Η επέτειος θανάτου Λένιν φέτος συμπίπτει
στη χώρα μας με την απόπειρα αναβίωσης του εθνικιστικού κλίματος των
αρχών της δεκαετίας του ’90, και μπορεί σήμερα η συστράτευση κατά των
“σκοπιανών σκυλιών” να μην αποκλείει από τους κόλπους της μόνο τους
“Λακεδαιμόνιους”, αλλά για τους δικούς τους, κάθε άλλο παρά
διεθνιστικούς λόγους κι άλλες δυνάμεις, το δηλητήριο του μίσους
διαχέεται επί της ουσίας ανενόχλητο από πολλές πλευρές, έστω και
λιγότερο επίσημες απ’ό,τι μια 25ετία και πλέον πριν. Από αυτή την άποψη
έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε ορισμένα από τα λόγια του μεγάλου
επαναστάτη από το έργο Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα.
Χωρίς σαφώς να θέλουμε να κάνουμε μηχανιστικές αναγωγές του σήμερα στις
συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκαν τα κείμενα, θεωρούμε ότι
ιδιαίτερα οι αναφορές του στον “εθνικό πολιτισμό”, την ταξική φύση του
οποίου αναδεικνύει με σαφήνεια, έχουν σημαντική επικαιρότητα, δεδομένου
ότι ειδικά στο Μακεδονικό ζήτημα, θέματα πολιτισμικής φύσης όπως η
ιστορία και η γλώσσα τίθενται στην προπαγανδιστική προμετωπίδα των κάθε
λογής σκοπιανοφάγων. Στον αστικό εθνικισμό που υποκρύπτει αυτό το
σύνθημα, ο Λένιν προτάσσει ως αντίβαρο την αναγκαιότητα ανάδειξης των
-εμβρυακών έστω-δημοκρατικών και σοσιαλιστικών στοιχείων που λανθάνουν
σε κάθε εθνικό πολιτισμό, με στόχο τη δημιουργία ενός διεθνικού
πολιτισμού του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
[…]
Τέτοιος είναι κάθε φιλελευθερο-αστικός
εθνικισμός, όχι μόνο ο μεγαλορωσικός (αυτός είναι ο χειρότερος απ’
όλους, λόγω του βίαιου χαρακτήρα του και της συγγένειάς του με τους κ.
Πουρισκέβιτς), μα και ο πολωνικός, και ο εβραϊκός, και ο Ουκρανικός, και
ο γεωργιανός και κάθε άλλος. Με το σύνθημα του «εθνικού πολιτισμού» η
αστική τάξη όλων των εθνών, και της Αυστρίας και της Ρωσίας, ασκεί στην
πράξη πολιτική διαίρεσης των εργατών και εξασθένισης της δημοκρατίας και
παζαρεύει σαν έμπορος με τους τσιφλικάδες το ξεπούλημα των λαϊκών
δικαίων και της λαϊκής ελευθερίας.
Το σύνθημα της εργατικής δημοκρατίας δεν
είναι ο «εθνικός πολιτισμός», μα ο διεθνικός πολιτισμός του
δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Η αστική τάξη θα
προσπαθήσει να εξαπατήσει το λαό με τα κάθε λογής «θετικά» εθνικά
προγράμματα. Ο συνειδητός όμως εργάτης θα της απαντήσει: υπάρχει μια
λύση του εθνικού ζητήματος (εφόσον είναι γενικά δυνατή η λύση του στον
κόσμο του καπιταλισμού, στον κόσμο του κέρδους, της φαγωμάρας και της
εκμετάλλευσης) και η λύση αυτή είναι ο συνεπής δημοκρατισμός.
[…]
Στην εθνική φαγωμάρα των διαφόρων
αστικών κομμάτων γύρω απ’ τα ζητήματα της γλώσσας κλπ. και σαν αντίβαρο
σε κάθε αστικό εθνικισμό η εργατική δημοκρατία αντιπαραθέτει το αίτημα:
απόλυτη ενότητα και ολοκληρωτική συγχώνευση των εργατών όλων των
εθνοτήτων σε όλες τις εργατικές οργανώσεις, συνδικαλιστικές,
συνεταιριστικές, καταναλωτικές, μορφωτικές και κάθε λογής άλλες. Μόνο
μια τέτοια ενότητα και συγχώνευση να περιφρουρήσει τη δημοκρατία, να
περιφρουρήσει τα συμφέροντα των εργατών ενάντια στο κεφάλαιο – που έγινε
κιόλας και γίνεται όλο και περισσότερο διεθνικό – να περιφρουρήσει τα
συμφέροντα της ανάπτυξης της ανθρωπότητας προς ένα νέο σύστημα ζωής,
ξένο προς κάθε προνόμιο και κάθε εκμετάλλευση.
[…]
Το συμπέρασμα; Το συμπέρασμα είναι ότι
κάθε φιλελευθερο-αστικός εθνικισμός καλλιεργεί σε μεγάλο βαθμό τη
διαφθορά στο εργατικό περιβάλλον και προξενεί τεράστια ζημιά στην
υπόθεση της ελευθερίας και στην υπόθεση της προλεταριακής ταξικής πάλης.
Αυτό είναι ακόμα πιο επικίνδυνο, γιατί η αστική τάξη (και η
αστοτσιφλικάδικη) καλύπτεται με το σύνθημα του «εθνικού πολιτισμού». Εξ
ονόματος του εθνικού πολιτισμού – του μεγαλορωσικού, του πολωνικού, του
εβραϊκού, του ουκρανικού κλπ. – σκαρώνουν τις αντιδραστικές βρωμοδουλιές
τους οι μαυροεκατονταρχίτες και οι κληρικόφρονες και σε συνέχεια και οι
αστοί όλων των εθνών.
Αυτή είναι η πραγματικότητα της
σύγχρονης εθνικής ζωής, αν τη δούμε μαρξιστικά, δηλ. από την άποψη της
ταξικής πάλης, αν αντιπαραβάλουμε τα συνθήματα με τα συμφέροντα και με
την πολιτική των τάξεων και όχι με τις κούφιες «γενικές αρχές» και τις
πομπώδικες διακηρύξεις και φράσεις.
Το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού είναι
αστική (και συχνά μαυροεκατονταρχίτικη-κληρικαλική) απάτη. Το σύνθημά
μας είναι: διεθνικός πολιτισμός του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου
εργατικού κινήματος.
[…]
Σε κάθε εθνικό πολιτισμό υπάρχουν, έστω
και όχι αναπτυγμένα, στοιχεία δημοκρατικού και σοσιαλιστικού πολιτισμού,
επειδή σε κάθε έθνος υπάρχει η εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη μάζα, που
οι συνθήκες της ζωής της γεννούν αναπόφευκτα τη δημοκρατική και τη
σοσιαλιστική ιδεολογία. Σε κάθε έθνος όμως υπάρχει και αστικός
πολιτισμός (και στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμα και
μαυροεκατονταρχίτικος και κληρικαλικός πολιτισμός) – και μάλιστα όχι
απλώς σαν «στοιχεία» πολιτισμού, αλλά σαν κυρίαρχος πολιτισμός. Γι’ αυτό
ο «εθνικός πολιτισμός» γενικά είναι ο πολιτισμός των τσιφλικάδων, των
παπάδων, και της αστικής τάξης. Αυτή τη θεμελιακή αλήθεια, στοιχειώδη
για κάθε μαρξιστή, ο μπουντιστής δεν τη φώτισε και «μας ξεκούφανε» με το
λεξομάζωμά του, δηλαδή στην πράξη, αντί ν’ αποκαλύψει και να εξηγήσει
στον αναγνώστη το ταξικό βάραθρο, το συσκότισε. Στην πράξη ο μπουντιστής
ενήργησε σαν αστός που έχει κάθε συμφέρον να διαδίδεται η πίστη σ’ ένα
εξωταξικό εθνικό πολιτισμό.
Διατυπώνοντας το σύνθημα του «διεθνικού
πολιτισμού του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος»,
παίρνουμε από τον κάθε εθνικό πολιτισμό μόνο τα δημοκρατικά και
σοσιαλιστικά του στοιχεία, τα παίρνουμε μόνο και αποκλειστικά σαν
αντίβαρο στον αστικό πολιτισμό, στον αστικό εθνικισμό κάθε έθνους.
Κανένας δημοκράτης και πολύ περισσότερο κανένας μαρξιστής δεν αρνείται
την ισοτιμία των γλωσσών ή την ανάγκη να κάνει ο καθένας στη μητρική του
γλώσσα την πολεμική ενάντια στη «δική του» αστική τάξη, να
προπαγανδίζει σ’ αυτή τη γλώσσα τις αντικληρικαλικές ή αντιαστικές ιδέες
στους «δικούς του» αγρότες και μικροαστούς, δε χρειάζεται καν συζήτηση
γι’ αυτό, τις αναμφισβήτητες αυτές αλήθειες τις χρησιμοποιεί ο
μπουντιστής για να κρύψει το επίμαχο ζήτημα δηλαδή την πραγματική ουσία
του ζητήματος.
Το ζήτημα είναι αν επιτρέπεται στους
μαρξιστές να διατυπώνουν άμεσα ή έμμεσα το σύνθημα του εθνικού
πολιτισμού, ή πρέπει υποχρεωτικά να προπαγανδίζουν ενάντιά του σε όλες
τις γλώσσες το σύνθημα του διεθνισμού των εργατών, «προσαρμοζόμενοι» σ’
όλες τις τοπικές και εθνικές ιδιομορφίες.
Η σημασία του συνθήματος του «εθνικού
πολιτισμού» δεν καθορίζεται από την υπόσχεση ή τις αγαθές προθέσεις ενός
οποιουδήποτε διανοουμενίσκου να «ερμηνεύει» αυτό το σύνθημα «με την
έννοια της προαγωγής του διεθνικού πολιτισμού μέσω του εθνικού
πολιτισμού». Θα ήταν παιδιάστικος υποκειμενισμός να βλέπουμε έτσι το
ζήτημα. Η σημασία του συνθήματος του εθνικού πολιτισμού καθορίζεται απ’
τον αντικειμενικό συσχετισμό όλων των τάξεων της δοσμένης χώρας και όλων
των χωρών του κόσμου. Ο εθνικός πολιτισμός της αστικής τάξης αποτελεί
γεγονός (και το ξαναλέω ότι η αστική τάξη συναλλάσσεται παντού με τους
τσιφλικάδες και τους παπάδες).
Μαχόμενος αστικός εθνικισμός που
αποκτηνώνει, αποβλακώνει και διαιρεί τους εργάτες, για να τους σύρει στο
άρμα της αστικής τάξης – να ποιο είναι το βασικό γεγονός της σύγχρονης
πραγματικότητας.
Όποιος θέλει να υπηρετεί το
προλεταριάτο, έχει χρέος να συνενώνει τους εργάτες όλων των εθνών,
παλεύοντας ακλόνητα ενάντια στον αστικό εθνικισμό, και το «δικό του» και
τον ξένο. Όποιος υπερασπίζει το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού δεν έχει
θέση μέσα στους μαρξιστές, αλλά μέσα στους εθνικιστές μικροαστούς.
Πάρτε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα.
Μπορεί ένας μεγαλορώσος μαρξιστής να δεχθεί το σύνθημα του εθνικού, δηλ.
του μεγαλορωσικού πολιτισμού; Όχι. Έναν τέτοιον άνθρωπο πρέπει να τον
κατατάξουμε στους εθνικιστές κι όχι στους μαρξιστές. Έχουμε χρέος να
αγωνιζόμαστε ενάντια στον κυρίαρχο μαυροεκατονταρχίτικο και αστικό
εθνικό πολιτισμό των μεγαλορώσων, αναπτύσσοντας αποκλειστικά με
διεθνιστικό πνεύμα και σε στενότατη συμμαχία με τους εργάτες των άλλων
χωρών τα έμβυα που υπάρχουν και στην ιστορία του δημοκρατικού και του
εργατικού μας κινήματος. Να αγωνίζεσαι ενάντια στους δικούς μεγαλορώσους
τσιφλικάδες και αστούς, ενάντια στον «πολιτισμό» τους, εξ ονόματος του
διεθνισμού, να αγωνίζεσαι «προσαρμοζόμενος» στις ιδιομορφίες των
Πουρισκέβιτς και των Στρούβε – αυτό είναι το καθήκον σου κι όχι να
κηρύχνεις, μήτε να ανέχεσαι το σύνθημα του «εθνικού πολιτισμού».
[…]Ο μαρξισμός είναι ανειρήνευτος με τον
εθνικισμό, ακόμα και με τον πιο «δίκαιο», «καθαρούτσικο», εκλεπτυσμένο
και πολιτισμένο. Ο μαρξισμός προβάλλει στη θέση κάθε εθνικισμού το
διεθνισμό, τη συγχώνευση όλων των εθνών σε μια ανώτατη ενότητα που
αναπτύσσεται μπρος στα μάτια μας με κάθε βέρστι σιδηροδρομικής γραμμής,
με κάθε διεθνές τράστ, με κάθε ένωση εργατών (διεθνή ως προς την
οικονομική της δράση, και κατόπιν και ως προς τις ιδέες και τις
επιδιώξεις της).
Ιστορικά η αρχή της εθνικότητας είναι
αναπόφευκτη στην αστική κοινωνία και ο μαρξιστής, παίρνοντας υπόψη του
αυτή την κοινωνία, αναγνωρίζει πέρα για πέρα την ιστορική δικαιολόγηση
των εθνικών κινημάτων. Για να μη μεταβληθεί όμως αυτή η αναγνώριση σε
απολογία του εθνικισμού, πρέπει να περιορίζεται αυστηρότατα μόνο σε ότι
προοδευτικό υπάρχει σ’ αυτά τα κινήματα, έτσι που η αναγνώριση αυτή να
μην οδηγήσει σε συσκότιση της προλεταριακής συνείδησης από την αστική
ιδεολογία.
Είναι προοδευτικό το ξύπνημα των μαζών
από το φεουδαρχικό λήθαργο, η πάλη τους ενάντια σε κάθε εθνική
καταπίεση, για τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού, για τα κυριαρχικά
δικαιώματα του έθνους. Από εδώ απορρέει η απόλυτη υποχρέωση κάθε
μαρξιστή να υπερασπίζεται τον πιο αποφασιστικό και τον πιο συνεπή
δημοκρατισμό σ’ όλα τα σημεία του εθνικού ζητήματος. Το καθήκον αυτό
βασικά έχει αρνητικό χαρακτήρα. Το προλεταριάτο όμως δεν μπορεί να
προχωρήσει στην υποστήριξη του εθνικισμού πέρα απ’ αυτό το σημείο, γιατί
παραπέρα αρχίζει η «θετική» δράση της αστικής τάξης, που αποβλέπει στη
στερέωση του εθνικισμού.
Η αποτίναξη κάθε φεουδαρχικού ζυγού,
κάθε καταπίεσης των εθνών, κάθε προνόμιου ενός από τα έθνη ή μιας από
τις γλώσσες αποτελεί απόλυτη υποχρέωση του προλεταριάτου σαν
δημοκρατικής δύναμης, είναι απόλυτο συμφέρον της προλεταριακής ταξικής
πάλης, που τη συσκοτίζουν και την ανακόπτουν οι εθνικές φαγωμάρες. Η
υποβοήθηση όμως του αστικού εθνικισμού πέρα απ’ αυτά τα όρια τα αυστηρά
περιορισμένα μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, ισοδυναμεί με
προδοσία του προλεταριάτου και με πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης.
Εδώ υπάρχει ένα σύνορο συχνά πολύ δυσδιάκριτο, που το ξεχνούν ολότελα
οι μπουντιστές και οι Ουκρανοί εθνικοσοσιαλιστές.
Πάλη ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση –
ασφαλώς ναί! Πάλη για κάθε λογής εθνική ανάπτυξη, για τον «εθνικό
πολιτισμό» γενικά – ασφαλώς όχι. Η οικονομική ανάπτυξη της
καπιταλιστικής κοινωνίας δίνει σ’ όλο τον κόσμο παραδείγματα εθνικών
κινημάτων που δεν έφτασαν σε πλήρη ανάπτυξη, παραδείγματα σχηματισμού
μεγάλων εθνών από μια σειρά μικρά έθνη ή σε βάρος ορισμένων μικρών
εθνών, παραδείγματα αφομοίωσης εθνών. Αρχή του αστικού εθνικισμού είναι η
ανάπτυξη της εθνότητας γενικά, και από εδώ απορρέει η αποκλειστικότητα
του αστικού εθνικισμού και το αδιέξοδο όπου οδηγούν οι εθνικές
φαγωμάρες. Το προλεταριάτο όμως όχι μόνο δεν αναλαβαίνει την υποχρέωση
να υπερασπίζει την εθνική ανάπτυξη κάθε έθνους, μα αντίθετα προειδοποιεί
τις μάζες για τον κίνδυνο που κλείνουν μέσα τους τέτοιες αυταπάτες,
υποστηρίζει την πιο πλέρια ελευθερία της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και
χαιρετίζει κάθε αφομοίωση των εθνών, εκτός από εκείνη που γίνεται με τη
βία ή στηρίζεται σε προνόμια.
Κατοχύρωση του εθνικισμού μέσα σε μια
ορισμένη «δίκαια» περιορισμένη σφαίρα, «νομική κατοχύρωση» του
εθνικισμού, δημιουργία στέρεου και μόνιμου φραγμού ανάμεσα σ’ όλα τα
έθνη μέσω ενός ιδιαίτερου κρατικού θεσμού – να ποιο είναι το ιδεολογικό
βάθρο και το περιεχόμενο της πολιτιστικής-εθνικής αυτονομίας. Η σκέψη
αυτή είναι πέρα για πέρα αστική και πέρα για πέρα κάλπικη. Το
προλεταριάτο δεν μπορεί να υποστηρίξει καμιά κατοχύρωση του εθνικισμού,
αντίθετα υποστηρίζει κάθε τι που βοηθά το σβήσιμο των εθνικών
διακρίσεων, το γκρέμισμα των εθνικών φραγμών, κάθε τι που κάνει όλο και
πιο στενούς τους δεσμούς ανάμεσα στις εθνότητες, κάθε τι που οδηγεί στη
συγχώνευση των εθνών. Κάθε διαφορετική ενέργεια σημαίνει πέρασμα με το
μέρος του αντιδραστικού εθνικιστικού μικροαστισμού.[…]