Στις 9 του Φλεβάρη 1996, έφυγε από τη ζωή η κομμουνίστρια ηθοποιός,
χορεύτρια και τραγουδίστρια Καίτη (Κατερίνα) Οικονόμου, περισσότερο
γνωστή ως Ντιριντάουα.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1920 και σπούδασε χορό στις σχολές Μοριάνοβ και Ζουρούδη. Από πολύ μικρή ρίχτηκε στη βιοπάλη, στη συνέχεια δούλεψε σε βαριετέ και σε «μπουλούκια», μέχρι που το 1937 ο Αττίκ την προσέλαβε στην περίφημη «Μάντρα» του. “Ντιριντάουα” ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που της έδωσαν ο Ορέστης Λάσκος και ο Αττίκ. Η ίδια διηγήθηκε σε συνέντευξή της στο Ριζοσπάστη:
«Είχαμε πάει περιοδεία στην Αίγυπτο. Είχε τελειώσει ο πόλεμος των Ιταλών στην Αβησσυνία και οι μάχες στην πόλη Ντιριντάουα. Ήμουνα μικρή, ακόμα, ευλύγιστη και μαυροτσούκαλο και μ’ έβγαλαν Ντιριντάουα».
Στη συνέχεια δούλεψε στο Θίασο του Μακέδου, πρωταγωνίστρια, ως τα πρώτα χρόνια της Κατοχής (1942). Στην Κατοχή εντάχτηκε στο ΕΑΜ. Φυλακίστηκε και μετά την κατάρρευση των Ιταλών ξανάρχισε να παίζει, αλλά και να αγωνίζεται μέσα από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ Θεάτρου.
“Το καλοκαίρι του 1942, στο καταπλημμυρισμένο από πλήθη θερινό Κέντρο “Αλκαζάρ” η Ντιριντάουα βγήκε στη σκηνή με απαράμιλλο θάρρος και φώναξε στον κόσμο: “Με συκοφαντούν ότι πρόδωσα Αγγλους. Είναι ψέμα. Εγώ είμαι Ελληνίδα! Ζήτω η Ελλάς – ζήτω η Αγγλία! “. Το τόλμημά της το πλήρωσε ακριβά: Οι Ιταλοί τη δίκασαν σε 1 χρόνο φυλακή και της απαγόρευσαν να εμφανισθεί ξανά σε θέατρο. Η συνειδητή καλλιτέχνιδα, μετά την αποφυλάκισή της, πήρε μέρος σε όλους τους αγώνες, τις διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις του λαού κατά των καταχτητών. Είναι φυσικό τα ντόπια όργανα του φασισμού να εκφράζουν με τέτοια λύσσα το τυφλό μίσος τους ενάντια σε μια λαμπρή, αλύγιστη και πρωτοπόρα Ελληνίδα.” (Από ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη)
Μετά τα Δεκεμβριανά συμμετείχε σ’ έναν ΕΑΜίτικο θίασο με τους: Γιαννίδη, Βεάκη, Παπαθανασίου, Παϊζη, Μανέλη, Ζέη, Οικονομίδη, που γύριζε την Ελλάδα. Με τη συμφωνία της Βάρκιζας γύρισαν στην Αθήνα και κρύφτηκαν.
Η Καίτη Ντιριντάουα κρυβόταν εφτά μήνες, μέχρι που ο επιχειρηματίας του θεάτρου “Ερμής” – το σημερινό “Βέμπο” – της πρότεινε να δουλέψει. Από εκείνη την περίοδο η ηθοποιός, πάντα συγκινημένη, θυμόταν την επίθεση των χιτών μέρα πρεμιέρας. «Μπαίνοντας στο θέατρο, αντί για καλή επιτυχία, άκουγα να μου λένε «καλή ψυχή».
«(…)Η ετοιμαζόμενη δολοφονική επίθεση διαφημιζότανε από τους ίδιους τους γκάγκστερς, οι οποίοι ένοπλοι και συντεταγμένοι κατά ομάδες είχαν ξεκινήσει από τα συνοικιακά κέντρα της Χ και είχαν πιάσει τις γωνίες των γύρω από τον “Ερμή” δρόμων αποφασισμένοι να σφάξουν, όπως έλεγαν, τη “Βουλγάρα”, όπως οι απάτριδες αποκαλούσαν τη δημοφιλή καλλιτέχνιδα και αγωνίστρια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Καίτη Ντιριντάουα.
(…) Στις 9.32 ακριβώς ένας χίτης από τη γαλαρία βγήκε και τους εσχεδίασε με τα χέρια του το συμβολικό σύνθημα Χ. Επακολούθησε η έφοδος.
Ηταν η ώρα ακριβώς που έκανε την εμφάνισή της η Ντιριντάουα. Μέσα στη θύελλα των χειροκροτημάτων και των λαϊκών εκδηλώσεων που υποδέχτηκε την καλλιτέχνιδα, οι γενίτσαροι της Χ εξαπέλυσαν την επίθεσή τους. Στην αρχή με αποδοκιμασίες και ακατονόμαστες βρισιές, έπειτα με καταιγισμό από πέτρες, αυγά και λεμόνια και στο τέλος με πυροβολισμούς προς τη σκηνή. Επακολούθησε πανδαιμόνιο. Οι θεατές και οι ηθοποιοί διατήρησαν την ψυχραιμία τους. Οι επιδρομείς, βλέποντας την εγκληματική ανοχή της αστυνομίας, πήραν θάρρος και όρμησαν προς τη σκηνή η οποία είχε κατέβει στο μεταξύ. Με ριπές αυτομάτων και περιστρόφων ανέβηκαν φωνάζοντας:
– Τη Βουλγάρα. Να σφάξουμε τη Βουλγάρα.
Όπως είναι γνωστό, από τους πυροβολισμούς και τα ρόπαλα των καννιβάλων τραυματίστηκαν θανάσιμα ο ηθοποιός Σταύρος Ιατρίδης και ελαφρότερα ο ηθοποιός Πατρίκιος, καθώς επίσης και περί τους δέκα θεατές, ανάμεσα στους οποίους ο Α. Δαμιανάκης σοβαρά στο κεφάλι. Πρέπει να σημειωθεί ότι το εγκληματικό σχέδιο της δολοφονίας της Ντιριντάουα ματαιώθηκε από τη σθεναρή στάση πενταμελούς ομάδας της Γενικής Ασφάλειας, η οποία με αποφασιστικότητα εμπόδισε τους δολοφόνους να πλησιάσουν στο καμαρίνι της καλλιτέχνιδας. Αναφέρουμε την περίπτωση αυτή γιατί είναι η μοναδική εξαίρεση της σκανδαλωδώς ανεκτικής απέναντι των χιτών στάσης όλης της άλλης αστυνομικής δύναμης. (…)
ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΝΤΙΡΙΝΤΑΟΥΑ
Συντάκτης μας είδε την Ντιριντάουα που φιλοξενείται στα γραφεία της Γεν. Ασφάλειας για να προστατευθεί. Μας αφηγήθηκε ως εξής τα γεγονότα:
– Αρκετές μέρες πριν από την παράσταση άρχισαν οι απειλές, τα τρομοκρατικά τηλεφωνήματα και οι επιδρομές. Προ δέκα ημερών, στις 3 η ώρα τη νύχτα, πήγαν δύο εθνοφύλακες στο σπίτι μου και με φοβέρισαν ότι θα με σκοτώσουν. Είκοσι λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση είχα επίσημη σχεδόν ειδοποίηση ότι οι χίτες του Θησείου ετοιμάζονται να κατέβουν “εν σώματι” να με σκοτώσουν. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Σε καμμιά πρόκληση δεν προέβην – το είδε αυτό ο κόσμος. Αυτοί είχαν αποφασίσει να με χτυπήσουν. Οταν ανέβηκα πάνω στη σκηνή, οι χίτες τράβηξαν κατ’ ευθείαν προς στο καμαρίνι μου πυροβολώντας. Με έσωσε ένα ευσυνείδητο όργανο της Γεν. Ασφάλειας, που στάθηκε με το αυτόματό του μπροστά στην πόρτα μου και τους εμπόδισε”.
Μεγάλο κίνδυνο διέτρεξε η καλλιτέχνιδα και την ώρα που έφευγε από το θέατρο. Ο αξιωματικός της Εθνοφυλακής της συνιστούσε να μη βγει ακόμα. Ο κ. Κανελλόπουλος, όμως, αστυνομικός διαμερισματάρχης, της είπε: Οχι να βγεις κι εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη. Καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο, ένας χίτης την ανεγνώρισε και φώναξε: “Η Ντιριντάουα, απάνω της! “.
Το αυτοκίνητο, χωρίς αστυνομική συνοδεία, ξεκίνησε. Τρεις χίτες τρέχουν καταπόδι. Ο ένας το φθάνει και πηδά στο μαρσπιέ και αρπάζει τη μητέρα της καλλιτέχνιδας απ’ τον ώμο. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν πυροβολισμοί απ’ έξω και ο επιτεθής έπεσε χτυπημένος μέσα στο αυτοκίνητο. Η αστυνομία προσπάθησε να στηρίξει κατηγορία κατά της γρηάς μητέρας της Ντιριντάουα, ότι αυτή δήθεν είχε πιστόλι και… πυροβόλησε. Η ιατροδικαστική φυσικά εξέταση απέδειξε, ότι η σφαίρα ήρθε απ’ έξω, ασφαλώς απ’ τους ίδιους του χίτες, που πυροβολούσαν το αυτοκίνητο για να τρυπήσουν τα λάστιχα και να το σταματήσουν.»
Η Καίτη Ντιριντάουα κατάφερε να διαφύγει και τότε αρχίζουν οι διώξεις και η παρανομία. Μεγάλη Βδομάδα του 1947 βρέθηκε στο Μεταγωγών. Στη συνέχεια εξορία, πρώτα Μακρόνησος, μετά στη Χίο και στο Τρίκερι. Τα πόδια της σακατεύτηκαν. Έπαθε οξεία ρευματική αρθρίτιδα. Για αρκετά χρόνια πάλευε να ξαναπαίξει.
«Αγάπησα τον αγώνα περισσότερο απ’ το θέατρο. Είμαι ευχαριστημένη που μπόρεσα να βάλω ένα μικρό λιθαράκι στον αγώνα του λαού μας για τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία που πιστεύουμε εμείς, την πραγματική. Είμαι περήφανη που κάτι πρόσφερα σ’ αυτό τον αγώνα», έλεγε.
Έπαιξε στο θέατρο ως το 1966. Πέθανε από ανακοπή της καρδιάς, σχεδόν ξεχασμένη, στις 9 του Φλεβάρη 1996, σε ηλικία 75 ετών.
«Είναι η μοίρα του ηθοποιού», έλεγε στο Ριζοσπάστη, «να τον λησμονούν όταν αποσύρεται. Βγήκα στη σκηνή 6-7 χρονών παιδί και πέρασα τόσα και τόσα… Άλλοι θορύβησαν πολύ γύρω από το πρόσωπό μου… Οι αντίπαλοι του αγώνα του λαού μας»…
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1920 και σπούδασε χορό στις σχολές Μοριάνοβ και Ζουρούδη. Από πολύ μικρή ρίχτηκε στη βιοπάλη, στη συνέχεια δούλεψε σε βαριετέ και σε «μπουλούκια», μέχρι που το 1937 ο Αττίκ την προσέλαβε στην περίφημη «Μάντρα» του. “Ντιριντάουα” ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που της έδωσαν ο Ορέστης Λάσκος και ο Αττίκ. Η ίδια διηγήθηκε σε συνέντευξή της στο Ριζοσπάστη:
«Είχαμε πάει περιοδεία στην Αίγυπτο. Είχε τελειώσει ο πόλεμος των Ιταλών στην Αβησσυνία και οι μάχες στην πόλη Ντιριντάουα. Ήμουνα μικρή, ακόμα, ευλύγιστη και μαυροτσούκαλο και μ’ έβγαλαν Ντιριντάουα».
Στη συνέχεια δούλεψε στο Θίασο του Μακέδου, πρωταγωνίστρια, ως τα πρώτα χρόνια της Κατοχής (1942). Στην Κατοχή εντάχτηκε στο ΕΑΜ. Φυλακίστηκε και μετά την κατάρρευση των Ιταλών ξανάρχισε να παίζει, αλλά και να αγωνίζεται μέσα από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ Θεάτρου.
“Το καλοκαίρι του 1942, στο καταπλημμυρισμένο από πλήθη θερινό Κέντρο “Αλκαζάρ” η Ντιριντάουα βγήκε στη σκηνή με απαράμιλλο θάρρος και φώναξε στον κόσμο: “Με συκοφαντούν ότι πρόδωσα Αγγλους. Είναι ψέμα. Εγώ είμαι Ελληνίδα! Ζήτω η Ελλάς – ζήτω η Αγγλία! “. Το τόλμημά της το πλήρωσε ακριβά: Οι Ιταλοί τη δίκασαν σε 1 χρόνο φυλακή και της απαγόρευσαν να εμφανισθεί ξανά σε θέατρο. Η συνειδητή καλλιτέχνιδα, μετά την αποφυλάκισή της, πήρε μέρος σε όλους τους αγώνες, τις διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις του λαού κατά των καταχτητών. Είναι φυσικό τα ντόπια όργανα του φασισμού να εκφράζουν με τέτοια λύσσα το τυφλό μίσος τους ενάντια σε μια λαμπρή, αλύγιστη και πρωτοπόρα Ελληνίδα.” (Από ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη)
Μετά τα Δεκεμβριανά συμμετείχε σ’ έναν ΕΑΜίτικο θίασο με τους: Γιαννίδη, Βεάκη, Παπαθανασίου, Παϊζη, Μανέλη, Ζέη, Οικονομίδη, που γύριζε την Ελλάδα. Με τη συμφωνία της Βάρκιζας γύρισαν στην Αθήνα και κρύφτηκαν.
Η Καίτη Ντιριντάουα κρυβόταν εφτά μήνες, μέχρι που ο επιχειρηματίας του θεάτρου “Ερμής” – το σημερινό “Βέμπο” – της πρότεινε να δουλέψει. Από εκείνη την περίοδο η ηθοποιός, πάντα συγκινημένη, θυμόταν την επίθεση των χιτών μέρα πρεμιέρας. «Μπαίνοντας στο θέατρο, αντί για καλή επιτυχία, άκουγα να μου λένε «καλή ψυχή».
«Τη Βουλγάρα. Να σφάξουμε τη Βουλγάρα»!
Την Τετάρτη 20 του Ιούνη 1945, το βράδυ,
τρομοκρατικές ομάδες χιτών, δοσιλόγων και άλλων αποβρασμάτων που δρούσαν
ασύδοτα την περίοδο του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος πραγματοποίησαν
δολοφονική επιδρομή στα Θέατρα “Ερμής” και “Λυρικόν” και επιτέθηκαν με
βαναυσότητα εναντίον ηθοποιών και θεατών. Ο Ριζοσπάστης κατέγραψε στις
σελίδες του το βάρβαρο γεγονός και δύο μέρες μετά, στις 22 του Ιούνη
έδωσε, με πλήθος λεπτομερειών, ολοκληρωμένο ρεπορτάζ, όπου ανάμεσα στα
άλλα αναφέρει:«(…)Η ετοιμαζόμενη δολοφονική επίθεση διαφημιζότανε από τους ίδιους τους γκάγκστερς, οι οποίοι ένοπλοι και συντεταγμένοι κατά ομάδες είχαν ξεκινήσει από τα συνοικιακά κέντρα της Χ και είχαν πιάσει τις γωνίες των γύρω από τον “Ερμή” δρόμων αποφασισμένοι να σφάξουν, όπως έλεγαν, τη “Βουλγάρα”, όπως οι απάτριδες αποκαλούσαν τη δημοφιλή καλλιτέχνιδα και αγωνίστρια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα Καίτη Ντιριντάουα.
(…) Στις 9.32 ακριβώς ένας χίτης από τη γαλαρία βγήκε και τους εσχεδίασε με τα χέρια του το συμβολικό σύνθημα Χ. Επακολούθησε η έφοδος.
Ηταν η ώρα ακριβώς που έκανε την εμφάνισή της η Ντιριντάουα. Μέσα στη θύελλα των χειροκροτημάτων και των λαϊκών εκδηλώσεων που υποδέχτηκε την καλλιτέχνιδα, οι γενίτσαροι της Χ εξαπέλυσαν την επίθεσή τους. Στην αρχή με αποδοκιμασίες και ακατονόμαστες βρισιές, έπειτα με καταιγισμό από πέτρες, αυγά και λεμόνια και στο τέλος με πυροβολισμούς προς τη σκηνή. Επακολούθησε πανδαιμόνιο. Οι θεατές και οι ηθοποιοί διατήρησαν την ψυχραιμία τους. Οι επιδρομείς, βλέποντας την εγκληματική ανοχή της αστυνομίας, πήραν θάρρος και όρμησαν προς τη σκηνή η οποία είχε κατέβει στο μεταξύ. Με ριπές αυτομάτων και περιστρόφων ανέβηκαν φωνάζοντας:
– Τη Βουλγάρα. Να σφάξουμε τη Βουλγάρα.
Όπως είναι γνωστό, από τους πυροβολισμούς και τα ρόπαλα των καννιβάλων τραυματίστηκαν θανάσιμα ο ηθοποιός Σταύρος Ιατρίδης και ελαφρότερα ο ηθοποιός Πατρίκιος, καθώς επίσης και περί τους δέκα θεατές, ανάμεσα στους οποίους ο Α. Δαμιανάκης σοβαρά στο κεφάλι. Πρέπει να σημειωθεί ότι το εγκληματικό σχέδιο της δολοφονίας της Ντιριντάουα ματαιώθηκε από τη σθεναρή στάση πενταμελούς ομάδας της Γενικής Ασφάλειας, η οποία με αποφασιστικότητα εμπόδισε τους δολοφόνους να πλησιάσουν στο καμαρίνι της καλλιτέχνιδας. Αναφέρουμε την περίπτωση αυτή γιατί είναι η μοναδική εξαίρεση της σκανδαλωδώς ανεκτικής απέναντι των χιτών στάσης όλης της άλλης αστυνομικής δύναμης. (…)
ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΝΤΙΡΙΝΤΑΟΥΑ
Συντάκτης μας είδε την Ντιριντάουα που φιλοξενείται στα γραφεία της Γεν. Ασφάλειας για να προστατευθεί. Μας αφηγήθηκε ως εξής τα γεγονότα:
– Αρκετές μέρες πριν από την παράσταση άρχισαν οι απειλές, τα τρομοκρατικά τηλεφωνήματα και οι επιδρομές. Προ δέκα ημερών, στις 3 η ώρα τη νύχτα, πήγαν δύο εθνοφύλακες στο σπίτι μου και με φοβέρισαν ότι θα με σκοτώσουν. Είκοσι λεπτά πριν αρχίσει η παράσταση είχα επίσημη σχεδόν ειδοποίηση ότι οι χίτες του Θησείου ετοιμάζονται να κατέβουν “εν σώματι” να με σκοτώσουν. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Σε καμμιά πρόκληση δεν προέβην – το είδε αυτό ο κόσμος. Αυτοί είχαν αποφασίσει να με χτυπήσουν. Οταν ανέβηκα πάνω στη σκηνή, οι χίτες τράβηξαν κατ’ ευθείαν προς στο καμαρίνι μου πυροβολώντας. Με έσωσε ένα ευσυνείδητο όργανο της Γεν. Ασφάλειας, που στάθηκε με το αυτόματό του μπροστά στην πόρτα μου και τους εμπόδισε”.
Μεγάλο κίνδυνο διέτρεξε η καλλιτέχνιδα και την ώρα που έφευγε από το θέατρο. Ο αξιωματικός της Εθνοφυλακής της συνιστούσε να μη βγει ακόμα. Ο κ. Κανελλόπουλος, όμως, αστυνομικός διαμερισματάρχης, της είπε: Οχι να βγεις κι εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη. Καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο, ένας χίτης την ανεγνώρισε και φώναξε: “Η Ντιριντάουα, απάνω της! “.
Το αυτοκίνητο, χωρίς αστυνομική συνοδεία, ξεκίνησε. Τρεις χίτες τρέχουν καταπόδι. Ο ένας το φθάνει και πηδά στο μαρσπιέ και αρπάζει τη μητέρα της καλλιτέχνιδας απ’ τον ώμο. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν πυροβολισμοί απ’ έξω και ο επιτεθής έπεσε χτυπημένος μέσα στο αυτοκίνητο. Η αστυνομία προσπάθησε να στηρίξει κατηγορία κατά της γρηάς μητέρας της Ντιριντάουα, ότι αυτή δήθεν είχε πιστόλι και… πυροβόλησε. Η ιατροδικαστική φυσικά εξέταση απέδειξε, ότι η σφαίρα ήρθε απ’ έξω, ασφαλώς απ’ τους ίδιους του χίτες, που πυροβολούσαν το αυτοκίνητο για να τρυπήσουν τα λάστιχα και να το σταματήσουν.»
Η Καίτη Ντιριντάουα κατάφερε να διαφύγει και τότε αρχίζουν οι διώξεις και η παρανομία. Μεγάλη Βδομάδα του 1947 βρέθηκε στο Μεταγωγών. Στη συνέχεια εξορία, πρώτα Μακρόνησος, μετά στη Χίο και στο Τρίκερι. Τα πόδια της σακατεύτηκαν. Έπαθε οξεία ρευματική αρθρίτιδα. Για αρκετά χρόνια πάλευε να ξαναπαίξει.
«Αγάπησα τον αγώνα περισσότερο απ’ το θέατρο. Είμαι ευχαριστημένη που μπόρεσα να βάλω ένα μικρό λιθαράκι στον αγώνα του λαού μας για τη δημοκρατία. Τη δημοκρατία που πιστεύουμε εμείς, την πραγματική. Είμαι περήφανη που κάτι πρόσφερα σ’ αυτό τον αγώνα», έλεγε.
Έπαιξε στο θέατρο ως το 1966. Πέθανε από ανακοπή της καρδιάς, σχεδόν ξεχασμένη, στις 9 του Φλεβάρη 1996, σε ηλικία 75 ετών.
«Είναι η μοίρα του ηθοποιού», έλεγε στο Ριζοσπάστη, «να τον λησμονούν όταν αποσύρεται. Βγήκα στη σκηνή 6-7 χρονών παιδί και πέρασα τόσα και τόσα… Άλλοι θορύβησαν πολύ γύρω από το πρόσωπό μου… Οι αντίπαλοι του αγώνα του λαού μας»…