθήσαμε
στρατιές στρατιών
ανάπηροι της Ιστορίας
ζήσαμε
άλλοι μέσα στις μάταιες προσευχές
κι άλλοι μέσα στον πόνο απεγνωσμένοι.
Ουδέτερος ελεήμων σαν ελπίδα ωχρή
μας άφησες να σε αντικαταστήσουμε:
Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.
Εσπερινός της Αγάπης
Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυό
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά που πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις -
θέλουν πολύ για να υποκύψουν
οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θά 'πρεπε κάπως νά 'χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ' απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;
Κάπου εδώ, το ιστολόγιο χαμηλώνει την φωνή του, σβήνει τα φώτα και απέρχεται, για να σας αφήσει να περάσετε τούτες τις μέρες όπως θέλετε, δίχως να σας ενοχλεί. Ίσως σας στείλει μια καλημέρα το Σάββατο, ίσα για να μη νιώσει τον φόβο πως θα περάσει το Πάσχα μονάχο σ' ένα παγκάκι, ίσα για να δείξει ότι μπορεί ακόμα να λάμπει... Ίσως πάλι, όχι...
Ένα κερί
Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ' όλα τ' άλλα
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.
Καθώς πλησιάζει η ώρα
Λένε πως πλησιάζει η ώρα
κι ίσως νά 'ναι αλήθεια.
Ποιός όμως πρέπει να κριθεί;
Μήπως κι εμείς που ζήσαμε
μόνο με το άκουσμα των πρώτων Σου θαυμάτων;
Εκείνους μόνο γιάτρεψες
για να πιστέψει τώρα ο κόσμος
των υγειών σε Σένα.
Εκείνους μόνο
γιατί εμείς που ακολουθήσαμε
στρατιές στρατιών
ανάπηροι της Ιστορίας
ζήσαμε
άλλοι μέσα στις μάταιες προσευχές
κι άλλοι μέσα στον πόνο απεγνωσμένοι.
Ουδέτερος ελεήμων σαν ελπίδα ωχρή
μας άφησες να σε αντικαταστήσουμε:
Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.
Εσπερινός της Αγάπης
Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυό
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά που πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις -
θέλουν πολύ για να υποκύψουν
οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θά 'πρεπε κάπως νά 'χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ' απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;
Κάπου εδώ, το ιστολόγιο χαμηλώνει την φωνή του, σβήνει τα φώτα και απέρχεται, για να σας αφήσει να περάσετε τούτες τις μέρες όπως θέλετε, δίχως να σας ενοχλεί. Ίσως σας στείλει μια καλημέρα το Σάββατο, ίσα για να μη νιώσει τον φόβο πως θα περάσει το Πάσχα μονάχο σ' ένα παγκάκι, ίσα για να δείξει ότι μπορεί ακόμα να λάμπει... Ίσως πάλι, όχι...