Ήτανε Σεπτέμβρης του 1957. Τη χρονιά κείνη
υπηρετούσα φαντάρος στις Σέρρες. Κάθε τόσο μου 'ρχονταν στη θύμηση οι
όμορφες φθινοπωρινές ημέρες που περνούσα πολίτης στη γενέτειρά μου, το
Σουφλί. Η συχνή ανάμνηση ευχάριστων γεγονότων της πατρίδας μου ήταν
απόρροια της νοσταλγίας για τα αγαπημένα μου πρόσωπα και τα εκπληκτικά
έθιμά μας. Η επιθυμία μου να πάω με άδεια, ειδικά το Σεπτέμβρη, στην
πατρίδα μου και να πάρω, πώς και πώς, μέρος στου τρυγητού το πανηγύρι,
που ήτανε ξακουστό σε ολόκληρο το νομό, ήταν έντονη.
Κάθε
Σεπτέμβρη μήνα τα ξεφαντώματα των τρυγητάδων - των ξωμάχων της μητέρας
γης - τα χάχανα και τα σκωπτικά πειράγματα έδιναν και έπαιρναν. Τα
Σουφλιώτικα τραγούδια, ανάμεσα σ' αυτά και το «... γεια χαρά
Σουφλιωτοπούλες/ πιάστε το χορό/ και στου Εβρου τη δροσούλα χαϊδεμένες /
αχ! πώς σας λαχταρώ» του μουσικού και μαέστρου Κώστα Βογιατζή, που τα
γλυκοτραγουδούσανε με τα κοφίνια στον ώμο λυγερόκορμες κοπέλες μαζί με
το αρμονικό κελάηδημα των διαβατάρικων πουλιών, έδιναν έναν ξεχωριστό
τόνο στου γλεντιού την ομορφιά.
Δυστυχώς, πριν αρκετά χρόνια,
έσβησε κείνο το υπέροχο πανηγύρι. Σήμερα δεν υπάρχουν πια αμπέλια, παρά
ελάχιστα! Ο «εκσυγχρονισμός» έκανε τις λεγόμενες αναδιαρθρώσεις στις
καλλιέργειες, χωρίς ωστόσο να έχουν λυθεί τα χρόνια και οξυμένα
προβλήματα των αγροτών.
* * *
Μα, πώς
θα μπορούσα να εξασφαλίσω και τη δεύτερη δεκαπενταήμερη άδεια, που
δικαιούμουν, από το διοικητή μου; Οι αμφιβολίες μου για το αν θα την
έπαιρνα ήταν πολλές.
Οχι γιατί δεν ήμουνα εντάξει απέναντι στους
στρατιωτικούς κανονισμούς, αλλά να, είτε γιατί δεν υπάκουα στις εντολές
του επιλοχία να τραγουδώ με το στανιό, δυνατά, τα «εθνικά» εμβατήρια,
«Σόφια, Μόσχα είναι το όνειρό μου (...) έξω βουλγαριά, ουστ!» και το,
«Εχω μια αδερφή/ κουκλίτσα αληθινή/ τη λένε βόρειο Ηπειρο/ την αγαπώ
πολύ», είτε επίσης γιατί δεν είχα μια μέρα κουμπωμένο το πάνω, στο
λαιμό, κουμπί του μπουφάν - τυχαία ατημελησία, πες - τη στιγμή της
παρουσίασής μου «ενώπιον» του διοικητή που με είχε καλέσει να με
γνωρίσει ίσως από ... κοντά.
Με ύφος δε βλοσυρό με απείλησε, «Πώς
είσαι, ρε, έτσι ξεκούμπωτος;» αφού στο μεταξύ είχε πιάσει το πέτο,
τραβώντας το προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να ξεκουμπωθούν άλλα δυο
κουμπιά, δημιουργώντας εικόνα... πλήρους ανυπακοής. Ο φόβος να μου
«ρίξει» καμιά «καμπάνα» ήταν διάχυτος σε όλη την ψυχολογική μου
κατάσταση.
Ωστόσο, με καθυστέρηση μιας βδομάδας πήρα τελικά την
πολυπόθητη άδεια. Δεν μπορούσε, άλλωστε, να κάνει διαφορετικά μπροστά
στην υποχρέωσή του να τη χορηγήσει.
Τέτοια «παραπτώματα» δε
συνιστούσαν πειθαρχική ποινή, γιατί θα ερχόταν ο ίδιος σε αντίθεση με το
κάπως ανεκτικό κλίμα της στρατιωτικής ζωής, που άρχισε να διαμορφώνεται
τον καιρό κείνο στο στρατό, δίχως να υπάρχουν βέβαια σημάδια πλήρους
εξάλειψης των βάρβαρων φαινομένων κατάχρησης εξουσίας. Οπως για
παράδειγμα η «μετάθεσή μου» στη Μακρόνησο, μαζί με δύο συντρόφους, στις
αρχές του Νοέμβρη του 1957, ως «αντεθνικώς δρώντες». Το κολαστήριο της
Μακρονήσου έκλεισε οριστικά το 1958.
* * *
Η χαρά μου να ξανανταμώσω με τους δικούς μου, με τους φίλους και τις φίλες μου, ήταν απερίγραφτη.
Στο
Σουφλί είχα φτάσει με το τρένο, κατά το μούχρωμα. Με το σακίδιο στον
ώμο πήρα τον κεντρικό δρόμο, που είναι δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό,
για να πάω στο σπίτι μου. Εκείνη τη μέρα ήτανε Κυριακή και γινότανε στον
ίδιο δρόμο, όπως γινότανε και κάθε Σαββατοκύριακο, η παραδοσιακή βόλτα,
το λεγόμενο νυφοπάζαρο.
Η βόλτα ήταν η μόνη λαϊκή διασκέδαση
εκείνη την εποχή με τη μεγάλη φτώχεια και την τρομερή ανεργία, που
έπληξαν «θανάσιμα» το Σουφλί. Και οι τρεις φάμπρικες αναπηνισμού των
κουκουλιών είχανε κλείσει και δεν ξανάνοιξαν ποτέ, λόγω της
προγραμματισμένης κατάργησης της σηροτροφίας, με σκοπό την εισαγωγή
τεχνητού μεταξιού! Υπήρχε και τότε στην Ευρώπη ένα είδος ΚΑΠ.
Επανέρχομαι.
Με πολλή συγκίνηση ξανάβλεπα ύστερα από τόσον καιρό τους αγαπημένους
φίλους και φίλες μου που κάνανε βόλτα. Οι αγκαλιές και τα φιλιά
σταματημό δεν είχανε.
- «Βρε το Μένιο, μου λέγανε, τι κάνεις, πώς άλλαξες, ψήλωσες κάπως (οι αρβύλες μου 'δωσαν μπόι), πού υπηρετείς;» και άλλα.
- «Είμαι καλά. Υπηρετώ στις Σέρρες. Δε φαντάζεστε πόσο χαρούμενος είμαι που σας ξαναβλέπω»!...
Λίγο
πιο πέρα με είχε καλωσορίσει ένας παλιός μου συμμαθητής και γείτονας.
Ανταλλάξαμε στα γρήγορα μερικές κουβέντες και του είπα να 'ρθει στο
σπίτι μου να πούμε περισσότερα, γιατί ήμουνα κουρασμένος απ' το ταξίδι.
Στο
μεταξύ, είδαμε και οι δυο να περνάει από δίπλα μας και μάλιστα πολύ
κοντά, με τα πολιτικά, ο γνωστός ασφαλίτης - χαφιές. Μας κοίταξε άγρια
και μετά από λίγο προχώρησε στο δρόμο για να πάει στη «δουλειά» του. Σε
λίγη ώρα ήρθε ο συμμαθητής μου στο σπίτι να τα πούμε άνετα.
Θυμούμαι,
υπήρχε μια ονειρεμένη και φεγγαρόλουστη βραδιά. Είπα στο φίλο μου να
καθίσουμε έξω στον κήπο. Αλλωστε η ατμόσφαιρα ήτανε ρομαντική.
Και
τι δεν είπαμε!... Αναπολήσαμε την όμορφη και τραγική, ωστόσο, λόγω
εμφυλίου πολέμου, μαθητική ζωή του γυμνασίου, τη θαυμάσια και ξακουστή
μεικτή χορωδία, τις νεανικές ερωτικές κατακτήσεις, τις γλυκές καντάδες -
εγώ με το βιολί κι εκείνος με την κιθάρα και τραγούδι από τον υπέροχο
υψίφωνο Στέφανο, που μόλις είχε γυρίσει στο Σουφλί απ' την εξορία (στην
Κεφαλονιά) και απ' τον καταπληκτικό μπάσο Αριστείδη, γειτόνοι επίσης -
και άλλα πολλά.
* * *
Στο μεταξύ, το
ολόγιομο φεγγάρι πήγαινε να κρυφτεί πίσω απ' το μαγευτικό λόφο του Αϊ -
Λιά και το βαθύ σκοτάδι σιγά σιγά έπαιρνε «συνωμοτικά» τη θέση του στη
γλυκιά βραδιά που μας φανέρωσε, τη στιγμή εκείνη, το αγριωπό πρόσωπό
της.
Είχαμε δει στο βάθος του δρόμου να ξεπροβάλλει ξαφνικά μια κοντή μορμολύκεια σιλουέτα. Ηταν ο ίδιος ο ασφαλίτης.
Φαίνεται
πως άκουσε το τι είχαμε πει προηγούμενα στο «νυφοπάζαρο» και έσπευσε
λαχανιασμένος - λόγω και της ανηφόρας του δρόμου - να 'ρθει στο σπίτι
μου και να βάλει κρυφά αφτί.
Ακουσε ό,τι άκουσε και πλησιάζοντάς
μας στα δυο τρία μέτρα άρχισε ωρυόμενος να μας απειλεί: «Τι κάνετε εσείς
εδώ, ρε, κομμούνια; Τι συζητάτε; Αντε, διαλυθείτε και τσακιστείτε να
πάτε στο διάολο, γιατί θα σας κλείσω μέσα». Και μετά έφυγε δίχως να
πετύχει το σκοπό του.
Βέβαια, ο άνθρωπος τη δουλειά του έκανε,
υπηρετούσε τα συμφέροντα των αφεντικών του και της μεγαλοαστικής τάξης.
Την ικανότητά του ως χαφιέ την έδειχνε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο
για την πλουτοκρατία. Ηταν ολόψυχα αφοσιωμένος στο «καθήκον» του να
κυνηγάει προοδευτικούς ανθρώπους, τα «μιάσματα» του κομμουνισμού.
Στην αποστολή του είχε πάντα συνεργάτη και τον ψηλό, έναν άλλο ασφαλίτη.
Το
γνωστό δίδυμο της Ασφάλειας, ο κοντός και ο ψηλός, αποτελούσε, για πάνω
από δέκα χρόνια, τον πιο κατάλληλο κρατικό μηχανισμό φόβου και τρόμου
για τους αριστερούς και άλλους δημοκρατικούς πολίτες. Πέρα απ' την
αντιδημοκρατική καταλληλότητά τους έπαιρναν, βέβαια, και εντολές να
εκτελούν το «καθήκον» τους με υπερβάλλοντα ζήλο, ώστε να εξαφανιστούν οι
κομμουνιστές από προσώπου Γης...
* * *
Μια
μέρα, το καλοκαίρι του 1959 - είχα απολυθεί απ' το στρατό - ο ψηλός
παρακολουθούσε επίμονα, έξω απ' τη τζαμαρία της αίθουσας της
Φιλαρμονικής τις πρόβες της χορωδίας μας.
Ηταν μια νοικιασμένη απ'
το Δήμο μικρή αίθουσα, δίπλα στο παλιό καφενείο του Μαργαζή, στην
πλατεία της Γελαδαριάς, όπου ο μαέστρος και δάσκαλος στο επάγγελμα,
Κώστας Βογιατζής, συγκέντρωνε τα μέλη της χορωδίας, περίπου 30 τον
αριθμό, και κάναμε πρόβες προκειμένου να πάρουμε μέρος, μαζί με το
χορευτικό συγκρότημα, στις ετήσιες εκδηλώσεις της Διεθνούς Εκθεσης
Θεσσαλονίκης.
Για μια στιγμή είδαμε τον ασφαλίτη να κάνει νόημα
στο μαέστρο, καλώντας τον να βγει έξω, για να του πει προφανώς κάτι.
Βγήκε έξω ο μαέστρος, αφού νωρίτερα δεν ανταποκρίθηκε στα δυο του
επίμονα καλέσματα. Είδαμε πως είχαν έντονη λογομαχία.
Μετά από
λίγο, ο μαέστρος, έξαλλος όπως ήτανε, τον είχε αποπέμψει και κείνος
χάθηκε στα στενά της Γελαδαριάς. Ο ασφαλίτης θεώρησε πως κάτι το ύποπτο
και αντεθνικό συνέβαινε μες στην αίθουσα και πως οι πρόβες αποτελούσαν
το άλλοθι.
Τέτοια ασφαλίτικα τερτίπια δεν τα λογάριαζε ο δάσκαλος. Ηταν απ' τη φύση του τολμηρός και ακέραιος.
Ο
μαέστρος στα χρόνια της γερμανικής κατοχής ήταν φαντάρος στη Μέση
Ανατολή με το ελληνικό στράτευμα που είχε φύγει στην Αίγυπτο μετά την
εισβολή των Γερμανών στη χώρα, τον Απρίλη του '41. Δε γνωρίζω αν πήρε
μέρος στα γεγονότα της «στάσης», έτσι χαρακτηρίστηκε η ενέργεια των
Ελλήνων φαντάρων, όταν απαίτησαν από το Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής να
έρθουν στην Ελλάδα και να πολεμήσουν στα ελεύθερα βουνά, πλάι στον ΕΛΑΣ,
το Γερμανό καταχτητή, οι οποίοι τελικά κλείστηκαν στο «σύρμα» της
αφρικανικής ερήμου, ως «εθνοπροδότες».
Ο μαέστρος είχε προοδευτικές ιδέες. Εγραψε μουσική σε ΕΑΜικούς στίχους του ΕΠΟΝίτη Τάκη Καψαλίδη.
* * *
Στα
χρόνια της χούντας ο ίδιος ασφαλίτης με παρακολουθούσε ασφυκτικά. Μέρα -
νύχτα με έπαιρνε καταπόδι. Μια μέρα τον είδα να με παρακολουθεί έξω απ'
το σπίτι του Γιάννη, όταν είχα πάει ν' αρχίσω να κάνω προγυμνάσεις στο
παιδί του.
- «Μενέλαε, πρόσεξες; Μου είχε πει ο Γιάννης, ο ψηλός νομίζω σε παρακολουθεί».
- «Το μόνο που θα καταφέρει θα 'ναι να ξεποδαριαστεί», του είπα χαμογελώντας.
Το
καθεστώς των μαύρων συνταγματαρχών με είχε απολύσει απ' τη δουλειά μου
και έπρεπε να δουλεύω για να συντηρώ τον εαυτό μου και να βοηθάω
οικονομικά το μικρότερο αδερφό μου, που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη.
Ο
Γιάννης ήταν παλιά ποδοσφαιριστής και μάλιστα πολύ καλός στην ομάδα
«ΕΛΠΙΔΑ». Η ομάδα αυτή ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50. Η άλλη
ποδοσφαιρική ομάδα, «ΕΒΡΟΣ» ήτανε πιο παλιά. Η «ΕΛΠΙΔΑ» ως γνωστόν
υποστηριζότανε, κατά κοινή ομολογία, από φιλάθλους αριστερούς, κατά το
πλείστον.
Ο ασφαλίτης με τις υποψίες του νόμιζε ότι,
παρακολουθώντας με, θα πετύχαινε το σκοπό του, αλλά οι προγυμνάσεις
συνεχίστηκαν κανονικά. Τελικά παραιτήθηκε του «θεάρεστου» έργου του.
Σήμερα,
όταν ανταμώνουμε με τον Γιάννη έρχονται στη θύμησή μας εκείνες οι
δύσκολες ημέρες που πέρασα από οικονομικής πλευράς στα χρόνια της
χούντας, καθώς και τα κυνηγητά που είχα νιώσει σχεδόν καθημερινά απ' την
αστυνομία.
Το παρακράτος είχε (και έχει) κάτω απ' τον έλεγχό του
την πολιτική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων πολιτών. Σε κάθε γωνιά του
δρόμου κι ένας χαφιές, σε κάθε περπατησιά κομμουνιστή από πίσω κι ένας
ασφαλίτης.
Μενέλαος Γουβέτας
Ριζοσπάστης, 3/1/2010