Το
παρακάτω κείμενο γράφτηκε για άλλη χρήση (γι' αυτό και τελειώνει κάπως
απότομα, ενώ στην πραγματικότητα συνεχίζει με κάτι διαφορετικό, που δεν
άπτεται άμεσα του ενδιαφέροντός μας). Καλή ανάγνωση και κάθε παρατήρηση
ευπρόσδεκτη.
Μορφή και περιεχόμενο συγκροτούν ένα δίπολο που συναντάμε
συχνά στην καθημερινή μας ζωή, σε μια σειρά τομείς της κοινωνικής μας
δραστηριότητας: την τέχνη, την ιστορία, την πολιτική, τη φιλοσοφία.
Η μορφή συνδέεται ετυμολογικά με την ομορφιά, όπως και το
σχήμα με την ασχήμια (με την προσθήκη ενός στερητικού α-). Η ομορφιά ενός
ανθρώπου μπορεί να είναι εσωτερική ή εξωτερική, να πηγάζει εξίσου από την
εμφάνισή του ή το χαρακτήρα του, δηλ απ’ τη μορφή ή το περιεχόμενο, τα οποία
μπορεί να συμπληρώνουν αρμονικά ή να υποκαθιστούν το ένα το άλλο και να
συγκρούονται, όπως σε μια διαλεκτική σχέση.
Ένα παλιό φεμινιστικό σύνθημα σημειώνει εύστοχα: «καμιά
μας δεν είναι άσχημη, όλες μας έχουμε σχήμα». Δεν ισχύει απαραίτητα όμως κι η
αντίστροφη ανάγνωση, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος είναι όμορφος, επειδή έχει μια
ορισμένη μορφή. Η μορφή μπορεί να αναδείξει ή να αποκρύψει και να υποβαθμίσει
το περιεχόμενο. Συνεπώς δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους, ούτε όμως να
επισκιάζει και να υποκαθιστά την ουσία, να γίνεται φετίχ και να οδηγεί σε ένα
είδος φορμαλισμού, που τείνει να μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Η ομορφιά συνδέεται με τη σειρά της με την έννοια της
αισθητικής, που αποτελεί μορφή κοινωνικής συνείδησης. Κι εδώ γίνεται φανερό πώς
αλληλοδιαπλέκονται η μορφή και το περιεχόμενο, ως πόλοι μιας σχέσης που
προϋποθέτουν ο ένας τον άλλο. Ένας όμορφος, αγγελικά πλασμένος κόσμος απαιτεί
δομικές κοινωνικές αλλαγές, ένα ριζικό, εσωτερικό μετασχηματισμό κι όχι έναν
απλό, εξωτερικό καλλωπισμό, που καμουφλάρει τη μιζέρια και τη δυστυχία. Η
ομορφιά δεν υπάρχει παρά μόνο ως εξαίρεση και άλλοθι σε έναν άσχημο,
αλλοτριωμένο κόσμο, γεμάτο φτώχια κι εκμετάλλευση, που ενδιαφέρεται μόνο για τη
βιτρίνα. Αλλά θα πηγάζει από κάθε κύτταρο της κοινωνίας του μέλλοντος, όπου η
αισθητική θα είναι εσωτερική ανάγκη και τρόπος ύπαρξης, θα απορρέει αυθόρμητα
από κάθε δραστηριότητα του μελλοντικού ανθρώπου, που θα συνδυάζει αρμονικά τη
φύση του και τις αισθήσεις του με το περιβάλλον του.
Αυτά προϋποθέτουν με τη σειρά τους μια τελείως
διαφορετική παιδεία και μόρφωση, που συνδέεται κι αυτή ετυμολογικά με τη μορφή,
διαμορφώνει συνειδήσεις και προσωπικότητες, διαπλάθει χαρακτήρες. Αποτελεί μια
αμφίδρομη διαδικασία, που γεμίζει το μαθητή (αλλά και το δάσκαλο) με γνώσεις,
παραστάσεις κι εμπειρίες, με κριτική ικανότητα, καλλιέργεια κι ευαισθησίες,
για να μη μείνει άδειος, κενός περιεχομένου.
Η αξία της αισθητικής γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή στους
αρχιτέκτονες, που δέχονται συχνά-πυκνά την χλεύη άλλων ειδικών ότι καταπιάνονται
με πράγματα άχρηστα και περιττά. Όμως η τέχνη είναι η «επιστήμη του περιττού»,
που δεν έχει καταναγκαστικό χαρακτήρα, δε στοχεύει στην εξασφάλιση των προς των
ζην, αλλά στο ευ ζην. Οι αρχιτέκτονες δε σχεδιάζουν απλώς άχαρα κουτιά, για να
προστατευτούν οι ένοικοί τους από το κρύο και τις ακραίες καιρικές συνθήκες,
αλλά όμορφα κτήρια, λειτουργικές κατοικίες που ικανοποιούν τις ανάγκες τους και
τους προσφέρουν παράλληλα ένα όμορφο, ζεστό μέρος, για στεγαστούν στιγμές,
όνειρα κι αναμνήσεις.
Κι η τέχνη δεν ανήκει στις δευτερεύουσες, τις μη ζωτικές
και «περιττές» ανάγκες του ανθρώπου. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί έναν
άνθρωπο που να μην τραγουδάει ποτέ, να μη σφυρίζει κάποιο σκοπό, να μην
κινείται ρυθμικά ή να χορεύει, να μην έχει προσπαθήσει να φτιάξει κάτι, ακόμα
κι αν είναι μια τρύπα-γέφυρα δίπλα στο νερό της θάλασσας ή ένα κάστρο-παλάτι
στην άμμο, να μην έχει διακοσμήσει το χώρο του σύμφωνα με τα γούστα του, όσο
λιτά κι αν είναι τα μέσα που διαθέτει, να μην έχει ζωγραφίσει κατί στη ζωή του,
έστω ένα απλό σχέδιο με γραμμές κι ανθρωπάκια. Χωρίς αυτά, θα ήταν μεν
ζωντανός, αλλά δε θα ήταν άνθρωπος, δε θα είχε όλα αυτά που κάνουν το ανθρώπινο
είδος να ξεχωρίζει από τα ζώα και τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς, θα ήταν το
πολύ ένα ανθρωπάκι, σαν κι αυτά που ζωγραφίζουν τα μικρά παιδιά, άψυχο κι ούτε
καν χαμογελαστό.
Η τέχνη είναι και το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής της
διαλεκτικής σύνδεσης μορφής-περιεχομένου, των υψηλών νοημάτων και της φόρμας
που χρησιμοποιείται, για να τα αναδείξει, όπου μπορεί να βρει κανείς ρεύματα με
τις πιο διαφορετικές αντιλήψεις και τεχνοτροπίες, ως προς τη σύθεση και τη
«δοσολογία» μεταξύ των δύο πόλων. (Αναφέρω ενδεικτικά το σκηνοθετικό «δόγμα
95’» και που απογυμνώνει τη σκηνή από περιττά στοιχεία, στολίδια κι οτιδήποτε μπορεί
να αποσπάσει την προσοχή του θεατή από την πλοκή του έργου. Και την αντίστροφη
λογική της «τέχνης για την τέχνη», χωρίς να υπάρχει κάποιο βαθύτερο νόημα).
Όπως γίνεται αντιληπτό, το δίπολο αυτό επεκτείνεται και
στην «τέχνη του έρωτα», τις έμφυλες σχέσεις και τα πρότυπα ομορφιάς που
διαμορφώνει κι αποδέχεται κανείς, ενώ μπορεί να μας δώσει τους πιο
διαφορετικούς τύπους ανθρώπων: εγωπαθείς νάρκισσους που ενσαρκώνουν φαντασιακά
τον Ντόριαν Γκρέι, επιστήμονες της αφηρημένης διανόησης που «εγκαταλείπουν» τα
εγκόσμια και δεν ενδιαφέρονται καν για το αν φοράνε ίδιο χρώμα κάλτσες σε κάθε
πόδι, και άλλους, λιγότερο πνευματικούς ανθρώπους, που (επιδιώκουν να)
περνιούνται για βαθυστόχαστοι, επειδή φόρεσαν ένα κασκόλ, κάτι εκκεντρικό, κτλ.
Η σχέση αυτή διαπερνά και το ιστορικό γίγνεσθαι, τη
μεθοδολογική του προσέγγιση και τη θεώρηση της πραγματικότητας. Ο ιστορικός
μελετητής καλείται να διερευνήσει τόσο τις βαθύτερες αιτίες πίσω από τα (ενίοτε
απατηλά) φαινόμενα, διεισδύοντας στην ουσία, όσο και τις μορφές με τις οποίες
εκδηλώνονται κάποιες κοινωνικές τάσεις κι αντιθέσεις και τον ιδεολογικό μανδύα
με τον οποίο περιβλήθηκε πχ η σύγκρουση κατά την περίοδο της Εικονομαχίας στο
Βυζάντιο.
Κομβική θέση κατέχει η σχετική προβληματική στον τομέα
της επικοινωνιολογίας, όπου πολλές φορές «το μέσο είναι το μήνυμα», ενώ ο
πομπός του μηνύματος αναζητά συνεχώς τις μορφές και τα μέσα που θα το
αναδείξουν και θα το διαδώσουν πιο αποτελεσματικά. Εφόσον, όμως, αυτοί οι
κανόνες συνδέονται με την άσκηση πολιτικής και την προπαγάνδιση πολιτικών ιδεών
και θέσεων, χρειάζεται οξυμένη προσοχή για να εντοπιστεί και να διαχωριστεί η
ουσία από τις περίτεχνες διατυπώσεις, τα φραστικά πυροτεχνήματα, τους
θεατρινισμούς, τα παχιά λόγια και τις ψεύτικες υποσχέσεις.
Σημειώνεται εν κατακλείδι κι η ευθεία αντιστοιχία αυτής
της σχέσης με τη Χεγκελιανή φιλοσοφία και τις διαλεκτικές κατηγορίες της Ουσίας
και του Φαινομένου.