Ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, γεννημένος σαν σήμερα το
1882, ο 32ος πρόεδρος των ΗΠΑ και ο μόνος ηγέτης της χώρας που εξέτισε
πάνω από δυο θητείες, ανήκει χωρίς αμφιβολία στα πρόσωπα που σημάδεψαν
τον εικοστό αιώνα και αποτέλεσε μαζί με τους Στάλιν και Τσώρτσιλ,
πρωταγωνιστή της συμμαχικής νίκης επί του ναζισμού. Η σχέση του με τον
“ατσάλινο” σοβιετικό ηγέτη έχει γίνει πολλές φορές αντικείμενο μελέτης,
αλλά και κριτικής, από τον καιρό που ήταν ακόμα εν ζωή μέχρι σήμερα. Οι
επικριτές του συνηθίζουν να τονίζουν την ιδιαίτερη επίδραση που είχε
πάνω του ο Στάλιν, με αποτέλεσμα ο αμερικανός πρόεδρος να επιδεικνύει
μια ιδιαίτερα ελαστική στάση έναντι των σοβιετικών διεκδικήσεων. Οι πιο
σφοδροί του πολέμιοι δε διστάζουν μάλιστα να του χρεώσουν προσωπικά τη
στερέωση της σοβιετικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη μετά τον πόλεμο.
Η πραγματικότητα, ως συνήθως, ασφυκτιά σε απρόσμαυρες ερμηνείες περί
“καλών” και “κακών”, ούτε μπορεί να ερμηνευτεί στη βάση προσωπικής
συμπάθειας, όσο υπαρκτή κι αν φαινόταν πως ήταν η τελευταία μεταξύ των
επικεφαλής ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Όπως καταδεικνύει η μελέτη της Αμερικανίδας
δημοσιογράφου και συγγραφέα Σούζαν Μπάτλερ: “Ρούζβελτ και Στάλιν:
Πορτραίτο μιας συνεργασίας”, αποσπάσματα της οποίας μεταφράζουμε σήμερα,
η στάση του προέδρου υπαγορευόταν από ρεαλισμό, κι όχι από κάποιου
είδους ρομαντική ψευδαίσθηση περί δυνατότητας πραγματικής φιλίας μεταξύ
σοσιαλισμού και καπιταλισμού. Στην εκτίμησή του βάραινε τόσο η
συναίσθηση πως η ΕΣΣΔ θα εξερχόταν από τον πόλεμο ως ανερχόμενη
υπερδύναμη, με τεράστιο κύρος λόγω του καθοριστικού της ρόλου στην
αντιφασιστική νίκη, άρα ο συσχετισμός δυνάμεων δε θα μπορούσε να είναι ο
ίδιος, όσο και η πεποίθηση του ότι λόγω των τεράστιων ανθρώπινων και
υλικών απωλειών θα ήταν διατεθειμένη για την εξεύρεση ενός modus
vivendi. Όπως αποκάλυπτε δε σε συνεργάτες του, δεν είχε κανένα πρόβλημα
να αναθεωρήσει τη στάση του σε περίπτωση που δεν επετύγχανε η πολιτική
συνεννόησης. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν έχει νόημα να μιλάμε για
“ιδεολόγο” Ρούζβελτ σε μανιχαϊκή αντιδιαστολή προς τον “κυνικό” διάδοχο
του Τρούμαν.
Από την άλλη είναι γεγονός πως ο Στάλιν και η ΕΣΣΔ συνολικά
αντιμετώπιζαν θετικά το Ρούζβελτ, όχι μόνο για προπαγανδιστικούς λόγους
στα πλαίσια της αντιφασιστικής συμμαχίας, αλλά και διότι είχαν διαβλέψει
ότι η διάδοχη κατάσταση θα ήταν σαφέστερα πιο ενεργά εχθρική απέναντι
στη χώρα. Αμφότεροι οι ηγέτες κέρδιζαν μέσω της ήπιας πολιτικής χρόνο
για τους δικούς τους σκοπούς, η εξέλιξη των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων
αν δεν είχε μεσολαβήσει ο αδόκητος θάνατος του προέδρου Ρούζβελτ τον
Απρίλη του ’45, είναι ένα αίνιγμα που θα παραμείνει για πάντα άλυτο:
Στα μέσα του Μαρτίου [1945], ο Ρούζβελτ
επέτρεπε στον εαυτό του την πολυτέλεια της αναποφασιστικότητας σχετικά
με τον αν θα πήγαινε στα εγκαίνια ή το κλείσιμο της διάσκεψης του Σαν
Φραντσίσκο […]Αλλά σε ό,τι αφορά την πίστη του στην ορθότητα της
πολιτικής του […]ήταν αμετακίνητος: Η συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση
ήταν επιτακτική. […]Το κίνητρο του Ρούζβελτ δεν ήταν η ιδεαλιστική
αντίληψη ότι εκείνος κι ο Στάλιν, η Αμερική και η Σοβιετική Ένωση, θα
γινόταν ποτέ φίλοι, αλλά η ρεαλιστική του εκτίμηση, όπως την είχε
εξηγήσει στο Μακένζυ Κινγκ, πως “Η Ρωσία θα γίνει πολύ ισχυρή. Αυτό που
πρέπει να κάνουμε είναι να φτιάξουμε σχέδια για αφοπλισμό”. Ποιος άλλος
μηχανισμός πέραν του -όχι ακόμα ιδρυμένου-Συμβουλίου Ασφαλείας θα
μπορούσε να θέσει ίσους όρους στο παιχνίδι; Ήταν εύλογο για το Ρούζβελτ
να έχει την πιο επικίνδυνη δύναμη του πλανήτη – το Στάλιν-εντός
πλαισίου, κάτι που σήμαινε να φέρεται σθεναρά και δίκαιο στο Στάλιν,
αποφεύγοντας παράλληλα το σχίσμα.
Είχε εκφράσει αυτή την ιδέα πολύ καθαρά
σε μια εξαιρετικά σύντομη μα εύστοχη ομιλία […] λίγο πριν φύγει για τη
Διάσκεψη της Γιάλτας. Εμπεριείχε ένα τμήμα που απευθυνόταν σαφώς όχι
μόνο στο Στάλιν, αλλά και στους ιθύνοντες των συμμάχων, που παρατηρούσαν
πώς χειριζόταν το Στάλιν και αναρωτιόνταν αν ήταν στο ύψος των
περιστάσεων: Έχουμε μάθει μια απλή αλήθεια, όπως είπε ο Έμερσον, ότι “Ο
μόνος τρόπος για να έχεις ένα φίλο είναι να είσαι κι εσύ τέτοιος”. Δε
μπορούμε να κερδίσουμε τη σταθερή ειρήνη αν την προσεγγίσουμε με
καχυποψία, δυσπιστία ή φόβο. Μπορούμε να την κερδίσουμε μόνο αν
προχωρήσουμε με κατανόηση, αυτοπεποίθηση και το κουράγιο που προέρχεται
από την πεποίθηση”. Κάθε ενέργεια που έκανε ο Ρούζβελτ τους τελευταίους
μήνες που του έμειναν απέρρεαν από αυτή την ιδέα. Ο Τσώρτσιλ πρέπει να
άκουσε με βαριά καρδιά αυτή την ομιλία (και τις περισσότερες αντιλήψεις
που εξέφρασε ο Ρούζβελτ το 1945).
Ο Ρούζβελτ ήταν πάνω απ’όλα πρακτικός,
αλλά η πρακτική του σκέψη δεν ήταν ορατή στους συγχρόνους του. Η επιμονή
του στην άνευ όρων παράδοση δεν ήταν μια φιλοσοφική προσέγγιση για τον
τερματισμό των εχθροπραξιών, αλλά ένας πρακτικός και αποτελεσματικός
τρόπος για να αποφύγει τη διαπραγμάτευση της ειρήνης. Μια ειρηνευτική
διαπραγμάτευση έπρεπε να αποφευχθεί γιατί θα σήμαινε είτε στην καλύτερη
να συμβουλευτεί εκ των προτέρων τους συμμάχους του είτε στη χειρότερε
μια ειρηνευτικη διάσκεψη: Σε καθεμία από τις περιπτώσεις, ο ίδιος δε θα
είχε τον απόλυτο έλεγχο. […]
Η εμμονή του, η απόλυτη αφοσίωση του στη
δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών ήταν επίσης μια πρακτική προσέγγιση για
την επίλυση ενός προβλήματος-την αποφυγή της συσσώρευσης εξοπλισμών-που
θεωρούσαι ότι θα ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να διατηρηθεί η
ειρήνη μεταξύ των εθνών. […] Η επιμονή του Ρούζβελτ για συμπερίληψη της
Κίνας ως “τέταρτου αστυνόμου”, παρότι παρέλυσε λόγω εσωτερικών κι
εξωτερικών τριβών, είχε επίσης πρακτική βάση. Οι Ασιάτες ήταν σημαντικοί
σε ό,τι αφορούσε τα δημογραφικά μεγέθη του μέλλοντος, λόγω τους
τεράστιου πληθυσμού τους, αλλά υπήρχε κι άλλο πλεονέκτημα: Η Κίνα θα
ήταν ένας τρόπος ανάσχεσης της Ρωσίας. Η Κίνα και η Ρωσία είχαν τα
μεγαλύτερα σύνορα του κόσμου: Θα παρακολουθούσαν η μία την άλλη.
Έχοντας συναίσθηση πως ήταν ηγέτης της
πιο ισχυρής χώρας στον κόσμο, γιατί έδινε τόση ελευθερία κινήσεων στο
Στάλιν; Ένιωθε πως έτσι έπρεπε. Ο Ρούζβελτ είχε θέσει τον εξής όρο στο
Στάλιν κατά τη Διάσκεψη της Γιάλτας: “Δε θέλω οι Πολωνοί να είναι σε
θέση να αμφισβητήσουν τις Πολωνικές εκλογές. Δεν είναι μόνο θέμα αρχών
αλλά και πρακτικής πολιτικής”. Προσδοκούσε ο Στάλιν να ανταποκριθεί σε
αυτό. Δεν περίμενε στ’αλήθεια ελεύθερες εκλογές αμερικανικού τύπου: Η
ιστορία της Πολωνίας, όπως κι εκείνη της Ρωσίας, ήταν γεμάτη δεσποτική
εξουσία και δε θα άλλαζε σε μια νύχτα, αλλά περίμενε από το Στάλιν να
δώσει στους Πολωνούς κάποιο βαθμό αυτονομίας περιλαμβάνοντες διάφορες
ετερόκλητες ομάδες στην κυβέρνηση. Και τα προσχήματα μετρούσαν.
Χωρίς αμφιβολία συνειδητοποιούσε πως ο
Στάλιν υποκινούνταν από το φόβο μιας αναδυόμενης Γερμανίας, καθώς ο
Στάλιν είχε εκφράσει τόσες φορές αυτή τη σκέψη. Αν όμως
συνειδητοποιούσαι το βάθος αυτού του φόβου είναι μια ερώτηση που δε
μπορεί να απαντηθεί. Στο τέλος του Μάρτη, ο Στάλιν εξέφρασε το φόβο του
σε μια τσεχική αντιπροσωπεία που τον επισκέφτηκε:
“[..]Πολλοί νομίζουν ότι οι Γερμανοί
ποτέ δε θα είναι ξανά σε θέση να μας απειλήσουν. Αυτό δεν ισχύει. Είναι
αδύνατον να ξεφορτωθούμε τους Γερμανούς, θα παραμείνουν..Θα είμαστε
αμείλικτοι με τους Γερμανούς αλλά οι σύμμαχοί μας θα τους φερθούν με το
γάντι. Έτσι εμείς οι Σλάβοι πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι οι
Γερμανοί να μας επιτεθούν ξανά.”
[…] Έχει παραβλεφθεί από τους ιστορικούς
ότι εκτός από την ακύρωση της συνθήκης με την Ιαπωνία, ο Στάλιν έκανε
άλλη μία παραχώρηση αφότου έλαβε το συναισθηματικά φορτισμένο
τηλεγράφημα του Ρούζβελτ στις 4 Αυγούστου: άλλαξε τη γνώμη του για τη
σύνθεση της Πολωνικής κυβέρνησης. […]
Ρούζβελτ και Στάλιν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, Δεκέμβρης 1943
Την ίδια στιγμή που ο Ρούζβελτ έδινε τα
χέρια με το Στάλιν, είχε πρόβλημα να κρατήσει υπό έλεγχο τον Τσώρτσιλ. Ο
Τσώρτσιλ τον πίεζε να πάρει μια πιο σκληρή, συγκρουσιακή στάση για το
ζήτημα. Ο Ρούζβελτ τον συγκρατούσε από τηλεγράφημα σε τηλεγράφημα. […]
Υπενθύμιζε επίσης στον Τσώρτσιλ πως ο Στάλιν έπρεπε να συμπεριληφθεί στη
λήψη πολιτικών αποφάσεων.[…] Και ξανά, συζητώντας για την Ελλάδα τον
Απρίλη, ο Ρούζβελτ προειδοποίησε τον Τσώρτσιλ να μη στήσει διμερή
επιτροπή: “Αυτό θα φαινόταν σαν εμείς από πλευράς μας να παραβιάζαμε την
απόφαση της Γιάλτας για τριμερή δράση στις απελευθερωμένες περιοχές και
θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι υποδεικνύει πως οι αποφάσεις της Γιάλτας
δεν ισχύουν πια.”
Αν ο Ρούζβελτ παρουσιαζόταν με
αυτοπεποίθηση στον Τσώρτσιλ, είχε μολαταύτα ενδοιασμούς. Σε μια κίνηση
μη χαρακτηριστική για τον ίδιο, εξομολογήθηκε στον Τσέστερ Μπόουλς […]:
“Έχουμε πάρει ένα μεγάλο ρίσκο εδώ, ένα
τεράστιο ρίσκο, που αφορά τις προθέσεις των Ρώσων. […]Δε νομίζω ότι κατά
βάση έχουν αλλάξει τις απόψεις τους για τον κομμουνισμό, θεωρώ ωστόσο
ότι τα πρακτικά προβλήματα των κακουχιών που πέρασαν και η φυσική
εξάντληση θα τους κάνουν να προσαρμοστούν στον κόσμο κάπως διαφορετικά.
Και θα έπρεπε να τους ενθαρρύνουμε με κάθε δυνατό τρόπο. Την ίδια στιγμή
θα έπρεπε να επαγρυπνούμε για να είμαστε σίγουροι ότι δε θα αλλάξουν
ξαφνικά πορεία, αλλά δε βλέπω το λόγο”.
Έπειτα, σύμφωνα με τον Μπόουλς, συνέχισε
λέγοντας: “[…]Ανησυχώ, θεωρώ ακόμα ότι ο Στάλιν θα ήταν τρελός να μη
συνεργαστεί, αλλά ίσως να μην το κάνει. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει
να πάρουμε μια διαφορετική θέση”.
“Ανήσυχος” καθώς ήταν, η φράση δείχνει
ότι ο Ρούζβελτ δεν είχε σαγηνευτεί από το Στάλιν, όπως έχουν ισχυριστεί
τόσοι και τόσοι επικριτές του μέσα στα χρόνια. Αντιθέτως, τον δείχνει να
επιδιώκει μια πολιτική προσαρμογής γιατί προσδοκούσε ότι θα είχε
αποτέλεσμα. […]
O Ρούζβελτ έστειλε τηλεγράφημα επιπλήττοντας προσεχτικά τον Τσώρτσιλ, την τελευταία του μέρα στην Ουάσινγκτον, στις 29 Μάρτη:
Κι εγώ επίσης παρακολουθώ με νευρικότητα
κι ανησυχία τις εξελίξεις της σοβιετικής στάσης μετά τη Διάσκεψη της
Κριμαίας. Έχω πλήρη συναίσθηση των κινδύνων που εγκυμονεί η παρούσα
κατάσταση.
[…]Το δεύτερο μήνυμα του Τσώρτσιλ
δείχνει χωρίς αμφιβολία ότι δεν είχε αλλάξει γνώμη για τη συμπεριφορά
του στο Στάλιν. Στην πραγματικότητα, είναι επιβεβαιώση αυτής της
πολιτικής:
“Θα ελαχιστοποιούσα το γενικό σοβιετικό
πρόβλημα όσο είναι δυνατόν, γιατί αυτά τα προβλήματα, με τη μία ή άλλη
μορφή, φαίνεται να ανακύπτουν κάθε μέρα και τα περισσότερα επιλύονται
όπως συνέβει στην περίπτωση της συνάντησης της Βέρνης.”
[…] Καθώς ο Στάλιν ήταν “νυχτοπούλι” που
συνήθιζε να δουλεύει ως τις πρώτες πρωινές ώρες και οι συνεργάτες του
στο Κρεμλίνο τηρούσαν το ίδιο ωράριο, όταν ο Χάριμαν (πρέσβης των ΗΠΑ
στην ΕΣΣΔ, σ.τ.Μ) τηλεφώνησε στο Μολότωφ για να του αναγγείλει τα νέα
[του θανάτου του προέδρου], ο Μιχαήλ Ποτρούμπαχ, βοηθός του Μολότωφ,
ακόμα εν υπηρεσία απάντησε στο τηλέφωνο. Ο Χάριμαν είπε πως ήθελε να δει
το Στάλιν και το Μολότωφ, το απόγευμα, νωρίτερα να ήταν δυνατόν”, μετά,
πέντε επτά αργότερα ξανακάλεσε για να ζητήσει συνάντηση με το Μολότωφ
την ίδια νύχτα.
[…]Όταν ο Χάριμαν μπήκε στο γραφείο του
Στάλιν στις 8.00 το επόμενο βράδυ, ο Μολότωφ ως συνήθως ήταν παρών. Ο
Στάλιν ποτέ δεν ήταν γνωστός για την έκφραση συναισθημάτων, κανείς δεν
σχολίασε ή τον είδε ποτέ να χαιρετά οποιονδήποτε με κάτι πέραν από
διεκπεραιωτική χειραψία, αλλά τώρα ήταν όρθιος, και καθώς χαιρετούσε το
Χάριμαν, άρπαξε το χέρι του και το κράτησε σφιχτά. Ο ψηλός, λιγνός
Χάριμαν και ο κοντός, γεροδεμένος Στάλιν έμειναν καθιστοί ωσότου ο
Στάλιν άφησε το χέρι του Χάριμαν κι έκατσαν κάτω. Ο στρατάρχης, σύμφωνα
με το Χάριμαν ήταν “βαθιά συγκλονισμένος και πιο ταραγμένος από ό,τι τον
είχα δει ποτέ”.
[…]Όλα τα κυβερνητικά κτίρια στη Μόσχα
δόθηκε εντολή να φέρουν μεσίστιες σημαίες. […]Πρακτικά όλο το σοβιετικό
έθνος, άνθρωποι κάθε κοινωνικού στρώματος, αντέδρασαν σαν να είχαν χάσει
έναν πραγματικό φίλο. […] Το πρωτοσέλιδο της Ιζβέστια στις 13 Απρίλη
είχε ως θέμα τη συλληπητήριο επιστολή του Στάλιν στην Ελεονώρα Ρούζβελτ,
όπου αποκαλούσε τον πρόεδρο: “το μεγάλο οργανωτή των εθνών που αγαπούν
την ελευθερία κατά του κοινού εχθρού και…τον ηγέτη της υπόθεσης της
διασφάλισης της ασφάλειας στον κόσμο”. […]
Τσώρτσιλ-Ρούζβελτ-Στάλιν, Διάσκεψης της Γιάλτας 1945
O Χάρυ Χόπκινις (στενός συνεργάτης του
Ρούζβελτ, σ.τ.Μ) έστειλε τηλεγράφημα στο Στάλιν, η πρώτη φράση του
οποίου ήταν μια προειδοποίηση ότι ο θάνατος του Ρούβελτ θα σήμαινε
μπελάδες για τη Σοβιετική Ένωση. “Θέλω να ξέρετε πως νιώθω ότι η Ρωσία
έχασε το μεγαλύτερό της φίλο στην Αμερική. Ο πρόεδρος ήταν βαθιά
εντυπωσιασμένος από την αποφασιστικότητα και την πεποίθηση σας πως οι
ναζιστές τύρρανοι του κόσμου θα εκδιώκονταν από την εξουσία για πάντα.” Ο
Στάλιν σιωπηρά αναγνώρισε την προειδοποίηση στην απάντηση του: “Συμφωνώ
απολύτως μαζί σας…Νιώθω προσωπικά βαθιά θλίψη για την απώλεια ενός
έμπιστου φίλου-ενός εμπνευσμένου άνδρα”.
Το κομμουνιστικό κόμμα και η NKVD […]
βρήκαν ανήσυχους τους Ρώσους στην ερώτηση για το ποια θα ήταν η στάση
του διαδόχου του Ρούζβελτ, γιατί είχε γίνει τέτοιος σούπερσταρ στον
κόσμο τους, αλλά κι επειδή είχαν συναίσθηση για τον συνεχιζόμενο
υποβόσκοντα αντιρωσισμό στην Αμερική. “Τα νέα του θανάτου του προέδρου
των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούζβελτ έγιναν δεκτά στη Μόσχα με ειλικρινή
συμπόνοια και βαθιά θλίψη για τον πρόωρο θάνατο. Ταυτόχρονα εκφράζεται
ένα αίσθημα ανησυχίας…Αν ο διάδοχος του Ρούζβελτ, Τρούμαν, θα συνεχίσει
την πολιτική του Ρούζβελτ στα σημαντικά ζητήματα του πολέμου, της
ειρήνης και της μεταπολεμικής ασφάλειας, όπως και προς την Σοβιετική
Ένωση. “
[…]
Ο Τρούμαν ανέλαβε την προεδρία
αποφασισμένος να τιμήσει την πολιτική του προκατόχου του, ωστόσο ήταν
ακόμα ο ίδιος άνθρωπος που, το 1941, όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στη
Σοβιετική Ένωση, είχε πει: “Αν δούμε ότι η Γερμανία κερδίζει θα έπρεπε
να βοηθήσουμε τη Ρωσία, κι αν η Ρωσία κερδίζει θα έπρεπε να βοηθήσουμε
τη Γερμανία κι έτσι να τους αφήσουμε να σκοτώσουν όσο περισσότερους
γίνεται, παρότι δε θέλω να δω το Χίτλερ νικηφόρο σε καμία περίπτωση.
Κανείς από τους δύο δεν τηρεί το λόγο του” .