Σαν σήμερα, στις 25 του Σεπτέμβρη 1849, έφυγε από τη ζωή αγνοημένος
και πάμφτωχος, ο οπλαρχηγός Νικήτας Σταματελόπουλος – Νικηταράς, ένας
από τους πιο άξιους ηγέτες της Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε μάλλον το 1787 «εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ εναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι», όπως διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης.
Για την προσωπικότητα και το ποιόν του Νικηταρά γράφει ο Γεώργιος Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη: «…Ην γαρ ο ανήρ αρειμάνιος, απλούς και άκακος, ειλικρινής και τίμιος, πιστός και φιλότιμος, δίκαιος και αμερόληπτος, πλούσιος και πένης. Διότι, ενώ είχε τρόπους να πλουτίσει καθώς άλλοι οπλαρχηγοί επλούτισαν ή από πλεονεξίας και αρπαγάς, αυτός κατεφρόνει και λάφυρα… Διά τούτο όμως θαυμαζόμενος απέκτησε πλούτον και θησαυρόν ανεξάντλητων, την υπόληψιν και το σέβας όλου του Πανελληνίου…».
«Με τον ίδιο τρόπο εκφράστηκαν όλοι όσοι γνώρισαν το Νικήτα Σταματελόπουλο, γνωστότερο ως Νικηταρά, κορυφαίο ήρωα της Εθνεγερσίας. Αυτόν, που κατά το στρατηγό Μακρυγιάννη, υπήρξε «ασυμβίβαστος και πατριδοφύλακας», αλλά πέθανε αγνοημένος και πάμπτωχος και που δεν έχει απασχολήσει στο βαθμό που θα ‘πρεπε την πεζογραφία μας, πλην ενός ή δύο νεανικών αναγνωσμάτων, λ.χ. Τάκη Λάππα «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος»). Η προσωπικότητα του Αρκάδα αγωνιστή ευεργέτησε και πυροδότησε στην Εθνεγερσία αλλά και την ψυχή ενός καταπονημένου λαού. Ο Νικηταράς αγαπήθηκε από το λαό ο οποίος διαθέτει αλάθητο κριτήριο, ξέρει να τιμά και να μην ξεχνά τους ήρωές του. Αλλά, η μνήμη χρειάζεται ενίσχυση», σημειώνει η Ελένη Σαραντίτη, στον Ριζοσπάστη (14/12/2000), παρουσιάζοντας το βιβλίο του Δημήτρη Σταμέλου: «ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ – πρότυπο παλικαριάς και αρετής».
Στη μονογραφία του Δ. Σταμέλου «προβάλλει η μορφή του μεγάλου αγωνιστή όπως ακριβώς ήταν: θαρραλέα, έντιμη, ανεξαργύρωτη, περήφανη, ταπεινή, γενναία, φλογισμένη από τον πόθο της ελευθερίας. Ο Δημήτρης Σταμέλος με αναφορές του στα παιδικά χρόνια του ήρωα, στη δράση του ως κλέφτη, στη συμμετοχή του σε φοβερές μάχες, παρουσιάζει τις προσπάθειές του Νικηταρά για θεμελίωση του νεοελληνικού κράτους, μακριά από ξένες επεμβάσεις. Παρακολουθούμε με ντοκουμέντα ή αφηγήσεις του συγγραφέα, τις αφάνταστες ταλαιπωρίες και διώξεις ήρωα».
Ο Νικηταράς είχε την τύχη πολλών αγωνιστών του ΄21, που διώχτηκαν, φυλακίστηκαν, καταδικάστηκαν ως «προδότες», εξοντώθηκαν, ή, στην «καλύτερη» περίπτωση, αγνοήθηκαν και αφέθηκαν να πεθάνουν παραγκωνισμένοι και πάμφτωχοι. Αυτή ήταν η ανταμοιβή της πατρίδας που πολέμησαν με κίνδυνο της ζωής τους για να ελευθερώσουν, αλλά ποτέ δεν λευτερώθηκε από τα δεσμά της εξάρτησης από την ξένη και ντόπια πλουτοκρατία.
Μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από τα τελευταία χρόνια της ζωής του περήφανου πολέμαρχου αγωνιστή Νικηταρά, που βρήκαμε στην εφημερίδα-περιοδικό των Ηπειρωτών της Διασποράς “ΠΥΡΡΟΣ” (φ. 59):
«Η Ελληνική κυβέρνηση, επί Όθωνα, τον συνέλαβε το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώος, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, με τη κατηγορία της «προδοσίας»! Μετά από 1,5 χρόνο τον ελευθέρωσαν και κατάντησε ζητιάνος στα σοκκάκια του Πειραιά, για να ζήσει… Η τότε αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε άδειες για τα αποδοτικά πόστα ζητιανάς, είχε καθορίσει μια ορισμένη μέρα της εβδομάδας στον ήρωα, επαίτη πλέον, μια θέση κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας από την οποία του επέτρεπε(!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή! Αυτή ήταν η ανταμοιβή για την προσφορά του στον Αγώνα…
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης (Ρωσίας), αυτός μετέβη στο συγκεκριμένο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
-Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος…
-Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας…
-Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος κάτω στο δρόμο; επέμενε ο ξένος…
-Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς…
Ο ξένος κατάλαβε και φεύγοντας, άφησε διακριτικά να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς, που σχεδόν είχε χάσει το φως του, άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:
-Σου έπεσε το πουγκί σου… Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!
Στις 25 (ή 27) του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος…»
Γεννήθηκε μάλλον το 1787 «εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ εναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι», όπως διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης.
Για την προσωπικότητα και το ποιόν του Νικηταρά γράφει ο Γεώργιος Γαζής, γραμματικός του Καραϊσκάκη: «…Ην γαρ ο ανήρ αρειμάνιος, απλούς και άκακος, ειλικρινής και τίμιος, πιστός και φιλότιμος, δίκαιος και αμερόληπτος, πλούσιος και πένης. Διότι, ενώ είχε τρόπους να πλουτίσει καθώς άλλοι οπλαρχηγοί επλούτισαν ή από πλεονεξίας και αρπαγάς, αυτός κατεφρόνει και λάφυρα… Διά τούτο όμως θαυμαζόμενος απέκτησε πλούτον και θησαυρόν ανεξάντλητων, την υπόληψιν και το σέβας όλου του Πανελληνίου…».
«Με τον ίδιο τρόπο εκφράστηκαν όλοι όσοι γνώρισαν το Νικήτα Σταματελόπουλο, γνωστότερο ως Νικηταρά, κορυφαίο ήρωα της Εθνεγερσίας. Αυτόν, που κατά το στρατηγό Μακρυγιάννη, υπήρξε «ασυμβίβαστος και πατριδοφύλακας», αλλά πέθανε αγνοημένος και πάμπτωχος και που δεν έχει απασχολήσει στο βαθμό που θα ‘πρεπε την πεζογραφία μας, πλην ενός ή δύο νεανικών αναγνωσμάτων, λ.χ. Τάκη Λάππα «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος»). Η προσωπικότητα του Αρκάδα αγωνιστή ευεργέτησε και πυροδότησε στην Εθνεγερσία αλλά και την ψυχή ενός καταπονημένου λαού. Ο Νικηταράς αγαπήθηκε από το λαό ο οποίος διαθέτει αλάθητο κριτήριο, ξέρει να τιμά και να μην ξεχνά τους ήρωές του. Αλλά, η μνήμη χρειάζεται ενίσχυση», σημειώνει η Ελένη Σαραντίτη, στον Ριζοσπάστη (14/12/2000), παρουσιάζοντας το βιβλίο του Δημήτρη Σταμέλου: «ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ – πρότυπο παλικαριάς και αρετής».
Στη μονογραφία του Δ. Σταμέλου «προβάλλει η μορφή του μεγάλου αγωνιστή όπως ακριβώς ήταν: θαρραλέα, έντιμη, ανεξαργύρωτη, περήφανη, ταπεινή, γενναία, φλογισμένη από τον πόθο της ελευθερίας. Ο Δημήτρης Σταμέλος με αναφορές του στα παιδικά χρόνια του ήρωα, στη δράση του ως κλέφτη, στη συμμετοχή του σε φοβερές μάχες, παρουσιάζει τις προσπάθειές του Νικηταρά για θεμελίωση του νεοελληνικού κράτους, μακριά από ξένες επεμβάσεις. Παρακολουθούμε με ντοκουμέντα ή αφηγήσεις του συγγραφέα, τις αφάνταστες ταλαιπωρίες και διώξεις ήρωα».
Ο Νικηταράς είχε την τύχη πολλών αγωνιστών του ΄21, που διώχτηκαν, φυλακίστηκαν, καταδικάστηκαν ως «προδότες», εξοντώθηκαν, ή, στην «καλύτερη» περίπτωση, αγνοήθηκαν και αφέθηκαν να πεθάνουν παραγκωνισμένοι και πάμφτωχοι. Αυτή ήταν η ανταμοιβή της πατρίδας που πολέμησαν με κίνδυνο της ζωής τους για να ελευθερώσουν, αλλά ποτέ δεν λευτερώθηκε από τα δεσμά της εξάρτησης από την ξένη και ντόπια πλουτοκρατία.
Μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από τα τελευταία χρόνια της ζωής του περήφανου πολέμαρχου αγωνιστή Νικηταρά, που βρήκαμε στην εφημερίδα-περιοδικό των Ηπειρωτών της Διασποράς “ΠΥΡΡΟΣ” (φ. 59):
«Η Ελληνική κυβέρνηση, επί Όθωνα, τον συνέλαβε το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώος, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, με τη κατηγορία της «προδοσίας»! Μετά από 1,5 χρόνο τον ελευθέρωσαν και κατάντησε ζητιάνος στα σοκκάκια του Πειραιά, για να ζήσει… Η τότε αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε άδειες για τα αποδοτικά πόστα ζητιανάς, είχε καθορίσει μια ορισμένη μέρα της εβδομάδας στον ήρωα, επαίτη πλέον, μια θέση κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας από την οποία του επέτρεπε(!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή! Αυτή ήταν η ανταμοιβή για την προσφορά του στον Αγώνα…
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης (Ρωσίας), αυτός μετέβη στο συγκεκριμένο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
-Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος…
-Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας…
-Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος κάτω στο δρόμο; επέμενε ο ξένος…
-Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς…
Ο ξένος κατάλαβε και φεύγοντας, άφησε διακριτικά να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς, που σχεδόν είχε χάσει το φως του, άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:
-Σου έπεσε το πουγκί σου… Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!
Στις 25 (ή 27) του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος…»