Τον
Μάρτιο του 1946 ο Ουίστον Τσόρτσιλ σε ομιλία του στο κολλέγιο
Ουεστμινστερ του Φούλτον στο Μισούρι των ΗΠΑ ζήτησε τη δημιουργία μια
αγγλοαμερικανικής συμμαχίας για την καταπολέμηση του «ανατολικού
κομμουνισμού». Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, ήταν παρών μαζί με τον
Τσόρτσιλ στο βήμα. Ο Τσόρτσιλ δήλωσε ότι “η Δύση” θα πρέπει να είναι
προετοιμασμένη να δώσει μια τέτοια μάχη τους επόμενους αιώνες. Αυτό δεν
ήταν απλή ρητορική. Σε έναν λυσσαλέο και παρανοϊκό αντικομμουνιστικό
λίβελο ενάντια στη «σοβιετική Ρωσία και τη διεθνή κομμουνιστική της
οργάνωση» που πήγαζε από μια παθολογική εχθρότητα απέναντι στο
σοσιαλισμό και τη μέθη του με τη νοσηρή έλξη για αυτό που θεωρούσε
στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο, ο Τσόρτσιλ επιδόθηκε σε
μια επικίνδυνη και σκόπιμη προβοκάτσια σχεδιασμένη για να ενισχύσει τον
ιμπεριαλισμό και να θέσει τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας νέας
διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Ένα
χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 1947, ο Τρούμαν ανέπτυξε αυτό που έγινε
αργότερα γνωστό ως «Δόγμα Τρούμαν» σε μια ομιλία στο Κογκρέσο των ΗΠΑ
ζητώντας την πίστωση 400 εκατομμυρίων δολαρίων για βοήθεια σε Ελλάδα και
Τουρκία. Οι ΗΠΑ, υπό το ψεύτικο πρόσχημα της διασφάλισης της «εθνικής
ασφάλειας» ανέλαβαν αλαζονικά την ευθύνη της «υπεράσπισης» της Ευρώπης
από το λεγόμενο «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Το
Μάρτιο του 1948 το Βέλγιο, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η
Βρετανία σύναψαν τη συνθήκη των Βρυξελλών ως βάση για συμφωνία για μια
στρατιωτική συμφωνία. Ο γάλλος πρωθυπουργός René Plevin έθεσε ανοιχτά
την έννοια ενός ευρωπαϊκού στρατού και τη συμπεριέλαβε στην πρόταση του
το 1950 για την «Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα» (ΕΑΚ) η οποία επιδίωκε τη
δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού «δεμένου με τους πολιτικούς θεσμούς
μιας ενωμένης Ευρώπης». Η ΟΔΓ, το Βέλγιο, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο, η
Ολλανδία και η Ιταλία υπέγραψαν τη συνθήκη της ΕΑΚ το 1952. Τον Απρίλιο
του 1949 μέλη αυτής της στρατιωτικής συμμαχίας (όχι όμως η Δυτική
Γερμανία) και οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ισλανδία, η Δανία, η Νορβηγία, η
Ιταλία και η φασιστική Πορτογαλία σύναψαν τη Βορειοατλαντική Συνθήκη για
τη δημιουργία του ΝΑΤΟ. Το 1952 εντάχθηκε η Ελλάδα και η Τουρκία και
τον Οκτώβριο του 1954 τα μέλη του ΝΑΤΟ υπέγραψαν τη συμφωνία του
Παρισιού για την προσχώρηση της Δυτικής Γερμανίας σε αυτήν τη συμμαχία.
Με αυτό το εχθρικό και επιθετικό εργαλείο η Ευρώπη διχάστηκε και η
Δυτική Ευρώπη αφοσιώθηκε σε μια αδιάλλακτη εχθρότητα απέναντι στο
σοσιαλισμό και τα σοσιαλιστικά κράτη. Αυτός ο μηχανισμός ο οποίος φυσικά
δεν είχε καμία σχέση με την υπεράσπιση ή τη διατήρηση της ειρήνης
σχεδιάστηκε για τη δημιουργία μονομερούς στρατιωτικού πλεονέκτηματος για
τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων
προς όφελος τους.
Η
διαδικασία αυτή επαναλήφθηκε με τη δημιουργία της ANZUS (Συνθήκη
Ασφαλείας της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και των ΗΠΑ) στο νότιο
τμήμα του Ειρηνικού το 1951, της SEATO στη Νοτιοανατολική Ασία το 1955
και του «Συμφώνου της Βαγδάτης» (η έδρα του μεταφέρθηκε το 1958 από τη
Βαγδάτη στην Άγκυρα και μετονομάστηκε σε CENTO) στη Μέση Ανατολή. Με τη
δημιουργία αυτών των εχθρικών και επιθετικών μπλοκ ο ιμπεριαλισμός έβαλε
μπρος για τη στρατιωτική σύγκρουση , επεδίωξε να περικυκλώσει και να
απειλήσει αυτά τα κράτη που προσπαθούσαν να οικοδομήσουν ένα
σοσιαλιστικό μέλλον.
Έχει
ουσιαστική σημασία να καταλήξουμε σε μια σωστή αντίληψη για τον
ιμπεριαλισμό, να κατανοήσουμε πλήρως τα χαρακτηριστικά του. Ο
ανταγωνισμός είναι βασικό συστατικό στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής. «Ο ανταγωνισμός» έγραψε ο Μαρξ «αναγκάζει τον βιομήχανο να
παράγει όλο και πιο φτηνά και ως εκ τούτου σε μια διαρκώς αυξανόμενη
κλίμακα δηλαδή με περισσότερο κεφάλαιο, με τη συνεχή διεύρυνση του
καταμερισμού εργασίας και τη συνεχή αύξηση της χρήσης των μηχανών»[1].
Όπως εξήγησε ο Μαρξ, γράφοντας την περίοδο του προμονωπολιακού
καπιταλισμού «καθένα από τα καταστροφικά φαινόμενα που δημιουργεί ο
απεριόριστος ανταγωνισμός σε κάθε κράτος αναπαράγεται σε γιγαντιαίες
διαστάσεις στην παγκόσμια αγορά»[2].
Στην
πορεία αυτής της διαδικασίας ο χαρακτήρας του ανταγωνισμού αλλάζει.
Όταν η ποσοτική αύξηση φτάνει σε ένα ορισμένο επίπεδο στο σύστημα των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής συμβαίνουν ποιοτικές αλλαγές μέσω των
οποίων ο ανταγωνισμός οδηγεί στη συγκέντρωση κεφαλαίου και στο
μονοπώλιο. Αυτές οι εξελίξεις με τη σειρά τους προκαλούν τον έντονο
ανταγωνισμό και την πάλη για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου
ανάμεσα στις ηγετικές καπιταλιστικές δυνάμεις.
Ο
Λένιν ανέδειξε τις ποιοτικές εξελίξεις στη διάρθρωση του καπιταλισμού
οι οποίες αποτέλεσαν τις κινητήριες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού. Όπως
είπε ο Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο
της ανάπτυξης στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και
του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή
κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τράστ και
έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες
καπιταλιστικές χώρες». Ο Λένιν αποκάλυψε με σαφή τρόπο τόσο την ανάπτυξη
των μονοπωλίων και τις αλλαγές που επέφερε στην καπιταλιστική οικονομία
και την ανάγκη για εξαγωγή κεφαλαίων σε διάκριση από την εξαγωγή
εμπορευμάτων.
Ο
Λένιν ξεκαθάρισε: «ο ιμπεριαλισμός εμφανίστηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη
και άμεση συνέχιση των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά. Ο
καπιταλισμός όμως έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ορισμένη,
πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξης του , όταν μερικές βασικές ιδιότητες
του καπιταλισμού άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετο τους, όταν
διαμορφώθηκαν και φανερώθηκαν σ’ όλη τη γραμμή τα χαρακτηριστικά της
μεταβατικής εποχής από τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο
κοινωνικοοικονομικό καθεστώς. Το βασικό σε αυτή τη διαδικασία από
οικονομική άποψη είναι η αντικατάσταση του καπιταλιστικού ελεύθερου
συναγωνισμού από τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Ο ελεύθερος συναγωνισμός
είναι η βασική ιδιότητα του καπιταλισμού και της εμπορευματικής
παραγωγής γενικά. Το μονοπώλιο είναι η άμεση αντίθεση του ελεύθερου
συναγωνισμού. Ο τελευταίος αυτός όμως άρχισε μπροστά στα μάτια μας να
μετατρέπεται σε μονοπώλιο δημιουργώντας τη μεγάλη παραγωγή, εκτοπίζοντας
τη μικρή, αντικαθιστώντας τη μεγάλη με την πολύ μεγάλη, οδηγώντας στη
συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου ως το σημείο που απ’ αυτήν
αναπτυσσόταν και αναπτύσσεται το μονοπώλιο: τα καρτέλ, τα συνδικάτα, τα
τραστ και το συγχωνευμένο με αυτά κεφάλαιο καμιάς δεκάδας τραπεζών που
διαχειρίζονται δισεκατομμύρια. Ταυτόχρονα, τα μονοπώλια ξεπηδώντας από
τον ελεύθερο συναγωνισμό, δεν τον καταργούν, μα υπάρχουν πάνω σε αυτόν
και δίπλα σε αυτόν, γεννώντας έτσι μια σειρά εξαιρετικά οξείες και
βίαιες αντιθέσεις, προστριβές, συγκρούσεις. Το μονοπώλιο είναι πέρασμα
από τον καπιταλισμό σε ένα ανώτερο σύστημα.
Αν
θα χρειαζόταν να δοθεί ένας όσο το δυνατόν πιο σύντομος ορισμός του
ιμπεριαλισμού, θα πρέπει να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είμαι το
μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού. Ο ορισμός αυτός θα περιείχε το
κυριότερο, γιατί, απ’ τη μια μεριά, το χρηματιστικό κεφάλαιο είναι το
τραπεζικό κεφάλαιο μερικών πάρα πολύ μεγάλων μονοπωλιακών τραπεζών, που
έχει συγχωνευτεί με το κεφάλαιο των μονοπωλιακών ενώσεων των βιομηχάνων
και, από την άλλη, το μοίρασμα του κόσμου είναι το πέρασμα από την
αποικιακή πολιτική, που επεκτείνεται ανεμπόδιστα πάνω σε περιοχές που
δεν τις έχει αρπάξει καμία καπιταλιστική Δύναμη, στην αποικιακή πολιτική
της μονοπωλιακής κατοχής των εδαφών της γης που έχει ολότελα μοιραστεί.
»[3]
Η
ανάγκη του ιμπεριαλισμού για επέκταση του καπιταλισμού εξακολουθεί να
είναι πραγματικότητα. Ο ιμπεριαλισμός, ως τελικό στάδιο του
καπιταλισμού, δεν είναι απλά όργανο εκμετάλλευσης και μεγέθυνσης, είναι
ένα απαραίτητο εργαλείο για διατήρηση των συμφερόντων του κεφαλαίου και
των μονοπωλίων. Η σημερινή εποχή επιβεβαιώνει ότι ο καπιταλισμός είναι ο
μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός, βασικό χαρακτηριστικό του
οποίου είναι η κυριαρχία των μονοπωλίων και το γεγονός ότι η κατάργηση
του καπιταλισμού παραμένει το κεντρικό ζήτημα στην ημερήσια διάταξη της
ιστορίας. Ο Λένιν υποστήριξε ένθερμα ότι η ανάπτυξη του μονοπωλιακού και
του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού αποτελούσε άρνηση του καπιταλισμού
ως κοινωνικού συστήματος και ότι η εξέλιξη του σε μια ανώτερη μορφή που
διέπεται από κανόνες θέτει το ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής του. Ο
ιμπεριαλισμός προκάλεσε τους πρώτους παγκοσμίους πολέμους στην
ανθρώπινη ιστορία. Μη έχοντας τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τις
τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες τους και επιδιώκοντας να εκτοπίσουν
τους ανταγωνιστές τους τα μονοπώλια πίεζαν ανελέητα για επεκτατισμό στην
αναζήτηση νέων αγορών, πρώτων υλών, φτηνής εργασίας και επενδύσεων.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επιταχύνθηκε σημαντικά η δημιουργία
και η επέκταση των μονοπωλίων.
Μέχρι
τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 οι ΗΠΑ είχαν 2.230 στρατιωτικές βάσεις
στο εξωτερικό. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στήριξαν τα αντιδραστικά
αποικιοκρατικά καθεστώτα. Η ρατσιστική Νότια Αφρική, η Ροδεσία, η Νότια
Κορέα, η Χιλή και η Παραγουάη λάμβαναν συστηματικά στρατιωτική και
γενικότερα βοήθεια από το ΝΑΤΟ, ενώ το ΝΑΤΟ δημιούργησε ένα μακρύ
κατάλογο άμεσων και συγκαλυμμένων επιθέσεων ενάντια σε πραγματικά
εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και προοδευτικές δυνάμεις που πάλευαν για
την ειρήνη, την ανεξαρτησία, την ελευθερία και την ισότητα.
Το
ΝΑΤΟ βοήθησε ενεργά τους Γάλλους αποικιοκράτες στην Ινδοκίνα, την
Τυνησία, το Μαρόκο και την Αλγερία, τους Ολλανδούς αποικιοκράτες στην
Ινδονησία και τους Πορτογάλους αποικιοκράτες στην Αγκόλα και τη
Μοζαμβίκη. Ήταν σαφές από τα πρώτα στάδια ότι το ΝΑΤΟ επεδίωκε τη
στρατιωτική επέμβαση πολύ πιο έξω από τα όρια της υποτιθέμενης αρχικής
σφαίρας επιρροής του.
Μέχρι
τη δεκαετία του ’70 το ΝΑΤΟ επέκτεινε το πεδίο των επιχειρήσεων του στο
Νότιο Ατλαντικό, σε περιοχές της Αφρικής και του Ινδικού Ωκεανού. Το
1978 ο αμερικανός στρατηγός, AlexanderHaig, δήλωσε: “τα συμφέροντα
του ΝΑΤΟ ξεπερνούν το χώρο του ΝΑΤΟ... Ακόμα και σε περιφερειακό επίπεδο
πρέπει να αποκτήσουμε στρατιωτικές δυνατότητες που μπορεί να
λειτουργήσουν ως δύναμη αποτροπής…. στον Τρίτο Κόσμο.»[4] Τον Φεβρουάριο του 1980 η FrankfurterAllgemeineZeitungσημείωνε
ότι: «ο διοικητής των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στη Νότια Ευρώπη, ναύαρχος
HaroldShear , περιέγραψε το σύνολο της Αφρικής, ολόκληρη τη Μέση Ανατολή
και τον Ινδικό Ωκεανό σαν να συνορεύουν ή να ανήκουν στη νότια πτέρυγα
του ΝΑΤΟ.»
Κατά
τη διάρκεια μιας ομιλίας στο Λος Άντζελες στις 20 Φεβρουαρίου 1978 ο
υπουργός άμυνας HaroldBrown αναφερόμενος στη Μέση Ανατολή είπε: «από τη
στιγμή που η περιοχή αυτή περιέχει τις μεγαλύτερες πετρελαιοπηγές στον
κόσμο η ασφάλεια της Μέσης Ανατολής και του Περσικού Κόλπου δεν μπορεί
να διαχωριστεί από τη δικιά μας ασφάλεια και από αυτήν του ΝΑΤΟ και των
συμμάχων μας στην Ασία.»
Στα
τέλη της δεκαετίας του ’70 οι ΗΠΑ ανέπτυξαν μια δύναμη «ταχείας
ανάπτυξης» που σχεδιάστηκε για να ανακόψει την προέλαση των κινημάτων
για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση και να προστατέψει και να
διασφαλίσει τις θέσεις των μονοπωλίων. Το Δεκέμβριο του 1979 ο σύμβουλος
ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Ζμπίγνιου Μπρεζίνσκι, οραματίστηκε τη χρήση
δύναμης «ταχείας ανάπτυξης» για το «πρώτο χτύπημα» υποστηρίζοντας: «η
δύναμη ταχείας ανάπτυξης των ΗΠΑ, που συγκροτείται αυτήν τη στιγμή, θα
μας δώσει τη δυνατότητα να απαντάμε γρήγορα, αποτελεσματικά και ίσως
γρηγορότερα από τον εχθρό σε αυτά τα μέρη του κόσμου που θίγονται τα
θεμελιώδη συμφέροντα μας και όπου δεν έχουν αναπτυχθεί προσωρινά
αμερικανικές δυνάμεις». [5]
Τον
Οκτώβριο του 1973 η Βρετανική Καμπάνια για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό
δημοσίευσε πληροφορίες για την επιστημονική δουλειά στα βρετανικά
πανεπιστήμια και κολλέγια τα οποία χρηματοδοτούνταν από το αμερικανικό
Υπουργείο Άμυνας, το βρετανικό Υπουργείο Άμυνας και το ΝΑΤΟ. Μια
μεταγενέστερη μπροσούρα με τίτλο «StudyWarNoMore»[6] αποκάλυψε
λεπτομέρειες για το «επιστημονικό πρόγραμμα» του ΝΑΤΟ στα πανεπιστήμια
και τα κολλέγια της Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας που κάλυπταν μια
μεγάλη ποικιλία θεμάτων συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής
αεροπορίας, των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, των βιολογικών όπλων
και του ναυτικού πολέμου.
Η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης σε αναπόσπαστη σύνδεση με το ΝΑΤΟ
Η
πρώτη φάση της ανάπτυξης του λεγόμενου ευρωπαϊκού εγχειρήματος ξεκίνησε
με την υιοθέτηση της Συνθήκης της Ρώμης το 1956 από τα πρώτα έξι μέλη
της Κοινής Αγοράς μέσα από τις αρχικές σταδιακές διευρύνσεις μέχρι την
υιοθέτηση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης του 1987. Η επόμενη φάση της
ανάπτυξης του εγχειρήματος της ΕΕ , που μετέτρεψε την τότε ΕΟΚ από
«Κοινή αγορά» σε ενιαίο πολιτικό και στρατιωτικό μπλοκ, πέρασε από
διάφορες φάσεις τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Εφαλτήριο στην ανάπτυξη
αποτέλεσε η Συνθήκη του Μαάστριχτ, η Συνθήκη της Νίκαιας, η εισαγωγή του
ευρώ, η μαζική διεύρυνση της ομάδας των δέκα και το Σύνταγμα της ΕΕ/
συνθήκη της Λισαβόνας.
Τις
δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ χρησιμοποίησαν
περισσότερα διεθνή οικονομικά τεχνάσματα μεταξύ άλλων εμπορικά εμπάργκο,
πιστωτικούς και τεχνολογικούς αποκλεισμούς, άδικες εμπορικές συμφωνίες
και κυρώσεις για να ενισχύσουν τα συμφέροντα τους, να εντείνουν την
εκμετάλλευση και να ενισχύσουν τα μονοπώλια. Η στρατικοποίηση της
οικονομίας, της ιδεολογίας και της πολιτικής ζωής στα μεγάλα
καπιταλιστικά κράτη συνοδεύτηκε από την αντίστοιχη πτώση του βιοτικού
επιπέδου των εργαζομένων.
Η
Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (που υπογράφηκε το 1986 και υιοθετήθηκε επίσημα
το 1987) διασφάλισε ότι οι διατάξεις της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής
πολιτικής θα εντάσσονταν στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Η συνθήκη του Άμστερνταμ
το 1992 πρόσθεσε τις διατάξεις της αμυντικής πολιτικής και το 1999 η ΕΕ
δημιούργησε την πολιτική ασφάλειας και την επιτροπή ασφάλειας και
συμφώνησε να δημιουργήσει στρατιωτικό δυναμικό της ΕΕ, μεταξύ άλλων και
τη δημιουργία μιας «Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης» της ΕΕ. Το Δεκέμβριο του
2001 η ΕΕ αυτοανακηρύχτηκε «στρατιωτικά λειτουργική». Το 2003 σε μια
γαλλο-βρετανική στρατιωτική σύνοδο προτάθηκε η δημιουργία μικρότερων
ομάδων μάχης της ΕΕ και αυτό εγκρίθηκε από την η ΕΕ στη σύνοδο της που
έγινε τον ίδιο χρόνο στο Λονδίνο. Η συνθήκη της Λισαβόνας ενίσχυσε την
αντίληψη της ΕΕ ως διακριτού νομικού φορέα, ξεχωριστού και ανώτερου από
τα μεμονωμένα κράτη-μέλη για τα οποία υπήρχε η απαίτηση να στηρίζουν
την εξωτερική πολιτική, πολιτική άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ. Όλο και
περισσότερο η ΕΕ ως διακρατική καπιταλιστική ένωση συνέχισε να παίζει
μεγαλύτερο ρόλο στον άξονα ΕΕ/ΗΠΑ/ΝΑΤΟ. Το 1988 αναφέρθηκε ότι το ΝΑΤΟ
έχει 5,4 εκατομμύρια ενεργό προσωπικό και περισσότερους από 7
εκατομμύρια εφέδρους.
Το
1991 ο γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Μιτεράν, και ο γερμανός καγκελάριος
Χέλμουτ Κολ πρότειναν τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕ) ως αναπόσπαστο
συστατικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ταυτότητας στους τομείς της Ασφάλειας
και της Άμυνας (ΕΤΑΑ). Το 1992 η ΔΕ ανακοίνωσε τρία επίπεδα στα οποία
έπρεπε να ενταθεί η μάχη, τα λεγόμενα «καθήκοντα της Πετρούπολης».
Υπήρχε η πρόβλεψη η ΕΤΑΑ να δημιουργηθεί ως «διαχωρίσιμη αλλά όχι
ξεχωριστή» από το ΝΑΤΟ. Αυτό εγκρίθηκε στη συνδιάσκεψη του Μάαστριχτ το
Δεκέμβριο του 1991 με τη μετατροπή της ΔΕ σε στρατιωτικό βραχίονα της
ΕΕ. Πριν από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ υπήρξαν δυνάμεις
που υποστήριζαν τις λεγόμενες «ατλαντικές» θέσεις οι οποίες ευνοούσαν το
ΝΑΤΟ ως το βασικό φορέα ασφάλειας ενώ οι λεγόμενοι «ευρωπαϊστές»
προτιμούσαν η Ευρώπη να αναπτύξει δυνατότητες άμυνας που θα είναι έστω
και κατ’ όνομα ανεξάρτητες από τις ΗΠΑ. Προβλεπόταν ότι η ΕΤΑΑ θα
επικεντρωνόταν στην προτεινόμενη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική
Ασφάλειας της ΕΕ (ΚΕΠΠΑ) και ότι θα αναβίωνε η ΔΕ.
Η
ανάπτυξη ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος ως εργαλείου για την
επίτευξη μιας ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς θεωρήθηκε επίσης πρόκληση
για τη θέση κυριαρχίας των ΗΠΑ δημιουργώντας ενδοϊμπεριαλιστικές
εντάσεις.
Αυτό
επιβεβαιώθηκε από την εμφάνιση ενός εγγράφου, ενός σχεδίου οδηγίας για
τον αμυντικό σχεδιασμό του Πενταγώνου, που δήθεν διέρρευσε στον τύπο, το
οποίο εμφανιζόταν να επιβεβαιώνει μια βαθιά υποψία των ΗΠΑ απέναντι
στην Ιαπωνία και τη Γερμανία και ένα φόβο ότι αυτό θα μπορούσε να
οδηγήσει σε παγκόσμιο ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, σε μια κρίση εθνικών
συμφερόντων και σε έναν στρατιωτικό ανταγωνισμό, ενώ έδινε έμφαση στην
πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ έναντι οποιωνδήποτε αποκλειστικά ευρωπαϊκών
συμφωνιών για την ασφάλεια. Το κείμενο υπογράμμισε την ανάγκη για την
πρωτοκαθεδρία των συμφερόντων των ΗΠΑ επιβεβαιώνοντας ότι «πρέπει να
διατηρήσουμε τους μηχανισμούς αποτροπής των πιθανών ανταγωνιστών ακόμη
και από τη φιλοδοξία για ένα περιφερειακό ή παγκόσμιο ρόλο». Το
κείμενο επίσης υποστήριζε ότι «οι πιο ευοίωνες λεωφόροι για την
ενσωμάτωση της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης στη Δύση… είναι η
συμμετοχή τους στις δυτικές πολιτικές και οικονομικές οργανώσεις»
παραπέμποντας σε άμεση ένταξη στην ΕΕ και μια “διευρυμένη σχέση με το
ΝΑΤΟ».[7] Έκτοτε,
η ευρωπαϊκή αστική τάξη ανακάλυψε ξανά την ουσιαστική της αφοσίωση στο
ΝΑΤΟ και τόνισε ότι η ΔΕ στόχο είχε να συμπληρώσει το ΝΑΤΟ και όχι να το
ανταγωνιστεί.
Η
Συνθήκη για την ΕΕ (ΣΕΕ) η οποία υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου του
1992, ύστερα από διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στο Μάαστριχτ το 1991,
δημιούργησε την ΕΕ η οποία ενσωμάτωσε τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες που
συμπληρώθηκαν από «πολιτικές και μορφές συνεργασίας που κατοχυρώθηκαν
από τη Συνθήκη». [8]Διακηρυγμένος
στόχος ήταν να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα της ΕΕ «στη διεθνή σκηνή,
ιδιαίτερα μέσα από την εφαρμογή μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και
πολιτικής άμυνας που θα συμπεριλάβει μια κοινή αμυντική πολιτική που θα
διαμορφωνόταν εν καιρών». Σύμφωνα με το άρθρο Ι.2 τα κράτη μέλη
συμφώνησαν αλληλοενημερώνονται και συνεννοούνται για τα ζητήματα της
εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας για να διασφαλιστεί ότι ασκείται
όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά η συνδυασμένη επιρροή τους «μέσα από
συντονισμένη και συγκλίνουσα δράση». Σύμφωνα με τις διατάξεις της
Συνθήκης το Συμβούλιο είχε το δικαίωμα να ορίσει «κοινές θέσεις» και τα
κράτη μέλη καλούνταν να διασφαλίσουν ότι οι εθνικές πολιτικές τους
συμμορφώνονταν με τις «κοινές θέσεις». Το Άρθρο Ι.3 επέτρεπε την έγκριση
«κοινής δράσης» στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας και
το Ι.4 ανέφερε ότι η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
«περιλαμβάνει όλα τα ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια της ΕΕ,
συμπεριλαμβανομένης της ενδεχόμενης διαμόρφωσης μιας πολιτικής κοινής
άμυνας….» Ωστόσο, ήταν σαφές ότι αυτό που οραματίζονταν ήταν η πρόθεση
να μην υπάρξει κάποια πολιτική η οποία θα ήταν ασύμβατη με οποιαδήποτε
πολιτική που θεσπίζεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ ή η επέμβαση σε συνεργασία
με το ΝΑΤΟ και τη ΔΕ.
Τον
Ιούνιο του 1992 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας έθεσε τους στόχους
για κοινές δράσεις ενώ οι συγκεκριμένες περιφέρειες που προορίζονταν
για τις κοινές δράσεις ήταν η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη
συμπεριλαμβανομένης της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των Βαλκανίων, η
Μεσόγειος, η περιοχή του Μαγκρέμπ και η Μέση Ανατολή. Το 1993 το Μόνιμο
Συμβούλιο και η Γενική Γραμματεία της ΔΕ μεταφέρθηκαν από τις Βρυξέλλες
στο Λονδίνο με διακηρυγμένο στόχο να έρθουν πιο κοντά στο ΝΑΤΟ και την
ΕΕ.
Η
έννοια της επέκτασης στην Ανατολή προτάθηκε επίσημα το Δεκέμβριο του
1994. Το 1999 η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχία έγιναν πλήρη μέλη του
ΝΑΤΟ. Η Βουλγαρία η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ρουμανία και
Σλοβενία έγιναν πλήρη μέλη το 2004 και ακολούθησαν η Αλβανία και η
Κροατία το 2009. Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ που έγινε τον Απρίλιο του 2008 στο
Βουκουρέστι εξετάστηκε η ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Το 2011
το ΝΑΤΟ αναγνώρισε επίσημα τέσσερα επίδοξα μέλη: τη Βοσνία Ερζεγοβίνη,
τη Γεωργία, τη Μακεδονία και το Μαυροβούνιο. Μετά το 1989 όλα τα νέα
μέλη της ΕΕ έχουν ενταχθεί και στο ΝΑΤΟ. Οι χώρες που εντάσσονται
καλούνται να ευθυγραμμίσουν τις πολιτικές τους σχετικά με την «άμυνα και
την ασφάλεια» με αυτές του ΝΑΤΟ.
Το
1994 ξεκίνησε ο λεγόμενος «Συνεταιρισμός για την Ειρήνη» (ΣγΕ).
Προτάθηκε ως πρωτοβουλία των ΗΠΑ στη συνάντηση των υπουργών Άμυνας του
ΝΑΤΟ που έγινε στη Γερμανία τον Οκτώβριο του 1993 και ξεκίνησε επίσημα
τον Ιανουάριο του 1994 στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Η
εξέλιξη αυτή επιδοκιμάστηκε από το ΝΑΤΟ για την ανάληψη «ενός σημαντικού
ρόλου στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ». Προς το παρόν η Κύπρος είναι το μόνο
κράτος μέλος της ΕΕ που δεν είναι ούτε μέλος του ΝΑΤΟ ούτε μέλος του
ΣγΕ. Τον Ιανουάριο του 2014 ο κύπριος πρόεδρος, Νίκος Αναστασιάδης,
δεσμεύτηκε για τη αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να δρομολογήσει
διαδικασίες για να ενταχθεί στο ΣγΕ του ΝΑΤΟ. Το ΑΚΕΛ κατήγγειλε το ΝΑΤΟ
και καταδίκασε την αυξανόμενη στρατικοποίηση των διεθνών σχέσεων και
την επιθετικότητα των ΝΑΤΟ-ΗΠΑ-ΕΕ στην ανατολική Ευρώπη και αλλού[9].
Το
1998 η Διακήρυξη του SaintMalo, η οποία αποτέλεσε ένα ακόμα βήμα στην
αύξηση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων, ανέφερε ότι η ΕΕ «πρέπει
να έχει τη δυνατότητα αυτόνομης δράσης, να στηρίζεται από αξιόπιστες
στρατιωτικές δυνάμεις, να διαθέτει τα μέσα για να αποφασίσει να τις
χρησιμοποιήσει και την ετοιμότητα να το κάνει…» Το εργαλείο αυτό
χαρακτηρίστηκε ως Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας (ΕΠΑΑ).
Μετά
το Μάαστριχτ το ΝΑΤΟ επέτρεψε στην ΔΕ να αξιοποιήσει τους πόρους του
ΝΑΤΟ μέσα από τις Συνδυασμένες Κοινές Ειδικές Μονάδες και στη συνέχεια η
συνθήκη του Άμστερνταμ, που έκανε σημαντικές αλλαγές στη συνθήκη του
Μάαστριχτ και τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 1999, εδραίωσε την κυριαρχία
του ΝΑΤΟ σε αυτές τις συμφωνίες.
Το
2001 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που καθορίζει την πολιτική κατεύθυνση και
την ατζέντα της ΕΕ ανακοίνωσε το στόχο για δημιουργία επιχειρησιακών
ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων μέχρι το 2003. Μέχρι το 2006 η ΕΕ συμμετείχε
σε πολυάριθμες επιχειρήσεις, συχνά εκτός Ευρώπης.
Το
2002 η ΕΕ και το ΝΑΤΟ υπέγραψαν μια επίσημη διακήρυξη για την ΕΠΑΑ. Ενώ
οι ΗΠΑ χαιρέτισαν επίσημα αυτήν την εξέλιξη στην ΕΕ εξακολουθούσαν να
ανησυχούν για το ότι μπορούσε δυνητικά να βλάψει τα συμφέροντα τους
και να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ στη λεγόμενη
«αρχιτεκτονική ασφάλειας». Σε μια ομιλία στις Βρυξέλλες τον Ιούνιο του
2001 ο Τζόρτζ Μπους δήλωσε: «οι ΗΠΑ θα χαιρέτιζαν μια ικανή ευρωπαϊκή
δύναμη που θα ήταν κατάλληλα ενταγμένη στο ΝΑΤΟ και θα παρείχε νέες
επιλογές για την αντιμετώπιση κρίσεων όταν το ΝΑΤΟ επιλέγει να μην μπει
επικεφαλής»[10]. Από το 2001 πραγματοποιούνται τακτικές συναντήσεις ανάμεσα στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Στη
σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ που έγινε στην Πράγα το 2002 αποφασίστηκε η
ένταξη 7 νέων μελών και η δημιουργία της Δύναμης Αντίδρασης του ΝΑΤΟ η
οποία διέθετε δυνατότητα ταχείας ανάπτυξης για επιχειρήσεις υψηλής
έντασης οπουδήποτε στον κόσμο. Η σύνοδος κορυφής της Πράγας ενίσχυσε τη
θέση των ΗΠΑ και επικαλέστηκε μια εχθρική αντίδραση της Ρωσίας.
Οι
απολογητές του ιμπεριαλισμού έκαναν σαφές ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να
διατηρήσουν την ηγεμονία τους σε όλο το λεγόμενο ευρωατλαντικό χώρο και
ότι η διεύρυνση θα πρέπει να είναι πρωταρχικός στόχος, τόσο του ΝΑΤΟ όσο
και της ΕΕ, ότι αυτές οι διαδικασίες θα πρέπει να διεξάγονται
παράλληλα, όπου αυτό είναι δυνατό, διευρύνοντας την επιρροή και των δυο
διακρατικών ιμπεριαλιστικών συμμαχιών όσο το δυνατόν πιο ανατολικά.
Ενώ
υπήρξε ορισμένη ανησυχία σε ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ σχετικά με μια
ανοιχτή «ατλαντική» προσέγγιση η οποία πήγαζε από τις εντάσεις γύρω από
το ΝΑΤΟ και την ΕΠΑΑ η ΕΕ ήταν και είναι αναπόσπαστα δεμένη με το ΝΑΤΟ.
Το
2003 ο Χαβιέ Σολάνα, ύπατος εκπρόσωπος της ΚΕΠΑ (ο οποίος διατέλεσε και
ΓΓ του ΝΑΤΟ και την περίοδο των δολοφονικών επιθέσεων του ΝΑΤΟ στη
Γιουγκοσλαβία προτού να διοριστεί γενικός γραμματέας του συμβουλίου της
ΕΕ) παρουσίασε ένα κείμενο για τη Στρατηγική στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,
μειώνοντας το ρόλο του ΟΗΕ και δίνοντας έμφαση στη σημασία του ΝΑΤΟ, του
ΠΟΕ, των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των ευρωπαϊκών και μη
ευρωπαϊκών περιφερειακών οργανώσεων για την «ενίσχυση της διεθνούς
τάξης πραγμάτων» αναφέροντας ότι «μια σειρά χώρες έχουν θέσει τους
εαυτούς τους έξω από τα όρια της διεθνούς κοινωνίας» και την «ανάγκη να
αναπτυχθεί μια κουλτούρα στρατηγικής που θα ενισχύει την άμεση, ταχεία
….και δυναμική παρέμβαση». Πρόσθεσε: “ως ένωση 25 μελών που ξοδεύει πάνω
από 160 δις ευρώ στην άμυνα θα πρέπει να μπορούμε να συντηρούμε
διάφορες επιχειρήσεις ταυτόχρονα. Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε
πρόσθετη αξία με την ανάπτυξη επιχειρήσεων που περιλαμβάνουν
στρατιωτικές και μη στρατιωτικές δυνατότητες».[11]
Το
2004 δημιουργήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας με στόχο να
επιταχύνει την ΕΠΑΑ, να προσδιορίσει τις στρατιωτικές δυνατότητες , να
προτείνει πολυμερή σχέδια, να στηρίξει την «αμυντική τεχνολογία» και να
βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των «αμυντικών δαπανών». Μέχρι το 2011 ο
ΕΟΑ είχε προϋπολογισμό 30,5 εκατομμύρια ευρώ.
Τον Μάιο του 2006 ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ,DickCheney,
περιέγραψε το στόχο επέκτασης το ΝΑΤΟ όσο το δυνατόν πιο ανατολικά,
συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας και της Γεωργίας χωρίς να αποκλείονται
οι γειτονικές χώρες της Ρωσίας. Η Ουάσινγκτον διευκρινίζει συνεχώς ότι
δεν θα πρέπει να αναπτυχθεί καμία συμμαχία που θα είναι εις βάρος της
πρωτοκαθεδρίας του ΝΑΤΟ.
Τα
καθήκοντα και τα θεσμικά όργανα της ΔΕ μεταφέρθηκαν σταδιακά στην ΚΕΠΑΑ
της ΕΕ. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε το 2009, όταν με τη συνθήκη της
Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ μια ρήτρα ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ η οποία
ήταν παρόμοια με την αμοιβαία ρήτρα άμυνας της ΔΕ. Τα κράτη που
συμμετείχαν στην Τροποποιημένη Συνθήκη των Βρυξελλών αποφάσισαν στη
συνέχεια να ακυρώσουν αυτήν τη συνθήκη στις 31 Μαρτίου 2010 και τα
υπόλοιπα άρθρα της ΔΕ να καταργηθούν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.
Στις 30 Ιούνη 2011 η ΔΕ κηρύχτηκε επίσημα νεκρή. Η ΔΕ σταμάτησε να
υπάρχει.
Η
τελική επικύρωση της συνθήκης της Λισαβόνας από την ΕΕ στα τέλη του
2009, μετά από την έγκριση της από το δεύτερο δημοψήφισμα που έγινε
τον Οκτώβριο στην Ιρλανδία αποτέλεσε ένα σημαντικό ορόσημο στην ανάπτυξη
της ΕΕ. Σηματοδότησε επίσης μια κρίσιμη αλλαγή στη σχέση ανάμεσα στα
μεμονωμένα κράτη μέλη και την ΕΕ αυτή καθεαυτή. Η υιοθέτηση της συνθήκης
της Λισαβόνας, ενός πιο αδύναμου Ευρωπαϊκού Συντάγματος, σηματοδοτεί
την κορύφωση της δεύτερης σημαντικής φάσης στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής
ενοποίησης των κρατών μελών της ΕΕ σε μια ιμπεριαλιστική συμμαχία.
Το NATO μετά την αντεπανάσταση
Η
αντεπανάσταση στις σοσιαλιστικές χώρες και η μετέπειτα παλινόρθωση του
καπιταλισμού στην ανατολική Ευρώπη έδωσε στον ιμπεριαλισμό τη δυνατότητα
να προχωρήσει σε επίθεση. Προωθήθηκε η έννοια μιας νέας τάξης πραγμάτων
της αγοράς, η έννοια του λεγόμενου δικαιώματος της «ανθρωπιστικής
επέμβασης», η υπεράσπιση της κυριαρχίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα
μέσα παραγωγής, η όλο και πιο αναπτυγμένη αντικομμουνιστική εκστρατεία
και η δημιουργία του μύθου ότι δεν υπήρχε εναλλακτική στον καπιταλισμό
ενώ αυξήθηκε η εκμετάλλευση, η δυστυχία, η φτώχεια, η ανισότητα και η
αδικία. Ο ιμπεριαλισμός προώθησε τη βαρβαρότητα του πολέμου και της
γενοκτονίας, την εκμετάλλευση και τις κοινωνικές διακρίσεις, την
κατάχρηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, τις απειλές ενάντια στην
εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα των κρατών, την καταστολή
της προοδευτικής πολιτικής ανάπτυξης, τη διαιώνιση της κυριαρχίας των
μονοπωλίων και τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους πλούσιους και
τους φτωχούς.
Η
υιοθέτηση του ψυχολογικού πολέμου και της πολεμικής προπαγάνδας ήταν
και παραμένει βασικό στοιχείο των ιμπεριαλιστικών σχεδίων. Πρόκειται για
συγκαλυμμένες δράσεις, υπονομευτικές δραστηριότητες ενάντια σε κράτη,
επιθέσεις στο φιλειρηνικό κίνημα, άγρια αντικομμουνιστική προπαγάνδα και
ελιγμούς για τη χειραγώγηση και την υπονόμευση της προοδευτικής κοινής
γνώμης που αντιτίθεται στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Επιστήμονες
κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι ανθρωπολόγοι, πολιτικοί σχολιαστές και
αναλυτές, ειδήμονες των ΜΜΕ και ΜΚΟ όλοι συμβάλλουν στην προσπάθεια να
καταπολεμηθούν και να υπονομευτούν κυρίαρχα κράτη που αντιστέκονται στην
ιμπεριαλιστική διείσδυση, τα προοδευτικά κοινωνικά κινήματα και ο
αντιιμπεριαλιστικός, αντιμονοπωλιακός αγώνας των κομμουνιστικών και
εργατικών κομμάτων. Όταν τα κυρίαρχα κράτη δεν συμμορφώνονται με τους
κανόνες που υπαγορεύει το κεφάλαιο ο πρώτος εξαναγκασμός που ασκείται
είναι ο οικονομικός αλλά στην συνέχεια συνοδεύεται από απειλές
πραγματικής επίθεσης και ένοπλης δύναμης είτε με άμεση στρατιωτική
επέμβαση είτε με στήριξη πραξικοπημάτων.
Η
ΕΕ κρύβεται πίσω από το βολική ωστόσο εσφαλμένη φρασεολογία περί
«άμυνας», «ασφάλειας», «τρομοκρατίας» και «διαχείρισης κρίσεων»
προσπαθώντας να αποκρύψει το γεγονός ότι ήδη διαθέτει τεράστιες
στρατιωτικές δυνατότητες όπως οι Μάχιμες Ομάδες (BattleGroups) καθώς και
το ότι ξοδεύει δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο για να διεξάγει
στρατιωτικές αποστολές εκτός Ευρώπης. Αυτές οι εξελίξεις
πραγματοποιούνται σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ. Αυτή είναι η εξωτερική και
αμυντική πολιτική που επιδεινώνει τη διεθνή κατάσταση, που απειλεί
συνεχώς την ειρήνη και την ασφάλεια, που υπονομεύει την εθνική κυριαρχία
και που προκαλεί εντάσεις και προκλητικές ενέργειες που αποτελούν το
πρόσχημα για την ανάμιξη, την επέμβαση και τον πόλεμο. Η πρόκληση
αστάθειας και σύγκρουσης σε μια περιοχή και η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της
ΕΕ στην περιοχή διευρύνει το πεδίο των επεμβάσεων.
Το
ΝΑΤΟ είναι μια επιθετική στρατιωτική συμμαχία που εκφράζει την επέκταση
της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ και δρα αποκλειστικά για τα συμφέροντα
του ιμπεριαλισμού. Η ιστορία του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να διαχωριστεί από την
ιστορία του ιμπεριαλισμού και του πολέμου. Όσο υπήρχαν τα σοσιαλιστικά
κράτη στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ ήταν στρατιωτικό εργαλείο του ιμπεριαλισμού
που αποτελούσε μόνιμη απειλή για τους λαούς του κόσμου που οικοδομούσαν
το σοσιαλισμό. Το ΝΑΤΟ προωθεί τη στρατικοποίηση της Ευρώπης, τη
συνέχιση της κούρσας των εξοπλισμών και αυξάνει την απειλή του πολέμου
και την πυρηνική τρομοκρατία.
Η
ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Γιουγκοσλαβία
και η καταστροφή του κράτους της Λιβύης αποτελούν χαρακτηριστικές
πράξεις που δεν είχαν καμία νομιμοποίηση, κανέναν ανθρωπιστικό στόχο και
αφορούσαν μόνο τη συνολική επιθυμία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να
δημιουργήσουν αστάθεια και να αποκτήσουν τον έλεγχο είτε άμεσα είτε δια
αντιπροσώπων ανοίγοντας το δρόμο για τα μονοπώλια. Ο ιμπεριαλισμός
συνεχίζει να υποστηρίζει ότι η εισβολή και η κατοχή ήταν προς όφελος των
απλών ανθρώπων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν παρά τα στοιχεία περί του
αντιθέτου. Στην πραγματικότητα, ο ιμπεριαλισμός κατέστρεψε για ακόμα μια
φορά τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων επιδιώκοντας την παγκόσμια
ηγεμονία. Ο ιμπεριαλισμός εμπλέκοντας στα σχέδια του τις
αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή ελπίζει να εγκαθιδρύσει
ενδοτικά καθεστώτα σε όλη την περιοχή. Στη Συρία ο ιμπεριαλισμός
συνεχίσει την επέμβαση. Οι εσωτερικές συγκρούσεις στη συριακή κοινωνία
οι οποίες αξιοποιήθηκαν σκόπιμα από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μετά
την ξένη επέμβαση δημιούργησαν μια κατάσταση που αποτελεί μεγάλη απειλή
για τη Συρία, για ολόκληρη την περιοχή και ολόκληρο τον κόσμο. Ο
εξοπλισμός τρομοκρατικών ομάδων με στόχο την υπονόμευση του κράτους από
εκείνες τις δυνάμεις που ζητούν κυρώσεις ενάντια στην κυβέρνηση οδήγησε
τη Συρία σε πόλεμο. Η Συρία έχει καθήκον να προστατεύσει την εθνική
κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, να παρέχει ασφάλεια
στους πολίτες της και να διατηρήσει τον κοσμικό χαρακτήρα κράτους. Σε
μια κατάσταση που θυμίζει τη Γιουγκοσλαβία και τη σύγκρουση στην περιοχή
Κόσσοβο-Μετόχια οι ΗΠΑ και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ζητάνε από
τις συριακές ένοπλες δυνάμεις να καταθέσουν τα όπλα, ενώ οι
καταστρεπτικές και αντιδραστικές δυνάμεις που δρουν ενάντια στο κράτος
στηρίζονται και διευκολύνονται στην εξαπόλυση πράξεων υπονόμευσης,
δολιοφθοράς τρομοκρατίας και δολοφονικών επιθέσεων. Αυτές οι προκλήσεις
στηρίζονται από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το Ισραήλ και το ΝΑΤΟ σε συνεργασία με
την Τουρκία και μια σειρά αντιδραστικές, αντιδημοκρατικές μοναρχίες της
περιοχής του Κόλπου, δημιουργώντας μόνο δυστυχία και καταστροφή για το
λαό της Συρίας και της ευρύτερης περιοχής. Παράλληλα, εξυπηρετούν το
άνοιγμα του δρόμου για την επέμβαση και την κατοχή με στόχο την
αποσταθεροποίηση και την εξουδετέρωση της Συρίας και της στρατηγικής της
σημασίας στην περιοχή, αλλάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή
και δημιουργώντας μια περιοχή αδύναμων αλλά ενδοτικών και πιστών κρατών
δορυφόρων. Αυτό θα εξυπηρετούσε τα επιθετικά και επεκτατικά σχέδια του
Ισραήλ το οποίο συνεχίζει την κατοχή των υψιπέδων του Γκολάν και της
κοιλάδας Σεμπά στο Λίβανο και εγγυάται απεριόριστη πρόσβαση των
μονοπωλίων στους πολύτιμους φυσικούς πόρους αυτών των κρατών.
Οι
αντεπαναστάσεις της περιόδου 1989-1991 απάλλαξαν τον ιμπεριαλισμό από
οποιοδήποτε παγκόσμιο έλεγχο στην εξουσία του. Ο θριαμβευτικός όρος «το
τέλος της ιστορίας», μια φράση που φτιάχτηκε από έναν υπάλληλο του Στειτ
Ντιπάρτμεντ , τον FrancisFukuzama, εξέφρασε απόλυτα τη σιγουριά που
ένιωσαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η τάξη των καπιταλιστών σε όλο
τον κόσμο. [12] Ελλείψει
της φανταστικής απειλής ενός πολέμου που θα ξεκινούσε από τα
σοσιαλιστικά κράτη χρειαζόταν μια νέα δικαιολογία για να συγκαλυφθεί η
πραγματικότητα της αρπαγής, της εκμετάλλευσης και της επίθεσης. Το ΝΑΤΟ
χρειαζόταν μια νέα αποστολή για δικαιολογήσει τη συνέχιση της ύπαρξης
του. Η λύση που βρέθηκε ήταν η φιλολογία για τις ανθρωπιστικές
παρεμβάσεις.
Αν
και οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχαν επέμβει και προηγουμένως
στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, ο πόλεμος του 1999 ήταν
ο πρώτος που διεξάχθηκε ανοιχτά από το ΝΑΤΟ ως οργάνωση. Ήταν ένας
πόλεμος των μεγάλων και μικρών δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενάντια
σε μια χώρα που δεν θα αποδεχόταν σιωπηλά το διαμελισμό της. Η
διαδικασία αυτή ξεκίνησε από τη Γερμανία, η οποία είχε επανενωθεί παρά
τους φόβους για αναζωπύρωση της γερμανικής εθνικιστικής επιθετικότητας,
με τη μονομερή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Σλοβενίας η οποία κατά τη
διάρκεια του Β’ ΠΠ είχε ενσωματωθεί στο Τρίτο Ράιχ καθώς και της
Κροατίας που είχε φασιστικό καθεστώς μαριονέτα. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο
Βασίλειο και η Γαλλία εναντιώθηκαν σε αυτήν την κίνηση, αλλά υπέκυψαν σε
αυτήν την πίεση της Γερμανίας.[13]Μόλις πάρθηκε αυτή η απόφαση οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έσπευσαν να ολοκληρώσουν αυτή τη διαδικασία διάλυσης.
Την
επομένη μέρα μετά από την έναρξη του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία ο ΓΓ του
ΝΑΤΟ, Χαβιέ Σολάνα, δήλωσε ότι στόχος του ήταν να «σταματήσει την
περεταίρω ανθρωπιστική καταστροφή.»[14]Η
συντριπτική πλειοψηφία των κατηγοριών ενάντια στη Γιουγκοσλαβική
κυβέρνηση αποδείχτηκε γρήγορα από τον ΟΗΕ ότι ήταν εσφαλμένες, ασκήσεις
προπαγάνδας για τη δικαιολόγηση του πολέμου.[15] Φυσικά
όπως σχολίασαν αναλυτές το ΝΑΤΟ δεν έκανε κάτι για να αποτρέψει την
ανθρωπιστική καταστροφή στη Ρουάντα, μια γενοκτονία που διευκολύνθηκε
από τη Γαλλία, το εξέχον μέλος του ΝΑΤΟ για την εξυπηρέτηση των δικών
της οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή.
Η
σαθρότητα των ισχυρισμών σχετικά με την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία για
ανθρωπιστικούς σκοπούς αποδείχτηκε περεταίρω από τη χρήση βομβών
διασποράς και βλημάτων απεμπλουτισμένου ουρανίου, με το βομβαρδισμό μη
στρατιωτικών εγκαταστάσεων (για παράδειγμα του εθνικού τηλεοπτικού
σταθμού) και από τη συμμαχία του με τον ολέθριο και εγκληματικό
Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσσόβου. Το γεγονός ότι η Ρωσία στήριξε τη
Σερβία σήμαινε ότι το 1914 η δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου
Φερδινάνδου ήταν πρόσχημα για τον πόλεμο που ήταν ήδη αναπόφευκτος λόγω
του ενδοϊμπεριλιστικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη, την Αφρική και την
Ασία. Ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός σήμαινε ότι ο πόλεμος του ΝΑΤΟ
ενάντια στη Γιουγκοσλαβία παραλίγο να πυροδοτήσει έναν ευρύτερο πόλεμο. Ο
διοικητής του ΝΑΤΟ WesleyClark ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει το
βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας για να στείλει ένα μήνυμα για την
ηγεμονία των ΗΠΑ όπως φάνηκε από το σκόπιμο πλήγμα με πύραυλο ενάντια
στην κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι. .[16] Τον
Ιούνιο όταν κατά την αποχώρηση των γιουγκοσλαβικών κυβερνητικών
δυνάμεων από το Κόσσοβο, ρωσικά στρατεύματα κατέλαβαν το αεροδρόμιο στην
Πρίστινα ο Clark θεώρησε ευκαιρία να στείλει το ίδιο μήνυμα στη Μόσχα
η οποία θεωρούσε τη Γιουγκοσλαβία ως φίλο της στην περιοχή και είχε
παρεμποδίσει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από τον ΟΗΕ για πόλεμο εναντίον
της. Ο Clark διέταξε επιθετική απάντηση επειδή ήθελε να διασφαλίσει ότι
όλα είχαν εξελιχθεί όπως επιθυμούσε η Ουάσινγκτον και όχι η Μόσχα.
Ωστόσο, ο βρετανός διοικητής που ήταν υπεύθυνος για το μέτωπο,
MikeJackson (διαβόητος για τη σύνδεση του με τη Ματωμένη Κυριακή στο
Derry το 1972 όπου δολοφονήθηκαν 14 πολίτες που διαμαρτύρονταν ενάντια
στη φυλάκιση τους) αρνήθηκε τη διαταγή λέγοντας στον Clark «δεν
πρόκειται να ξεκινήσω Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο για εσένα».[17] Η
κυβέρνηση στο Λονδίνο στήριξε τον Jackson και η διαταγή του Clark στο
ΝΑΤΟ αναστάλθηκε εν τέλει. Ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα
στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία, και στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ (για παράδειγμα η
ελληνική κυβέρνηση , πως η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας παραχωρήσει τα
εδάφη της χώρας για την ιμπεριαλιστική επέμβαση του ΝΑΤΟ, ήρθε
αντιμέτωπη με ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα, στο οποίο πρωτοστάτησαν οι
κομμουνιστές και κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή ζήτησε να σταματήσουν
νωρίτερα οι βομβαρδισμοί, χωρίς, ωστόσο, ποτέ να πάψει να υλοποιεί τα
σχέδια του ΝΑΤΟ), έφερε τον κόσμο στα πρόθυρα μιας ευρύτερης και πολύ
πιο επικίνδυνης σύγκρουσης. Το μήνυμα ήταν σαφές. Ενώ οι
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υπό το ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να ενωθούν για να
αναχαιτίσουν τις μικρότερες χώρες που μπορούσαν να αντισταθούν έστω και
λίγο δεν υπήρχε καθόλου συναίνεση για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν
οι σχέσεις με έναν ισχυρό αντίπαλο όπως η Ρωσία με τις ευρωπαϊκές
δυνάμεις να επιδιώκουν ενδεχομένως το συμβιβασμό. Ταυτόχρονα η
διαδικασία της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην Κεντρική και
Ανατολική Ευρώπη που στηριζόταν από όλες τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ ήταν
σίγουρο ότι θα αύξανε τις εντάσεις με τη Ρωσία.
Ο
πόλεμος ενάντια στη Γιουγκοσλαβία δημιούργησε το πρότυπο για τις
επόμενες επεμβάσεις του ΝΑΤΟ. Με την απομόνωση, την επίθεση και το
διαμελισμό μιας χώρας σε συμμαχία με τοπικές τρομοκρατικές ομάδες που
επηρεάζονταν από μια θρησκευτική- εθνική ιδεολογία βρέθηκε ένα μέσο
στοχοποίησης καθεστώτων που βρίσκονταν στο δρόμο των οικονομικών και
πολιτικών συμφερόντων των δυτικών ιμπεριαλιστών. Τα επόμενα χρόνια το
μοντέλο αυτό επρόκειτο να εφαρμοστεί στη Λιβύη και τη Συρία και με έναν
διαφορετικό τρόπο στο Ιράκ. Το κοινό που είχαν αυτές οι χώρες με τη
Γιουγκοσλαβία ήταν ότι θεωρούνταν σύμμαχοι μια περιφερειακής δύναμης που
θεωρούνταν εχθρική για τα συμφέροντα των κρατών μελών του ΝΑΤΟ (είτε η
Ρωσία είτε το Ιράν) και/ή το γεγονός ότι διαθέτουν σημαντικούς φυσικούς
πόρους, όπως πετρέλαιο. Η φιλολογία της ανθρωπιστικής παρέμβασης
διανθίστηκε με τη φιλολογία για τον «εκδημοκρατισμό» και το λεγόμενο
«πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» για να δημιουργηθεί μια ευέλικτη
δικαιολογία για τον πόλεμο για τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού.
Αυτή
η φιλολογία είναι τόσο ευέλικτη και υποκριτική που μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για τη δικαιολόγηση του βομβαρδισμού της Λιβύης με την
αιτιολογία της «διεύρυνσης της δημοκρατίας» ενώ ταυτόχρονα δίνεται
βοήθεια στα αντιδραστικά θρησκευτικά καθεστώτα στον Κόλπο για να
καταστέλλουν τις πιο δημοκρατικές διεκδικήσεις για νομική ισότητα και
πολιτική εκπροσώπηση. Τα κοσμικά καθεστώτα – τα οποία και αυτά είναι
συχνά καταπιεστικά, τουλάχιστον όμως δεν αντιμετωπίζουν τις γυναίκες που
αποτελούν το μισό πληθυσμό της ανθρωπότητας ως κατώτερα όντα αλλά
αντίθετα τις απελευθέρωσαν- ανατράπηκαν και/ή τα εδάφη τους
διαμελίστηκαν με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ με αποτέλεσμα σε μεγάλες περιοχές η
εξουσία να βρίσκεται στα χέρια των πιο αντιδραστικών και απάνθρωπων
ισλαμιστών. Αυτό βολεύει τις μεγάλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα τις
ΗΠΑ καθώς το πετρέλαιο ρέει και η Μέση Ανατολή πλησιάζει στο σημείο
όπου τα μόνα σταθερά λειτουργικά κράτη θα είναι αυτά που στηρίζονται
από τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η απομάκρυνση καθεστώτων με τα οποία η Ρωσία
και η Κίνα είχαν ουσιαστικούς εμπορικούς δεσμούς αφήνει τη δυνατότητα
νέων επαφών στα χέρια ανθρώπων που θα χαίρονταν να κάνουν business με
ομίλους που έχουν την έδρα τους στις μεγάλες ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις. Όπως και
στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’30 και στη Λατινική Αμερική κατά τη
διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις
μεγιστοποιούν τα κέρδη και ελέγχουν περισσότερους φυσικούς πόρους μέσα
από τη στήριξη αυταρχικών, φασιστικών και ημιφασιστικών καθεστώτων με τα
οποία συναλλάσσονται, από την Ουκρανία έως τον Περσικό Κόλπο.
Ενώ
το ΝΑΤΟ ήταν πολύ πιο δραστήριο και επιθετικό μετά τις αντεπαναστάσεις
του 1989-1991, ταυτόχρονα διευρύνθηκε το πεδίο για την ανάδειξη των
διαφορετικών συμφερόντων των μελών του. Αυτό φαίνεται στην αντιπαράθεση
για τη στάση απέναντι στην επαναδιεκδίκηση της ρωσικής δύναμης υπό τον
Πούτιν, όπου για παράδειγμα για μια περίοδο και πριν από την κατάσταση
που δημιουργήθηκε με την πρόσφατη κρίση στην Ουκρανία η Γερμανία ήταν
κάπως πιο συμβιβαστική σε σχέση με χώρες που είναι λιγότερο εξαρτημένες
από την πρόσβαση στο ρωσικό φυσικό αέριο. Αυτές οι εντάσεις στο
εσωτερικό του ΝΑΤΟ και ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και στο μεγάλη ιμπεριαλιστική
δύναμη που το ανταγωνίζεται στην Ευρώπη είναι πιθανό ότι μόνο θα
επιδεινώνονται καθώς η διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ θα φέρνει τη Ρωσία
σε πιο άμεση επαφή με αυτές τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που βρίσκονται
πιο κοντά στα σύνορα της.
Το
2004 στις Βρυξέλλες το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ υπέγραψαν ένα διμερές
πρωτόκολλο το οποίο άνοιξε το δρόμο για τη διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών
ασκήσεων ΝΑΤΟ- Ισραήλ. Το 2008 το Ισραήλ υπέγραψε με το ΝΑΤΟ ένα
«Πρόγραμμα Συνεργασίας», και το ΝΑΤΟ ανέπτυξε το λεγόμενο «Διάλογο της
Μεσογείου» στον οποίο συμμετέχουν 28 μέλη του ΝΑΤΟ, το Ισραήλ και μια
σειρά ενδοτικών αραβικών καθεστώτων. Ύστερα από μια συνάντηση ανάμεσα
στο Ισραήλ και το ΝΑΤΟ το 2013 , ο ΓΓ του ΝΑΤΟ δήλωσε: «το Ισραήλ είναι
σημαντικός εταίρος της Συμμαχίας στο Διάλογο της Μεσογείου. Η ασφάλεια
του ΝΑΤΟ είναι συνδεδεμένη με την ασφάλεια και τη σταθερότητα της
Μεσογείου και της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Και η Συμμαχία μας δίνει
μεγάλη αξία στον πολιτικό μας διάλογο και στην πρακτική συνεργασία. Το
Ισραήλ είναι ένας από τους πιο σταθερούς εταίρους μας. Αντιμετωπίζουμε
τις ίδιες στρατηγικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο». Αυτό συνέβη
ενόψει των πολεμοχαρών εγκληματικών πράξεων του Ισραήλ στη Γάζα και στο
Λίβανο. Αυτές οι εξελίξεις αποτελούν περεταίρω σοβαρές απειλές για
ολόκληρη την περιοχή.
Η
συνεχής διάβρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και ο περιορισμός των
δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών στα κράτη μέλη της ΕΕ έχει
οδηγήσει στην ενίσχυση της συγκεντρωτικής, στρατιωτικοποιημένης,
ιμπεριαλιστικής διακρατικής συμμαχίας η οποία δρα για τα συμφέροντα του
μεγάλου κεφαλαίου. Στην Ιρλανδία η λαϊκή στήριξη για την ουδετερότητα
της χώρας δέχεται επιθέσεις από αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις. Οι
επιθέσεις σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, η εξαθλίωση των
εργαζομένων, η αυξανόμενη δύναμη των μονοπωλίων δείχνουν την αντιλαϊκή
πολιτική γραμμή της ΕΕ και των κρατών μελών της η οποία εκδηλώνεται
περεταίρω στις συνεχείς επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα, την κοινωνική
προστασία, τη υγεία, την εκπαίδευση, τη δημόσια απασχόληση και την
παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Αυτές οι ενέργειες κατέφεραν συντριπτικό
πλήγμα στους εργαζόμενους, ενώ εξυπηρετούν την αύξηση και τη διεύρυνση
της εξουσίας της τάξης των καπιταλιστών. Εκδηλώνονται επίσης στα
αντιδημοκρατικά μέτρα, στην αυξανόμενη στρατικοποίηση και όρεξη για
ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και εκμετάλλευση. Η ιστορία του ιμπεριαλισμού
δείχνει ότι η επέμβαση , η υποταγή των λαών και των εθνών και η
εκμετάλλευση των πόρων τους δεν ξεκινούσε ποτέ από ανθρωπιστικές
ανησυχίες. Η αιτία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κυριαρχία των
μονοπωλίων, η διαιώνιση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Η
σημερινή οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε αύξηση των ανταγωνισμών και
της διαπάλης και σε παραπέρα όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στα
καπιταλιστικά κράτη και τις αντίστοιχες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες για
την ενίσχυση των γεωπολιτικών τους θέσεων, των μεριδίων τους στις
αγορές, τις πρώτες ύλες, την ενέργεια καθώς και άλλους πόρους και
δρόμους μεταφοράς.
Η
αυξανόμενη επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού αποτελεί πραγματική και
άμεση απειλή για τα συμφέροντα της ανθρωπότητας. Υπήρξε τεράστια αύξηση
στη στρατικοποίηση της καπιταλιστικής κοινωνίας μετά το Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνεχής ανάπτυξη των στρατιωτικών διεργασιών, η
διατήρηση στρατών με τη διάθεση εκατομμυρίων και τεράστιων βιομηχανιών
πυρομαχικών αποτελούν μόνιμο στοιχείο της ζωής στον καπιταλισμό. Τα
τελευταία επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας χρησιμοποιούνται
σε πρωτοφανές επίπεδο για την ανάπτυξη και δημιουργία τρομερών όπλων
μαζικής καταστροφής. Η επέκταση των στρατιωτικών βιομηχανικών
συγκροτημάτων, των συνεργασιών ανάμεσα σε κυβερνήσεις, τεράστιους
ομίλους και στρατιωτικό προσωπικό και η βαθιά διείσδυση του μιλιταρισμού
στον κρατικό μηχανισμό των χωρών του ΝΑΤΟ αυξάνει επίσης την πολεμική
διάθεση εκ μέρους των καπιταλιστικών κρατών και δημιουργεί πρωτόγνωρα
κέρδη για το ιδιωτικό κεφάλαιο μέσα από τη στρατιωτική παραγωγή και τον
πόλεμο.
Σε
γενικές γραμμές οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες του 2005 έφτασαν το
1,12 τρις δολάρια, ένα νέο παγκόσμιο ρεκόρ. Μια έρευνα του Διεθνούς
Ερευνητικού Ινστιτούτου της Στοκχόλμης για την Ειρήνη αποκάλυψε ότι οι
παγκόσμιες δαπάνες για εξοπλισμούς σημείωσαν πτώση στις περισσότερες
περιοχές με δυο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, τις ΗΠΑ και τη Μέση Ανατολή.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν τις μεγαλύτερες δαπάνες που αντιστοιχούν
στο 48% του 1,2 τρις δολάρια που ξοδεύεται ή στο 80% της αύξησης των
δαπανών για εξοπλισμούς που ανέρχεται σε 33 δις δολάρια.
Σε
μια ομιλία κατά το άνοιγμα του «Σεμιναρίου του ΝΑΤΟ για το
Μετασχηματισμό» στις 25 Μαρτίου 2015 ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ
JensStoltenberg δήλωσε: «αυξάνουμε την παρουσία του ΝΑΤΟ στις
ανατολικές σύμμαχες χώρες και την ετοιμότητα των δυνάμεων μας. Η Δύναμη
Απάντησης του ΝΑΤΟ θα διπλασιαστεί και θα φτάσει τα 30.000 στρατεύματα.
Το επίκεντρο της είναι η δύναμη κρούσης των 5.000 στρατευμάτων με
κυρίαρχα στοιχεία που θα έχουν την ετοιμότητα να μετακινηθούν σε
λιγότερο από 48 ώρες. Ταυτόχρονα δημιουργούμε μονάδες διοίκησης σε έξι
από τους ανατολικούς συμμάχους μας. Και αυτό είναι μόνο η αρχή…
χρειαζόμαστε μια συνεκτική προσέγγιση, συνεργασία με την ΕΕ και άλλους
διεθνείς εταίρους… Την περασμένη χρονιά οι ηγέτες του ΝΑΤΟ αναγνώρισαν
ότι πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στην άμυνα. Έχει ουσιαστική
σημασία να το πετύχουμε αυτό.»
Οι
ΗΠΑ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ που προώθησαν και στήριξαν ενεργά την
αντεπανάσταση στην Ευρώπη επιδιώκουν να ενισχύσουν το πλεονέκτημα τους
πιέζοντας περισσότερο προς την ανατολή. Στην τρίτη θητεία του ο
Βλαντίμιρ Πούτιν πρότεινε μια Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. Στην
Ουκρανία η υπάρχουσα καπιταλιστική κρίση οδήγησε σε πολιτική κρίση στο
εσωτερικό της ουκρανικής αστικής τάξης σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό
της και τις διεθνείς συμμαχίες της. Προωθώντας τα σχέδια διεύρυνσης της
προς την ανατολή για να συμπεριλάβει την Ουκρανία απαιτώντας ταυτόχρονα
οι χώρες υπό ένταξη να ευθυγραμμίσουν την πολιτική τους για την άμυνα
και την ασφάλεια με αυτήν του ΝΑΤΟ και σκόπιμα αγνοώντας την ιστορία της
περιοχής, η ΕΕ και οι ΗΠΑ με την παρέμβαση τους προκάλεσαν ,μια
κατάσταση στην Ουκρανία η οποία οδήγησε σε πραξικόπημα, στην ανατροπή
μια εκλεγμένης κυβέρνησης και στην ανάδειξη μιας δεξιάς ελιτ στην
εξουσία του Κιέβου με τη βία (η οποία περιλαμβάνει μια σειρά
νεοφασίστες). Αυτή με τη σειρά της οδήγησε σε αντικομμουνιστική
καταστολή, στη νομιμοποίηση φασιστικών δυνάμεων από το καθεστώς και σε
σκληρές μάχες μέσα στη χώρα.
Αυτή
η επέμβαση του ιμπεριαλισμού πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του
ανταγωνισμού με τη Ρωσία για το ποια μονοπώλια θα ελέγξουν τις
ενεργειακές πηγές στην ευρύτερη περιοχή. Οι εργαζόμενοι της Ουκρανίας
έχουν γίνει όμηροι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων των διάφορων
ιμπεριαλιστικών ομάδων από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Ουκρανία και τη Ρωσία
και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους στο συνεχόμενο ανταγωνισμό για τα
ληστρικά συμφέροντα τους, για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής στις
συνθήκες της κρίσης. Επίσης , οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βρήκαν την
ευκαιρία να αυξήσουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή. Μάλιστα
το περιοδικό ForeignAffairsμίλησε για το πώς οι Αμερικανοί και
Ευρωπαίοι ηγέτες «έκαναν τη βλακεία να προσπαθήσουν να μετατρέψουν την
Ουκρανία σε προπύργιο της Δύσης στα σύνορα της Ρωσίας».[18] Επιπλέον
το κεφάλαιο επιδιώκει να διευρύνει τη σφαίρα επιρροής του αξιοποιώντας
τις πολιτικές του ΠΟΕ, του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων
διακρατικών θεσμών.
Το
ΝΑΤΟ διευρύνεται ραγδαία και σημαντικά και επιδιώκει οι επιχειρήσεις
του να έχουν παγκόσμια εμβέλεια. Επιδιώκει συνεχώς να διευρύνει την
επιρροή του σε ο,τι αφορά το εύρος της ατζέντας και το παγκόσμιο εύρος
του. Ο ρόλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ μέσα από το εργαλείο της ΚΕΠΑ
δημιουργεί συνεχώς νέους κινδύνους για ολόκληρη την περιοχή. Ο
επικεφαλής του φασιστικού «Δεξιού Τομέα» διορίστηκε σύμβουλος στο
Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ουκρανίας. Τον Απρίλιο του 2014 ο Ολεξάντερ
Τουρτσίνοφ, επικεφαλής του ουκρανικού «συμβουλίου εθνικής ασφάλειας και
άμυνας», είπε με μια συνεδρίαση του σώματος ότι η Ουκρανία έχει
δρομολογήσει την ένταξη της στο ΝΑΤΟ: « η ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική
ενσωμάτωση αποτελεί πλέον προτεραιότητα για τις πολιτικές της Ουκρανίας
και η χώρα θα επιδιώξει το συντονισμό των ένοπλων δυνάμεων της και των
μυστικών υπηρεσιών της με αυτές της δυτικής συμμαχίας».[19]
Η
ιστορία, μεταξύ άλλων και η σύγχρονη ιστορία, δείχνει ότι ο
ιμπεριαλισμός και οι παράγοντες του θα χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο
για να προωθήσουν τους στόχους τους και θα καταστρέψουν ανελέητα και
χωρίς ενδοιασμό τα εθνικά κράτη και τους λαούς. Στόχος είναι η απόκτηση
εξουσίας και κυριαρχίας πάνω στα εθνικά κράτη και στους πόρους τους, η
απόσπαση του πλούτου και των φυσικών πόρων αυτών των κρατών, η αποτροπή
και η παρεμπόδιση της ελεύθερης πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής,
πολιτιστικής ανάπτυξης των λαών.
Ο
καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Η
αύξηση της ανισότητας, της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της ανεργίας, των
αστέγων, της περιβαλλοντικής σήψης μαζί με τα χιλιάδες κοινωνικά,
οικονομικά και πολιτικά ζητήματα που δεν μπορεί να λύσει ο καπιταλισμός
επιδεινώνουν και βαθαίνουν την καπιταλιστική κρίση αποκαλύπτοντας και
οξύνοντας τις αντιθέσεις του. Αυτά με τη σειρά τους επηρεάζουν άμεσα το
συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων.
Η
καπιταλιστική κρίση συνεχίζει να βαθαίνει, εντείνοντας και
αποκαλύπτοντας τη βασική αντίθεση- την πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την
εργασία. Ο αναπόφευκτος ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός συνεχίζεται
και εντείνεται. Οι επιπλοκές και η συνθετότητα της καπιταλιστικής
αναπαραγωγής και η ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού οξύνουν τις συνθήκες
για τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η γενική κρίση του καπιταλισμού
οξύνει την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Ενώ τα καπιταλιστικά κράτη
έχουν κοινά στρατηγικά συμφέροντα, δηλαδή την αναπαραγωγή του
καπιταλιστικού συστήματος, η ιστορία έχει αναδείξει τους λυσσαλέους
ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους και
τη διάθεση τους να επιβάλουν τα συμφέροντα τους με τη δύναμη των όπλων.
Ο Λένιν σε μια ομιλία για την τέταρτη επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης υποστήριξε:
«Το ζήτημα των ιμπεριαλιστικών πολέμων, της διεθνούς πολιτικής του
χρηματιστικού κεφαλαίου, που κυριαρχεί σήμερα σε όλο τον κόσμο και γεννά
αναπόφευκτα νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, που γεννά αναπόφευκτα ένα
πρωτάκουστο δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης, της διαρπαγής, της
καταλήστευσης, του στραγγαλισμού των αδύνατων, καθυστερημένων, μικρών
λαών από μια χούφτα «προηγμένες» δυνάμεις - το ζήτημα αυτό έγινε από το
1914 το αγκωνάρι όλης της πολιτικής όλων των χωρών της υδρογείου. Είναι
ζήτημα ζωής ή θανάτου για δεκάδες εκατ. ανθρώπους. […]Και μπροστά στα
εκατ. και εκατ. ανθρώπων που σκέπτονται για τις αιτίες του χθεσινού
πολέμου και για τον επερχόμενο αυριανό πόλεμο, ορθώνεται όλο και πιο
έκδηλα, όλο και πιο αναπότρεπτα η τρομερή αλήθεια: είναι αδύνατο να
γλιτώσουμε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και από την ιμπεριαλιστική
ειρήνη, που τον γεννά αναπόφευκτα (αν είχαμε ακόμη την παλιά ορθογραφία
θα έγραφα εδώ τις δυο λέξεις «μιρ» * και με τις δυο τους έννοιες), είναι
αδύνατο να γλιτώσουμε απ' αυτή την κόλαση με άλλον τρόπο παρά μόνο με
τον μπολσεβίκικο αγώνα και με την μπολσεβίκικη επανάσταση.»[20]
Υπενθυμίζουμε
την δήλωση του Μαρξ στην Εναρκτήρια Ομιλία του στην Πρώτη Διεθνή: «η
ιστορική εμπειρία δείχνει πως η παράβλεψη αυτού του αδελφικού δεσμού που
θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στους εργάτες διαφορετικών χωρών και να
τους παρακινεί να στέκονται ο ένας στο πλευρό του άλλου στους αγώνες για
χειραφέτηση θα τιμωρηθεί με την κοινή αποτυχία των ασύνδετων
προσπαθειών τους. Αυτή η σκέψη παρακίνησε τους εργάτες διαφορετικών
χωρών που συγκεντρώθηκαν στις 28 Σεπτέμβρη 1864 στην αίθουσα StMartin να
ιδρύσουν τη Διεθνή Ένωση Εργατών.» [21] Η
υπόθεση της διεθνούς προλεταριακής αλληλεγγύης που οργανώνεται από τα
κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα εξακολουθεί να είναι η αιχμή του
δόρατος για τις αντικαπιταλιστικές και αντιμονοπωλιακές δυνάμεις και ο
θεμέλιος λίθος της αντιιμπεριαλιστικής στρατηγικής ενάντια στην
εκμετάλλευση, την καταπίεση και τον πόλεμο για μια διαρκή ειρήνη και την
κοινωνική πρόοδο.
Σε
μια περίοδο που αυξάνεται η επιθετικότητα του ΝΑΤΟ και των
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ο προλεταριακός διεθνισμός εξακολουθεί να είναι
ένα μοναδικό όπλο στα χέρια των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων
ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και τις απειλές ενάντια την
παγκόσμια ειρήνη και τη δημοκρατία. Η μόνη εναλλακτική λύση είναι ο
σοσιαλισμός.
[1]Καρλ Μαρξ, Άπαντα, Τόμος 9, σ.266, Εκδόσεις Progress, Μόσχα 1977.
[2]Καρλ Μαρξ, Ομιλία για το ζήτημα του ελεύθερου εμπορίου στο Δημοκρατικό Σύνδεσμο Βρυξελλών, 9 Ιανουαρίου 1848.
[4]Frankfurter Allgemeine Zeitung, 4 Ιανουαρίου 1978.
[5]WashingtonPost, 20 Δεκέμβριος 1979.
[6]Γράφτηκε από τη ZoeFairbairns, συντάκτρια του περιοδικού “Sanity” και δημοσιεύτηκε από το CND.
[7]Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν από τις NewYorkTimes στις 8 Μάρτιου 1992.
[8]Συνθήκη για την ΕΕ, Κεφάλαιο Ι, Κοινές Διατάξεις, άρθρο Α.
[9] For example, AKEL C.C. Press Office, 9th March 2015, Nicosia
[10] TheEconomist, 14/6/2001.
[11]
Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας, Κείμενο που προτάθηκε από το Χαβιέ
Σολάνα και εγκρίθηκε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων στο
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που έγινε στις Βρυξέλλες στις 12 Δεκεμβρίου 2003.
[12] F. Fukuyama, ‘The End of History?’, The National Interest (Summer, 1989). Later expanded as The End of History and the Last Man
[18] Foreign Affairs Σεπτέμβρης/Οκτώβρης 2014.
[19] Reuters, 9 Απριλίου 2015
[20]Β.Ι. Λένιν Ομιλία για την 4η Επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, 18 Οκτωβρίου, 1921 (Άπαντα τόμος 33, σσ. 51-59)
[21]Καρλ Μαρξ, Εναρκτήρια Ομιλία στην Πρώτη Διεθνήl, Οκτώβρης 1964