.
Η κατάσταση της ΕΣΣΔ την επαύριο του
Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ήταν από πολλές απόψεις παράδοξη. Σε μεγάλο
βαθμό, χάρη στην ΕΣΣΔ είχε νικηθεί η χιτλερική Γερμανία. Ο Κόκκινος
Στρατός, που αριθμούσε πάνω από 11 εκατομμύρια άντρες είχε φτάσει στον
Έλβα, είχε καταλάβει το Βερολίνο και τη Βιέννη, είχε απελευθερώσει την
Πράγα, τη Βουδαπέστη, τη Βαρσοβία, το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Στην
ανατολή, είχε απελευθερώσει τη Μαντζουρία και τη Βόρεια Κορέα. Η
στρατιωτική δύναμη της ΕΣΣΔ ήταν, συνεπώς, σημαντική, καθώς και το
γόητρό της. Στα μάτια των Ευρωπαϊκών λαών εμφανιζόταν σαν ο
απελευθερωτής και σαν ο νικητής του Χίτλερ. Ταυτόχρονα, ήταν μεγάλη η
αδυναμία της εξαιτίας ακριβώς των ανθρώπινων και ολικών απωλειών, που
είχε υποστεί!
Οι Σοβιετικοί ιστορικοί μιλούν για πάνω από 20 εκατομμύρια νεκρούς, θύματα του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου,
αλλά δεν έχουν δώσει συγκεκριμένα στοιχεία ούτε για το συνολικό αριθμό,
ούτε για τις μεθόδους τους υπολογισμού. Εμείς μπορέσαμε να
συνυπολογίσουμε τον αριθμό των αιχμαλώτων και των εκτοπισμένων, που
πέθαναν στα στρατόπεδα σε 5 περίπου εκατομμύρια άτομα. Υπολείπονται οι
νεκροί πολίτες, που μακελεύτηκαν από τους Γερμανούς στα κατεχόμενα
εδάφη, οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που σκοτώθηκαν στις μάχες, τα
θύματα των βομβαρδισμών, και τέλος τα θύματα της πείνας και των
επιδημιών, όπως οι 700.000 νεκροί του Λένινγκραντ.
Γνωρίζουμε τον πληθυσμό του 1940 κι εκείνον του 1956, τουλάχιστο σύμφωνα με εκτίμηση σοβιετικής πηγής. Ανερχόταν σε 191.700.000 το 1940 και σε 200.200.000 κατοίκους το 1956, μέσα στα σημερινά εδαφικά όρια (μ’ εξαίρεση την περιοχή του Καλίνινγκραντ, δηλαδή του παλιού Καίνιγσμπεργκ στην ανατολική Πρωσσία, αλλά ουσιαστικά όλος ο πληθυσμός γερμανικής καταγωγής είχε μεταναστεύει). Σε 16 χρόνια επομένως η συνολική αύξηση ανερχόταν σε 8.500.000 άτομα. Ο πληθυσμός ορισμένων δημοκρατιών που είχαν καταληφθεί στη διάρκεια του πολέμου ήταν μάλιστα μικρότερος το 1956 απ’ ότι το 1940, κι αυτή είναι η περίπτωση της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας.
Αν παραδεχτούμε μίαν αύξηση του
πληθυσμού κατά 2,5 ως 3,5 εκατομμύρια άτομα το χρόνο, στα χρόνια που
άμεσα προηγήθηκαν από τον πόλεμο, λαμβανομένων υπόψη των ρυθμών των
γεννήσεων και των θανάτων, μπορούμε να πούμε πως, αν δεν υπήρχε ο
πόλεμος, ο πληθυσμός θα μπορούσε μέσα σε 16 χρόνια να είχε αυξηθεί κατά
48 εκατομμύρια άτομα, αν υποθέσουμε μια μέση αύξηση 3 εκατομμυρίων
ατόμων το χρόνο. Το έλλειμμα ανέρχεται επομένως σε 39.500.000 άτομα.
Κατά ένα μέρος, δεν πρόκειται για θανάτους, αλλά για μη αύξηση, για
πτώση του ρυθμού των γεννήσεων στη διάρκεια του πολέμου και μετά τον
πόλεμο, λόγω ακριβώς των απωλειών του πολέμου. Είναι δύσκολο να
υπολογίσουμε αυτό το έλλειμμα για τα 16 χρόνια, στα όποια αναφέρεται η
μελέτη μας. Μπορούμε να το εκτιμήσουμε σε 6 εκατομμύρια άτομα για την
περίοδο του πολέμου και σε περίπου άλλα τόσα για τη μεταπολεμική
περίοδο, δηλαδή συνολικά σε 12 εκατομμύρια. Υπολείπονται συνεπώς
25.500.000 θάνατοι, που οφείλονται στον πόλεμο. Έτσι κατά ένα μέσον
υπολογισμό, ο αριθμός των νεκρών βρίσκεται μεταξύ 23 και 27
εκατομμυρίων, δηλαδή είναι ελαφρά μεγαλύτερος από κείνον που δίνουν οι
Σοβιετικοί.
Θυμίζουμε, πως μονάχα ο αριθμός των θυμάτων από τον άμαχο πληθυσμό κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ είναι μεγαλύτερος από το σύνολο των αγγλοαμερικανικών απωλειών του Δευτέρου παγκόσμιου πολέμου και μεγαλύτερος από τις γαλλικές απώλειες.
Το σύνολο των γαλλικών, αγγλικών και αμερικανικών απωλειών αντιπροσωπεύει επομένως το ένα πέμπτο των σοβιετικών απωλειών. Αν κάνουμε αυτή τη σύγκριση δεν είναι για να εκφράσουμε θλίψη ή για να μεμφθούμε κάποιον για κάτι, αλλά για να συνειδητοποιήσουμε αυτή την αφαίμαξη, που δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία. Μια βαθύτερη μελέτη του προβλήματος των θυμάτων του πόλεμου θα έδειχνε ότι η καταστροφή ήταν ακόμα πιο μεγάλη, αν πάρουμε υπόψη την ποιοτική πλευρά του θέματος. Ο αριθμός των νέων αντρών και γυναικών που σκοτώθηκαν έχει πράγματι μεγαλύτερη σημασία από εκείνον των γέρων και των παιδιών. Γιατί έχει επιπτώσεις στη μελλοντική εξέλιξη του ρυθμού των γεννήσεων και των θανάτων, αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για πρόσωπα, που είναι συνήθως καταρτισμένα, που έχουν διαπλαστεί στα σκληρά χρόνια της προπολεμικής περιόδου. Πόσοι ειδικευμένοι εργάτες, τεχνικοί, επιστήμονες θερίστηκαν έτσι προτού ακόμα μπορέσουν να συνεισφέρουν στην εθνική οικονομία! Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση των εμποδίων που έπρεπε να υπερπηδηθούν κατά τη μεταπολεμική περίοδο αν δεν έχουμε στο νου αυτούς τους αριθμούς — ενώ αντίθετα οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναπτύξει την οικονομία τους χάρη στον πόλεμο. Ας σκεφτούμε ακόμα τον αριθμό των θυμάτων, που οφείλονται, σ’ εξωτερικούς και σ’ εμφύλιους πολέμους από το 1914 και πέρα:
Πρέπει να θυμίσουμε αυτούς τους
αριθμούς σ’ όσους (και είναι πολλοί στη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες,
τη Δυτική Ευρώπη) συγκρίνουν την ανάπτυξη της ΕΣΣΔ μ’ εκείνη των
προηγμένων καπιταλιστικών χωρών και ν’ αναρωτηθούμε που θα βρισκόταν η
σοβιετική παραγωγή στα 1974 ή στα 1980, αν οι ιστορικές συνθήκες ήταν
παρόμοιες μ’ εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών. Το ένα πέμπτο των
Σοβιετικών, που ζούσαν μεταξύ του 1917 και του 1945, πέθαναν εξαιτίας
των πολέμων. Αν παρθεί υπόψη η πτώση του ρυθμού των γεννήσεων, ο
σοβιετικός πληθυσμός, που ανερχόταν σε 250 εκατομμύρια στις αρχές του
1973 θα έπρεπε να είχε φτάσει στα 325 περίπου εκατομμύρια άτομα.
Όσο για τις υλικές απώλειες, κι αυτές δεν ήταν μικρότερες, σύμφωνα με τους σοβιετικούς υπολογισμούς, 1.700 πόλεις και 70.000 χωριά (πράγμα, που αντιστοιχεί σε στέγαση 25 εκατομμυρίων ατόμων) είχαν αφανιστεί, 31.850 εργοστάσια (που απασχολούσαν 4 εκατομμύρια μισθωτούς), 65.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών, 4.100 σιδηροδρομικοί σταθμοί, 15.800 ατμομηχανές, 428.000 βαγόνια είχαν ρημαχτεί και στην ύπαιθρο 98.000 κολχόζ, 1.876 σοβχόζ, 2.890 σταθμοί γεωργικών μηχανών, 7 εκατομμύρια άλογα, 20 εκατομμύρια χοίροι, 17 εκατομμύρια βοοειδή, 27 εκατομμύρια πρόβατα, είχαν σκοτωθεί.
Σέ ρούβλια, η σοβιετική εκτίμηση των απωλειών είναι της τάξεως των 2.596 δισεκατομμυρίων. Η Ουκρανία, η Λευκορωσία, οι Βαλτικές δημοκρατίες και η Μολδαβική Δημοκρατία είχαν ερημωθεί από τον πόλεμο καθώς και το δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας, το πιο πλούσιο και το πιο πυκνοκατοικημένο. Το εθνικό εισόδημα αντιπροσώπευε μονάχα τα 83% εκείνου του 1940 κι επρόκειτο άλλωστε για ένα μέσον όρο, γιατί η πολεμική βιομηχανία είχε απορροφήσει σχεδόν όλες τις επενδύσεις κι αντιπροσώπευε ένα σημαντικό ποσοστό αύξησης σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, ενώ στις βιομηχανίες καταναλωτικών αγαθών σημειώνονταν αισθητή πτώση, σχεδόν στο μισό.
Αν πάρουμε υπόψη και σ’ αυτό τον
τομέα επίσης τις καταστροφές του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου, του εμφύλιου
πολέμου και του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, μπορούμε να παρατηρήσουμε
το 1974, ότι η οικονομική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ δεν πραγματοποιήθηκε σε 56
χρόνια: από το 1917 ως το 1974, αλλά μονάχα από το 1927 (όταν
ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμηση) ως το 1941 κι από το 1949 (όταν περατώθηκε η
ανοικοδόμηση μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) ως το 1974, δηλαδή σε 39
χρόνια.
Σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες η πραγματική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ είναι κατά 25 χρόνια βραχύτερη. Ας θυμίσουμε επιπλέον πως το 1917 υπήρχε κιόλας μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δυο χώρες.
Στο βαθμό που απελευθερώνονταν τα κατεχόμενα εδάφη άρχιζε και η ανοικοδόμησή τους. Τον Αύγουστο του 1943 είχε συγκροτηθεί ήδη μια επιτροπή για την ανοικοδόμηση των ζωνών που απελευθερώνονταν. Πρόεδρός της ήταν ο Μαλενκόφ και μέλη της ο Μπέρια, ο Μικογιάν, ο Βοζνεσένσκι και ο Αντρέγιεφ.
Ο Πιέρ Κοτ έμεινε 4 μήνες στη Σοβιετική Ένωση το πρώτο εξάμηνο του 1944, σαν απεσταλμένος της Προσωρινής κυβέρνησης της Γαλλικής δημοκρατίας, που είχε την έδρα της στο Αλγέρι. Μπόρεσε να επισκεφθεί πολλές σοβιετικές πόλεις, όπου οι καταστροφές ήταν τεράστιες. Η Ίστρα, μια πόλη 10.000 κατοίκων, κοντά στη Μόσχα, είχε καεί εντελώς από τους Γερμανούς. Το Μάη του 1944 είχε κατά ένα μεγάλο μέρος ξαναχτιστεί από ξύλο και τούβλο. Οι γυναίκες είχαν ανεγείρει στην αρχή ένα πριονιστήριο, ένα κεραμοποιείο, ένα σιδηρουργείο και ένα ξυλουργείο, χρησιμοποιώντας τ’ απομεινάρια που είχαν βρει μέσα στα ερείπια. Χάρη σ’ αυτή την ντόπια βιομηχανία, είχαν χτίσει σπίτια, δημόσια κτίρια κι ένα νοσοκομείο. Αυτές οι ταξιαρχίες γυναικών και νέων έκαναν όλα αυτά τα έργα ύστερα από μια περίοδο εντατικής μαθητείας κάτω από την καθοδήγηση μερικών παλιών τεχνιτών. Πρόκειται για μια προσωρινή ανοικοδόμηση, που, όμως, παίρνει υπόψη της τα πολεοδομικά σχέδια για το μέλλον.
Το Στάλινγκραντ μετά τη μάχη δε διέθετε πια, στα 1943, παρά μόνο 398.000 μ2 χρησιμοποιήσιμα (μετά από αναστηλώσεις) από τα 3.500.000 μ2, που διέθετε στις αρχές του 1942. Την 1η Γενάρη 1944, είχαν ανοικοδομηθεί 775.159 μ2, και έμεναν σ’ αυτά 248.000 κάτοικοι (έναντι 500.000 τις παραμονές της μάχης). Το ίδιο συνέβαινε και με την Οδησσό, όπου οι καταστροφές ήταν, όμως, λιγότερο σημαντικές.
Η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να βασίζεται για την ανοικοδόμησή της στην αμερικανική βοήθεια. Μπορούσε, βέβαια, να ελπίζει να πάρει επανορθώσεις στη δική της ζώνη κατοχής κι είχε συγκροτήσει στα τέλη του 1944 μια επιτροπή για τον παροπλισμό των γερμανικών εργοστασίων, μ’ επικεφαλής το Μαλενκόφ, αλλά η σοβιετική ζώνη κατοχής δεν ήταν η πιο αναπτυγμένη βιομηχανική περιοχή και είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές στη διάρκεια του πολέμου. Πέρα απ’ αυτό, φαίνεται πως οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν καθόλου αποτελεσματικές. Μια επιτροπή με πρόεδρο το Μικογιάν επέκρινε αυστηρά τον τρόπο με τον όποιο είχε πραγματοποιηθεί ο παροπλισμός των εργοστασίων και πρότεινε να ξανατεθούν σε λειτουργία τα εργοστάσια επιτόπου και κάτω από σοβιετική διεύθυνση. Στις 19 Αυγούστου 1945, ο Στάλιν ζήτησε από το Γκοσπλάν να εκπονήσει ένα νέο πεντάχρονο σχέδιο, το τέταρτο, για την περίοδο 1946 -1950.
Ο Στάλιν, στο λόγο του προς τους εκλογείς της Μόσχας στις 9 Φλεβάρη 1946, αρκέστηκε να μιλήσει γενικά για το τέταρτο πεντάχρονο σχέδιο κι ανάγγειλε, ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστο τρία πεντάχρονα σχέδια για να τριπλασιαστεί ο όγκος της σοβιετικής βιομηχανίας σε σχέση με την προπολεμική περίοδο και να φτάσει στα 60 εκατομμύρια τόνους ατσάλι, στα 500 εκατομμύρια τόνους κάρβουνο, στα 60 εκατομμύρια τόνους πετρέλαιο. Ταυτόχρονα υπενθύμισε την αναγκαιότητα να συνεχιστεί να δίνεται η προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία.
Το τρίτο σχέδιο αποσκοπούσε στην ανασυγκρότηση της χώρας και καθόριζε τους εξής στόχους («Πράβντα» της 16 Μάρτη 1946) :
Προσδοκώντας τις μελλοντικές βελτιώσεις, η ζωή εξακολουθούσε να είναι σκληρή για τους Σοβιετικούς. Η συγκομιδή του 1945 (47.300.000 τόνοι) δεν ήταν καλή κι εκείνη του 1946 ήταν κακή (39.600.000 τόνοι). Η διανομή ειδών με το δελτίο, συνεχίστηκε μέχρι το 1947 και οι μερίδες εξακολουθούσαν να μην είναι μεγάλες. Το Δεκέμβρη του 1945, η μερίδα ψωμιού ήταν 400 γραμμάρια για τους εργάτες και τους υπάλληλους. Η κολχόζνικη αγορά ήταν ελεύθερη καθώς και τα λεγόμενα εμπορικά μαγαζιά, αλλά οι τιμές που σημείωναν αισθητή πτώση από το 1944, ήταν, ωστόσο, υψηλές ακόμα.
Η ανασυγκρότηση έθετε σοβαρά προβλήματα, όπως το πρόβλημα του περάσματος από την πολεμική στην ειρηνική οικονομία και το πρόβλημα του πληθωρισμού. Παρά την αποστράτευση ενός τμήματος τού Κόκκινου Στρατού αμέσως μετά το τέλος τού πολέμου κατά της Γερμανίας, η διεθνής κατάσταση δεν επέτρεπε μια πολύ μεγάλη μείωση του στρατιωτικού προϋπολογισμού. Η ΕΣΣΔ δεν κατείχε το ατομικό όπλο. Έπρεπε να το κατασκευάσει κι αυτή με τη σειρά της — γιατί όσο δεν το είχε θα παρέμενε τρωτή απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες — αλλά αυτό της κόστιζε πολύ ακριβά, πόσο ακριβώς, δεν το ξέρουμε. Δύσκολα πάντως μπορεί κανείς να κατασκευάζει ατομικές βόμβες και ταυτόχρονα ν’ αναπτύσσει γρήγορα την παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών. Είναι αλήθεια, πως ο πόλεμος επιτάχυνε τη μεταφορά της βιομηχανίας ανατολικά, ξετίναξε τη γραφειοκρατία, που είχε αναπτυχτεί στη διεύθυνση των επιχειρήσεων, βελτίωσε την παραγωγικότητα της εργασίας. Είναι αλήθεια, πως ο αγώνας δρόμου στους εξοπλισμούς την επομένη του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου έσπρωχνε τη Σοβιετική Ένωση να δημιουργήσει μια βιομηχανία ατομικής ενέργειας και την υποχρέωνε να βάλει με τόλμη τις βάσεις μιας διαστημικής βιομηχανίας, αλλά ταυτόχρονα αυτό την ανάγκαζε να θυσιάζει σημαντικά ποσά στην πολεμική βιομηχανία. Το σοβιετικό εθνικό εισόδημα όμως, ήταν πολύ κατώτερο από το αμερικανικό (περίπου το ένα τέταρτο στα 1945), λόγω της αφετηριακής καθυστέρησης στα 1917, που είχε επιταθεί από τις καταστροφές των πολέμων. Έτσι, όταν ο μέσος Αμερικανός δαπανούσε ένα δολάριο για το ατομικό όπλο, ο μέσος Σοβιετικός δαπανούσε τέσσερα… Τί άλλο, όμως, μπορούσε να κάνει η Σοβιετική Ένωση; Μπορούσε ν’ αφήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν το μονοπώλιο του ατομικού όπλου; Αυτό ήταν φυσικά αδύνατο, αλλά ταυτόχρονα αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να διατηρηθεί μια πολεμική προσπάθεια που το μέγεθός της εύκολα μπορεί κανείς να το φανταστεί, αν όχι υπολογίζοντάς το με αριθμούς τουλάχιστο συλλαμβάνοντάς το με τον κοινό νου.
Από το 1945, τα πληθωριστικά φαινόμενα, που είχαν συγκρατηθεί στη διάρκεια του πολέμου εμφανίζονται πιο απειλητικά, και τόσο περισσότερο όσο η κατάσταση στη γεωργία αντί να βελτιώνεται, χειροτερεύει. Η σοβιετική κυβέρνηση, αφού ανακοίνωσε, στις 28 Αυγούστου 1946, ότι η διανομή ειδών με το δελτίο θα διατηρούνταν για ένα χρόνο ακόμα, ανάγγειλε τον επόμενο μήνα μίαν αύξηση της τιμής αυτών των ειδών. Ταυτόχρονα η διαχείριση της οικονομίας γνώριζε μείζονες δυσχέρειες, τις ίδιες που είχαν διαπιστωθεί και προπολεμικά.
Το πιο αξιοσημείωτο είναι, ότι η Σοβιετική Ένωση, ενώ αντιμετώπιζε τόσες δυσκολίες κι ήταν ερειπωμένη και μάλιστα πεινασμένη την επομένη του πολέμου — παρά τη νίκη — μπόρεσε να ανορθώσει την οικονομία της, να πραγματοποιήσει τους στόχους του τέταρτου πεντάχρονου σχεδίου καθώς και τους πιο μακροπρόθεσμους, που είχε ορίσει ο Στάλιν στο λόγο του της 9 Φλεβάρη 1946. Κι αυτό, γιατί η σοσιαλιστική οικονομία, παρά τις κάθε λογής τροχοπέδες, πού προέρχονταν από την επιδομή, διατηρούσε μέσα της μίαν ικανότητα προσαρμογής και ανάπτυξης χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, όπως το είχε δείξει περίτρανα ο πόλεμος. Η συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής, καταργώντας τα ιδιαίτερα συμφέροντα, τους κεφαλαιούχους και το κέρδος, αποδέσμευε μια τεράστια δύναμη, που συνέβαλε στην άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς κανένας φραγμός να μπορέσει να εμποδίσει την ανάπτυξή τους.
Το 1946, έχει αρχίσει η ανοικοδόμηση, αλλά θα πρέπει να περατωθεί με το τέταρτο πεντάχρονο σχέδιο. Λόγω της πολιτικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η απειλή ενός ατομικού πολέμου βαραίνει πάνω στους λαούς, που έχουν τόσο πολύ υποφέρει, τόσο πολύ πολεμήσει, τόσο πολύ ελπίσει και που δεν ποθούν παρά την ειρήνη. Η ΕΣΣΔ, όμως, δεν είναι πιά ένα «πολιορκημένο φρούριο». Στα δυτικά σύνορά της έχουν συγκροτηθεί λαϊκά κράτη, που η εξωτερική πολιτική τους θεμελιώνεται πάνω στη φιλία με τη Σοβιετική Ένωση και που τα οικονομικά και κοινωνικά καθεστώτα τους αλλάζουν προς σοσιαλιστική κατεύθυνση. Στην Ανατολή και τη νότια Ανατολή βροντάει η Κινέζικη επανάσταση, που η φλόγα της ξεπήδησε από τη Σοβιετική επανάσταση. Σ’ όλες τις χώρες, που ήταν μέχρι τότε υποτελείς στον ιμπεριαλισμό, σ’ όλες τις ηπείρους, στην Αφρική, την Ασία, την κεντρική και τη νότια Αμερική γεννιούνται ισχυρά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, που τη σημασία τους ο Λένιν είχε δείξει στα τελευταία του γραφτά.
Τα μεταπολεμικά χρόνια δε θα είναι, ασφαλώς, εύκολα για τους Σοβιετικούς, αλλά πρέπει πάντα να θυμόμαστε τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, τις αφάνταστες ταλαιπωρίες και τον χωρίς προηγούμενο ηρωισμό των λαών της Σοβιετικής Ένωσης. Μέσα από τις μεταπτώσεις μιας πολυτάραχης ιστορίας, ο σοσιαλισμός, οικοδομείται βήμα προς βήμα, όχι βέβαια όπως θα μπορούσε να τον οραματίζεται κανείς μέσα από ένα χρυσόδετο βιβλίο, αλλά όπως τον φτιάχνει η ζωή, ξεκινώντας από καταστάσεις και ανθρώπους, που τους έχει κληροδοτήσει το παρελθόν. Όπως έγραφε ο Ιλία Έρενμπουργκ το βράδι της 9 Μάη 1945:
«Σίγουρα, όλοι μας εκείνη τη μέρα, ο καθένας μας, ένιωθε πως δρασκελίσαμε ένα καινούργιο διάσελο, ίσως το πιο μεγάλο, πως μια εποχή είχε λήξει, και πως μια νέα άρχιζε τώρα. Ήξερα πως η αυριανή, η μεταπολεμική ζωή θα ήταν σκληρή… Η χώρα ήταν ερειπωμένη και φτωχή. Είχε χάσει τα πιο νέα, τα πιο γερά, ίσως τα καλύτερα παιδιά της».
Η ΕΣΣΔ έμπαινε στη σύγχρονη εποχή…
(Αποσπάσματα από την “Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης”, του Ζαν Ελλενστέιν (τόμος Β΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1977)
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση
Γνωρίζουμε τον πληθυσμό του 1940 κι εκείνον του 1956, τουλάχιστο σύμφωνα με εκτίμηση σοβιετικής πηγής. Ανερχόταν σε 191.700.000 το 1940 και σε 200.200.000 κατοίκους το 1956, μέσα στα σημερινά εδαφικά όρια (μ’ εξαίρεση την περιοχή του Καλίνινγκραντ, δηλαδή του παλιού Καίνιγσμπεργκ στην ανατολική Πρωσσία, αλλά ουσιαστικά όλος ο πληθυσμός γερμανικής καταγωγής είχε μεταναστεύει). Σε 16 χρόνια επομένως η συνολική αύξηση ανερχόταν σε 8.500.000 άτομα. Ο πληθυσμός ορισμένων δημοκρατιών που είχαν καταληφθεί στη διάρκεια του πολέμου ήταν μάλιστα μικρότερος το 1956 απ’ ότι το 1940, κι αυτή είναι η περίπτωση της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας.
Θυμίζουμε, πως μονάχα ο αριθμός των θυμάτων από τον άμαχο πληθυσμό κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ είναι μεγαλύτερος από το σύνολο των αγγλοαμερικανικών απωλειών του Δευτέρου παγκόσμιου πολέμου και μεγαλύτερος από τις γαλλικές απώλειες.
Το σύνολο των γαλλικών, αγγλικών και αμερικανικών απωλειών αντιπροσωπεύει επομένως το ένα πέμπτο των σοβιετικών απωλειών. Αν κάνουμε αυτή τη σύγκριση δεν είναι για να εκφράσουμε θλίψη ή για να μεμφθούμε κάποιον για κάτι, αλλά για να συνειδητοποιήσουμε αυτή την αφαίμαξη, που δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία. Μια βαθύτερη μελέτη του προβλήματος των θυμάτων του πόλεμου θα έδειχνε ότι η καταστροφή ήταν ακόμα πιο μεγάλη, αν πάρουμε υπόψη την ποιοτική πλευρά του θέματος. Ο αριθμός των νέων αντρών και γυναικών που σκοτώθηκαν έχει πράγματι μεγαλύτερη σημασία από εκείνον των γέρων και των παιδιών. Γιατί έχει επιπτώσεις στη μελλοντική εξέλιξη του ρυθμού των γεννήσεων και των θανάτων, αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για πρόσωπα, που είναι συνήθως καταρτισμένα, που έχουν διαπλαστεί στα σκληρά χρόνια της προπολεμικής περιόδου. Πόσοι ειδικευμένοι εργάτες, τεχνικοί, επιστήμονες θερίστηκαν έτσι προτού ακόμα μπορέσουν να συνεισφέρουν στην εθνική οικονομία! Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση των εμποδίων που έπρεπε να υπερπηδηθούν κατά τη μεταπολεμική περίοδο αν δεν έχουμε στο νου αυτούς τους αριθμούς — ενώ αντίθετα οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναπτύξει την οικονομία τους χάρη στον πόλεμο. Ας σκεφτούμε ακόμα τον αριθμό των θυμάτων, που οφείλονται, σ’ εξωτερικούς και σ’ εμφύλιους πολέμους από το 1914 και πέρα:
Όσο για τις υλικές απώλειες, κι αυτές δεν ήταν μικρότερες, σύμφωνα με τους σοβιετικούς υπολογισμούς, 1.700 πόλεις και 70.000 χωριά (πράγμα, που αντιστοιχεί σε στέγαση 25 εκατομμυρίων ατόμων) είχαν αφανιστεί, 31.850 εργοστάσια (που απασχολούσαν 4 εκατομμύρια μισθωτούς), 65.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών, 4.100 σιδηροδρομικοί σταθμοί, 15.800 ατμομηχανές, 428.000 βαγόνια είχαν ρημαχτεί και στην ύπαιθρο 98.000 κολχόζ, 1.876 σοβχόζ, 2.890 σταθμοί γεωργικών μηχανών, 7 εκατομμύρια άλογα, 20 εκατομμύρια χοίροι, 17 εκατομμύρια βοοειδή, 27 εκατομμύρια πρόβατα, είχαν σκοτωθεί.
Σέ ρούβλια, η σοβιετική εκτίμηση των απωλειών είναι της τάξεως των 2.596 δισεκατομμυρίων. Η Ουκρανία, η Λευκορωσία, οι Βαλτικές δημοκρατίες και η Μολδαβική Δημοκρατία είχαν ερημωθεί από τον πόλεμο καθώς και το δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας, το πιο πλούσιο και το πιο πυκνοκατοικημένο. Το εθνικό εισόδημα αντιπροσώπευε μονάχα τα 83% εκείνου του 1940 κι επρόκειτο άλλωστε για ένα μέσον όρο, γιατί η πολεμική βιομηχανία είχε απορροφήσει σχεδόν όλες τις επενδύσεις κι αντιπροσώπευε ένα σημαντικό ποσοστό αύξησης σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, ενώ στις βιομηχανίες καταναλωτικών αγαθών σημειώνονταν αισθητή πτώση, σχεδόν στο μισό.
Σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες η πραγματική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ είναι κατά 25 χρόνια βραχύτερη. Ας θυμίσουμε επιπλέον πως το 1917 υπήρχε κιόλας μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δυο χώρες.
Στο βαθμό που απελευθερώνονταν τα κατεχόμενα εδάφη άρχιζε και η ανοικοδόμησή τους. Τον Αύγουστο του 1943 είχε συγκροτηθεί ήδη μια επιτροπή για την ανοικοδόμηση των ζωνών που απελευθερώνονταν. Πρόεδρός της ήταν ο Μαλενκόφ και μέλη της ο Μπέρια, ο Μικογιάν, ο Βοζνεσένσκι και ο Αντρέγιεφ.
Ο Πιέρ Κοτ έμεινε 4 μήνες στη Σοβιετική Ένωση το πρώτο εξάμηνο του 1944, σαν απεσταλμένος της Προσωρινής κυβέρνησης της Γαλλικής δημοκρατίας, που είχε την έδρα της στο Αλγέρι. Μπόρεσε να επισκεφθεί πολλές σοβιετικές πόλεις, όπου οι καταστροφές ήταν τεράστιες. Η Ίστρα, μια πόλη 10.000 κατοίκων, κοντά στη Μόσχα, είχε καεί εντελώς από τους Γερμανούς. Το Μάη του 1944 είχε κατά ένα μεγάλο μέρος ξαναχτιστεί από ξύλο και τούβλο. Οι γυναίκες είχαν ανεγείρει στην αρχή ένα πριονιστήριο, ένα κεραμοποιείο, ένα σιδηρουργείο και ένα ξυλουργείο, χρησιμοποιώντας τ’ απομεινάρια που είχαν βρει μέσα στα ερείπια. Χάρη σ’ αυτή την ντόπια βιομηχανία, είχαν χτίσει σπίτια, δημόσια κτίρια κι ένα νοσοκομείο. Αυτές οι ταξιαρχίες γυναικών και νέων έκαναν όλα αυτά τα έργα ύστερα από μια περίοδο εντατικής μαθητείας κάτω από την καθοδήγηση μερικών παλιών τεχνιτών. Πρόκειται για μια προσωρινή ανοικοδόμηση, που, όμως, παίρνει υπόψη της τα πολεοδομικά σχέδια για το μέλλον.
Το Στάλινγκραντ μετά τη μάχη δε διέθετε πια, στα 1943, παρά μόνο 398.000 μ2 χρησιμοποιήσιμα (μετά από αναστηλώσεις) από τα 3.500.000 μ2, που διέθετε στις αρχές του 1942. Την 1η Γενάρη 1944, είχαν ανοικοδομηθεί 775.159 μ2, και έμεναν σ’ αυτά 248.000 κάτοικοι (έναντι 500.000 τις παραμονές της μάχης). Το ίδιο συνέβαινε και με την Οδησσό, όπου οι καταστροφές ήταν, όμως, λιγότερο σημαντικές.
Η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να βασίζεται για την ανοικοδόμησή της στην αμερικανική βοήθεια. Μπορούσε, βέβαια, να ελπίζει να πάρει επανορθώσεις στη δική της ζώνη κατοχής κι είχε συγκροτήσει στα τέλη του 1944 μια επιτροπή για τον παροπλισμό των γερμανικών εργοστασίων, μ’ επικεφαλής το Μαλενκόφ, αλλά η σοβιετική ζώνη κατοχής δεν ήταν η πιο αναπτυγμένη βιομηχανική περιοχή και είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές στη διάρκεια του πολέμου. Πέρα απ’ αυτό, φαίνεται πως οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν καθόλου αποτελεσματικές. Μια επιτροπή με πρόεδρο το Μικογιάν επέκρινε αυστηρά τον τρόπο με τον όποιο είχε πραγματοποιηθεί ο παροπλισμός των εργοστασίων και πρότεινε να ξανατεθούν σε λειτουργία τα εργοστάσια επιτόπου και κάτω από σοβιετική διεύθυνση. Στις 19 Αυγούστου 1945, ο Στάλιν ζήτησε από το Γκοσπλάν να εκπονήσει ένα νέο πεντάχρονο σχέδιο, το τέταρτο, για την περίοδο 1946 -1950.
Ο Στάλιν, στο λόγο του προς τους εκλογείς της Μόσχας στις 9 Φλεβάρη 1946, αρκέστηκε να μιλήσει γενικά για το τέταρτο πεντάχρονο σχέδιο κι ανάγγειλε, ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστο τρία πεντάχρονα σχέδια για να τριπλασιαστεί ο όγκος της σοβιετικής βιομηχανίας σε σχέση με την προπολεμική περίοδο και να φτάσει στα 60 εκατομμύρια τόνους ατσάλι, στα 500 εκατομμύρια τόνους κάρβουνο, στα 60 εκατομμύρια τόνους πετρέλαιο. Ταυτόχρονα υπενθύμισε την αναγκαιότητα να συνεχιστεί να δίνεται η προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία.
Το τρίτο σχέδιο αποσκοπούσε στην ανασυγκρότηση της χώρας και καθόριζε τους εξής στόχους («Πράβντα» της 16 Μάρτη 1946) :
Προσδοκώντας τις μελλοντικές βελτιώσεις, η ζωή εξακολουθούσε να είναι σκληρή για τους Σοβιετικούς. Η συγκομιδή του 1945 (47.300.000 τόνοι) δεν ήταν καλή κι εκείνη του 1946 ήταν κακή (39.600.000 τόνοι). Η διανομή ειδών με το δελτίο, συνεχίστηκε μέχρι το 1947 και οι μερίδες εξακολουθούσαν να μην είναι μεγάλες. Το Δεκέμβρη του 1945, η μερίδα ψωμιού ήταν 400 γραμμάρια για τους εργάτες και τους υπάλληλους. Η κολχόζνικη αγορά ήταν ελεύθερη καθώς και τα λεγόμενα εμπορικά μαγαζιά, αλλά οι τιμές που σημείωναν αισθητή πτώση από το 1944, ήταν, ωστόσο, υψηλές ακόμα.
Η ανασυγκρότηση έθετε σοβαρά προβλήματα, όπως το πρόβλημα του περάσματος από την πολεμική στην ειρηνική οικονομία και το πρόβλημα του πληθωρισμού. Παρά την αποστράτευση ενός τμήματος τού Κόκκινου Στρατού αμέσως μετά το τέλος τού πολέμου κατά της Γερμανίας, η διεθνής κατάσταση δεν επέτρεπε μια πολύ μεγάλη μείωση του στρατιωτικού προϋπολογισμού. Η ΕΣΣΔ δεν κατείχε το ατομικό όπλο. Έπρεπε να το κατασκευάσει κι αυτή με τη σειρά της — γιατί όσο δεν το είχε θα παρέμενε τρωτή απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες — αλλά αυτό της κόστιζε πολύ ακριβά, πόσο ακριβώς, δεν το ξέρουμε. Δύσκολα πάντως μπορεί κανείς να κατασκευάζει ατομικές βόμβες και ταυτόχρονα ν’ αναπτύσσει γρήγορα την παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών. Είναι αλήθεια, πως ο πόλεμος επιτάχυνε τη μεταφορά της βιομηχανίας ανατολικά, ξετίναξε τη γραφειοκρατία, που είχε αναπτυχτεί στη διεύθυνση των επιχειρήσεων, βελτίωσε την παραγωγικότητα της εργασίας. Είναι αλήθεια, πως ο αγώνας δρόμου στους εξοπλισμούς την επομένη του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου έσπρωχνε τη Σοβιετική Ένωση να δημιουργήσει μια βιομηχανία ατομικής ενέργειας και την υποχρέωνε να βάλει με τόλμη τις βάσεις μιας διαστημικής βιομηχανίας, αλλά ταυτόχρονα αυτό την ανάγκαζε να θυσιάζει σημαντικά ποσά στην πολεμική βιομηχανία. Το σοβιετικό εθνικό εισόδημα όμως, ήταν πολύ κατώτερο από το αμερικανικό (περίπου το ένα τέταρτο στα 1945), λόγω της αφετηριακής καθυστέρησης στα 1917, που είχε επιταθεί από τις καταστροφές των πολέμων. Έτσι, όταν ο μέσος Αμερικανός δαπανούσε ένα δολάριο για το ατομικό όπλο, ο μέσος Σοβιετικός δαπανούσε τέσσερα… Τί άλλο, όμως, μπορούσε να κάνει η Σοβιετική Ένωση; Μπορούσε ν’ αφήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν το μονοπώλιο του ατομικού όπλου; Αυτό ήταν φυσικά αδύνατο, αλλά ταυτόχρονα αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να διατηρηθεί μια πολεμική προσπάθεια που το μέγεθός της εύκολα μπορεί κανείς να το φανταστεί, αν όχι υπολογίζοντάς το με αριθμούς τουλάχιστο συλλαμβάνοντάς το με τον κοινό νου.
Από το 1945, τα πληθωριστικά φαινόμενα, που είχαν συγκρατηθεί στη διάρκεια του πολέμου εμφανίζονται πιο απειλητικά, και τόσο περισσότερο όσο η κατάσταση στη γεωργία αντί να βελτιώνεται, χειροτερεύει. Η σοβιετική κυβέρνηση, αφού ανακοίνωσε, στις 28 Αυγούστου 1946, ότι η διανομή ειδών με το δελτίο θα διατηρούνταν για ένα χρόνο ακόμα, ανάγγειλε τον επόμενο μήνα μίαν αύξηση της τιμής αυτών των ειδών. Ταυτόχρονα η διαχείριση της οικονομίας γνώριζε μείζονες δυσχέρειες, τις ίδιες που είχαν διαπιστωθεί και προπολεμικά.
Το πιο αξιοσημείωτο είναι, ότι η Σοβιετική Ένωση, ενώ αντιμετώπιζε τόσες δυσκολίες κι ήταν ερειπωμένη και μάλιστα πεινασμένη την επομένη του πολέμου — παρά τη νίκη — μπόρεσε να ανορθώσει την οικονομία της, να πραγματοποιήσει τους στόχους του τέταρτου πεντάχρονου σχεδίου καθώς και τους πιο μακροπρόθεσμους, που είχε ορίσει ο Στάλιν στο λόγο του της 9 Φλεβάρη 1946. Κι αυτό, γιατί η σοσιαλιστική οικονομία, παρά τις κάθε λογής τροχοπέδες, πού προέρχονταν από την επιδομή, διατηρούσε μέσα της μίαν ικανότητα προσαρμογής και ανάπτυξης χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, όπως το είχε δείξει περίτρανα ο πόλεμος. Η συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής, καταργώντας τα ιδιαίτερα συμφέροντα, τους κεφαλαιούχους και το κέρδος, αποδέσμευε μια τεράστια δύναμη, που συνέβαλε στην άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων χωρίς κανένας φραγμός να μπορέσει να εμποδίσει την ανάπτυξή τους.
Το 1946, έχει αρχίσει η ανοικοδόμηση, αλλά θα πρέπει να περατωθεί με το τέταρτο πεντάχρονο σχέδιο. Λόγω της πολιτικής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η απειλή ενός ατομικού πολέμου βαραίνει πάνω στους λαούς, που έχουν τόσο πολύ υποφέρει, τόσο πολύ πολεμήσει, τόσο πολύ ελπίσει και που δεν ποθούν παρά την ειρήνη. Η ΕΣΣΔ, όμως, δεν είναι πιά ένα «πολιορκημένο φρούριο». Στα δυτικά σύνορά της έχουν συγκροτηθεί λαϊκά κράτη, που η εξωτερική πολιτική τους θεμελιώνεται πάνω στη φιλία με τη Σοβιετική Ένωση και που τα οικονομικά και κοινωνικά καθεστώτα τους αλλάζουν προς σοσιαλιστική κατεύθυνση. Στην Ανατολή και τη νότια Ανατολή βροντάει η Κινέζικη επανάσταση, που η φλόγα της ξεπήδησε από τη Σοβιετική επανάσταση. Σ’ όλες τις χώρες, που ήταν μέχρι τότε υποτελείς στον ιμπεριαλισμό, σ’ όλες τις ηπείρους, στην Αφρική, την Ασία, την κεντρική και τη νότια Αμερική γεννιούνται ισχυρά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, που τη σημασία τους ο Λένιν είχε δείξει στα τελευταία του γραφτά.
Τα μεταπολεμικά χρόνια δε θα είναι, ασφαλώς, εύκολα για τους Σοβιετικούς, αλλά πρέπει πάντα να θυμόμαστε τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, τις αφάνταστες ταλαιπωρίες και τον χωρίς προηγούμενο ηρωισμό των λαών της Σοβιετικής Ένωσης. Μέσα από τις μεταπτώσεις μιας πολυτάραχης ιστορίας, ο σοσιαλισμός, οικοδομείται βήμα προς βήμα, όχι βέβαια όπως θα μπορούσε να τον οραματίζεται κανείς μέσα από ένα χρυσόδετο βιβλίο, αλλά όπως τον φτιάχνει η ζωή, ξεκινώντας από καταστάσεις και ανθρώπους, που τους έχει κληροδοτήσει το παρελθόν. Όπως έγραφε ο Ιλία Έρενμπουργκ το βράδι της 9 Μάη 1945:
«Σίγουρα, όλοι μας εκείνη τη μέρα, ο καθένας μας, ένιωθε πως δρασκελίσαμε ένα καινούργιο διάσελο, ίσως το πιο μεγάλο, πως μια εποχή είχε λήξει, και πως μια νέα άρχιζε τώρα. Ήξερα πως η αυριανή, η μεταπολεμική ζωή θα ήταν σκληρή… Η χώρα ήταν ερειπωμένη και φτωχή. Είχε χάσει τα πιο νέα, τα πιο γερά, ίσως τα καλύτερα παιδιά της».
Η ΕΣΣΔ έμπαινε στη σύγχρονη εποχή…
(Αποσπάσματα από την “Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης”, του Ζαν Ελλενστέιν (τόμος Β΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1977)
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση