Τον Καζαντζίδη ή θα τον αγαπήσεις βαθιά ή θα του κλείσεις την πόρτα.
Απαρατήρητος δεν περνάει. Εκατομμύρια κόσμου τον αποθέωσαν ζωντανό,
πολλοί είναι αυτοί που τον λατρεύουν ακόμα, κάποιοι συνεχίζουν να τον
χτυπούν και μετά το θάνατό του. Αν βγάλεις στην πάντα τους δήθεν και
τους ψευτοκουλτουριάρηδες που παραπατάνε στη σκιά του, άλλος δεν τον
χτύπησε κάτω απ’ τη μέση.
Ο Καζαντζίδης είναι «μύθος» γι’ αυτούς που δεν τον ξέρουν, δεν τον έζησαν, δεν τους άγγιξε· γι’ αυτούς που δεν τον ένιωσαν. Για τους εργάτες με τα μουτζουρωμένα χέρια και τα λασπωμένα ρούχα, για τα κορίτσια του λεωφορείου με τους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια και τα τρυπημένα απ’ το βελόνι δάχτυλα, για τις οικογένειες που γέμιζαν τις συνοικιακές ταβέρνες τα σαββατόβραδα με τους καημούς και τις ελπίδες τους και τις Κυριακές, στις τσιμεντένιες αυλές, μάζευαν απ’ τα σκοινιά τα φρεσκοπλυμένα πουκάμισα κι άπλωναν όνειρα, για τους ερωτευμένους που έκλειναν τον νταλκά σ’ ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα και τους πιτσιρικάδες που χάιδευαν εκστατικά το κρύσταλλο του ηλεκτρόφωνου και με τα μάτια τους έσπρωχναν τη βελόνα του πικάπ μέχρι να βυθιστεί στ’ αυλάκια του δίσκου, για όλους αυτούς ο Καζαντζίδης ήταν ο Στέλιος, ο Στελάρας· ήταν ο πατέρας, ο αδερφός, ο αγαπημένος, ο καλός γείτονας, ο φίλος ο γκαρδιακός.
Απέραντη σαν τον ορίζοντα, βαθιά σαν τον ωκεανό, είν’ η φωνή του Στέλιου, κι ο λυγμός της παιδί του πόνου – όποιος δεν πόνεσε δεν καταλαβαίνει. Τα τραγούδια του δεν χωράνε σε μόδες, δεν κλείνονται σ’ εποχές. Αν μεγάλωσες με τα τραγούδια του Καζαντζίδη, την κιθάρα του Γκάλαχερ και το «Απάνω στα ψηλά βουνά», τότε έμαθες να περπατάς και να μη χάνεις το βηματισμό και το θάρρος σου· μπορείς να ονειρεύεσαι, να παλεύεις, να ερωτεύεσαι· ξέρεις ν’ αντέχεις, να πεισμώνεις, να ελπίζεις, να δίνεις.
Η φωνή του Καζαντζίδη μιλάει στην καρδιά, όπως ο ήλιος στον ξεπαγιασμένο, το νερό στον διψασμένο, η πατρίδα στον ξενιτεμένο· όπως κυλάει το αίμα στο κορμί. Και θα μιλάει, όσο υπάρχει άδικο κι αδικημένοι, ξενιτιά και ξεριζωμένοι· όσο η μάνα θα κάνει κουράγιο και μια αγάπη θα περιμένει· όσο θα υπάρχει μια στάλα φιλότιμο και καλά παιδιά μ’ αισθήματα και μπέσα· όσο θα καρδιοχτυπούν ερωτευμένοι· κάθε που ένα αχ θα στέκεται σαν κόμπος στο λαιμό ή θα τρυπάει σαν καρφί την καρδιά· μέχρι να πάψει τ’ αγριολούλουδο ν’ αντέχει κι οι γειτονιές του κόσμου να μεθάνε με τ’ άρωμα του «Σαββατόβραδου». Όσο θα περισσεύει ο πόνος, και η εκμετάλλευση θ’ αλλάζει πρόσωπα, όπως οι τέσσερις εποχές του χρόνου.
Ο Καζαντζίδης είναι «μύθος» γι’ αυτούς που δεν τον ξέρουν, δεν τον έζησαν, δεν τους άγγιξε· γι’ αυτούς που δεν τον ένιωσαν. Για τους εργάτες με τα μουτζουρωμένα χέρια και τα λασπωμένα ρούχα, για τα κορίτσια του λεωφορείου με τους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια και τα τρυπημένα απ’ το βελόνι δάχτυλα, για τις οικογένειες που γέμιζαν τις συνοικιακές ταβέρνες τα σαββατόβραδα με τους καημούς και τις ελπίδες τους και τις Κυριακές, στις τσιμεντένιες αυλές, μάζευαν απ’ τα σκοινιά τα φρεσκοπλυμένα πουκάμισα κι άπλωναν όνειρα, για τους ερωτευμένους που έκλειναν τον νταλκά σ’ ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα και τους πιτσιρικάδες που χάιδευαν εκστατικά το κρύσταλλο του ηλεκτρόφωνου και με τα μάτια τους έσπρωχναν τη βελόνα του πικάπ μέχρι να βυθιστεί στ’ αυλάκια του δίσκου, για όλους αυτούς ο Καζαντζίδης ήταν ο Στέλιος, ο Στελάρας· ήταν ο πατέρας, ο αδερφός, ο αγαπημένος, ο καλός γείτονας, ο φίλος ο γκαρδιακός.
Απέραντη σαν τον ορίζοντα, βαθιά σαν τον ωκεανό, είν’ η φωνή του Στέλιου, κι ο λυγμός της παιδί του πόνου – όποιος δεν πόνεσε δεν καταλαβαίνει. Τα τραγούδια του δεν χωράνε σε μόδες, δεν κλείνονται σ’ εποχές. Αν μεγάλωσες με τα τραγούδια του Καζαντζίδη, την κιθάρα του Γκάλαχερ και το «Απάνω στα ψηλά βουνά», τότε έμαθες να περπατάς και να μη χάνεις το βηματισμό και το θάρρος σου· μπορείς να ονειρεύεσαι, να παλεύεις, να ερωτεύεσαι· ξέρεις ν’ αντέχεις, να πεισμώνεις, να ελπίζεις, να δίνεις.
Η φωνή του Καζαντζίδη μιλάει στην καρδιά, όπως ο ήλιος στον ξεπαγιασμένο, το νερό στον διψασμένο, η πατρίδα στον ξενιτεμένο· όπως κυλάει το αίμα στο κορμί. Και θα μιλάει, όσο υπάρχει άδικο κι αδικημένοι, ξενιτιά και ξεριζωμένοι· όσο η μάνα θα κάνει κουράγιο και μια αγάπη θα περιμένει· όσο θα υπάρχει μια στάλα φιλότιμο και καλά παιδιά μ’ αισθήματα και μπέσα· όσο θα καρδιοχτυπούν ερωτευμένοι· κάθε που ένα αχ θα στέκεται σαν κόμπος στο λαιμό ή θα τρυπάει σαν καρφί την καρδιά· μέχρι να πάψει τ’ αγριολούλουδο ν’ αντέχει κι οι γειτονιές του κόσμου να μεθάνε με τ’ άρωμα του «Σαββατόβραδου». Όσο θα περισσεύει ο πόνος, και η εκμετάλλευση θ’ αλλάζει πρόσωπα, όπως οι τέσσερις εποχές του χρόνου.