Είμαστε πια πρωταθλητές. Όμως οι άλλες εποχές, που τότε τις έλεγαν
“καλύτερες ημέρες” δεν ήρθαν ποτέ για τον ελληνικό λαό, κι ας άλλαξαν
οριστικά το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ.
Το Ευρωμπάσκετ του 87′ ήταν οι δώδεκα μέρες
που συγκλόνισαν τον ελληνικό μικρόκοσμο κι άλλαξαν επίπεδο στο ελληνικό
μπάσκετ. Κατά σύμπτωση, ο θρίαμβος σφραγίστηκε στον τελικό απέναντι στη
Σοβιετική Ένωση, τη χώρα όπου γράφτηκε η ιστορία των δέκα ημερών που
συγκλόνισαν τον κόσμο. Η οποία όμως έπνεε τα λοίσθια -κι ας μη γινόταν
αντιληπτό σε πολλούς τότε- κάτι που αποτυπώθηκε και σε αθλητικό επίπεδο.
Το περίφημο 103-101 ήταν η τελευταία συμμετοχή των Σοβιετικών σε τελικό
Ευρωμπάσκετ -το 91′ δεν προκρίθηκαν καν στην τελική φάση για ένα
κύκνειο άσμα. Κι η τελευταία αναλαμπή ήρθε το 88′, με την επιστροφή του
Σαμπόνις και το χρυσό στους Ολυμπιακούς της Σεούλ. Αλλά αυτή είναι μια
άλλη ιστορία.
Λένε πως το Ευρωμπάσκετ ήταν η πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση που βγήκαν όλοι οι Έλληνες ενωμένοι στο δρόμο να γιορτάσουν. Μόνο που το 44′ δεν ήμασταν ακριβώς όλοι μαζί, ενάντια στον κατακτητή, αφού υπήρχαν κι οι δωσίλογοι. Και το 87′ ήταν μια χαλαρή, επίπλαστη ενότητα, μικροαστικού, παπανδρεϊκού τύπου: είμαστε όλοι ΠαΣοΚ -ακόμα και κάποιοι που δεν το ψηφίζουν, αλλά επηρεάζονται κατά βάθος- κι είμαστε πια πρωταθλητές, που μεγαλοπιάνονται πως έρχονται άλλες εποχές. Όλοι ή… σχεδόν όλοι, πλην μερικών ηρωικών Λακεδαιμονίων, που στον τελικό υποστήριζαν την πολιτική μαμά-πατρίδα, δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση, κι ας πασόκιζε επικίνδυνα και αυτή εκείνα τα χρόνια.
Το 87′ ήταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα κοίταξε στα μάτια υπερδυνάμεις, καταφέρνοντας να βγει πρώτη. Έγινε ορόσημο και ξέφυγε γρήγορα από τις στενά αθλητικές του διαστάσεις. Για κάποιους έγινε -εκ των υστέρων- ένα είδος προπομπού για το αφήγημα της “ισχυρής Ελλάδας”. Η οποία απέδειξε στην πράξη αυτήν την ισχύ και την αξία της για τον ελληνικό λαό το ίδιο κιόλας καλοκαίρι, με το φονικό καύσωνα που άφησε πίσω του χίλια θύματα και τις αρχές που άφησαν τον κόσμο απροστάτευτο (έριξαν όμως μερικούς κουβάδες νερό για να ανακουφίσουν το συγκεντρωμένο πλήθος που περίμενε μάταια έξω από το ΣΕΦ να βρει ένα εισιτήριο για τον ημιτελικό). Ή σε εντελώς άλλο επίπεδο, με την αποτυχία της υποψηφιότητας του Αθήνα 96′, που το έφαγε στη γωνία η Κόκα-Κόλα και η Ατλάντα, αναβάλλοντας για μια οκταετία το φαγοπότι. Δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες…
Το 87′ ήρθε σαν έκρηξη -ένα είδος μπασκετικού Big Bang- σηματοδοτώντας το έτος 1 της νέας εποχής για το ελληνικό μπάσκετ, αλλά ετοιμάστηκε μεθοδικά. Όπως είπε αργότερα ο Κώστας Πολίτης (εδώ), οι συνθήκες είχαν ωριμάσει…
Τα πρόσωπα φτιάχνουν το σύνολο, κι αυτό με τη σειρά του αναδεικνύει μέσα από την ομαδική λειτουργία τις μονάδες.
Πρώτος μεταξύ ίσων ο Νίκος Γκάλης, που δεν είχε κλείσει καν τα
τριάντα, αλλά ήταν ο μεγαλύτερος -ηλικιακά και όχι μόνο- παίκτης, λόγω
της ανανέωσης του ΠΟλίτη -που ήταν και πολιτικά με τους “ανανεωτές”.
Αυτό πάντως που ξεπερνούσε κατά πολύ το 30, ήταν ο μέσος όρος του στους
πόντους, που του έδωσε με διαφορά τη θέση του πρώτου σκόρερ της
διοργάνωσης και αργότερα στην ιστορία του θεσμού -για να τον περάσουν
μόλις το 15′ οι Πάρκερ, Γκασόλ και ΣΙΑ… Ο Γκάλης στα 30 του άρχισε
ουσιαστικά να μεγαλουργεί με την Εθνική, ενώ άλλοι παίκτες, όπως ο
Διαμαντίδης πχ, σταματούσαν στην ίδια ηλικία από το εθνικό συγκρότημα.
Κι αυτό κάνει τη διαφορά…
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ήταν αρχηγός και ψυχή της ομάδας,
καταλήγοντας να κάνει το όνομά του ταυτόσημο με την Εθνική. Έβαλε κάτω
το “εγώ” του για να φτιάξει μαζί με τον Γκάλη ίσως το κορυφαίο δίδυμο
στην ιστορία του Άρη και της Εθνικής. Και ξεχείλιζε από συναίσθημα κάθε
στιγμή σε κάθε αγώνα, για να γίνει σύνθημα ακόμα κι από τους αντιπάλους
του που τον πικάριζαν με το περίφημο “κλάψε-κλάψε”. Αλλά τους έκανε
αυτός τις πιο πολλές φορές να κλάψουν, είτε από χαρά -με την Εθνική-
είτε από λύπη -όταν ήταν αντίπαλοί του.
Ο εναλλακτικός Παναγιώτης Φασούλας, που έκρυβε τα καλάθια με τα μακριά του χέρια, σαν να έστηνε ιστό γύρω τους -εξ ου και το προσωνύμιο “αράχνη”. Κι είχε περάσει από το μεγάλο σχολείο της ΚΝΕ, για να γίνει εξώφυλλο και στον Οδηγητή σε κάποιο τεύχος, προτού αφήσει τα κόκκινα του ΚΚΕ για αυτά του Ολυμπιακού και τον ΠΑΟΚ για το ΠΑΣΟΚ -ή κάπως έτσι, τέλος πάντων- προδίδοντας το πολιτικό και το αγωνιστικό του παρελθόν. Αλλά τότε ακόμα ήταν επαναστάτης -όπως λέει κι ο ίδιος αστειευόμενος- για αυτό κι έπινε σκέτο το ουίσκι του, στις διάφορες εξόδους των διεθνών, ενώ οι συμπαίκτες του έβαζαν και κόκα-κόλα στο ποτήρι τους, για να μοιάζει με αναψυκτικό…
Ο Φάνης Χριστοδούλου, που ήταν ολοκληρωμένη -all around που λένε και
στη Νέα Σμύρνη- μπασκετική προσωπικότητα, για όλες τις δουλειές, σε
άμυνα κι επίθεση. Λένε πολλοί πως ήταν το μεγαλύτερο, το πιο αυθεντικό
μπασκετικό ταλέντο, αλλά δεν το αξιοποίησε ποτέ για να κάνει το μεγάλο
άλμα μακριά από την πλατεία και το οικείο περιβάλλον του -παρά μόνο στο
τέλος της καριέρας του, για να πάρει ένα πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό.
Κι αν το μετανιώνει, εκ των υστέρων, απέδειξε με το παράδειγμά του, πως
κάποια πράγματα είναι… “αξία ανεκτίμητη”, που δεν την ανταλλάζεις με
τίποτα.
Ο τίμιος γίγαντας, Αργύρης Καμπούρης, με το αντιτουριστικό σουλούπι και όνομα, που ξεκίνησε την καριέρα του δουλεύοντας παράλληλα στην οικοδομή, κι έγινε ήρωας με την ψυχραιμία του και τις κρίσιμες βολές στον τελικό -αν και είχε κάτω από 60% ως τότε. Ο Ανδρίτσος, που έβαλε το προηγούμενο κρίσιμο ζευγάρι βολών στην κανονική διάρκεια του τελικού, στέλνοντας το ματς στην παράταση. Ο Φιλίππου, ένα από τα μεγαλύτερα τρολ-πειραχτήρια των γηπέδων, που μετά τον ημιτελικό βρέθηκε συνοδηγός σε ένα παπάκι, να κάνει πανηγυρίζοντας τη διαδρομή προς το ξενοδοχείο, και τραυματίστηκε στον αγώνα με τους Γιουγκοσλάβους, ανοίγοντας τη λεωφόρο της δόξας στον Καμπούρη, που τον αντικατέστησε. Ο Μέμος Ιωάννου, που δύο φορές παραλίγο να γίνει ο μοιραίος παίκτης της Εθνικής -αντί για ήρωας- και τελικά κατέληξε στο Ποτάμι, του Σταύρου Θεοδωράκη -που δε συγκρίνεται με καμία πολιτική γκάφα. Ο “Μάτζικ” Σταυρόπουλος -που δεν έδειξε πολλή από τη μαγεία του σε εκείνο το τουρνουά. Και σε συμπληρωματικούς, αλλά όχι δευτερεύοντες ρόλους, ο Ρωμανίδης, ο Καρατζάς και ο Λινάρδος.
Και φυσικά ο ευρωκομμουνιστής ευρωκόουτς, Κώστας Πολίτης, που είχε το
θάρρος να κάνει γενναία ανανέωση και να χτίσει μια σπουδαία ομάδα πάνω
σε πολλούς μικρούς (22άρηδες και 24άρηδες) με ύψος κι αθλητικά κορμιά,
για να αντιμετωπίσει τα ύψη των αντιπάλων.
Στα πρόσωπα του Ευρωμπάσκετ αξίζει να συμπεριληφθεί κι η ευγενική προσωπικότητα του Φίλιππα (και όχι Φίλιππου) Συρίγου,
του ανθρώπου που έβαλε το μπάσκετ στα σπίτια μας. Σε αυτόν χρωστάμε τη
ζεστή αλλά σεμνή περιγραφή των αγώνων, κλασικές ατάκες και προ παντός
τον πανηγυρικό τόνο που δεν κατέφυγε σε υστερίες και εθνικιστικές
κορόνες. Άλλο πράγμα να συνδέεις ένα θρίαμβο με το Συρίγο και την
“πρόκριση στα χέρια του τίμιου γίγαντα” (δεν υπήρχε πρόκριση, τελικός
ήταν, αλλά ακόμα και στα λάθη του, παρέμενε αρχοντικός ο μακαρίτης) κι
άλλο να σου έρχονται συνειρμικά οι τσιρίδες του Βερνίκου και η
επιτηδευμένη γραφικότητα του Χελάκη, που έστησε ολόκληρη επιχείρηση πάνω
στο “Πειρατικό της Πορτογαλίας”.
Πώς πήγαν όμως οι αγώνες; Τις πρώτες δύο μέρες, το ενδιαφέρον του κοινού ήταν συγκρατημένο κι αρκετά καθίσματα στο ΣΕΦ έμειναν άδεια. Η πρώτη νίκη επί των Γιουγκοσλάβων, μετά το εύκολο νικηφόρο ξεκίνημα επί της Ρουμανίας, έσπασε την καχυποψία, φέρνοντας τα πρώτα κύματα ενθουσιασμού και τον κόσμο στο γήπεδο. Και πάλι όμως κανείς δεν ήταν υποψιασμένος για το πού θα έφτανε η Εθνική. Το γρήγορο μπάσκετ των Ισπανών -που ήδη από τότε δε μας ταίριαζαν- μας προσγείωσε απότομα κι η ήττα από τους Σοβιετικούς στον όμιλο μας πείσμωσε για την εχθρική διαιτησία. Στον τελευταίο καθοριστικό αγώνα της πρώτης φάσης, υπήρχε πολύ άγχος, αλλά οι Γάλλοι δεν είχαν καμιά ελπίδα.
Στον προημιτελικό συναντάμε την Ιταλία, που τερμάτισε πρώτη και αήττητη στον άλλο όμιλο (που ήταν σαφώς χαμηλότερης δυναμικότητας) και δεν την είχαμε κερδίσει ποτέ. Αλλά ο Γκάλης στο ζέσταμα, είδε το φόβο στα μάτια τους κι ήξερε πως δεν είχαν καμία τύχη. Η μεγαλύτερη νίκη… μέχρι την επόμενη.
Ο ημιτελικός είναι απέναντι στους Γιουγκοσλάβους του Πέτροβιτς (που έγραψε στο ΣΕΦ, σε συλλογικό επίπεδο, μία από τις μεγαλύτερες ραψωδίες της καριέρας του). Μπορεί να γίνει όμως το ίδιο θαύμα δυο φορές; Οι Γιούγκοι παίρνουν κεφάλι στο σκορ, αλλά εμείς τους παίρνουμε το σκαλπ στο τέλος, με μια ηρωική βουτιά του Γιαννάκη να δίνει το σύνθημα της ανατροπής (ή μήπως κατάρρευσης;). Η Εθνική ανατρέπει το σκηνικό και προκρίνεται στον τελικό, ενώ ο μεγάλος αδελφός του Πέτροβιτς αποδεικνύει ότι είναι μικρός και εύχεται καλή επιτυχία στους Ρώσους που είναι καλύτεροι.
Στους Ρώσους; Μα είναι δυνατόν; Αφού η ομάδα έχει σα βάση της παίκτες από τις Βαλτικές Δημοκρατίες -που βάλτωσαν πρώτες στο βούρκο της αντεπανάστασης- κι ας της λείπει ο Σαμπόνις.
Τίποτα-τίποτα δε μας σταματά.
Και τίποτα δε μας σταμάτησε. Στον τελικό θέλει να βρεθεί όλη η Ελλάδα. Τα καταφέρνουν λιγότερο από 20 χιλιάδες Έλληνες. Πρώτο τραπέζι πίστα -ή μάλλον δίπλα στο παρκέ- η πολιτική ηγεσία του τόπου -που ήρθε για τη λεζάντα- ακόμα κι ο Μητσοτάκης, που ακόμα δεν του είχε βγει το όνομα του γκαντέμη, και δεν τα είχε σπάσει με το Σαμαρά, που ποζάρει δίπλα του.
Μένουν χαραγμένα στη μνήμη το τριπλό σπάσιμο μέσης του Γκάλη απέναντι σε όλη τη σοβιετική πεντάδα, ο αγκώνας του αγαθού γίγαντα Βλαντίμιρ Τκατσένκο (που όλοι Τσατσένκο τον μάθαμε, και δεν υπάρχει ελπίδα να τον θυμούνται αλλιώς στη χώρα μας) στο πρόσωπο του Γιαννάκη, που δεν το είχε πολύ να βάλει τα κλάματα, κι οι βολές του οικοδόμου τίμιου γίγαντα στο τέλος (σε αντίθεση με άλλους άτιμους γίγαντες, όπως το Σαμπόνις που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο της αντεπανάστασης). Η ιαχή-ικεσία του Συρίγου “όχι τρίποντο” από το μικρόφωνο, στην ισοφάριση (101-101) και το επόμενο τρίποντο που όντως δεν μπήκε από το Γιοβάισα (που είχε 4/4 μέχρι τότε). Ο κόσμος παραληρεί, ο Γκομέλσκι λέει ότι με τέτοια ατμόσφαιρα θα το έπαιρνε κι η Μαυριτανία (που δεν ανήκει καν στο κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι, που θα έλεγε κι ο Γκορμπατσόφ). Ένα χρόνο μετά, οι Σοβιετικοί θα έπαιρναν χρυσό μετάλλιο στη Σεούλ, αλλά το 89′ θα έχαναν ξανά από τη Μαυριτανία -και κατά άλλους Ουγκάντα- της Ευρώπης, μολονότι είχαν το Σαμπόνις στη σύνθεσή τους (τις ίδιες περίπου μέρες που στην Ελλάδα είχαμε τις διερευνητικές εντολές για το σχηματισμό κυβέρνησης, που οδήγησαν στην πρώτη οικουμενική). Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Η οποία συνεχίζεται να γράφεται με χρυσές σελίδες για το ελληνικό μπάσκετ, που δεν έσβησε σαν κομήτης μετά την επιτυχία. Οι τρεις δεκαετίες ήταν (μόνο) η αρχή…
Το μπάσκετ διαδίδεται με ρυθμούς φρενίτιδας (ο Άρης αδειάζει κάθε Πέμπτη τους δρόμους και τα θέατρα), γίνεται κάτι σαν εθνικό άθλημα κι η Εθνική η “επίσημη αγαπημένη” του κοινού, στην οποία οφείλουμε το ευ ζην, όπως λέει ο ατακαδόρος Φασούλας. Μπορεί να μην εκθρονίζει το ποδόσφαιρο από τη θέση του βασιλιά των σπορ, γίνεται όμως ο βασιλιάς των επιτυχιών για τη χώρα.
Ο Φασούλας λέει επίσης πως μετά το 87′ νιώθει σα να έχει βαθμό πρώτης συγγένειας, με όλους όσους τον σταματάνε στο δρόμο και τον χαιρετάνε. Αλλά σε μια ταξική κοινωνία δεν μπορεί παρά να υπάρχουν παιδιά και αποπαίδια. Δεν είμαστε όλοι μαζί μια αγαπημένη οικογένεια, σαν το μικρό σπίτι στο λιβάδι.
Είμαστε πια πρωταθλητές. Όμως οι άλλες εποχές, που τότε τις έλεγαν “καλύτερες ημέρες” δεν ήρθαν ποτέ για τον ελληνικό λαό, κι ας άλλαξαν οριστικά το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ.
Λένε πως το Ευρωμπάσκετ ήταν η πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση που βγήκαν όλοι οι Έλληνες ενωμένοι στο δρόμο να γιορτάσουν. Μόνο που το 44′ δεν ήμασταν ακριβώς όλοι μαζί, ενάντια στον κατακτητή, αφού υπήρχαν κι οι δωσίλογοι. Και το 87′ ήταν μια χαλαρή, επίπλαστη ενότητα, μικροαστικού, παπανδρεϊκού τύπου: είμαστε όλοι ΠαΣοΚ -ακόμα και κάποιοι που δεν το ψηφίζουν, αλλά επηρεάζονται κατά βάθος- κι είμαστε πια πρωταθλητές, που μεγαλοπιάνονται πως έρχονται άλλες εποχές. Όλοι ή… σχεδόν όλοι, πλην μερικών ηρωικών Λακεδαιμονίων, που στον τελικό υποστήριζαν την πολιτική μαμά-πατρίδα, δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση, κι ας πασόκιζε επικίνδυνα και αυτή εκείνα τα χρόνια.
Το 87′ ήταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα κοίταξε στα μάτια υπερδυνάμεις, καταφέρνοντας να βγει πρώτη. Έγινε ορόσημο και ξέφυγε γρήγορα από τις στενά αθλητικές του διαστάσεις. Για κάποιους έγινε -εκ των υστέρων- ένα είδος προπομπού για το αφήγημα της “ισχυρής Ελλάδας”. Η οποία απέδειξε στην πράξη αυτήν την ισχύ και την αξία της για τον ελληνικό λαό το ίδιο κιόλας καλοκαίρι, με το φονικό καύσωνα που άφησε πίσω του χίλια θύματα και τις αρχές που άφησαν τον κόσμο απροστάτευτο (έριξαν όμως μερικούς κουβάδες νερό για να ανακουφίσουν το συγκεντρωμένο πλήθος που περίμενε μάταια έξω από το ΣΕΦ να βρει ένα εισιτήριο για τον ημιτελικό). Ή σε εντελώς άλλο επίπεδο, με την αποτυχία της υποψηφιότητας του Αθήνα 96′, που το έφαγε στη γωνία η Κόκα-Κόλα και η Ατλάντα, αναβάλλοντας για μια οκταετία το φαγοπότι. Δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες…
Το 87′ ήρθε σαν έκρηξη -ένα είδος μπασκετικού Big Bang- σηματοδοτώντας το έτος 1 της νέας εποχής για το ελληνικό μπάσκετ, αλλά ετοιμάστηκε μεθοδικά. Όπως είπε αργότερα ο Κώστας Πολίτης (εδώ), οι συνθήκες είχαν ωριμάσει…
Τα πρόσωπα φτιάχνουν το σύνολο, κι αυτό με τη σειρά του αναδεικνύει μέσα από την ομαδική λειτουργία τις μονάδες.
Ο εναλλακτικός Παναγιώτης Φασούλας, που έκρυβε τα καλάθια με τα μακριά του χέρια, σαν να έστηνε ιστό γύρω τους -εξ ου και το προσωνύμιο “αράχνη”. Κι είχε περάσει από το μεγάλο σχολείο της ΚΝΕ, για να γίνει εξώφυλλο και στον Οδηγητή σε κάποιο τεύχος, προτού αφήσει τα κόκκινα του ΚΚΕ για αυτά του Ολυμπιακού και τον ΠΑΟΚ για το ΠΑΣΟΚ -ή κάπως έτσι, τέλος πάντων- προδίδοντας το πολιτικό και το αγωνιστικό του παρελθόν. Αλλά τότε ακόμα ήταν επαναστάτης -όπως λέει κι ο ίδιος αστειευόμενος- για αυτό κι έπινε σκέτο το ουίσκι του, στις διάφορες εξόδους των διεθνών, ενώ οι συμπαίκτες του έβαζαν και κόκα-κόλα στο ποτήρι τους, για να μοιάζει με αναψυκτικό…
Ο τίμιος γίγαντας, Αργύρης Καμπούρης, με το αντιτουριστικό σουλούπι και όνομα, που ξεκίνησε την καριέρα του δουλεύοντας παράλληλα στην οικοδομή, κι έγινε ήρωας με την ψυχραιμία του και τις κρίσιμες βολές στον τελικό -αν και είχε κάτω από 60% ως τότε. Ο Ανδρίτσος, που έβαλε το προηγούμενο κρίσιμο ζευγάρι βολών στην κανονική διάρκεια του τελικού, στέλνοντας το ματς στην παράταση. Ο Φιλίππου, ένα από τα μεγαλύτερα τρολ-πειραχτήρια των γηπέδων, που μετά τον ημιτελικό βρέθηκε συνοδηγός σε ένα παπάκι, να κάνει πανηγυρίζοντας τη διαδρομή προς το ξενοδοχείο, και τραυματίστηκε στον αγώνα με τους Γιουγκοσλάβους, ανοίγοντας τη λεωφόρο της δόξας στον Καμπούρη, που τον αντικατέστησε. Ο Μέμος Ιωάννου, που δύο φορές παραλίγο να γίνει ο μοιραίος παίκτης της Εθνικής -αντί για ήρωας- και τελικά κατέληξε στο Ποτάμι, του Σταύρου Θεοδωράκη -που δε συγκρίνεται με καμία πολιτική γκάφα. Ο “Μάτζικ” Σταυρόπουλος -που δεν έδειξε πολλή από τη μαγεία του σε εκείνο το τουρνουά. Και σε συμπληρωματικούς, αλλά όχι δευτερεύοντες ρόλους, ο Ρωμανίδης, ο Καρατζάς και ο Λινάρδος.
Πώς πήγαν όμως οι αγώνες; Τις πρώτες δύο μέρες, το ενδιαφέρον του κοινού ήταν συγκρατημένο κι αρκετά καθίσματα στο ΣΕΦ έμειναν άδεια. Η πρώτη νίκη επί των Γιουγκοσλάβων, μετά το εύκολο νικηφόρο ξεκίνημα επί της Ρουμανίας, έσπασε την καχυποψία, φέρνοντας τα πρώτα κύματα ενθουσιασμού και τον κόσμο στο γήπεδο. Και πάλι όμως κανείς δεν ήταν υποψιασμένος για το πού θα έφτανε η Εθνική. Το γρήγορο μπάσκετ των Ισπανών -που ήδη από τότε δε μας ταίριαζαν- μας προσγείωσε απότομα κι η ήττα από τους Σοβιετικούς στον όμιλο μας πείσμωσε για την εχθρική διαιτησία. Στον τελευταίο καθοριστικό αγώνα της πρώτης φάσης, υπήρχε πολύ άγχος, αλλά οι Γάλλοι δεν είχαν καμιά ελπίδα.
Στον προημιτελικό συναντάμε την Ιταλία, που τερμάτισε πρώτη και αήττητη στον άλλο όμιλο (που ήταν σαφώς χαμηλότερης δυναμικότητας) και δεν την είχαμε κερδίσει ποτέ. Αλλά ο Γκάλης στο ζέσταμα, είδε το φόβο στα μάτια τους κι ήξερε πως δεν είχαν καμία τύχη. Η μεγαλύτερη νίκη… μέχρι την επόμενη.
Ο ημιτελικός είναι απέναντι στους Γιουγκοσλάβους του Πέτροβιτς (που έγραψε στο ΣΕΦ, σε συλλογικό επίπεδο, μία από τις μεγαλύτερες ραψωδίες της καριέρας του). Μπορεί να γίνει όμως το ίδιο θαύμα δυο φορές; Οι Γιούγκοι παίρνουν κεφάλι στο σκορ, αλλά εμείς τους παίρνουμε το σκαλπ στο τέλος, με μια ηρωική βουτιά του Γιαννάκη να δίνει το σύνθημα της ανατροπής (ή μήπως κατάρρευσης;). Η Εθνική ανατρέπει το σκηνικό και προκρίνεται στον τελικό, ενώ ο μεγάλος αδελφός του Πέτροβιτς αποδεικνύει ότι είναι μικρός και εύχεται καλή επιτυχία στους Ρώσους που είναι καλύτεροι.
Στους Ρώσους; Μα είναι δυνατόν; Αφού η ομάδα έχει σα βάση της παίκτες από τις Βαλτικές Δημοκρατίες -που βάλτωσαν πρώτες στο βούρκο της αντεπανάστασης- κι ας της λείπει ο Σαμπόνις.
Τίποτα-τίποτα δε μας σταματά.
Και τίποτα δε μας σταμάτησε. Στον τελικό θέλει να βρεθεί όλη η Ελλάδα. Τα καταφέρνουν λιγότερο από 20 χιλιάδες Έλληνες. Πρώτο τραπέζι πίστα -ή μάλλον δίπλα στο παρκέ- η πολιτική ηγεσία του τόπου -που ήρθε για τη λεζάντα- ακόμα κι ο Μητσοτάκης, που ακόμα δεν του είχε βγει το όνομα του γκαντέμη, και δεν τα είχε σπάσει με το Σαμαρά, που ποζάρει δίπλα του.
Μένουν χαραγμένα στη μνήμη το τριπλό σπάσιμο μέσης του Γκάλη απέναντι σε όλη τη σοβιετική πεντάδα, ο αγκώνας του αγαθού γίγαντα Βλαντίμιρ Τκατσένκο (που όλοι Τσατσένκο τον μάθαμε, και δεν υπάρχει ελπίδα να τον θυμούνται αλλιώς στη χώρα μας) στο πρόσωπο του Γιαννάκη, που δεν το είχε πολύ να βάλει τα κλάματα, κι οι βολές του οικοδόμου τίμιου γίγαντα στο τέλος (σε αντίθεση με άλλους άτιμους γίγαντες, όπως το Σαμπόνις που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο της αντεπανάστασης). Η ιαχή-ικεσία του Συρίγου “όχι τρίποντο” από το μικρόφωνο, στην ισοφάριση (101-101) και το επόμενο τρίποντο που όντως δεν μπήκε από το Γιοβάισα (που είχε 4/4 μέχρι τότε). Ο κόσμος παραληρεί, ο Γκομέλσκι λέει ότι με τέτοια ατμόσφαιρα θα το έπαιρνε κι η Μαυριτανία (που δεν ανήκει καν στο κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι, που θα έλεγε κι ο Γκορμπατσόφ). Ένα χρόνο μετά, οι Σοβιετικοί θα έπαιρναν χρυσό μετάλλιο στη Σεούλ, αλλά το 89′ θα έχαναν ξανά από τη Μαυριτανία -και κατά άλλους Ουγκάντα- της Ευρώπης, μολονότι είχαν το Σαμπόνις στη σύνθεσή τους (τις ίδιες περίπου μέρες που στην Ελλάδα είχαμε τις διερευνητικές εντολές για το σχηματισμό κυβέρνησης, που οδήγησαν στην πρώτη οικουμενική). Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Η οποία συνεχίζεται να γράφεται με χρυσές σελίδες για το ελληνικό μπάσκετ, που δεν έσβησε σαν κομήτης μετά την επιτυχία. Οι τρεις δεκαετίες ήταν (μόνο) η αρχή…
Το μπάσκετ διαδίδεται με ρυθμούς φρενίτιδας (ο Άρης αδειάζει κάθε Πέμπτη τους δρόμους και τα θέατρα), γίνεται κάτι σαν εθνικό άθλημα κι η Εθνική η “επίσημη αγαπημένη” του κοινού, στην οποία οφείλουμε το ευ ζην, όπως λέει ο ατακαδόρος Φασούλας. Μπορεί να μην εκθρονίζει το ποδόσφαιρο από τη θέση του βασιλιά των σπορ, γίνεται όμως ο βασιλιάς των επιτυχιών για τη χώρα.
Ο Φασούλας λέει επίσης πως μετά το 87′ νιώθει σα να έχει βαθμό πρώτης συγγένειας, με όλους όσους τον σταματάνε στο δρόμο και τον χαιρετάνε. Αλλά σε μια ταξική κοινωνία δεν μπορεί παρά να υπάρχουν παιδιά και αποπαίδια. Δεν είμαστε όλοι μαζί μια αγαπημένη οικογένεια, σαν το μικρό σπίτι στο λιβάδι.
Είμαστε πια πρωταθλητές. Όμως οι άλλες εποχές, που τότε τις έλεγαν “καλύτερες ημέρες” δεν ήρθαν ποτέ για τον ελληνικό λαό, κι ας άλλαξαν οριστικά το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ.