15 Ιαν 2013

11 χρόνια Γκουαντάναμο: Το Άουσβιτς των ημερών μας


11 χρόνια Γκουαντάναμο: Το Άουσβιτς των ημερών μας 

Δεν είναι υπερβολικός ο τίτλος. Ούτε προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις, όπως πιθανόν να σκεφτούν ορισμένοι. Η ιστορία των φυλακών του Γκουαντάναμο, στη νοτιοανατολική Κούβα, είναι συνιφασμένη με την προσπάθεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να τρομοκρατήσει όσους στρέφονται εναντίον του.

Είναι μια ιστορία ενός πραγματικού κολαστηρίου που ξεκίνησε με τον περίφημο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» του προέδρου Μπους και που στις 9 Ιανουαρίου συμπλήρωσε 11 χρόνια λειτουργίας. Κάτι που βαραίνει πλέον τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος, τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά την εκλογή του στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, έχει αθετήσει προκλητικά την υπόσχεση που είχε δώσει για το κλείσιμο των φυλακών. 

                                                       Το αμαρτωλό παρελθόν.
Η ιστορία του Γκουαντάναμο, βέβαια, έχει τις ρίζες της στον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της αμερικανικής υπερδύναμης. Άλλωστε, πολύ πριν δημιουργηθούν οι φυλακές υψίστης ασφαλείας, το Γκουαντάναμο υπήρξε στρατιωτική βάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Ουάσιγκτον απέκτησε – για επ' αόριστο διάστημα – εδαφικά δικαιώματα επί του νοτίου τμήματος του κόλπου του Γκουαντανάμο το 1903 με συμφωνία που υπεγράφη τότε από τον κουβανό πρόεδρο Τόμας Εστράδα Πάλμα και τον Θίοντορ Ρούσβελτ. Το αντίτιμο για την παραχώρηση της περιοχής στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ ήταν 2000 χρυσά νομίσματα το χρόνο. Η συμφωνία αυτή επανεξετάστηκε από τις δύο χώρες το 1934, όταν μέλος της κουβανικής κυβέρνησης ήταν ένας φιλόδοξος τότε πολιτικός και μετέπειτα στυγνός δικτάτορας του νησιού. Ο Φουλχένσιο Μπατίστα. 

Η αποικιοκρατική σχέση Κούβας-Ηνωμένων Πολιτειών έλαβε τέλος με τον θρίαμβο της Επανάστασης το 1959. Τότε, η νέα επαναστατική κυβέρνηση της Αβάνας ζήτησε από την Ουάσινγκτον την επιστροφή της περιοχής στον φυσικό και νόμιμο ιδιοκτήτη της – δηλαδή τον κουβανικό λαό. Η απάντηση των ΗΠΑ ήταν αρνητική. Από τότε και μέχρι σήμερα, η ναυτική βάση του Γκουαντάναμο αποτελεί επί της ουσίας το “άγρυπνο μάτι” της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης στο νησί και ευρύτερα στην περιοχή της Καραϊβικής. Το 1985 μάλιστα, ο ίδιος ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν, ίσως από υπερβολικά ειλικρινή κυνισμό, παραδέχθηκε δημόσια πως η παρουσία της στρατιωτικής βάσης στη νότια Κούβα στοχεύει στην εδραίωση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή, είτε το επιθυμούν είτε όχι οι κουβανοί.

Σε αντίθεση με τον ιμπεριαλιστικό “τραμπουκισμό” της Ουάσινγκτον, η κουβανική κυβέρνηση απαντά με επιχειρήματα που βασίζονται στις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου. Έτσι, η Αβάνα θεωρεί ως παράνομη την στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στο νότιο μέρος του νησιού, αναφέροντας πως η συνθήκη του 1903 – όπως άλλωστε και η συμφωνία που ακολούθησε το 1934 – υπογράφησαν υπό την απειλή των όπλων και της βίας. Κάτι τέτοιο συνιστά σαφή παραβίαση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου: Σύμφωνα με το άρθρο 52 της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης (1969) μια συνθήκη μπορεί να κυρηχθεί παράνομη εάν αποτελεί προϊόν εκβιασμού και απειλής χρήσης στρατιωτικής δύναμης. 
 Σύγχρονο Άουσβιτς.   


Πέραν του πως αποκτήθηκε η περιοχή που φιλοξενεί την ναυτική βάση των ΗΠΑ και τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, τίθεται ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα. Τι συμβαίνει σε αυτό το μέρος που ονομάζεται “Φυλακή του Γκουαντάναμο”. Δέκα χρόνια πριν την έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», στη ναυτική στρατιωτική ξεκίνησε να λειτουργεί τομέας κράτησης ατόμων που θεωρούνταν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως “τρομοκράτες”, ή “εν δυνάμει τρομοκράτες” κατά των αμερικανικών συμφερόντων. Οι φυλακές άνοιξαν το 1991 – επί προεδρίας του πατέρα Τζωρτζ Μπους – και έκτοτε έχουν προκαλέσει την κατακραυγή διεθνών οργανισμών (Διεθνής Αμνηστία, Ερυθρός Σταυρός, Human Rights Watch κλπ) για τις συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων. Συνθήκες οι οποίες περιλαμβάνουν αποτρόπαιους βασανισμούς που συγκρίνονται με αυτούς της Γκεστάπο κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
   Από το 2002 και έπειτα οι φυλακές του Γκουαντάναμο “φιλοξενούν” έγκλειστους από το Αφγανιστάν, έπειτα από την ιμπεριαλιστική εισβολή των ΗΠΑ στην πολύπαθη χώρα της Μέσης Ανατολής. Το Μάη του ίδιου χρόνου, ομάδα εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ υποστήριξε ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί ο αμερικανικός στρατός για την ανάκριση των κρατουμένων παραβιάζουν τη Διεθνή Συνθήκη Ενάντια στα Βασανιστήρια (CAT, 1984). Πληροφορίες που “διέρευσαν” στους “Τάϊμς” της Νέας Υόρκης τον Ιούλιο του 2004 έκαναν λόγο για φρικτούς, σαδιστικούς, τρόπους βασανισμού των κρατουμένων που, μεταξύ άλλων, περιελάμβαναν: εξευτελισμούς, σεξουαλικά βασανιστήρια, πλήρης απομόνωση για μεγάλο διάστημα, ανάκριση υπό την άμεση απειλή όπλου, εικονικές εκτελέσεις, χρήση εκπαιδευμένων σκυλιών για εκφοβισμό, εγκλεισμό σε κελί με υπερβολικά υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες. 

Τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ κάνουν λόγο για 41 απόπειρες αυτοκτονίας κρατουμένων μέσα σε σχεδόν μια δεκαετία. Ο ανεπίσημος αριθμός ασφαλώς μπορεί να είναι πολύ υψηλότερος, μιάς και πολλαπλά δημοσιεύματα φέρουν τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες να έχουν λάβει μέρος σε πλειάδα βαρβαροτήτων εντός του περίφημου Camp Delta όπου κρατούνται οι... “εχθροί της ελευθερίας”. Πρόκειται για το ίδιο τμήμα ανακρίσεων του Γκουαντάναμο που ο αρθρογράφος των νεοϋορκέζικων “Τάϊμς”, ο Τόμας Φριντμαν, χαρακτήρισε «χειρότερο και από ντροπή» για τις ΗΠΑ. 

Ψεύτικες υποσχέσεις.
Η συνεχιζόμενη λειτουργία των φυλακών στο Γκουαντάναμο αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μελανή κηλίδα για την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα. Ήταν άλλωστε μόλις τη δεύτερη μέρα μετά την ορκωμοσία του, τον Ιανουάριο του 2009, όταν ο τότε νεοεκλεγείς πρόεδρος είχε υπογράψει εκτελεστικό διάταγμα για το κλείσιμο των φυλακών του Γκουαντάναμο “εντός ενός έτους”. Το Δεκέμβρη του ίδιου έτους (2009) μάλιστα ο Ομπάμα είχε δώσει εντολή στον τότε υπουργό Άμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς για την εύρεση κτιριακών εγκαταστάσεων στην πολιτεία του Ίλινοϊς, όπου και υποτίθεται πως θα μεταφέρονταν το κολαστήριο του Γκουαντάναμο. Ο αμερικανός πρόεδρος δεν έκανε ποτέ, μέχρι και σήμερα, πράξη την υπόσχεση του, κι' ας διαβεβαίωνε ως φέρελπις γερουσιαστής και υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών το 2007 σε ομιλία του: «Ως πρόεδρος θα κλείσω το Γκουαντάναμο συμμορφώνοντας την πολιτική των ΗΠΑ με την Συνθήκη της Γενεύης».


Τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Μπαράκ Ομπάμα η υπόσχεση παρέμεινε στα χαρτιά. Το πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών αντιστάθηκε σθενάρα στο κλείσιμο των φυλακών, αποδεικνύοντας την σταθερή και αταλάντευτη προσήλωση του στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα του αμερικανικού καπιταλισμού. Τέσσερα, λοιπόν, χρόνια προεδρίας Ομπάμα και έντεκα χρόνια μετά την επίσημη έναρξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», αξίζει να σημειώσουμε τα εξής: 


Το Μάη του 2010, η Επιτροπή Ενόπλων Υπηρεσιών των ΗΠΑ (Armed Services Committee) αποφάσισε ομόφωνα την απαγόρευση μεταφοράς κρατουμένων από το Γκουαντάναμο σε οποιοδήποτε σωφρονιστικό ίδρυμα των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένου του Ίλινοϊς.

Από τους συνολικά 779 κρατούμενους που βρέθηκαν στα κελιά των φυλακών του Γκουαντάναμο, μόλις οι 9 είδαν τις υποθέσεις τους να οδηγούνται στη δικαιοσύνη. Οι υπόλοιποι είναι είτε “κρατούμενοι φαντάσματα”, είτε απολαμβάνουν την έννοια της δικαιοσύνης όπως την εννοεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός. 

Σήμερα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της ναυτικής βάσης υπάρχουν 166 κρατούμενοι. Μόνο όμως 55 από αυτούς έχουν χαρακτηριστεί “απελευθερώσιμοι” από τις αρχές των ΗΠΑ. 

Από την έναρξη της προεδρικής θητείας Ομπάμα έχουν απελευθερωθεί 71 κρατούμενοι υπό το βάρος διεθνών πιέσεων. Παρ' όλα αυτά, με νομοθετική του παρέμβαση το Κογκρέσο έθεσε ιδιαίτερα σκληρούς περιορισμούς στη δυνατότητα προεδρικής απόφασης για περαιτέρω απελευθέρωση φυλακισμένων. 

Το κόστος κάθε κρατούμενου στο Γκουαντάναμο ανέρχεται, σύμφωνα με έκθεση του Κογκρέσου των ΗΠΑ, σε 800.000 δολάρια ετησίως για τους αμερικανικούς φορολογούμενους, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο κόστος σε φυλακή υψίστης ασφαλείας εντός των ΗΠΑ δεν θα ξεπερνούσε τα 35.000 δολάρια.
Το συμπέρασμα θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μια φράση του Φιντέλ Κάστρο, το Δεκέμβρη του 1971 κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Χιλή: «Το Γκουαντάναμο είναι εκεί για να εξευτελίζει την Κούβα, σαν ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά της κουβανικής αξιοπρέπειας και κυριαρχίας». Σήμερα, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε πως η ύπαρξη του Γκουαντάναμο είναι μια μαχαιριά στην ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ένα από τα καλύτερα πειστήρια για τις προθέσεις και τα συμφέροντα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.  
του Νικόλα Μόττα 
 Κόκκινη προπαγάνδα εκτοξεύθηκε από  TRASH

ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1917: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ


ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1917: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 
 

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ 
ΤΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

 Η τσαρική Ρωσία μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Αύγουστο του 1914, επιτιθέμενη στη Γερμανία, η οποία βρισκόταν σε συμμαχία με την Αυστροουγγαρία («κεντρικές δυνάμεις») και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η τσαρική Ρωσία συμμετείχε μαζί με τη Γαλλία και την Αγγλία (Αντάντ1) στον πόλεμο με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ρωσικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, που διαπλεκόταν με ισχυρούς δεσμούς με το αγγλικό και το γαλλικό κεφάλαιο, καθώς και των βλέψεων της τσαρικής απολυταρχίας να επωφεληθεί από το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συμμετοχή της τσαρικής Ρωσίας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο για το ξαναμοίρασμα των αγορών έγινε ενώ η Ρωσία βρισκόταν στο μεταίχμιο δύο εποχών, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Λένιν. Ενώ δηλαδή κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής τους και ως αποτέλεσμα των άμεσων ξένων επενδύσεων γαλλικών και αγγλικών μονοπωλίων, εν τούτοις στο εποικοδόμημα συνέχιζαν να κυριαρχούν στοιχεία του παλιού απολυταρχικού κράτους με επικεφαλής τον τσάρο Νικόλαο Ρομανόφ που πολιτικά εξέφραζε σημαντικά τμήματα γαιοκτημόνων, αλλά και αριστοκρατών που ήταν ενταγμένοι στον κρατικό μηχανισμό και το στρατό.



Παρά το γεγονός ότι η δουλοπαροικία στη Ρωσία είχε καταργηθεί ήδη από το 1861, ωστόσο σημαντικά κατάλοιπα των φεουδαρχικών σχέσεων συνέχιζαν να κυριαρχούν στη ρωσική αγροτική παραγωγή. Μεγάλα τμήματα αγροτών νοίκιαζαν τη γη από μεγάλους γαιοκτήμονες, υποχρεώνονταν σε αγγαρείες ή να παραδίνουν τη μισή τους σοδιά (μισακάρηδες). Μέχρι το 1903 εφαρμόζονταν οι σωματικές ποινές στους αγρότες για τη μη καταβολή φόρων ή ενοικίων. Ταυτόχρονα η Ρωσική Αυτοκρατορία καταπίεζε μια σειρά εθνότητες, κυρίως στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, οι οποίες βρίσκονταν σε πολύ καθυστερημένες κοινωνικές σχέσεις, στη φεουδαρχία, ακόμα και στο σύστημα των γενών. Η επανάσταση του 1905-1907 μπορεί να οδήγησε στη συγκρότηση Κρατικής Δούμας (1906-1917), δηλαδή μιας μορφής νομοθετικού αντιπροσωπευτικού θεσμού με πολύ περιορισμένα δικαιώματα, όμως σε καμία περίπτωση δε σήμαινε μετάβαση στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Η πραγματική εξουσία παρέμενε ολοκληρωτικά στα χέρια της τσαρικής κυβέρνησης. Ετσι ο τσάρος δεν εμποδίστηκε να διαλύσει τη Δούμα 2-3 φορές εκείνο το διάστημα. Ο θεσμός της Δούμας εξέφραζε ένα συμβιβασμό ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και τον τσάρο.

Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού δεν είχε εκλογικό δικαίωμα. Οι εκλογές για τη Δούμα ήταν έμμεσες, διεξάγονταν με το λεγόμενο σύστημα των «κουριών» (μονάδες διοικητικής αντιπροσώπευσης). Δηλαδή οι εκλογείς είχαν χωριστεί σε 4 «κουρίες»: της γαιοκτησίας, της πόλης, των αγροτών και των εργατών. Η εκπροσώπηση ήταν άνιση: Το μέτρο εκλογής ήταν για την «κουρία» των γαιοκτημόνων ένας αντιπρόσωπος ανά 2.000 γαιοκτήμονες, για την «κουρία» της πόλης ένας αντιπρόσωπος ανά 4.000 αστούς, για την αγροτική «κουρία» ένας αντιπρόσωπος ανά 30.000 αγρότες και για την «κουρία» των εργατών ένας αντιπρόσωπος ανά 90.000 εργάτες. Ετσι στη σύνθεση της Δούμας κυριαρχούσαν εκπρόσωποι των γαιοκτημόνων.

Η είσοδος της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όξυνε τις κοινωνικές της αντιθέσεις. Οι επανειλημμένες ήττες του ρωσικού στρατού στο μέτωπο, οι απώλειες εδαφών (π.χ. Πολωνία, Βαλτικές Χώρες) προκάλεσαν σημαντική δυσαρέσκεια όχι μόνο στους εργάτες και τους αγρότες που υπέφεραν από τις καταστροφές του πολέμου, αλλά και στην αστική τάξη της Ρωσίας, η οποία πείθονταν ότι η τσαρική εξουσία ήταν ανίκανη να διαχειριστεί τα συμφέροντά της σε μια τέτοια κρίσιμη περίοδο. Το γεγονός ότι οι κύκλοι του τσαρισμού άρχισαν να προσανατολίζονται προς τη Γερμανία και στο ενδεχόμενο της σύναψης ξεχωριστής ειρήνης με τις Κεντρικές Δυνάμεις, πυροδότησε την αντίδραση της αστικής τάξης, αντίδραση που υποβοηθήθηκε από την Αγγλία και τη Γαλλία και οδήγησε στην οργάνωση σχεδίων για την ανατροπή του τσάρου. Ταυτόχρονα το 1916 ξέσπασαν εξεγέρσεις διάφορων εθνοτήτων στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία ενάντια στη Τσαρική Αυτοκρατορία.

Τα σχέδια της αστικής τάξης για ανατροπή του τσάρου συνδέθηκαν με μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις και απεργίες που πραγματοποιήθηκαν το Φλεβάρη του 1917, ως αποτέλεσμα των ελλείψεων σε τρόφιμα, της μαζικής ανεργίας και της γενικότερης όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων. Η μαζική πολιτική δράση των εργατών, οργανωμένων στα Σοβιέτ, των αγροτών και της αστικής τάξης οδήγησε τελικά στην ανατροπή του τσάρου.

Ο Λένιν αναφέρει ότι ο τσαρισμός έπεσε ως αποτέλεσμα του ταυτόχρονου χτυπήματος από τη μια της αστικής τάξης και των πλούσιων κουλάκων με τη βοήθεια της Αγγλίας και της Γαλλίας και από την άλλη της εργατικής τάξης και των αγροτών.

Η αλλαγή που πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του 1917 ήταν αλλαγή της τάξης που βρισκόταν στην εξουσία. Η εξουσία άλλαξε χέρια. Από τα χέρια των γαιοκτημόνων και των πριγκίπων, με τους οποίους ως τότε συμβιβαζόταν ένα τμήμα της αστικής τάξης, πέρασε στα χέρια της αστικής τάξης. Ο Λένιν χαρακτήριζε την επανάσταση του Φλεβάρη ως αστικοδημοκρατική επανάσταση: Η αστική τάξη, αφού η πολιτική δράση των μαζών ανέτρεψε την τσαρική εξουσία, διαμόρφωσε κυβέρνηση που αντιστοιχούσε πλήρως στα δικά της συμφέροντα συνεπικουρούμενη από τους οπορτουνιστές και τα μικροαστικά κόμματα που πλειοψηφούσαν στα Σοβιέτ. Η όξυνση των αντιθέσεων στις οποίες διαπλέχθηκαν οι εσωτερικές με τις διεθνείς εξελίξεις οδήγησαν την αστική τάξη να εγκαταλείψει το συμβιβασμό με τον τσαρισμό και την μέσω μεταρρυθμίσεων αργή αλλαγή του πολιτικού συστήματος της Ρωσίας. Αυτό το γεγονός σ’ ένα βαθμό αναίρεσε την εκτίμηση των μπολσεβίκων ότι η αστική τάξη δεν θα αξιοποιούσε την επαναστατική μαζική πάλη ενάντια στον τσαρισμό. Αυτή η πρόβλεψη στηριζόταν στη σωστή εκτίμηση ότι η αστική τάξη στην εποχή του ιμπεριαλισμού έχει γίνει αντιδραστική δύναμη, ότι δεν μπορούσε να διαδραματίσει επαναστατικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη. Ωστόσο η θέση αυτή δεν έπαιρνε υπόψη της τη δυνατότητα όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ αστικής τάξης και τσαρισμού, αλλά και των αντιθέσεων των αντίστοιχων ξένων συμμάχων τους σε συνθήκες απότομης κρίσης και ιμπεριαλιστικού πολέμου. Σε τέτοιες συνθήκες τμήματα των αντιδραστικών κυρίαρχων τάξεων επιδιώκουν να «ηγηθούν» λαϊκών κινητοποιήσεων, να αξιοποιήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια με σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.

Μπορούμε άλλωστε και σήμερα να διακρίνουμε κινήσεις αστικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά και διάφορων μηχανισμών της αστικής τάξης (π.χ. ΜΜΕ), με στόχο να επιδράσουν, να χειραγωγήσουν στους δικούς τους σκοπούς τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αγανάκτηση και αντίδραση. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν στις λεγόμενες «αραβικές εξεγέρσεις», στα λεγόμενα «κινήματα του διαδικτύου» ή «των πλατειών», των λεγόμενων «αγανακτισμένων» κ.λπ.

Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση συγκροτήθηκε από εκπρόσωπους των αστικών φιλελεύθερων κομμάτων της Ρωσίας και αποτέλεσε όργανο της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως η μαζική πολιτική πάλη των εργατών και των αγροτών έφερνε στην επιφάνεια την οργάνωση των ένοπλων μαζών που συμμετείχαν στην ανατροπή του τσάρου μέσω των Σοβιέτ (συμβουλίων). Τα Σοβιέτ, που και με την προτροπή των μπολσεβίκων πήραν πιο μαζικό χαρακτήρα σε σχέση με την επανάσταση του 1905, ήταν μια δύναμη που είτε θα αποτελούσε στήριγμα της αστικής εξουσίας με τη μορφή της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και στην προοπτική θα ενσωματωνόταν στο αστικό πολιτικό σύστημα είτε θα μεταβάλλονταν σε όργανα επαναστατικής πάλης για την ανατροπή της αστικής κυβέρνησης και θα εξελισσόταν σε φύτρα της νέας εξουσίας, της εργατικής, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτό το δίλημμα μπήκε αντικειμενικά μπροστά στα Σοβιέτ. Ομως εκείνη την περίοδο κυριαρχούσαν σε αυτά οι μενσεβίκοι και οι εσέροι («σοσιαλιστές επαναστάτες»), οι οποίοι έθεταν ως καθήκον τη στήριξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Εμφανίστηκε λοιπόν μια κατάσταση που ο Λένιν χαρακτήρισε «δυαδική εξουσία», για να περιγράψει μια μεταβατική στιγμή της επαναστατικής διαδικασίας, όπου η αστική τάξη είχε μεν πάρει την εξουσία, όμως δεν ήταν τόσο ισχυρή για να διαλύσει την οργάνωση των λαϊκών μαζών που ήταν ένοπλη (π.χ. τα Σοβιέτ είχαν δικές τους φρουρές). Ο Λένιν ανέφερε ότι δεν ασκούνταν άμεσα βία απέναντι στην εργατική τάξη και ότι η αστική τάξη προσπαθούσε να την ενσωματώσει, αξιοποιώντας την «ασυνειδητότητά» της, που εκφραζόταν στο γεγονός ότι σε αυτές τις οργανώσεις πλειοψηφούσαν οι θέσεις και οι εκπρόσωποι των οπορτουνιστών, αυτοί που επιδίωκαν το συμβιβασμό με την αστική τάξη. Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Λένιν έφτασε τον Απρίλη του 1917 στην Πετρούπολη.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ 
ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 1917

 Ποια όμως ήταν η στρατηγική των μπολσεβίκων μέχρι τον Απρίλη του 1917; Το Πρόγραμμα των μπολσεβίκων που ψηφίστηκε στο ΙΙ Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, το 1903, περιλάμβανε ως στρατηγικό στόχο την εγκαθίδρυση στη Ρωσία της  δικτατορίας του προλεταριάτου, ενώ επίσης είχε διαμορφωθεί ένα πλαίσιο διεκδικήσεων στο έδαφος του καπιταλισμού («μίνιμουμ πρόγραμμα») με κύριο «δημοκρατικό στόχο» την ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας. Στις συνθήκες διεξαγωγής της δημοκρατικής επανάστασης του 1905, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι επεξεργάστηκαν επαναστατική τακτική, η οποία περιέχεται στην μπροσούρα «Δύο ταχτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση» και σε άλλα έργα της εποχής. Ουσιαστικά αποτελούσε μια προσπάθεια εφαρμογής της γραμμής της «διαρκούς επανάστασης» των Μαρξ και Ενγκελς στις συνθήκες της Ρωσίας των αρχών του 20ού αιώνα. Θυμίζουμε ότι οι Μαρξ και Ενγκελς στο διάστημα του 1848-1850 διαμόρφωσαν γραμμή στις συνθήκες  της αστικής επανάστασης που διεξαγόταν στη Γερμανία με στόχο να  πραγματοποιηθεί το πέρασμα στην προλεταριακή επανάσταση. Δηλαδή η εργατική τάξη να πάρει την εξουσία με βασικές προϋποθέσεις την εξασφάλιση της ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής αυτοτέλειάς της από τα αστικά και μικροαστικά κόμματα και μια ευέλικτη τακτική που θα βοηθούσε να περνάει η εξουσία από τα χέρια της μιας τάξης στην άλλη, από τη φιλελεύθερη αστική τάξη στους μικροαστούς δημοκράτες και στη συνέχεια στο προλεταριάτο.

Βεβαίως σημειώνουμε ότι εκείνη την εποχή οι Μαρξ και Ενγκελς υποστήριζαν την ταυτόχρονη επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης στα βασικά καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, όπως άλλωστε και ο Λένιν το 1905 και μέχρι το 1915.

Η θέση του Λένιν στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι αντικειμενικά η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία ερχόταν σε αντίθεση με το καθυστερημένο πολιτικό εποικοδόμημα του τσαρισμού, κατά συνέπεια η ίδια η πορεία των γεγονότων θα έσπρωχνε στην ανατροπή αυτού του εποικοδομήματος, κάτι που επιδίωκε και η ίδια η αστική τάξη. Από την άλλη, η αστική τάξη του 1905 δεν ήταν η αστική τάξη της εποχής των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα, δεν ήταν προοδευτική αλλά αντιδραστική δύναμη στην κοινωνική εξέλιξη, περισσότερο φοβόταν παρά επιδίωκε μια πολιτική επανάσταση, από τη στιγμή που η αντίπαλή της τάξη, η εργατική, είχε συγκροτηθεί ως πολιτική δύναμη. 

Ετσι ο Λένιν προέβλεπε ότι η επαναστατική ανατροπή δεν θα οδηγούσε σε αστική εξουσία, αλλά σε μια προσωρινή μεταβατική μορφή εξουσίας τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» στο πρόσωπο μιας προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης η οποία θα εφάρμοζε όσα περιέχονταν στο «μίνιμουμ» πρόγραμμα των μπολσεβίκων (συντακτική συνέλευση, καθολικό δικαίωμα ψήφου, αγροτική μεταρρύθμιση κλπ.). Ετσι θα ξεκαθάριζε ριζικά με τα υπολείμματα του τσαρισμού. Επίσης θα έδινε το έναυσμα της προλεταριακής επανάστασης στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη, η οποία θα γινόταν στήριγμα για την προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία. Η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», όπως έλεγε ο Λένιν, μπορούσε να έχει ενιαία θέληση όσον αφορούσε το τσάκισμα της απολυταρχίας, αλλά όχι όσον αφορούσε το σοσιαλισμό. Στο πλαίσιο της εξέλιξης της ευρωπαϊκής επανάστασης, ο Λένιν προέβλεπε  ότι θα οξυνόταν η διαπάλη στους κόλπους της ίδιας της συμμαχίας εργατών - αγροτών, που θα οδηγούσε στον πλήρη διαχωρισμό της εργατικής τάξης από τους μεσαίους και πλούσιους αγρότες, με σκοπό την επικράτηση του προλεταριακού στοιχείου πάνω στο μικροαστικό και βεβαίως και το πέρασμα στη «δικτατορία του προλεταριάτου».

«Το προλεταριάτο πρέπει να οδηγήσει τη δημοκρατική επανάσταση ως το τέλος, παίρνοντας μαζί του τη μάζα της αγροτιάς, για να τσακίσει με τη βία την αντίσταση της απολυταρχίας και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αστικής τάξης. Το προλεταριάτο πρέπει να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση παίρνοντας μαζί του τη μάζα των μισοπρολεταριακών στοιχείων του πληθυσμού για να συντρίψει με τη βία την αντίσταση της αστικής τάξης και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αγροτιάς και των μικροαστών»2.

Ο Λένιν διευκρίνιζε ότι αυτή η γραμμή ανταποκρινόταν στις συνθήκες της Ρωσίας εκείνης της εποχής, όμως θα ήταν λάθος να μεταφερθεί μηχανιστικά σε συνθήκες αναπτυγμένων καπιταλιστικά κρατών, όπως της Γερμανίας.

Αυτή η γραμμή διαμορφώθηκε σε αντιπαράθεση με την πολιτική των μενσεβίκων που θεωρούσαν ότι σε συνθήκες αστικής επανάστασης το καθήκον ήταν η στήριξη της αστικής τάξης για να πάρει την εξουσία, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια μελλοντική ανάπτυξη του καπιταλισμού που θα διαμόρφωνε τις προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αντιπαρατέθηκε και το 1905 αλλά και αργότερα με τη γραμμή της «διαρκούς επανάστασης» που είχε διατυπώσει αρχικά ο Πάρβους3 και στη συνέχεια τροποποίησε ο Λ. Τρότσκι. Η θεωρία αυτή δανειζόταν το όνομά της από την αντίστοιχη θέση των Μαρξ-Ενγκελς του 1850, η οποία ενέπνευσε και το Λένιν. Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι μόνη δύναμη που μπορούσε να πραγματοποιήσει την επανάσταση ήταν το προλεταριάτο, γι’ αυτό η επανάσταση στη Ρωσία θα ήταν προλεταριακή. Αντίθετα ο Λένιν θεωρούσε ότι η αγροτιά ήταν δυνατό να σπρωχθεί σε ένα μεταβατικό σταθμό στην επαναστατική διαδικασία με την ηγεσία του προλεταριάτου, τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι η θέση αυτή των μπολσεβίκων είναι συμβιβασμός με το μικροαστισμό και στένεμα της επανάστασης στα αστικοδημοκρατικά πλαίσια. Ο Λένιν έκρινε αυτή τη θέση του Τρότσκι ως αποτέλεσμα της μεσοβέζικης συμφιλιωτικής στάσης ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους και αντέτεινε σ’ αυτή την κριτική ότι: «Η πρωτότυπη θεωρία του Τρότσκι δανείζεται από τους μπολσεβίκους την έκκληση για αποφασιστικό επαναστατικό αγώνα του προλεταριάτου και για την κατάκτηση απομέρους του της πολιτικής εξουσίας, και από τους μενσεβίκους την “άρνηση” του ρόλου της αγροτιάς»4.

Πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή τόσο ο Λένιν όσο και ο Τρότσκι και γενικά οι μαρξιστές έβλεπαν τη ρωσική επανάσταση στα πλαίσια μιας ενιαίας ευρωπαϊκής επαναστατικής διαδικασίας.

Η πρωτοπόρα για την εποχή επεξεργασία του Λένιν στις «Δύο ταχτικές…» εξασφάλιζε την πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης από την αστική στις συνθήκες της δημοκρατικής επανάστασης, δεν αντιμετώπιζε ως ενιαία αντιδραστική μάζα τα στρώματα των μικροαστών - αγροτών, αλλά υπολόγιζε στην ταξική διαφοροποίησή τους, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα συμμαχίας με τα φτωχά τμήματά τους και την προσωρινή ουδετεροποίηση ανώτερων τμημάτων τους. Η επεξεργασία της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» αντλούσε επίσης από τις αναλύσεις των Ρώσων δημοκρατών επαναστατών και ιδιαίτερα του Ν. Γ. Τσερνισέφσκι που προέβλεπε το τσάκισμα του απολυταρχικού κράτους και το σχηματισμό «κυβέρνησης του λαού», που όσον αφορούσε την ταξική της σύνθεση θα ήταν κυβέρνηση από αγρότες, εργάτες γης και εργάτες και θα αποτελούσε δρόμο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό στη Ρωσία.5 Ο Τσερνεσέφσκι δεν αναφερόταν στην ηγεμονία της εργατικής τάξης στην επαναστατική διαδικασία.

Η επεξεργασία του Λένιν, αν και ήταν ένα βήμα προς τα μπρος, δεν προχώρησε στο πλήρες ξέκομμα από τις θέσεις που κυριαρχούσαν ως τότε στο μαρξισμό, ότι η επανάσταση ήταν δυνατή μόνο ως συνδυασμός μιας προλεταριακής επανάστασης στη Δύση με μια δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία. Ελειπε η ανάλογη θεωρητική τεκμηρίωση: η θεωρία του αδύναμου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Τα επόμενα χρόνια μια σειρά θεμελιώδεις θεωρητικές επεξεργασίες, με την πρωτοπόρα δουλειά του Λένιν, αντικειμενικά συνέβαλαν στην ανάπτυξη του μαρξισμού και της στρατηγικής σκέψης των μπολσεβίκων.

Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λένιν πρωτοστάτησε στην αντιπαράθεση με τους «σοσιαλ-σωβινιστές», δηλαδή το τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας που, παραβιάζοντας τις αποφάσεις των συνεδρίων της Β΄ Διεθνούς, στήριξαν τις αστικές τάξεις των χωρών τους, είτε ψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις στα κοινοβούλια είτε ακόμη και συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις που διεξήγαγαν πολέμους. Πρωτοστάτησε όμως και στην αντιπαράθεση με τον «σοσιαλ-πασιφισμό», δηλαδή αυτές τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που, αν και εναντιώνονταν στον πόλεμο, αυτό το έκαναν από τη σκοπιά της υπεράσπισης της ιμπεριαλιστικής ειρήνης, της δυνατότητας να λυθούν ειρηνικά οι διαφορές ανάμεσα στους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς. Ο «σοσιαλ-πασιφισμός» ήταν μια τάση που δυνάμωσε μετά τα πρώτα δυο χρόνια του πολέμου.

Ο Λένιν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα της σχέσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Προσδιόρισε ότι, από τη σκοπιά του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης, το ζήτημα δεν είναι απλώς η εναντίωση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά η αξιοποίηση των ρηγμάτων που δημιουργούνται στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, της αποδυνάμωσης που φέρνει στην αστική τάξη κάθε χώρας, με σκοπό τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου (τόσο για τις «επιτιθέμενες» όσο και για τις «αμυνόμενες» χώρες) σε ταξικό πόλεμο (εμφύλιο πόλεμο), σε μάχη για την εξουσία.

Στο έργο «Κάτω από ξένη σημαία» και σε όλα τα έργα στα οποία αναφέρεται στη σχέση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη σοσιαλιστική επανάσταση, ο Λένιν ξεκαθαρίζει ότι ο χαρακτήρας της εποχής καθορίζεται από το ποιας τάξης το κίνημα βρίσκεται στο προσκήνιο της κοινωνικής εξέλιξης και αυτό προσδιορίζει το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης.

Στο έργο «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» (1916) αναδεικνύονται πιο ολοκληρωμένα τα νέα χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού ως μονοπωλιακού καπιταλισμού, θεμελιώνεται θεωρητικά ο χαρακτήρας της εποχής ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, ως εποχής των σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Αναδεικνύεται ο ρόλος του οπορτουνισμού ως ιδεολογικής, πολιτικής έκφρασης εξαγορασμένων τμημάτων της εργατικής τάξης, ως επίδραση της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα. Αναδεικνύεται ο χαρακτήρας των αντιθέσεων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, των ρηγμάτων και των δυνατότητων που δημιουργεί η όξυνσή τους.

Στα έργα «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» και «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» ο Λένιν διατύπωσε τη θέση για τη δυνατότητα νίκης του σοσιαλισμού αρχικά σε μια χώρα ή σε μια ομάδα χωρών, οι οποίες αναδεικνύονται αδύναμοι κρίκοι του ιμπεριαλισμού, ως αποτέλεσμα της όξυνσης των εσωτερικών αντιφάσεων κάτω από την επίδραση των διεθνών εξελίξεων. Προσδιόρισε ότι, εξαιτίας της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, υπάρχει η δυνατότητα να εκδηλωθούν τέτοια χαρακτηριστικά σε χώρες μεσο-κατώτερου επιπέδου ανάπτυξης που -όπως έλεγε- ήταν πιο εύκολο να αρχίσεις και πιο δύσκολο να συνεχίσεις τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Ο Λένιν την ίδια περίοδο ασχολήθηκε με τα ζητήματα της εξουσίας, του εργατικού κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Μελέτησε την πείρα της Κομμούνας, την πείρα των Σοβιέτ στην επανάσταση του 1905, τα έργα των Μαρξ - Ενγκελς για το κράτος. Διαμόρφωσε σαφή εκτίμηση για το χαρακτήρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, ως εξουσίας της εργατικής τάξης και στο σοβιετικό κίνημα διέγνωσε τα δυνάμει φύτρα των οργάνων μιας εξουσίας τέτοιου τύπου. Δηλαδή οι μορφές οργάνωσης της εργατικής-λαϊκής πάλης, σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης και επαναστατικής κρίσης, μέσα από τις οποίες εκφράζεται η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα των αγροτών και μικροαστών των πόλεων, μπορούν να μετατραπούν σε επαναστατική δύναμη, να οδηγηθούν στην αποφασιστική σύγκρουση με την αστική εξουσία, να την ανατρέψουν και να διαμορφωθούν ως τα κύτταρα μιας νέας εξουσίας «τύπου Κομμούνας». Στη συνέχεια προχώρησε παραπέρα αυτές τις μελέτες με τη συγγραφή του έργου «Κράτος και Επανάσταση», το καλοκαίρι του 1917.
Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ 
ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 1917

 Αυτή η θεωρητική επεξεργασία αλλά και η μελέτη της πείρας από την ταξική πάλη και βεβαίως οι ίδιες οι εξελίξεις όπως διαμορφώθηκαν με την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 οδήγησαν το Λένιν να εισηγηθεί τον Απρίλη του 1917 ένα σύνολο θέσεων που ουσιαστικά αποτελούν το πλαίσιο για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού εργατικού κινήματος σε νέα βάση και το ιδρυτικό της γέννησης του κομμουνιστικού κινήματος.

Στις θέσεις του Απρίλη ο Λένιν έθεσε ζήτημα αλλαγής του Προγράμματος του Κόμματος των μπολσεβίκων και ιδιαίτερα στα σημεία που αφορούσαν τον ιμπεριαλισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την δικτατορία του προλεταριάτου, το μίνιμουμ πρόγραμμα κ.ά. Οπως χαρακτηριστικά σημείωνε: «Πρέπει να αναθεωρήσουμε ολόκληρο το πρόγραμμα, επειδή έχει ολότελα παλιώσει, πράγμα που στους κομματικούς κύκλους τονίζονταν πολύ πριν από τον πόλεμο»6. Επίσης έθεσε ζήτημα αλλαγής του ονόματος από ΣΔΕΚΡ(μπ) σε Κομμουνιστικό Κόμμα και έβαλε ως καθήκον τη διαμόρφωση μιας νέας Διεθνούς, της Κομμουνιστικής. Τα κείμενα αυτά αποτέλεσαν υλικό για την πραγματοποίηση της Συνδιάσκεψης των Μπολσεβίκων.

Η σημασία των θέσεων του Απρίλη συνίσταται στο ότι διαμόρφωναν τη στρατηγική του Κόμματος των μπολσεβίκων στις τότε συνθήκες μετά την αστική επανάσταση του Φλεβάρη 1917 και αποτελούσαν έκκληση για τη συγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Δηλαδή καλούσαν σε πλήρη διαχωρισμό και ανεξαρτησία του επαναστατικού εργατικού κινήματος από το παλιό οπορτουνιστικό σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα. Το καθήκον που μπήκε στην ημερήσια διάταξη ήταν αυτό της προετοιμασίας για τη σοσιαλιστική - προλεταριακή επανάσταση.

Ο Λένιν, αναγνωρίζοντας το συμβιβασμό ανάμεσα στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και τα Σοβιέτ, τη «δυαδική εξουσία», θεωρούσε ότι έπρεπε να ξεδιπλωθεί μια ευέλικτη και υπομονετική τακτική από τους μπολσεβίκους με σκοπό να πεισθούν οι εργάτες μέσα από την πείρα τους για την ανάγκη:

α) Να μη στηρίζουν την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, η οποία ήταν κυβέρνηση της αστικής τάξης.

β) Να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που συνεχιζόταν δεν ήταν δίκαιος, επαναστατικός-αμυντικός (όπως υποστήριζε η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα των μενσεβίκων και των εσέρων, άποψη στην οποία είχε παρασυρθεί και τμήμα των μπολσεβίκων), αλλά ιμπεριαλιστικός, ληστρικός και άδικος, αφού τον διεξήγαγε η αστική τάξη και έτσι δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ειρήνη προς όφελος της εργατικής τάξης.

γ) Να εγκαταλείψουν τους μενσεβίκους και τους εσέρους, τους εκπροσώπους του μικροαστισμού για ν’ αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ των μπολσεβίκων στα Σοβιέτ.

δ) Τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία ως μόνη προϋπόθεση για να λυθούν όλα τα φλέγοντα αιτήματα των λαϊκών στρωμάτων (ειρήνη, ψωμί, γη).

Ο Λένιν υποστήριξε ότι το βασικό στις «δυο ταχτικές της σοσιαλδημοκρατίας» δεν ήταν ο θεσμός εξουσίας της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», αλλά αυτό που κλήθηκε να λύσει και που ήδη είχε πραγματοποιηθεί με τη μορφή των Σοβιέτ, δηλαδή η διαμόρφωση της κοινωνικής συμμαχίας των αγροτών και εργατών.

Επομένως το ζητούμενο ήταν να συνεχιστεί η επαναστατική διαδικασία με στόχο την εργατική σοσιαλιστική εξουσία, προς εξυπηρέτηση αυτού του στόχου να γινόταν ανακατάταξη στη συμμαχία, να εξασφαλιστεί η αυτοτέλεια της εργατικής τάξης με επικεφαλής τους μπολσεβίκους, να συσπειρωθούν γύρω της γι’ αυτό το στόχο τα πιο κοντινά της κοινωνικά στρώματα, οι μισοπρολετάριοι και η φτωχή αγροτιά. Γι’ αυτό το λόγο το ζητούμενο ήταν η διάσπαση και όχι η διατήρηση μιας συμμαχίας με τα πιο πλούσια και ανώτερα τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων (των νοικοκυραίων όπως έλεγε χαρακτηριστικά).

Απέναντι στη θέση των «παλιών μπολσεβίκων» (Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ, Ρίκοφ, Καλίνιν κ.ά.) ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί, ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί μια σειρά αιτήματα και στόχοι που περιλαμβάνονταν στο «μίνιμουμ» πρόγραμμα, όπως π.χ. η συντακτική συνέλευση, η αγροτική μεταρρύθμιση κλπ., ο Λένιν απάντησε ότι το κύριο ζήτημα σε κάθε επανάσταση ήταν το ζήτημα της εξουσίας. Με αυτή την έννοια η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε τελειώσει αφού η αστική τάξη είχε πάρει την εξουσία. Σημείωνε χαρακτηριστικά:

«Οποιος καθοδηγείται στη δράση του μόνο από τη διατύπωση: “η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει”, είναι σαν να εγγυάται έτσι πως οι μικροαστοί είναι ασφαλώς ικανοί να τραβήξουν ανεξάρτητα από την αστική τάξη. Αυτός παραδίνεται έτσι ανίσχυρος τη στιγμή αυτή στο έλεος των μικροαστών […]

Το λάθος του σ. Κάμενεφ είναι ότι αυτός και στα 1917 βλέπει μόνο το παρελθόν της επαναστατικής-δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Ενώ στην πράξη άρχισε ήδη γι’ αυτή το μέλλον, γιατί τα συμφέροντα και η πολιτική του μισθωτού εργάτη και του νοικοκυράκου στην πράξη έχουν ήδη χωρίσει, και μάλιστα σ’ ένα τόσο σπουδαιότατο ζήτημα, όπως ο “αμυνιτισμός”, όπως η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο»7.

Ο χαρακτηρισμός αυτών των στελεχών ως «παλιών μπολσεβίκων», δεν έγινε λόγω των πολλών χρόνων τους στο μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά λόγω της υποστήριξής τους στην παλιά γραμμή των «Δυο ταχτικών…». Εχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχθηκε η τακτική των μπολσεβίκων, υπηρετώντας το στόχο της εργατικής εξουσίας και με κριτήριο το πώς οι μάζες μέσα από την ίδια την πείρα τους θα συσπειρώνονταν με τους πολιτικούς στόχους των μπολσεβίκων.

Τον Απρίλη του 1917 ο Λένιν εκτιμούσε ότι το προλεταριάτο έπασχε από έλλειψη «συνειδητότητας», ότι παρασυρόταν και εμπιστευόταν τους εκπροσώπους των μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι ήταν ουρά της αστικής τάξης. Το πρώτο και το βασικό ζήτημα που έπρεπε να λυθεί ήταν το ανέβασμα της συνείδησης του προλεταριάτου. Το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» προβλήθηκε ως  στόχος αλλά και ως σύνθημα ζύμωσης με σκοπό να αποκαλυφθεί η στάση των μενσεβίκων και των εσέρων, στάση ουράς στην αστική τάξη, να γκρεμιστούν οι αυταπάτες ότι μπορούσαν οι μικροαστοί να δράσουν ανεξάρτητα από την αστική τάξη. Προβλήθηκε η ανάγκη αλλαγής των συσχετισμών στα Σοβιέτ. Εκτιμώντας τη συγκεκριμένη κατάσταση, ο Λένιν έλεγε: όχι «εφαρμογή» του σοσιαλισμού ως άμεσο καθήκον, γιατί από τη μια τα Σοβιέτ δεν μπορούσαν να επιβάλουν σοσιαλιστικά μέτρα, αφού δεν ήθελαν να πάρουν την εξουσία αλλά στήριζαν την αστική τάξη και γιατί από την άλλη το βασικό ζήτημα, η προτεραιότητα, ήταν να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία. Ετσι σημείωνε χαρακτηριστικά: 

«Στη Ρωσία δεν είναι δυνατόν να εισαγάγουμε “αμέσως” ακόμη και ένα “κράτος-κομμούνα” […] επειδή γι’ αυτό είναι απαραίτητο η πλειοψηφία των βουλευτών σε όλα (ή στα περισσότερα) Σοβιέτ να καταλάβει καλά πόσο λαθεμένη και επιζήμια είναι η τακτική και η πολιτική των εσέρων, των Τσχεΐτζε, Στεκλόφ κτλ. Κι εγώ δήλωσα εντελώς συγκεκριμένα ότι στον τομέα αυτό “υπολογίζω” μόνο στην “υπομονητική” εξήγηση (χρειάζεται άραγε να είναι κανείς υπομονητικός για να πετύχει μια αλλαγή, που μπορεί να την πραγματοποιήσει “αμέσως”;)!»8.

Αυτή τη δυνατότητα ο Λένιν την προσδιόριζε ως «ειρηνική εξέλιξη» της επανάστασης, με την έννοια ότι η πλειοψηφία του ένοπλα οργανωμένου λαού, της εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς των αγροτών θα έπαιρνε την εξουσία μέσω της οργάνωσης των Σοβιέτ. Γι’ αυτό το ζήτημα ο Λένιν αναφέρει αργότερα (Σεπτέμβρης του 1917):

«Πραγματικό λάθος του Κόμματός μας στις μέρες της 3-4 του Ιούλη, που το φανέρωσαν τα γεγονότα, ήταν μόνο ότι το Κόμμα θεωρούσε τη γενική κατάσταση λιγότερο επαναστατική, απ’ όσο αποδείχτηκε, ότι το Κόμμα θεωρούσε ακόμη δυνατή μια ειρηνική εξέλιξη των πολιτικών μετασχηματισμών με την αλλαγή της πολιτικής των Σοβιέτ, ενώ στην πραγματικότητα οι μενσεβίκοι και οι εσέροι είχαν πια τόσο μπερδευτεί και δεθεί λόγω του συμβιβασμού τους με την αστική τάξη, και η αστική τάξη είχε γίνει τόσο αντεπαναστατική, ώστε για καμιά ειρηνική εξέλιξη δεν μπορούσε να γίνει πια καν λόγος»9.

Οταν τον Ιούλη η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση με την υποστήριξη των Σοβιέτ πέρασε στην αντεπίθεση με σκληρά κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους μπολσεβίκους και το εργατικό κίνημα, οι μπολσεβίκοι απέσυραν το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Λένιν στο κείμενό του με τίτλο «Η πολιτική κατάσταση»: «Κάθε ελπίδα για ειρηνική εξέλιξη της ρωσικής επανάστασης χάθηκε οριστικά. Η αντικειμενική κατάσταση παρουσιάζεται έτσι, είτε ολοκληρωτική νίκη της στρατιωτικής δικτατορίας είτε νίκη της ένοπλης εξέγερσης των εργατών, που είναι δυνατή μόνο αν η εξέγερση συμπέσει με ένα ισχυρό μαζικό ξεσηκωμό ενάντια στην κυβέρνηση και ενάντια στην αστική τάξη πάνω στη βάση του οικονομικού χάους και της παράτασης του πολέμου.

Το σύνθημα να περάσει όλη η εξουσία στα Σοβιέτ ήταν σύνθημα ειρηνικής εξέλιξης της επανάστασης, κι αυτό μπορούσε να γίνει τον Απρίλη, το Μάη, τον Ιούνη, ως τις 5-9 Ιούλη, δηλ. πριν περάσει η πραγματική εξουσία στα χέρια της στρατιωτικής δικτατορίας. Τώρα το σύνθημα αυτό δεν είναι πια σωστό, γιατί δεν παίρνει υπόψη του το συντελεσμένο αυτό πέρασμα, ούτε και την πλήρη προδοσία στην πράξη της επανάστασης από τους εσέρους και τους μενσεβίκους. […]

Ας αφήσουμε λοιπόν κάθε είδους συνταγματικές και δημοκρατικές αυταπάτες, κάθε είδους αυταπάτες για ειρηνικό δρόμο, κάθε είδους σκόρπιες ενέργειες, ας μην πέφτουμε τώρα στις προβοκάτσιες των μαύρων εκατονταρχιών και των κοζάκων, και ας συγκεντρώσουμε δυνάμεις, ας τις αναδιοργανώσουμε και ας τις προετοιμάσουμε σταθερά για την ένοπλη εξέγερση, αν η πορεία της κρίσης μας δόσει τη δυνατότητα να την πραγματοποιήσουμε σε μια πραγματικά μαζική, παλλαϊκή κλίμακα. […]

Ο σκοπός της ένοπλης εξέγερσης μπορεί να είναι μόνο ένας: το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του προλεταριάτου, που το υποστηρίζει η φτωχή αγροτιά, για την πραγματοποίηση του προγράμματος του Κόμματός μας»10.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν δικαίωσαν αυτή τη γραμμή των μπολσεβίκων και τους έφεραν να πλειοψηφήσουν στα Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Μόσχας το Σεπτέμβρη του 1917.

Το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» επανήλθε με καινούργιο περιεχόμενο. Οχι πια ως σύνθημα που διευκόλυνε την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στα Σοβιέτ, που αποκάλυπτε τη συμφιλίωση των οπορτουνιστών με την αστική τάξη, αλλά ως σύνθημα της εξέγερσης για την ανατροπή της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και μαζί των μενσεβίκων και εσέρων που συμμετείχαν σ’ αυτή. Γι’ αυτό το λόγο ο Λένιν υποστήριξε ότι οι μπολσεβίκοι είναι αυτοί που έπρεπε να οργανώσουν την εξέγερση και να πάρουν την εξουσία, για λογαριασμό μεν των Σοβιέτ, χωρίς όμως να περιμένουν ούτε τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση που είχαν προκηρυχθεί για το Νοέμβριο αλλά ούτε το συνέδριο των Σοβιέτ. Παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης στο κόμμα των μπολσεβίκων ξέσπασε καινούργια κρίση. Στελέχη όπως οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ ψήφισαν ενάντια στην απόφαση για εξέγερση (δημοσιοποιώντας τη διαφωνία τους λίγες μέρες αργότερα). Ταυτόχρονα υπήρξαν ταλαντεύσεις σε στελέχη των μπολσεβίκων για το αν αυτή έπρεπε να αναβληθεί ως το 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ. Σημείωνε ο Λένιν:

«Δυστυχώς στους ηγετικούς κύκλους του Κόμματος παρατηρούνται ταλαντεύσεις, ένα είδος “φόβου” να παλέψουν για την εξουσία, μια τάση να υποκαταστήσουν αυτή την πάλη με αποφάσεις, διαμαρτυρίες και συνέδρια[…]

 Το καθήκον της κατάληψης της εξουσίας από τα Σοβιέτ είναι το καθήκον να πραγματοποιήσουν μια πετυχημένη εξέγερση. Γι’ αυτό όλες οι καλύτερες δυνάμεις του Κόμματος πρέπει να σταλούν στις φάμπρικες και τους στρατώνες, για να εξηγούν στις μάζες το καθήκον του και, σταθμίζοντας σωστά τις διαθέσεις των μαζών, να διαλέξουν την κατάλληλη στιγμή για την ανατροπή της κυβέρνησης του Κερένσκι.

Το να συνδέει κανείς αυτό το καθήκον απαραίτητα με το συνέδριο των Σοβιέτ, να το υποτάσσει σ’ αυτό το συνέδριο - σημαίνει πως παίζει με την εξέγερση, ορίζοντας προκαταβολικά την ημερομηνία της εξέγερσης, διευκολύνοντας την κυβέρνηση να προετοιμάσει στρατεύματα, αποπροσανατολίζοντας τις μάζες με την αυταπάτη, πως δήθεν μπορεί με την “απόφαση” του Συνεδρίου των Σοβιέτ να κριθεί ένα ζήτημα, που μόνο το εξεγερμένο προλεταριάτο μπορεί να το κρίνει με τη δύναμή του»11.

Η επιμονή και αποφασιστικότητα του Λένιν και όσων υποστήριξαν τις θέσεις του οδήγησε τελικά στη νικηφόρα εξέγερση στις 25 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη) του 1917.

Η πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης ανέδειξε ότι οι στόχοι συγκέντρωσης δυνάμεων, οι κρίκοι που αναδεικνύονται ως τέτοιοι που μπορούν να συσπειρώσουν ευρύτερες λαϊκές μάζες, τα αιτήματα που έχουν παλλαϊκό χαρακτήρα, όπως ήταν τότε τα συνθήματα για «γη - ψωμί - ειρήνη», συνδέθηκαν αντικειμενικά και άμεσα με το στόχο της εργατικής εξουσίας. Η σοβιετική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου, ήταν αυτή που καλέστηκε να ικανοποιήσει τα φλέγοντα και ζωτικά αιτήματα των εργαζόμενων μαζών και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία. Η σοβιετική εξουσία άνοιξε το δρόμο για την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής από καπιταλιστικές σε σοσιαλιστικές-ανώριμες κομμουνιστικές, λύνοντας και προβλήματα που πήγαζαν από προκαπιταλιστικά κατάλοιπα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι τα έλυνε ο καπιταλισμός. 

Ο Λένιν, στο κείμενο «Η καταστροφή που μας απειλεί» (Σεπτέμβρης 1917), αφού αναφέρει μια σειρά μέτρα που θα έπρεπε να παρθούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φάσμα της πείνας και το ενδεχόμενο προέλασης των γερμανικών στρατευμάτων στην Πετρούπολη, σημειώνει:

«Η ανάλυση που κάναμε ως τώρα μπορεί να προκαλέσει στον αναγνώστη, που έχει διαπαιδαγωγηθεί με τις συνηθισμένες οπορτουνιστικές ιδέες των εσέρων και των μενσεβίκων, τούτη την αντίρρηση: τα περισσότερα από τα μέτρα που περιγράφονται εδώ στην ουσία δεν είναι μέτρα δημοκρατικά, αλλά σοσιαλιστικά ήδη μέτρα […]

Κι εδώ βρίσκεται η βασική αντίφαση της επανάστασής μας. 

Στην ιστορία γενικά, και ιδιαίτερα σε καιρό πολέμου, δεν μπορείς να στέκεσαι στο ίδιο σημείο. Είσαι υποχρεωμένος να πας είτε μπροστά είτε πίσω. Στη Ρωσία του 20ού αιώνα, που κατάκτησε τη δημοκρατία και το δημοκρατισμό με τον επαναστατικό δρόμο, δεν μπορείς να πας μπροστά, χωρίς να βαδίσεις προς το σοσιαλισμό, χωρίς να κάνεις βήματα προς αυτόν…»12.

Από όλα τα προηγούμενα είναι φανερό ότι την περίοδο από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη του 1917 με την καθοριστική συμβολή του Λένιν  το μπολσεβίκικο κόμμα ωρίμαζε τη στρατηγική του αντίληψη ξεπερνώντας αντιφάσεις και αυταπάτες, κατασταλάζοντας σε θεμελιώδη συμπεράσματα. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Λένιν (στο προηγούμενο απόσπασμα) και στο οποίο άλλωστε είχε φτάσει πολύ πριν από τον Απρίλη του 1917, αποτελεί το θεμέλιο για τον προσδιορισμό της στρατηγικής του επαναστατικού εργατικού κινήματος για ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορική εποχή του καπιταλισμού, τον ιμπεριαλισμό.
Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ

 Για το Κόμμα μας είναι ζήτημα ιστορικής μελέτης κάτω από ποιες συνθήκες και γιατί δεν κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς η θετική πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλλά αντίθετα με βάση τις «Δυο τακτικές…» δικαιολογήθηκε η στρατηγική αντίληψη που προέβλεπε μια ενδιάμεσου τύπου εξουσία ή κυβέρνηση ανάμεσα στην αστική και την εργατική. Πολύ περισσότερο που αυτή η λαθεμένη στρατηγική αφορούσε καπιταλιστικές κοινωνίες στις οποίες δεν υπήρχαν ανάλογες συνθήκες προς εκείνες της τσαρικής Ρωσίας του 1905 (απολυταρχία, φεουδαρχικές σχέσεις κλπ.).

Στη διαμόρφωση της στρατηγικής των ΚΚ υπεισήλθαν και συγχύσεις γύρω από το ζήτημα του προσδιορισμού των εννοιών «στρατηγική» και «τακτική» και της διαλεκτικής σχέσης τους, αναπτύχθηκαν τάσεις σχηματικής και  σχολαστικής διάκρισης ανάμεσά τους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αν και ο Λένιν δεν χρησιμοποιούσε συχνά τις έννοιες τακτική και στρατηγική, διέκρινε ωστόσο το πρόγραμμα από την τακτική. Ετσι σημείωνε: «…η προσπάθεια να χαραχτούν απολύτως αυστηρά όρια ανάμεσα στο Πρόγραμμα και στην τακτική οδηγεί μονάχα στο σχολαστικισμό και στη μικρολογία. Το Πρόγραμμα καθορίζει τις γενικές, τις βασικές σχέσεις της εργατικής τάξης προς τις άλλες τάξεις. Η τακτική καθορίζει τις μερικότερες και προσωρινές σχέσεις. Αυτό φυσικά είναι σωστό. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως  όλος ο αγώνας μας ενάντια στα υπολείμματα της δουλοπαροικίας στο χωριό είναι ένα μερικότερο και προσωρινό καθήκον, σε σύγκριση με τα γενικά σοσιαλιστικά καθήκοντα του προλεταριάτου»13.

Η πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης απασχόλησε την Κομμουνιστική Διεθνή και το ΠΚΚ (μπ) τις δεκαετίες του 1920-1930. Η συζήτηση στα πλαίσια του ΠΚΚ (μπ) για το χαρακτήρα της Οκτωβριανής επανάστασης  αφορούσε περισσότερο το μέλλον, τις προοπτικές της σοβιετικής εξουσίας και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ σε συνθήκες μη επικράτησης της επανάστασης σε άλλη χώρα της Ευρώπης και έγινε αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δυνάμεις του ΠΚΚ(μπ) που υποστήριζαν την αναγκαιότητα η σοβιετική εξουσία να κινηθεί στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (Στάλιν κ.ά.) και σε αυτές τις δυνάμεις που υποστήριζαν ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Ρωσία ήταν αδύνατη χωρίς τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην καπιταλιστικά αναπτυγμένη Δύση (Τρότσκι κ.ά.)

Η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) συγκροτήθηκε (1919) υπό την παγκόσμια επίδραση της νίκης της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, η οποία άμεσα επέδρασε υπέρ των κομμουνιστών σε σχέση με τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες που συχνά συνυπήρχαν στο ίδιο κόμμα, παρόλο που αυτό έπαιρνε τη μορφή του κομμουνιστικού πριν ή μετά την ένταξή του στην ΚΔ. Ο Λένιν αντιλήφθηκε αυτή την κατάσταση και προσπάθησε να σφυρηλατήσει τον κομμουνιστικό χαρακτήρα των κομμάτων μελών της ΚΔ, με τους 21 όρους ένταξης στην ΚΔ που καθιέρωσε το 2ο Συνέδριό της (1920).

Οπωσδήποτε μετά το τέλος της επαναστατικής ανόδου που είχε προηγηθεί (1918-1921) στην Ευρώπη, διαμορφώθηκαν νέες δυσκολίες για το ακόμα «εφηβικό» κομμουνιστικό κίνημα στην Ευρώπη , αλλά και για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, από την άποψη του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων. Αναμφίβολα η απώλεια του Λένιν (1924), ηγέτη της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία επέδρασε και στη διαμόρφωση της ΚΔ.

Στην πορεία των εξελίξεων εκδηλώθηκε το σύνολο των αδυναμιών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, των ιδεολογικών και στρατηγικών αδυναμιών του, τουλάχιστον σε συλλογικό επίπεδο. Σε αυτές τις συνθήκες οξύνθηκε η σύγχυση και με την απειλή ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου, μιας νέας ιμπεριαλιστικής επίθεσης στην ΕΣΣΔ στην επόμενη δεκαετία.

Σε μια σειρά επεξεργασίες Κομμουνιστικών Κομμάτων η  προσέγγιση του στόχου της εργατικής εξουσίας γινόταν με κριτήριο το συσχετισμό δυνάμεων και όχι με τον αντικειμενικό προσδιορισμό του χαρακτήρα της εποχής που καθορίζεται από το κίνημα ποιας τάξης βρίσκεται επικεφαλής της κοινωνικής εξέλιξης, ποια είναι η σχέση των τάξεων με την εξουσία (με αυτή την έννοια ο Λένιν μίλαγε για ταξικό συσχετισμό). Στο όνομα του υπολογισμού του συσχετισμού δυνάμεων (στοιχείο απαραίτητο για τη διαμόρφωση των κατάλληλων ελιγμών, συνθημάτων με στόχο να τραβηχτούν οι μάζες μέσα από την πείρα τους στην πάλη για την εξουσία), το εργατικό κίνημα ουσιαστικά οδηγήθηκε στην υποταγή σε κάποια μορφή αστικής κυβέρνησης. 

Με αφορμή το γεγονός ότι από μια σειρά δυνάμεις του οπορτουνισμού γίνεται σήμερα πολλή συζήτηση σχετικά με την αναγκαιότητα μιας «αντιμνημονιακής» ή «πατριωτικής» ή «αριστερής» κυβέρνησης ως άμεσης πρότασης διεξόδου, σε συνδυασμό με το αίτημα για ανατροπή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και σε αντίθεση με την κυβέρνηση συνεργασίας των αστικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ - ΝΔ), έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία, όπως συνάγονται από την πείρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στον 20ό αιώνα:

Η κυβέρνηση αποτελεί δομικό στοιχείο - όργανο της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Η δυνατότητα μιας προσωρινής κυβέρνησης εργατών - αγροτών διατυπωνόταν από το Λένιν σε συνθήκες που ακόμη δεν είχε ανατραπεί η τσαρική εξουσία. Στις σημερινές συνθήκες, σε συνθήκες εγκαθιδρυμένης αστικής εξουσίας και με οργανωμένο αστικό κράτος ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής κυβέρνησης, ουσιαστικά σημαίνει μια περίοδο συνεργασίας με δυνάμεις της αστικής τάξης.

Οι πρώτες λεγόμενες «αριστερές» ή «εργατικές» κυβερνήσεις, δηλαδή είτε κυβερνήσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είτε κυβερνητικού συνασπισμού (της σοσιαλδημοκρατίας με κόμματα της αστικής τάξης), προέκυψαν ως ελιγμοί της αστικής τάξης προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επαναστατική άνοδος, να ενσωματωθεί η διογκούμενη δυσαρέσκεια σε συνθήκες κρίσης. Τέτοιου είδους κυβερνήσεις ήταν αυτές του Κερένσκι στη Ρωσία του 1917, των σοσιαλδημοκρατών κατά τη Γερμανική Επανάσταση του 1918. Ο Λένιν, αναφερόμενος στην κυβέρνηση Κερένσκι, υποστήριξε ότι όχι λίγες φορές οι «κυβερνήσεις συνασπισμού» αποτελούν λύση για την αστική τάξη.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο στόχος μιας κυβέρνησης (αριστερής ή εργατικής) στο έδαφος της καπιταλιστικής εξουσίας, χωρίς επαναστατική ανατροπή, με στόχο την υλοποίηση ενός προγράμματος μεταβατικών μέτρων, υιοθετήθηκε από ΚΚ ως ενδιάμεσος στόχος που θα διευκόλυνε την πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση, ικανοποιώντας ταυτόχρονα μια σειρά λαϊκά αιτήματα. Από τις κυβερνήσεις όμως των Λαϊκών Μετώπων στη Γαλλία και την Ισπανία τη δεκαετία του 1930  μέχρι την κυβέρνηση του Αλλιέντε στη Χιλή και ανάλογες αλλού,  αποδείχτηκε ότι αυτές οι κυβερνήσεις, παρά τις όποιες ακόμη και ουτοπικές καλές προθέσεις των ΚΚ που τις στήριζαν, όχι μόνο δεν μπόρεσαν ν’ ανοίξουν το δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά ούτε και για τη σταθεροποίηση ορισμένων κατακτήσεων. Σε μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο τα ΚΚ συμπαρασύρθηκαν από τις αρνητικές συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής των σοσιαλδημοκρατών συμμάχων τους, βρέθηκαν παροπλισμένα οργανωτικά, πολιτικά, ιδεολογικά.

Η ιστορική πείρα του Οκτώβρη επιβεβαιώνει ότι η «σωτηρία» της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων σε συνθήκες κρίσης ή ιμπεριαλιστικού πολέμου απαιτεί την ανατροπή της αστικής εξουσίας, που προϋποθέτει την αποδυνάμωση, τη χρεοκοπία των όποιων «αριστερών» εκδοχών της.

Η μελέτη της εξέλιξης της στρατηγικής των μπολσεβίκων στο διάστημα 1905-1917 και της ανάγκης δράσης τους στις μάζες έχει διαχρονική σημασία. Αφορά και την πείρα της δουλειάς των κομμουνιστών σε μη ώριμες εργατικές μάζες, σε λαϊκά στρώματα. Ακόμα και σε περίοδο πιο οξυμένων ταξικών αγώνων και ακριβώς για την εξυπηρέτησή τους είναι αναγκαία η μελέτη των έργων του μαρξισμού-λενινισμού, των σύγχρονων αναλύσεων και επεξεργασιών του Κόμματος, για να μπορεί ο κομμουνιστής να δουλεύει σε σύνθετες και γρήγορα εξελισσόμενες συνθήκες. Χωρίς αυτά, η όποια δράση, όση ένταση προσπάθειας κι αν έχει, θα είναι αναποτελεσματική.

Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η συνειδητοποίηση της μεθόδου με την οποία δούλεψαν οι μπολσεβίκοι στη διαμόρφωση της πολιτικής τους δράσης. Το πώς δηλαδή συνδύασαν τη θεωρητική δουλειά με τη μελέτη των εξελίξεων, εσωτερικών και διεθνών, καθώς και τη μελέτη της πείρας από την ταξική πάλη. Θα πρέπει να σταθούμε με μεγάλη προσοχή στις επισημάνσεις του Λένιν ότι:

«Ο μαρξισμός απαιτεί από εμάς τον πιο ακριβή αντικειμενικά επαληθεύσιμο υπολογισμό του συσχετισμού των τάξεων και των συγκεκριμένων ιδιομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής. Εμείς οι μπολσεβίκοι προσπαθούμε να είμαστε πάντα πιστοί σε αυτή την απαίτηση που είναι απόλυτα υποχρεωτική από την άποψη κάθε επιστημονικής θεμελίωσης της πολιτικής. 

Η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα μα καθοδήγηση για δράση έτσι έλεγαν πάντα ο Μαρξ και ο Ενγκελς που δίκαια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη διατυπώσεων ικανών στην καλύτερη περίπτωση μόνο να προδιαγράφουν τα γενικά καθήκοντα που τροποποιούνται αναπόφευκτα από τη συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική κατάσταση της ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές».

Σήμερα, βασισμένοι και στην πείρα του Κόμματός μας και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, έχουμε θεμελιωμένη στρατηγική που αξιοποιεί τις παρακαταθήκες της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ανάπτυξης της στρατηγικής από τους μπολσεβίκους. Επίσης αξιοποιεί τα συμπεράσματα από την πείρα της δράσης του ΚΚΕ όπως κωδικοποιούνται  στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ τόμος 1949-1968», με αναφορά στην κρίσιμη περίοδο της ταξικής αναμέτρησης στην Ελλάδα, 1944-1949.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Ο Κύριλλος Παπασταύρου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής της Επιτροπής.

1. Αντάντ : «Εγκάρδια ή τριπλή συνεννόηση», ιμπεριαλιστική συμμαχία Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας από το 1907.

2. Β. Ι. Λένιν: «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», Απαντα, τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 90.

3. Αλεξάντρ Πάρβους (1867-1924): Ψευδώνυμο του Ισραέλ Λαζάροβιτς Γκέλφαντ, Ρώσου σοσιαλδημοκράτη, ο οποίος εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας. Το 1905 επέστρεψε στη Ρωσία και συνελήφθη κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Δραπέτευσε από τη Σιβηρία και επέστρεψε στη Γερμανία. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο όπλων. Διατέλεσε σύμβουλος οικονομικών ζητημάτων στην κυβέρνηση των «Νεότουρκων» (1910-1915), ενώ σύμφωνα με ορισμένες απόψεις στρατολογήθηκε ως πράκτορας της γερμανικής κυβέρνησης. Διατέλεσε σύμβουλος της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

4. Β. Ι. Λένιν: «Για τις δύο γραμμές της επανάστασης», «Απαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 81.

5. Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, «Πολιτική Οικονομία», τ. 4, εκδ. «Γκούτενμπεργκ» σελ. 81.

6. Β.Ι. Λένιν: «Εισήγηση πάνω στο ζήτημα της αναθεώρησης του Προγράμματος του  Κόμματος. 28 Απρίλη (11 Μάη)», «Απαντα», τ.31 , εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ 410.

7. Β. Ι. Λένιν: «Γράμματα για την τακτική», «Απαντα», τ. 31, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 141.

8. Β. Ι. Λένιν: «Γράμματα για την τακτική», «Απαντα», τ. 31, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 142.

9. Β. Ι. Λένιν: «Σχέδιο Απόφασης για την τρέχουσα πολιτική στιγμή», «Απαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 146.

10. Β. Ι. Λένιν: «Η πολιτική κατάσταση», «Απαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 1-5.

11. Β. Ι. Λένιν: «Θέσεις για την εισήγηση στη Συνδιάσκεψη», Απαντα, τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 343-344.

12. Β. Ι. Λένιν: «Η καταστροφή που μας απειλεί», Απαντα, τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 190-192.

13. Β. Ι. Λένιν: «Αναθεώρηση του αγροτικού προγράμματος του Εργατικού Κόμματος», «Απαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 250.

ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1917: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ


ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1917: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ 
 

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ 
ΤΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

 Η τσαρική Ρωσία μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Αύγουστο του 1914, επιτιθέμενη στη Γερμανία, η οποία βρισκόταν σε συμμαχία με την Αυστροουγγαρία («κεντρικές δυνάμεις») και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η τσαρική Ρωσία συμμετείχε μαζί με τη Γαλλία και την Αγγλία (Αντάντ1) στον πόλεμο με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ρωσικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, που διαπλεκόταν με ισχυρούς δεσμούς με το αγγλικό και το γαλλικό κεφάλαιο, καθώς και των βλέψεων της τσαρικής απολυταρχίας να επωφεληθεί από το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συμμετοχή της τσαρικής Ρωσίας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο για το ξαναμοίρασμα των αγορών έγινε ενώ η Ρωσία βρισκόταν στο μεταίχμιο δύο εποχών, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Λένιν. Ενώ δηλαδή κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής τους και ως αποτέλεσμα των άμεσων ξένων επενδύσεων γαλλικών και αγγλικών μονοπωλίων, εν τούτοις στο εποικοδόμημα συνέχιζαν να κυριαρχούν στοιχεία του παλιού απολυταρχικού κράτους με επικεφαλής τον τσάρο Νικόλαο Ρομανόφ που πολιτικά εξέφραζε σημαντικά τμήματα γαιοκτημόνων, αλλά και αριστοκρατών που ήταν ενταγμένοι στον κρατικό μηχανισμό και το στρατό.



Παρά το γεγονός ότι η δουλοπαροικία στη Ρωσία είχε καταργηθεί ήδη από το 1861, ωστόσο σημαντικά κατάλοιπα των φεουδαρχικών σχέσεων συνέχιζαν να κυριαρχούν στη ρωσική αγροτική παραγωγή. Μεγάλα τμήματα αγροτών νοίκιαζαν τη γη από μεγάλους γαιοκτήμονες, υποχρεώνονταν σε αγγαρείες ή να παραδίνουν τη μισή τους σοδιά (μισακάρηδες). Μέχρι το 1903 εφαρμόζονταν οι σωματικές ποινές στους αγρότες για τη μη καταβολή φόρων ή ενοικίων. Ταυτόχρονα η Ρωσική Αυτοκρατορία καταπίεζε μια σειρά εθνότητες, κυρίως στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, οι οποίες βρίσκονταν σε πολύ καθυστερημένες κοινωνικές σχέσεις, στη φεουδαρχία, ακόμα και στο σύστημα των γενών. Η επανάσταση του 1905-1907 μπορεί να οδήγησε στη συγκρότηση Κρατικής Δούμας (1906-1917), δηλαδή μιας μορφής νομοθετικού αντιπροσωπευτικού θεσμού με πολύ περιορισμένα δικαιώματα, όμως σε καμία περίπτωση δε σήμαινε μετάβαση στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Η πραγματική εξουσία παρέμενε ολοκληρωτικά στα χέρια της τσαρικής κυβέρνησης. Ετσι ο τσάρος δεν εμποδίστηκε να διαλύσει τη Δούμα 2-3 φορές εκείνο το διάστημα. Ο θεσμός της Δούμας εξέφραζε ένα συμβιβασμό ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και τον τσάρο.

Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού δεν είχε εκλογικό δικαίωμα. Οι εκλογές για τη Δούμα ήταν έμμεσες, διεξάγονταν με το λεγόμενο σύστημα των «κουριών» (μονάδες διοικητικής αντιπροσώπευσης). Δηλαδή οι εκλογείς είχαν χωριστεί σε 4 «κουρίες»: της γαιοκτησίας, της πόλης, των αγροτών και των εργατών. Η εκπροσώπηση ήταν άνιση: Το μέτρο εκλογής ήταν για την «κουρία» των γαιοκτημόνων ένας αντιπρόσωπος ανά 2.000 γαιοκτήμονες, για την «κουρία» της πόλης ένας αντιπρόσωπος ανά 4.000 αστούς, για την αγροτική «κουρία» ένας αντιπρόσωπος ανά 30.000 αγρότες και για την «κουρία» των εργατών ένας αντιπρόσωπος ανά 90.000 εργάτες. Ετσι στη σύνθεση της Δούμας κυριαρχούσαν εκπρόσωποι των γαιοκτημόνων.

Η είσοδος της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όξυνε τις κοινωνικές της αντιθέσεις. Οι επανειλημμένες ήττες του ρωσικού στρατού στο μέτωπο, οι απώλειες εδαφών (π.χ. Πολωνία, Βαλτικές Χώρες) προκάλεσαν σημαντική δυσαρέσκεια όχι μόνο στους εργάτες και τους αγρότες που υπέφεραν από τις καταστροφές του πολέμου, αλλά και στην αστική τάξη της Ρωσίας, η οποία πείθονταν ότι η τσαρική εξουσία ήταν ανίκανη να διαχειριστεί τα συμφέροντά της σε μια τέτοια κρίσιμη περίοδο. Το γεγονός ότι οι κύκλοι του τσαρισμού άρχισαν να προσανατολίζονται προς τη Γερμανία και στο ενδεχόμενο της σύναψης ξεχωριστής ειρήνης με τις Κεντρικές Δυνάμεις, πυροδότησε την αντίδραση της αστικής τάξης, αντίδραση που υποβοηθήθηκε από την Αγγλία και τη Γαλλία και οδήγησε στην οργάνωση σχεδίων για την ανατροπή του τσάρου. Ταυτόχρονα το 1916 ξέσπασαν εξεγέρσεις διάφορων εθνοτήτων στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία ενάντια στη Τσαρική Αυτοκρατορία.

Τα σχέδια της αστικής τάξης για ανατροπή του τσάρου συνδέθηκαν με μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις και απεργίες που πραγματοποιήθηκαν το Φλεβάρη του 1917, ως αποτέλεσμα των ελλείψεων σε τρόφιμα, της μαζικής ανεργίας και της γενικότερης όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων. Η μαζική πολιτική δράση των εργατών, οργανωμένων στα Σοβιέτ, των αγροτών και της αστικής τάξης οδήγησε τελικά στην ανατροπή του τσάρου.

Ο Λένιν αναφέρει ότι ο τσαρισμός έπεσε ως αποτέλεσμα του ταυτόχρονου χτυπήματος από τη μια της αστικής τάξης και των πλούσιων κουλάκων με τη βοήθεια της Αγγλίας και της Γαλλίας και από την άλλη της εργατικής τάξης και των αγροτών.

Η αλλαγή που πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του 1917 ήταν αλλαγή της τάξης που βρισκόταν στην εξουσία. Η εξουσία άλλαξε χέρια. Από τα χέρια των γαιοκτημόνων και των πριγκίπων, με τους οποίους ως τότε συμβιβαζόταν ένα τμήμα της αστικής τάξης, πέρασε στα χέρια της αστικής τάξης. Ο Λένιν χαρακτήριζε την επανάσταση του Φλεβάρη ως αστικοδημοκρατική επανάσταση: Η αστική τάξη, αφού η πολιτική δράση των μαζών ανέτρεψε την τσαρική εξουσία, διαμόρφωσε κυβέρνηση που αντιστοιχούσε πλήρως στα δικά της συμφέροντα συνεπικουρούμενη από τους οπορτουνιστές και τα μικροαστικά κόμματα που πλειοψηφούσαν στα Σοβιέτ. Η όξυνση των αντιθέσεων στις οποίες διαπλέχθηκαν οι εσωτερικές με τις διεθνείς εξελίξεις οδήγησαν την αστική τάξη να εγκαταλείψει το συμβιβασμό με τον τσαρισμό και την μέσω μεταρρυθμίσεων αργή αλλαγή του πολιτικού συστήματος της Ρωσίας. Αυτό το γεγονός σ’ ένα βαθμό αναίρεσε την εκτίμηση των μπολσεβίκων ότι η αστική τάξη δεν θα αξιοποιούσε την επαναστατική μαζική πάλη ενάντια στον τσαρισμό. Αυτή η πρόβλεψη στηριζόταν στη σωστή εκτίμηση ότι η αστική τάξη στην εποχή του ιμπεριαλισμού έχει γίνει αντιδραστική δύναμη, ότι δεν μπορούσε να διαδραματίσει επαναστατικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη. Ωστόσο η θέση αυτή δεν έπαιρνε υπόψη της τη δυνατότητα όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ αστικής τάξης και τσαρισμού, αλλά και των αντιθέσεων των αντίστοιχων ξένων συμμάχων τους σε συνθήκες απότομης κρίσης και ιμπεριαλιστικού πολέμου. Σε τέτοιες συνθήκες τμήματα των αντιδραστικών κυρίαρχων τάξεων επιδιώκουν να «ηγηθούν» λαϊκών κινητοποιήσεων, να αξιοποιήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια με σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.

Μπορούμε άλλωστε και σήμερα να διακρίνουμε κινήσεις αστικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά και διάφορων μηχανισμών της αστικής τάξης (π.χ. ΜΜΕ), με στόχο να επιδράσουν, να χειραγωγήσουν στους δικούς τους σκοπούς τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αγανάκτηση και αντίδραση. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν στις λεγόμενες «αραβικές εξεγέρσεις», στα λεγόμενα «κινήματα του διαδικτύου» ή «των πλατειών», των λεγόμενων «αγανακτισμένων» κ.λπ.

Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση συγκροτήθηκε από εκπρόσωπους των αστικών φιλελεύθερων κομμάτων της Ρωσίας και αποτέλεσε όργανο της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως η μαζική πολιτική πάλη των εργατών και των αγροτών έφερνε στην επιφάνεια την οργάνωση των ένοπλων μαζών που συμμετείχαν στην ανατροπή του τσάρου μέσω των Σοβιέτ (συμβουλίων). Τα Σοβιέτ, που και με την προτροπή των μπολσεβίκων πήραν πιο μαζικό χαρακτήρα σε σχέση με την επανάσταση του 1905, ήταν μια δύναμη που είτε θα αποτελούσε στήριγμα της αστικής εξουσίας με τη μορφή της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και στην προοπτική θα ενσωματωνόταν στο αστικό πολιτικό σύστημα είτε θα μεταβάλλονταν σε όργανα επαναστατικής πάλης για την ανατροπή της αστικής κυβέρνησης και θα εξελισσόταν σε φύτρα της νέας εξουσίας, της εργατικής, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτό το δίλημμα μπήκε αντικειμενικά μπροστά στα Σοβιέτ. Ομως εκείνη την περίοδο κυριαρχούσαν σε αυτά οι μενσεβίκοι και οι εσέροι («σοσιαλιστές επαναστάτες»), οι οποίοι έθεταν ως καθήκον τη στήριξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Εμφανίστηκε λοιπόν μια κατάσταση που ο Λένιν χαρακτήρισε «δυαδική εξουσία», για να περιγράψει μια μεταβατική στιγμή της επαναστατικής διαδικασίας, όπου η αστική τάξη είχε μεν πάρει την εξουσία, όμως δεν ήταν τόσο ισχυρή για να διαλύσει την οργάνωση των λαϊκών μαζών που ήταν ένοπλη (π.χ. τα Σοβιέτ είχαν δικές τους φρουρές). Ο Λένιν ανέφερε ότι δεν ασκούνταν άμεσα βία απέναντι στην εργατική τάξη και ότι η αστική τάξη προσπαθούσε να την ενσωματώσει, αξιοποιώντας την «ασυνειδητότητά» της, που εκφραζόταν στο γεγονός ότι σε αυτές τις οργανώσεις πλειοψηφούσαν οι θέσεις και οι εκπρόσωποι των οπορτουνιστών, αυτοί που επιδίωκαν το συμβιβασμό με την αστική τάξη. Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Λένιν έφτασε τον Απρίλη του 1917 στην Πετρούπολη.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ 
ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 1917

 Ποια όμως ήταν η στρατηγική των μπολσεβίκων μέχρι τον Απρίλη του 1917; Το Πρόγραμμα των μπολσεβίκων που ψηφίστηκε στο ΙΙ Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, το 1903, περιλάμβανε ως στρατηγικό στόχο την εγκαθίδρυση στη Ρωσία της  δικτατορίας του προλεταριάτου, ενώ επίσης είχε διαμορφωθεί ένα πλαίσιο διεκδικήσεων στο έδαφος του καπιταλισμού («μίνιμουμ πρόγραμμα») με κύριο «δημοκρατικό στόχο» την ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας. Στις συνθήκες διεξαγωγής της δημοκρατικής επανάστασης του 1905, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι επεξεργάστηκαν επαναστατική τακτική, η οποία περιέχεται στην μπροσούρα «Δύο ταχτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση» και σε άλλα έργα της εποχής. Ουσιαστικά αποτελούσε μια προσπάθεια εφαρμογής της γραμμής της «διαρκούς επανάστασης» των Μαρξ και Ενγκελς στις συνθήκες της Ρωσίας των αρχών του 20ού αιώνα. Θυμίζουμε ότι οι Μαρξ και Ενγκελς στο διάστημα του 1848-1850 διαμόρφωσαν γραμμή στις συνθήκες  της αστικής επανάστασης που διεξαγόταν στη Γερμανία με στόχο να  πραγματοποιηθεί το πέρασμα στην προλεταριακή επανάσταση. Δηλαδή η εργατική τάξη να πάρει την εξουσία με βασικές προϋποθέσεις την εξασφάλιση της ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής αυτοτέλειάς της από τα αστικά και μικροαστικά κόμματα και μια ευέλικτη τακτική που θα βοηθούσε να περνάει η εξουσία από τα χέρια της μιας τάξης στην άλλη, από τη φιλελεύθερη αστική τάξη στους μικροαστούς δημοκράτες και στη συνέχεια στο προλεταριάτο.

Βεβαίως σημειώνουμε ότι εκείνη την εποχή οι Μαρξ και Ενγκελς υποστήριζαν την ταυτόχρονη επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης στα βασικά καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, όπως άλλωστε και ο Λένιν το 1905 και μέχρι το 1915.

Η θέση του Λένιν στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι αντικειμενικά η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία ερχόταν σε αντίθεση με το καθυστερημένο πολιτικό εποικοδόμημα του τσαρισμού, κατά συνέπεια η ίδια η πορεία των γεγονότων θα έσπρωχνε στην ανατροπή αυτού του εποικοδομήματος, κάτι που επιδίωκε και η ίδια η αστική τάξη. Από την άλλη, η αστική τάξη του 1905 δεν ήταν η αστική τάξη της εποχής των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα, δεν ήταν προοδευτική αλλά αντιδραστική δύναμη στην κοινωνική εξέλιξη, περισσότερο φοβόταν παρά επιδίωκε μια πολιτική επανάσταση, από τη στιγμή που η αντίπαλή της τάξη, η εργατική, είχε συγκροτηθεί ως πολιτική δύναμη. 

Ετσι ο Λένιν προέβλεπε ότι η επαναστατική ανατροπή δεν θα οδηγούσε σε αστική εξουσία, αλλά σε μια προσωρινή μεταβατική μορφή εξουσίας τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» στο πρόσωπο μιας προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης η οποία θα εφάρμοζε όσα περιέχονταν στο «μίνιμουμ» πρόγραμμα των μπολσεβίκων (συντακτική συνέλευση, καθολικό δικαίωμα ψήφου, αγροτική μεταρρύθμιση κλπ.). Ετσι θα ξεκαθάριζε ριζικά με τα υπολείμματα του τσαρισμού. Επίσης θα έδινε το έναυσμα της προλεταριακής επανάστασης στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη, η οποία θα γινόταν στήριγμα για την προλεταριακή επανάσταση στη Ρωσία. Η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», όπως έλεγε ο Λένιν, μπορούσε να έχει ενιαία θέληση όσον αφορούσε το τσάκισμα της απολυταρχίας, αλλά όχι όσον αφορούσε το σοσιαλισμό. Στο πλαίσιο της εξέλιξης της ευρωπαϊκής επανάστασης, ο Λένιν προέβλεπε  ότι θα οξυνόταν η διαπάλη στους κόλπους της ίδιας της συμμαχίας εργατών - αγροτών, που θα οδηγούσε στον πλήρη διαχωρισμό της εργατικής τάξης από τους μεσαίους και πλούσιους αγρότες, με σκοπό την επικράτηση του προλεταριακού στοιχείου πάνω στο μικροαστικό και βεβαίως και το πέρασμα στη «δικτατορία του προλεταριάτου».

«Το προλεταριάτο πρέπει να οδηγήσει τη δημοκρατική επανάσταση ως το τέλος, παίρνοντας μαζί του τη μάζα της αγροτιάς, για να τσακίσει με τη βία την αντίσταση της απολυταρχίας και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αστικής τάξης. Το προλεταριάτο πρέπει να πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση παίρνοντας μαζί του τη μάζα των μισοπρολεταριακών στοιχείων του πληθυσμού για να συντρίψει με τη βία την αντίσταση της αστικής τάξης και να εξουδετερώσει την αστάθεια της αγροτιάς και των μικροαστών»2.

Ο Λένιν διευκρίνιζε ότι αυτή η γραμμή ανταποκρινόταν στις συνθήκες της Ρωσίας εκείνης της εποχής, όμως θα ήταν λάθος να μεταφερθεί μηχανιστικά σε συνθήκες αναπτυγμένων καπιταλιστικά κρατών, όπως της Γερμανίας.

Αυτή η γραμμή διαμορφώθηκε σε αντιπαράθεση με την πολιτική των μενσεβίκων που θεωρούσαν ότι σε συνθήκες αστικής επανάστασης το καθήκον ήταν η στήριξη της αστικής τάξης για να πάρει την εξουσία, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια μελλοντική ανάπτυξη του καπιταλισμού που θα διαμόρφωνε τις προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αντιπαρατέθηκε και το 1905 αλλά και αργότερα με τη γραμμή της «διαρκούς επανάστασης» που είχε διατυπώσει αρχικά ο Πάρβους3 και στη συνέχεια τροποποίησε ο Λ. Τρότσκι. Η θεωρία αυτή δανειζόταν το όνομά της από την αντίστοιχη θέση των Μαρξ-Ενγκελς του 1850, η οποία ενέπνευσε και το Λένιν. Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι μόνη δύναμη που μπορούσε να πραγματοποιήσει την επανάσταση ήταν το προλεταριάτο, γι’ αυτό η επανάσταση στη Ρωσία θα ήταν προλεταριακή. Αντίθετα ο Λένιν θεωρούσε ότι η αγροτιά ήταν δυνατό να σπρωχθεί σε ένα μεταβατικό σταθμό στην επαναστατική διαδικασία με την ηγεσία του προλεταριάτου, τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Ο Τρότσκι υποστήριζε ότι η θέση αυτή των μπολσεβίκων είναι συμβιβασμός με το μικροαστισμό και στένεμα της επανάστασης στα αστικοδημοκρατικά πλαίσια. Ο Λένιν έκρινε αυτή τη θέση του Τρότσκι ως αποτέλεσμα της μεσοβέζικης συμφιλιωτικής στάσης ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους και αντέτεινε σ’ αυτή την κριτική ότι: «Η πρωτότυπη θεωρία του Τρότσκι δανείζεται από τους μπολσεβίκους την έκκληση για αποφασιστικό επαναστατικό αγώνα του προλεταριάτου και για την κατάκτηση απομέρους του της πολιτικής εξουσίας, και από τους μενσεβίκους την “άρνηση” του ρόλου της αγροτιάς»4.

Πρέπει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή τόσο ο Λένιν όσο και ο Τρότσκι και γενικά οι μαρξιστές έβλεπαν τη ρωσική επανάσταση στα πλαίσια μιας ενιαίας ευρωπαϊκής επαναστατικής διαδικασίας.

Η πρωτοπόρα για την εποχή επεξεργασία του Λένιν στις «Δύο ταχτικές…» εξασφάλιζε την πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης από την αστική στις συνθήκες της δημοκρατικής επανάστασης, δεν αντιμετώπιζε ως ενιαία αντιδραστική μάζα τα στρώματα των μικροαστών - αγροτών, αλλά υπολόγιζε στην ταξική διαφοροποίησή τους, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα συμμαχίας με τα φτωχά τμήματά τους και την προσωρινή ουδετεροποίηση ανώτερων τμημάτων τους. Η επεξεργασία της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» αντλούσε επίσης από τις αναλύσεις των Ρώσων δημοκρατών επαναστατών και ιδιαίτερα του Ν. Γ. Τσερνισέφσκι που προέβλεπε το τσάκισμα του απολυταρχικού κράτους και το σχηματισμό «κυβέρνησης του λαού», που όσον αφορούσε την ταξική της σύνθεση θα ήταν κυβέρνηση από αγρότες, εργάτες γης και εργάτες και θα αποτελούσε δρόμο για το πέρασμα στο σοσιαλισμό στη Ρωσία.5 Ο Τσερνεσέφσκι δεν αναφερόταν στην ηγεμονία της εργατικής τάξης στην επαναστατική διαδικασία.

Η επεξεργασία του Λένιν, αν και ήταν ένα βήμα προς τα μπρος, δεν προχώρησε στο πλήρες ξέκομμα από τις θέσεις που κυριαρχούσαν ως τότε στο μαρξισμό, ότι η επανάσταση ήταν δυνατή μόνο ως συνδυασμός μιας προλεταριακής επανάστασης στη Δύση με μια δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία. Ελειπε η ανάλογη θεωρητική τεκμηρίωση: η θεωρία του αδύναμου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Τα επόμενα χρόνια μια σειρά θεμελιώδεις θεωρητικές επεξεργασίες, με την πρωτοπόρα δουλειά του Λένιν, αντικειμενικά συνέβαλαν στην ανάπτυξη του μαρξισμού και της στρατηγικής σκέψης των μπολσεβίκων.

Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λένιν πρωτοστάτησε στην αντιπαράθεση με τους «σοσιαλ-σωβινιστές», δηλαδή το τμήμα της σοσιαλδημοκρατίας που, παραβιάζοντας τις αποφάσεις των συνεδρίων της Β΄ Διεθνούς, στήριξαν τις αστικές τάξεις των χωρών τους, είτε ψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις στα κοινοβούλια είτε ακόμη και συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις που διεξήγαγαν πολέμους. Πρωτοστάτησε όμως και στην αντιπαράθεση με τον «σοσιαλ-πασιφισμό», δηλαδή αυτές τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που, αν και εναντιώνονταν στον πόλεμο, αυτό το έκαναν από τη σκοπιά της υπεράσπισης της ιμπεριαλιστικής ειρήνης, της δυνατότητας να λυθούν ειρηνικά οι διαφορές ανάμεσα στους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς. Ο «σοσιαλ-πασιφισμός» ήταν μια τάση που δυνάμωσε μετά τα πρώτα δυο χρόνια του πολέμου.

Ο Λένιν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα της σχέσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Προσδιόρισε ότι, από τη σκοπιά του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης, το ζήτημα δεν είναι απλώς η εναντίωση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, αλλά η αξιοποίηση των ρηγμάτων που δημιουργούνται στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, της αποδυνάμωσης που φέρνει στην αστική τάξη κάθε χώρας, με σκοπό τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου (τόσο για τις «επιτιθέμενες» όσο και για τις «αμυνόμενες» χώρες) σε ταξικό πόλεμο (εμφύλιο πόλεμο), σε μάχη για την εξουσία.

Στο έργο «Κάτω από ξένη σημαία» και σε όλα τα έργα στα οποία αναφέρεται στη σχέση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με τη σοσιαλιστική επανάσταση, ο Λένιν ξεκαθαρίζει ότι ο χαρακτήρας της εποχής καθορίζεται από το ποιας τάξης το κίνημα βρίσκεται στο προσκήνιο της κοινωνικής εξέλιξης και αυτό προσδιορίζει το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης.

Στο έργο «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» (1916) αναδεικνύονται πιο ολοκληρωμένα τα νέα χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού ως μονοπωλιακού καπιταλισμού, θεμελιώνεται θεωρητικά ο χαρακτήρας της εποχής ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, ως εποχής των σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Αναδεικνύεται ο ρόλος του οπορτουνισμού ως ιδεολογικής, πολιτικής έκφρασης εξαγορασμένων τμημάτων της εργατικής τάξης, ως επίδραση της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα. Αναδεικνύεται ο χαρακτήρας των αντιθέσεων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, των ρηγμάτων και των δυνατότητων που δημιουργεί η όξυνσή τους.

Στα έργα «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» και «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» ο Λένιν διατύπωσε τη θέση για τη δυνατότητα νίκης του σοσιαλισμού αρχικά σε μια χώρα ή σε μια ομάδα χωρών, οι οποίες αναδεικνύονται αδύναμοι κρίκοι του ιμπεριαλισμού, ως αποτέλεσμα της όξυνσης των εσωτερικών αντιφάσεων κάτω από την επίδραση των διεθνών εξελίξεων. Προσδιόρισε ότι, εξαιτίας της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης, υπάρχει η δυνατότητα να εκδηλωθούν τέτοια χαρακτηριστικά σε χώρες μεσο-κατώτερου επιπέδου ανάπτυξης που -όπως έλεγε- ήταν πιο εύκολο να αρχίσεις και πιο δύσκολο να συνεχίσεις τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Ο Λένιν την ίδια περίοδο ασχολήθηκε με τα ζητήματα της εξουσίας, του εργατικού κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Μελέτησε την πείρα της Κομμούνας, την πείρα των Σοβιέτ στην επανάσταση του 1905, τα έργα των Μαρξ - Ενγκελς για το κράτος. Διαμόρφωσε σαφή εκτίμηση για το χαρακτήρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, ως εξουσίας της εργατικής τάξης και στο σοβιετικό κίνημα διέγνωσε τα δυνάμει φύτρα των οργάνων μιας εξουσίας τέτοιου τύπου. Δηλαδή οι μορφές οργάνωσης της εργατικής-λαϊκής πάλης, σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης και επαναστατικής κρίσης, μέσα από τις οποίες εκφράζεται η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα των αγροτών και μικροαστών των πόλεων, μπορούν να μετατραπούν σε επαναστατική δύναμη, να οδηγηθούν στην αποφασιστική σύγκρουση με την αστική εξουσία, να την ανατρέψουν και να διαμορφωθούν ως τα κύτταρα μιας νέας εξουσίας «τύπου Κομμούνας». Στη συνέχεια προχώρησε παραπέρα αυτές τις μελέτες με τη συγγραφή του έργου «Κράτος και Επανάσταση», το καλοκαίρι του 1917.
Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ 
ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 1917

 Αυτή η θεωρητική επεξεργασία αλλά και η μελέτη της πείρας από την ταξική πάλη και βεβαίως οι ίδιες οι εξελίξεις όπως διαμορφώθηκαν με την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 οδήγησαν το Λένιν να εισηγηθεί τον Απρίλη του 1917 ένα σύνολο θέσεων που ουσιαστικά αποτελούν το πλαίσιο για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού εργατικού κινήματος σε νέα βάση και το ιδρυτικό της γέννησης του κομμουνιστικού κινήματος.

Στις θέσεις του Απρίλη ο Λένιν έθεσε ζήτημα αλλαγής του Προγράμματος του Κόμματος των μπολσεβίκων και ιδιαίτερα στα σημεία που αφορούσαν τον ιμπεριαλισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την δικτατορία του προλεταριάτου, το μίνιμουμ πρόγραμμα κ.ά. Οπως χαρακτηριστικά σημείωνε: «Πρέπει να αναθεωρήσουμε ολόκληρο το πρόγραμμα, επειδή έχει ολότελα παλιώσει, πράγμα που στους κομματικούς κύκλους τονίζονταν πολύ πριν από τον πόλεμο»6. Επίσης έθεσε ζήτημα αλλαγής του ονόματος από ΣΔΕΚΡ(μπ) σε Κομμουνιστικό Κόμμα και έβαλε ως καθήκον τη διαμόρφωση μιας νέας Διεθνούς, της Κομμουνιστικής. Τα κείμενα αυτά αποτέλεσαν υλικό για την πραγματοποίηση της Συνδιάσκεψης των Μπολσεβίκων.

Η σημασία των θέσεων του Απρίλη συνίσταται στο ότι διαμόρφωναν τη στρατηγική του Κόμματος των μπολσεβίκων στις τότε συνθήκες μετά την αστική επανάσταση του Φλεβάρη 1917 και αποτελούσαν έκκληση για τη συγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Δηλαδή καλούσαν σε πλήρη διαχωρισμό και ανεξαρτησία του επαναστατικού εργατικού κινήματος από το παλιό οπορτουνιστικό σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα. Το καθήκον που μπήκε στην ημερήσια διάταξη ήταν αυτό της προετοιμασίας για τη σοσιαλιστική - προλεταριακή επανάσταση.

Ο Λένιν, αναγνωρίζοντας το συμβιβασμό ανάμεσα στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και τα Σοβιέτ, τη «δυαδική εξουσία», θεωρούσε ότι έπρεπε να ξεδιπλωθεί μια ευέλικτη και υπομονετική τακτική από τους μπολσεβίκους με σκοπό να πεισθούν οι εργάτες μέσα από την πείρα τους για την ανάγκη:

α) Να μη στηρίζουν την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, η οποία ήταν κυβέρνηση της αστικής τάξης.

β) Να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που συνεχιζόταν δεν ήταν δίκαιος, επαναστατικός-αμυντικός (όπως υποστήριζε η κυβέρνηση αλλά και τα κόμματα των μενσεβίκων και των εσέρων, άποψη στην οποία είχε παρασυρθεί και τμήμα των μπολσεβίκων), αλλά ιμπεριαλιστικός, ληστρικός και άδικος, αφού τον διεξήγαγε η αστική τάξη και έτσι δεν μπορούσε να οδηγήσει σε ειρήνη προς όφελος της εργατικής τάξης.

γ) Να εγκαταλείψουν τους μενσεβίκους και τους εσέρους, τους εκπροσώπους του μικροαστισμού για ν’ αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ των μπολσεβίκων στα Σοβιέτ.

δ) Τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία ως μόνη προϋπόθεση για να λυθούν όλα τα φλέγοντα αιτήματα των λαϊκών στρωμάτων (ειρήνη, ψωμί, γη).

Ο Λένιν υποστήριξε ότι το βασικό στις «δυο ταχτικές της σοσιαλδημοκρατίας» δεν ήταν ο θεσμός εξουσίας της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», αλλά αυτό που κλήθηκε να λύσει και που ήδη είχε πραγματοποιηθεί με τη μορφή των Σοβιέτ, δηλαδή η διαμόρφωση της κοινωνικής συμμαχίας των αγροτών και εργατών.

Επομένως το ζητούμενο ήταν να συνεχιστεί η επαναστατική διαδικασία με στόχο την εργατική σοσιαλιστική εξουσία, προς εξυπηρέτηση αυτού του στόχου να γινόταν ανακατάταξη στη συμμαχία, να εξασφαλιστεί η αυτοτέλεια της εργατικής τάξης με επικεφαλής τους μπολσεβίκους, να συσπειρωθούν γύρω της γι’ αυτό το στόχο τα πιο κοντινά της κοινωνικά στρώματα, οι μισοπρολετάριοι και η φτωχή αγροτιά. Γι’ αυτό το λόγο το ζητούμενο ήταν η διάσπαση και όχι η διατήρηση μιας συμμαχίας με τα πιο πλούσια και ανώτερα τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων (των νοικοκυραίων όπως έλεγε χαρακτηριστικά).

Απέναντι στη θέση των «παλιών μπολσεβίκων» (Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ, Ρίκοφ, Καλίνιν κ.ά.) ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί, ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί μια σειρά αιτήματα και στόχοι που περιλαμβάνονταν στο «μίνιμουμ» πρόγραμμα, όπως π.χ. η συντακτική συνέλευση, η αγροτική μεταρρύθμιση κλπ., ο Λένιν απάντησε ότι το κύριο ζήτημα σε κάθε επανάσταση ήταν το ζήτημα της εξουσίας. Με αυτή την έννοια η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε τελειώσει αφού η αστική τάξη είχε πάρει την εξουσία. Σημείωνε χαρακτηριστικά:

«Οποιος καθοδηγείται στη δράση του μόνο από τη διατύπωση: “η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν έχει τελειώσει”, είναι σαν να εγγυάται έτσι πως οι μικροαστοί είναι ασφαλώς ικανοί να τραβήξουν ανεξάρτητα από την αστική τάξη. Αυτός παραδίνεται έτσι ανίσχυρος τη στιγμή αυτή στο έλεος των μικροαστών […]

Το λάθος του σ. Κάμενεφ είναι ότι αυτός και στα 1917 βλέπει μόνο το παρελθόν της επαναστατικής-δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Ενώ στην πράξη άρχισε ήδη γι’ αυτή το μέλλον, γιατί τα συμφέροντα και η πολιτική του μισθωτού εργάτη και του νοικοκυράκου στην πράξη έχουν ήδη χωρίσει, και μάλιστα σ’ ένα τόσο σπουδαιότατο ζήτημα, όπως ο “αμυνιτισμός”, όπως η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο»7.

Ο χαρακτηρισμός αυτών των στελεχών ως «παλιών μπολσεβίκων», δεν έγινε λόγω των πολλών χρόνων τους στο μπολσεβίκικο κόμμα, αλλά λόγω της υποστήριξής τους στην παλιά γραμμή των «Δυο ταχτικών…». Εχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχθηκε η τακτική των μπολσεβίκων, υπηρετώντας το στόχο της εργατικής εξουσίας και με κριτήριο το πώς οι μάζες μέσα από την ίδια την πείρα τους θα συσπειρώνονταν με τους πολιτικούς στόχους των μπολσεβίκων.

Τον Απρίλη του 1917 ο Λένιν εκτιμούσε ότι το προλεταριάτο έπασχε από έλλειψη «συνειδητότητας», ότι παρασυρόταν και εμπιστευόταν τους εκπροσώπους των μικροαστικών στρωμάτων, οι οποίοι ήταν ουρά της αστικής τάξης. Το πρώτο και το βασικό ζήτημα που έπρεπε να λυθεί ήταν το ανέβασμα της συνείδησης του προλεταριάτου. Το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» προβλήθηκε ως  στόχος αλλά και ως σύνθημα ζύμωσης με σκοπό να αποκαλυφθεί η στάση των μενσεβίκων και των εσέρων, στάση ουράς στην αστική τάξη, να γκρεμιστούν οι αυταπάτες ότι μπορούσαν οι μικροαστοί να δράσουν ανεξάρτητα από την αστική τάξη. Προβλήθηκε η ανάγκη αλλαγής των συσχετισμών στα Σοβιέτ. Εκτιμώντας τη συγκεκριμένη κατάσταση, ο Λένιν έλεγε: όχι «εφαρμογή» του σοσιαλισμού ως άμεσο καθήκον, γιατί από τη μια τα Σοβιέτ δεν μπορούσαν να επιβάλουν σοσιαλιστικά μέτρα, αφού δεν ήθελαν να πάρουν την εξουσία αλλά στήριζαν την αστική τάξη και γιατί από την άλλη το βασικό ζήτημα, η προτεραιότητα, ήταν να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία. Ετσι σημείωνε χαρακτηριστικά: 

«Στη Ρωσία δεν είναι δυνατόν να εισαγάγουμε “αμέσως” ακόμη και ένα “κράτος-κομμούνα” […] επειδή γι’ αυτό είναι απαραίτητο η πλειοψηφία των βουλευτών σε όλα (ή στα περισσότερα) Σοβιέτ να καταλάβει καλά πόσο λαθεμένη και επιζήμια είναι η τακτική και η πολιτική των εσέρων, των Τσχεΐτζε, Στεκλόφ κτλ. Κι εγώ δήλωσα εντελώς συγκεκριμένα ότι στον τομέα αυτό “υπολογίζω” μόνο στην “υπομονητική” εξήγηση (χρειάζεται άραγε να είναι κανείς υπομονητικός για να πετύχει μια αλλαγή, που μπορεί να την πραγματοποιήσει “αμέσως”;)!»8.

Αυτή τη δυνατότητα ο Λένιν την προσδιόριζε ως «ειρηνική εξέλιξη» της επανάστασης, με την έννοια ότι η πλειοψηφία του ένοπλα οργανωμένου λαού, της εργατικής τάξης και της φτωχολογιάς των αγροτών θα έπαιρνε την εξουσία μέσω της οργάνωσης των Σοβιέτ. Γι’ αυτό το ζήτημα ο Λένιν αναφέρει αργότερα (Σεπτέμβρης του 1917):

«Πραγματικό λάθος του Κόμματός μας στις μέρες της 3-4 του Ιούλη, που το φανέρωσαν τα γεγονότα, ήταν μόνο ότι το Κόμμα θεωρούσε τη γενική κατάσταση λιγότερο επαναστατική, απ’ όσο αποδείχτηκε, ότι το Κόμμα θεωρούσε ακόμη δυνατή μια ειρηνική εξέλιξη των πολιτικών μετασχηματισμών με την αλλαγή της πολιτικής των Σοβιέτ, ενώ στην πραγματικότητα οι μενσεβίκοι και οι εσέροι είχαν πια τόσο μπερδευτεί και δεθεί λόγω του συμβιβασμού τους με την αστική τάξη, και η αστική τάξη είχε γίνει τόσο αντεπαναστατική, ώστε για καμιά ειρηνική εξέλιξη δεν μπορούσε να γίνει πια καν λόγος»9.

Οταν τον Ιούλη η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση με την υποστήριξη των Σοβιέτ πέρασε στην αντεπίθεση με σκληρά κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους μπολσεβίκους και το εργατικό κίνημα, οι μπολσεβίκοι απέσυραν το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Λένιν στο κείμενό του με τίτλο «Η πολιτική κατάσταση»: «Κάθε ελπίδα για ειρηνική εξέλιξη της ρωσικής επανάστασης χάθηκε οριστικά. Η αντικειμενική κατάσταση παρουσιάζεται έτσι, είτε ολοκληρωτική νίκη της στρατιωτικής δικτατορίας είτε νίκη της ένοπλης εξέγερσης των εργατών, που είναι δυνατή μόνο αν η εξέγερση συμπέσει με ένα ισχυρό μαζικό ξεσηκωμό ενάντια στην κυβέρνηση και ενάντια στην αστική τάξη πάνω στη βάση του οικονομικού χάους και της παράτασης του πολέμου.

Το σύνθημα να περάσει όλη η εξουσία στα Σοβιέτ ήταν σύνθημα ειρηνικής εξέλιξης της επανάστασης, κι αυτό μπορούσε να γίνει τον Απρίλη, το Μάη, τον Ιούνη, ως τις 5-9 Ιούλη, δηλ. πριν περάσει η πραγματική εξουσία στα χέρια της στρατιωτικής δικτατορίας. Τώρα το σύνθημα αυτό δεν είναι πια σωστό, γιατί δεν παίρνει υπόψη του το συντελεσμένο αυτό πέρασμα, ούτε και την πλήρη προδοσία στην πράξη της επανάστασης από τους εσέρους και τους μενσεβίκους. […]

Ας αφήσουμε λοιπόν κάθε είδους συνταγματικές και δημοκρατικές αυταπάτες, κάθε είδους αυταπάτες για ειρηνικό δρόμο, κάθε είδους σκόρπιες ενέργειες, ας μην πέφτουμε τώρα στις προβοκάτσιες των μαύρων εκατονταρχιών και των κοζάκων, και ας συγκεντρώσουμε δυνάμεις, ας τις αναδιοργανώσουμε και ας τις προετοιμάσουμε σταθερά για την ένοπλη εξέγερση, αν η πορεία της κρίσης μας δόσει τη δυνατότητα να την πραγματοποιήσουμε σε μια πραγματικά μαζική, παλλαϊκή κλίμακα. […]

Ο σκοπός της ένοπλης εξέγερσης μπορεί να είναι μόνο ένας: το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του προλεταριάτου, που το υποστηρίζει η φτωχή αγροτιά, για την πραγματοποίηση του προγράμματος του Κόμματός μας»10.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν δικαίωσαν αυτή τη γραμμή των μπολσεβίκων και τους έφεραν να πλειοψηφήσουν στα Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Μόσχας το Σεπτέμβρη του 1917.

Το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» επανήλθε με καινούργιο περιεχόμενο. Οχι πια ως σύνθημα που διευκόλυνε την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στα Σοβιέτ, που αποκάλυπτε τη συμφιλίωση των οπορτουνιστών με την αστική τάξη, αλλά ως σύνθημα της εξέγερσης για την ανατροπή της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και μαζί των μενσεβίκων και εσέρων που συμμετείχαν σ’ αυτή. Γι’ αυτό το λόγο ο Λένιν υποστήριξε ότι οι μπολσεβίκοι είναι αυτοί που έπρεπε να οργανώσουν την εξέγερση και να πάρουν την εξουσία, για λογαριασμό μεν των Σοβιέτ, χωρίς όμως να περιμένουν ούτε τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση που είχαν προκηρυχθεί για το Νοέμβριο αλλά ούτε το συνέδριο των Σοβιέτ. Παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης στο κόμμα των μπολσεβίκων ξέσπασε καινούργια κρίση. Στελέχη όπως οι Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ ψήφισαν ενάντια στην απόφαση για εξέγερση (δημοσιοποιώντας τη διαφωνία τους λίγες μέρες αργότερα). Ταυτόχρονα υπήρξαν ταλαντεύσεις σε στελέχη των μπολσεβίκων για το αν αυτή έπρεπε να αναβληθεί ως το 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ. Σημείωνε ο Λένιν:

«Δυστυχώς στους ηγετικούς κύκλους του Κόμματος παρατηρούνται ταλαντεύσεις, ένα είδος “φόβου” να παλέψουν για την εξουσία, μια τάση να υποκαταστήσουν αυτή την πάλη με αποφάσεις, διαμαρτυρίες και συνέδρια[…]

 Το καθήκον της κατάληψης της εξουσίας από τα Σοβιέτ είναι το καθήκον να πραγματοποιήσουν μια πετυχημένη εξέγερση. Γι’ αυτό όλες οι καλύτερες δυνάμεις του Κόμματος πρέπει να σταλούν στις φάμπρικες και τους στρατώνες, για να εξηγούν στις μάζες το καθήκον του και, σταθμίζοντας σωστά τις διαθέσεις των μαζών, να διαλέξουν την κατάλληλη στιγμή για την ανατροπή της κυβέρνησης του Κερένσκι.

Το να συνδέει κανείς αυτό το καθήκον απαραίτητα με το συνέδριο των Σοβιέτ, να το υποτάσσει σ’ αυτό το συνέδριο - σημαίνει πως παίζει με την εξέγερση, ορίζοντας προκαταβολικά την ημερομηνία της εξέγερσης, διευκολύνοντας την κυβέρνηση να προετοιμάσει στρατεύματα, αποπροσανατολίζοντας τις μάζες με την αυταπάτη, πως δήθεν μπορεί με την “απόφαση” του Συνεδρίου των Σοβιέτ να κριθεί ένα ζήτημα, που μόνο το εξεγερμένο προλεταριάτο μπορεί να το κρίνει με τη δύναμή του»11.

Η επιμονή και αποφασιστικότητα του Λένιν και όσων υποστήριξαν τις θέσεις του οδήγησε τελικά στη νικηφόρα εξέγερση στις 25 Οκτώβρη (7 Νοέμβρη) του 1917.

Η πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης ανέδειξε ότι οι στόχοι συγκέντρωσης δυνάμεων, οι κρίκοι που αναδεικνύονται ως τέτοιοι που μπορούν να συσπειρώσουν ευρύτερες λαϊκές μάζες, τα αιτήματα που έχουν παλλαϊκό χαρακτήρα, όπως ήταν τότε τα συνθήματα για «γη - ψωμί - ειρήνη», συνδέθηκαν αντικειμενικά και άμεσα με το στόχο της εργατικής εξουσίας. Η σοβιετική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου, ήταν αυτή που καλέστηκε να ικανοποιήσει τα φλέγοντα και ζωτικά αιτήματα των εργαζόμενων μαζών και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία. Η σοβιετική εξουσία άνοιξε το δρόμο για την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής από καπιταλιστικές σε σοσιαλιστικές-ανώριμες κομμουνιστικές, λύνοντας και προβλήματα που πήγαζαν από προκαπιταλιστικά κατάλοιπα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι τα έλυνε ο καπιταλισμός. 

Ο Λένιν, στο κείμενο «Η καταστροφή που μας απειλεί» (Σεπτέμβρης 1917), αφού αναφέρει μια σειρά μέτρα που θα έπρεπε να παρθούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φάσμα της πείνας και το ενδεχόμενο προέλασης των γερμανικών στρατευμάτων στην Πετρούπολη, σημειώνει:

«Η ανάλυση που κάναμε ως τώρα μπορεί να προκαλέσει στον αναγνώστη, που έχει διαπαιδαγωγηθεί με τις συνηθισμένες οπορτουνιστικές ιδέες των εσέρων και των μενσεβίκων, τούτη την αντίρρηση: τα περισσότερα από τα μέτρα που περιγράφονται εδώ στην ουσία δεν είναι μέτρα δημοκρατικά, αλλά σοσιαλιστικά ήδη μέτρα […]

Κι εδώ βρίσκεται η βασική αντίφαση της επανάστασής μας. 

Στην ιστορία γενικά, και ιδιαίτερα σε καιρό πολέμου, δεν μπορείς να στέκεσαι στο ίδιο σημείο. Είσαι υποχρεωμένος να πας είτε μπροστά είτε πίσω. Στη Ρωσία του 20ού αιώνα, που κατάκτησε τη δημοκρατία και το δημοκρατισμό με τον επαναστατικό δρόμο, δεν μπορείς να πας μπροστά, χωρίς να βαδίσεις προς το σοσιαλισμό, χωρίς να κάνεις βήματα προς αυτόν…»12.

Από όλα τα προηγούμενα είναι φανερό ότι την περίοδο από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη του 1917 με την καθοριστική συμβολή του Λένιν  το μπολσεβίκικο κόμμα ωρίμαζε τη στρατηγική του αντίληψη ξεπερνώντας αντιφάσεις και αυταπάτες, κατασταλάζοντας σε θεμελιώδη συμπεράσματα. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Λένιν (στο προηγούμενο απόσπασμα) και στο οποίο άλλωστε είχε φτάσει πολύ πριν από τον Απρίλη του 1917, αποτελεί το θεμέλιο για τον προσδιορισμό της στρατηγικής του επαναστατικού εργατικού κινήματος για ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορική εποχή του καπιταλισμού, τον ιμπεριαλισμό.
Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ

 Για το Κόμμα μας είναι ζήτημα ιστορικής μελέτης κάτω από ποιες συνθήκες και γιατί δεν κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς η θετική πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλλά αντίθετα με βάση τις «Δυο τακτικές…» δικαιολογήθηκε η στρατηγική αντίληψη που προέβλεπε μια ενδιάμεσου τύπου εξουσία ή κυβέρνηση ανάμεσα στην αστική και την εργατική. Πολύ περισσότερο που αυτή η λαθεμένη στρατηγική αφορούσε καπιταλιστικές κοινωνίες στις οποίες δεν υπήρχαν ανάλογες συνθήκες προς εκείνες της τσαρικής Ρωσίας του 1905 (απολυταρχία, φεουδαρχικές σχέσεις κλπ.).

Στη διαμόρφωση της στρατηγικής των ΚΚ υπεισήλθαν και συγχύσεις γύρω από το ζήτημα του προσδιορισμού των εννοιών «στρατηγική» και «τακτική» και της διαλεκτικής σχέσης τους, αναπτύχθηκαν τάσεις σχηματικής και  σχολαστικής διάκρισης ανάμεσά τους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αν και ο Λένιν δεν χρησιμοποιούσε συχνά τις έννοιες τακτική και στρατηγική, διέκρινε ωστόσο το πρόγραμμα από την τακτική. Ετσι σημείωνε: «…η προσπάθεια να χαραχτούν απολύτως αυστηρά όρια ανάμεσα στο Πρόγραμμα και στην τακτική οδηγεί μονάχα στο σχολαστικισμό και στη μικρολογία. Το Πρόγραμμα καθορίζει τις γενικές, τις βασικές σχέσεις της εργατικής τάξης προς τις άλλες τάξεις. Η τακτική καθορίζει τις μερικότερες και προσωρινές σχέσεις. Αυτό φυσικά είναι σωστό. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως  όλος ο αγώνας μας ενάντια στα υπολείμματα της δουλοπαροικίας στο χωριό είναι ένα μερικότερο και προσωρινό καθήκον, σε σύγκριση με τα γενικά σοσιαλιστικά καθήκοντα του προλεταριάτου»13.

Η πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης απασχόλησε την Κομμουνιστική Διεθνή και το ΠΚΚ (μπ) τις δεκαετίες του 1920-1930. Η συζήτηση στα πλαίσια του ΠΚΚ (μπ) για το χαρακτήρα της Οκτωβριανής επανάστασης  αφορούσε περισσότερο το μέλλον, τις προοπτικές της σοβιετικής εξουσίας και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ σε συνθήκες μη επικράτησης της επανάστασης σε άλλη χώρα της Ευρώπης και έγινε αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δυνάμεις του ΠΚΚ(μπ) που υποστήριζαν την αναγκαιότητα η σοβιετική εξουσία να κινηθεί στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (Στάλιν κ.ά.) και σε αυτές τις δυνάμεις που υποστήριζαν ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Ρωσία ήταν αδύνατη χωρίς τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην καπιταλιστικά αναπτυγμένη Δύση (Τρότσκι κ.ά.)

Η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) συγκροτήθηκε (1919) υπό την παγκόσμια επίδραση της νίκης της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, η οποία άμεσα επέδρασε υπέρ των κομμουνιστών σε σχέση με τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες που συχνά συνυπήρχαν στο ίδιο κόμμα, παρόλο που αυτό έπαιρνε τη μορφή του κομμουνιστικού πριν ή μετά την ένταξή του στην ΚΔ. Ο Λένιν αντιλήφθηκε αυτή την κατάσταση και προσπάθησε να σφυρηλατήσει τον κομμουνιστικό χαρακτήρα των κομμάτων μελών της ΚΔ, με τους 21 όρους ένταξης στην ΚΔ που καθιέρωσε το 2ο Συνέδριό της (1920).

Οπωσδήποτε μετά το τέλος της επαναστατικής ανόδου που είχε προηγηθεί (1918-1921) στην Ευρώπη, διαμορφώθηκαν νέες δυσκολίες για το ακόμα «εφηβικό» κομμουνιστικό κίνημα στην Ευρώπη , αλλά και για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, από την άποψη του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων. Αναμφίβολα η απώλεια του Λένιν (1924), ηγέτη της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία επέδρασε και στη διαμόρφωση της ΚΔ.

Στην πορεία των εξελίξεων εκδηλώθηκε το σύνολο των αδυναμιών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, των ιδεολογικών και στρατηγικών αδυναμιών του, τουλάχιστον σε συλλογικό επίπεδο. Σε αυτές τις συνθήκες οξύνθηκε η σύγχυση και με την απειλή ενός νέου ιμπεριαλιστικού πολέμου, μιας νέας ιμπεριαλιστικής επίθεσης στην ΕΣΣΔ στην επόμενη δεκαετία.

Σε μια σειρά επεξεργασίες Κομμουνιστικών Κομμάτων η  προσέγγιση του στόχου της εργατικής εξουσίας γινόταν με κριτήριο το συσχετισμό δυνάμεων και όχι με τον αντικειμενικό προσδιορισμό του χαρακτήρα της εποχής που καθορίζεται από το κίνημα ποιας τάξης βρίσκεται επικεφαλής της κοινωνικής εξέλιξης, ποια είναι η σχέση των τάξεων με την εξουσία (με αυτή την έννοια ο Λένιν μίλαγε για ταξικό συσχετισμό). Στο όνομα του υπολογισμού του συσχετισμού δυνάμεων (στοιχείο απαραίτητο για τη διαμόρφωση των κατάλληλων ελιγμών, συνθημάτων με στόχο να τραβηχτούν οι μάζες μέσα από την πείρα τους στην πάλη για την εξουσία), το εργατικό κίνημα ουσιαστικά οδηγήθηκε στην υποταγή σε κάποια μορφή αστικής κυβέρνησης. 

Με αφορμή το γεγονός ότι από μια σειρά δυνάμεις του οπορτουνισμού γίνεται σήμερα πολλή συζήτηση σχετικά με την αναγκαιότητα μιας «αντιμνημονιακής» ή «πατριωτικής» ή «αριστερής» κυβέρνησης ως άμεσης πρότασης διεξόδου, σε συνδυασμό με το αίτημα για ανατροπή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και σε αντίθεση με την κυβέρνηση συνεργασίας των αστικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ - ΝΔ), έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία, όπως συνάγονται από την πείρα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στον 20ό αιώνα:

Η κυβέρνηση αποτελεί δομικό στοιχείο - όργανο της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Η δυνατότητα μιας προσωρινής κυβέρνησης εργατών - αγροτών διατυπωνόταν από το Λένιν σε συνθήκες που ακόμη δεν είχε ανατραπεί η τσαρική εξουσία. Στις σημερινές συνθήκες, σε συνθήκες εγκαθιδρυμένης αστικής εξουσίας και με οργανωμένο αστικό κράτος ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής κυβέρνησης, ουσιαστικά σημαίνει μια περίοδο συνεργασίας με δυνάμεις της αστικής τάξης.

Οι πρώτες λεγόμενες «αριστερές» ή «εργατικές» κυβερνήσεις, δηλαδή είτε κυβερνήσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είτε κυβερνητικού συνασπισμού (της σοσιαλδημοκρατίας με κόμματα της αστικής τάξης), προέκυψαν ως ελιγμοί της αστικής τάξης προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επαναστατική άνοδος, να ενσωματωθεί η διογκούμενη δυσαρέσκεια σε συνθήκες κρίσης. Τέτοιου είδους κυβερνήσεις ήταν αυτές του Κερένσκι στη Ρωσία του 1917, των σοσιαλδημοκρατών κατά τη Γερμανική Επανάσταση του 1918. Ο Λένιν, αναφερόμενος στην κυβέρνηση Κερένσκι, υποστήριξε ότι όχι λίγες φορές οι «κυβερνήσεις συνασπισμού» αποτελούν λύση για την αστική τάξη.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο στόχος μιας κυβέρνησης (αριστερής ή εργατικής) στο έδαφος της καπιταλιστικής εξουσίας, χωρίς επαναστατική ανατροπή, με στόχο την υλοποίηση ενός προγράμματος μεταβατικών μέτρων, υιοθετήθηκε από ΚΚ ως ενδιάμεσος στόχος που θα διευκόλυνε την πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση, ικανοποιώντας ταυτόχρονα μια σειρά λαϊκά αιτήματα. Από τις κυβερνήσεις όμως των Λαϊκών Μετώπων στη Γαλλία και την Ισπανία τη δεκαετία του 1930  μέχρι την κυβέρνηση του Αλλιέντε στη Χιλή και ανάλογες αλλού,  αποδείχτηκε ότι αυτές οι κυβερνήσεις, παρά τις όποιες ακόμη και ουτοπικές καλές προθέσεις των ΚΚ που τις στήριζαν, όχι μόνο δεν μπόρεσαν ν’ ανοίξουν το δρόμο για την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά ούτε και για τη σταθεροποίηση ορισμένων κατακτήσεων. Σε μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο τα ΚΚ συμπαρασύρθηκαν από τις αρνητικές συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής των σοσιαλδημοκρατών συμμάχων τους, βρέθηκαν παροπλισμένα οργανωτικά, πολιτικά, ιδεολογικά.

Η ιστορική πείρα του Οκτώβρη επιβεβαιώνει ότι η «σωτηρία» της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων σε συνθήκες κρίσης ή ιμπεριαλιστικού πολέμου απαιτεί την ανατροπή της αστικής εξουσίας, που προϋποθέτει την αποδυνάμωση, τη χρεοκοπία των όποιων «αριστερών» εκδοχών της.

Η μελέτη της εξέλιξης της στρατηγικής των μπολσεβίκων στο διάστημα 1905-1917 και της ανάγκης δράσης τους στις μάζες έχει διαχρονική σημασία. Αφορά και την πείρα της δουλειάς των κομμουνιστών σε μη ώριμες εργατικές μάζες, σε λαϊκά στρώματα. Ακόμα και σε περίοδο πιο οξυμένων ταξικών αγώνων και ακριβώς για την εξυπηρέτησή τους είναι αναγκαία η μελέτη των έργων του μαρξισμού-λενινισμού, των σύγχρονων αναλύσεων και επεξεργασιών του Κόμματος, για να μπορεί ο κομμουνιστής να δουλεύει σε σύνθετες και γρήγορα εξελισσόμενες συνθήκες. Χωρίς αυτά, η όποια δράση, όση ένταση προσπάθειας κι αν έχει, θα είναι αναποτελεσματική.

Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η συνειδητοποίηση της μεθόδου με την οποία δούλεψαν οι μπολσεβίκοι στη διαμόρφωση της πολιτικής τους δράσης. Το πώς δηλαδή συνδύασαν τη θεωρητική δουλειά με τη μελέτη των εξελίξεων, εσωτερικών και διεθνών, καθώς και τη μελέτη της πείρας από την ταξική πάλη. Θα πρέπει να σταθούμε με μεγάλη προσοχή στις επισημάνσεις του Λένιν ότι:

«Ο μαρξισμός απαιτεί από εμάς τον πιο ακριβή αντικειμενικά επαληθεύσιμο υπολογισμό του συσχετισμού των τάξεων και των συγκεκριμένων ιδιομορφιών της κάθε ιστορικής στιγμής. Εμείς οι μπολσεβίκοι προσπαθούμε να είμαστε πάντα πιστοί σε αυτή την απαίτηση που είναι απόλυτα υποχρεωτική από την άποψη κάθε επιστημονικής θεμελίωσης της πολιτικής. 

Η διδασκαλία μας δεν είναι δόγμα μα καθοδήγηση για δράση έτσι έλεγαν πάντα ο Μαρξ και ο Ενγκελς που δίκαια ειρωνεύονταν την αποστήθιση και την απλή επανάληψη διατυπώσεων ικανών στην καλύτερη περίπτωση μόνο να προδιαγράφουν τα γενικά καθήκοντα που τροποποιούνται αναπόφευκτα από τη συγκεκριμένη οικονομική και πολιτική κατάσταση της ιδιαίτερης περιόδου του ιστορικού προτσές».

Σήμερα, βασισμένοι και στην πείρα του Κόμματός μας και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, έχουμε θεμελιωμένη στρατηγική που αξιοποιεί τις παρακαταθήκες της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ανάπτυξης της στρατηγικής από τους μπολσεβίκους. Επίσης αξιοποιεί τα συμπεράσματα από την πείρα της δράσης του ΚΚΕ όπως κωδικοποιούνται  στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ τόμος 1949-1968», με αναφορά στην κρίσιμη περίοδο της ταξικής αναμέτρησης στην Ελλάδα, 1944-1949.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Ο Κύριλλος Παπασταύρου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής της Επιτροπής.

1. Αντάντ : «Εγκάρδια ή τριπλή συνεννόηση», ιμπεριαλιστική συμμαχία Αγγλίας, Ρωσίας, Γαλλίας από το 1907.

2. Β. Ι. Λένιν: «Δυο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», Απαντα, τ. 11, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 90.

3. Αλεξάντρ Πάρβους (1867-1924): Ψευδώνυμο του Ισραέλ Λαζάροβιτς Γκέλφαντ, Ρώσου σοσιαλδημοκράτη, ο οποίος εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας. Το 1905 επέστρεψε στη Ρωσία και συνελήφθη κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Δραπέτευσε από τη Σιβηρία και επέστρεψε στη Γερμανία. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο όπλων. Διατέλεσε σύμβουλος οικονομικών ζητημάτων στην κυβέρνηση των «Νεότουρκων» (1910-1915), ενώ σύμφωνα με ορισμένες απόψεις στρατολογήθηκε ως πράκτορας της γερμανικής κυβέρνησης. Διατέλεσε σύμβουλος της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

4. Β. Ι. Λένιν: «Για τις δύο γραμμές της επανάστασης», «Απαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 81.

5. Οικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Μόσχας, «Πολιτική Οικονομία», τ. 4, εκδ. «Γκούτενμπεργκ» σελ. 81.

6. Β.Ι. Λένιν: «Εισήγηση πάνω στο ζήτημα της αναθεώρησης του Προγράμματος του  Κόμματος. 28 Απρίλη (11 Μάη)», «Απαντα», τ.31 , εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ 410.

7. Β. Ι. Λένιν: «Γράμματα για την τακτική», «Απαντα», τ. 31, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 141.

8. Β. Ι. Λένιν: «Γράμματα για την τακτική», «Απαντα», τ. 31, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 142.

9. Β. Ι. Λένιν: «Σχέδιο Απόφασης για την τρέχουσα πολιτική στιγμή», «Απαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 146.

10. Β. Ι. Λένιν: «Η πολιτική κατάσταση», «Απαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 1-5.

11. Β. Ι. Λένιν: «Θέσεις για την εισήγηση στη Συνδιάσκεψη», Απαντα, τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 343-344.

12. Β. Ι. Λένιν: «Η καταστροφή που μας απειλεί», Απαντα, τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 190-192.

13. Β. Ι. Λένιν: «Αναθεώρηση του αγροτικού προγράμματος του Εργατικού Κόμματος», «Απαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 250.

TOP READ