Αν είχε μεγαλώσει εδώ (γεννήθηκε στις
2 του Μάρτη 1948) θα τον αποκαλούσαν παιδί-θαύμα». Όταν στα εννιά λες
θα γίνω κιθαρίστας, μαθαίνεις μελετώντας μόνος κιθάρα, κερδίζεις
διαγωνισμούς, στα δεκάξι φτιάχνεις μπάντα και στα είκοσι ασχολούνται με
την περίπτωσή σου εκατομμύρια άνθρωποι σε πολλές γωνιές του πλανήτη, ε,
τότε με το δίκιο τους.
Όμως, αντίθετα με τη ζωή που είναι ένα θαύμα η ίδια, θαύματα δε γίνονται. Γιατί η ζωή δεν είναι σκηνή· όταν ο Ρόρι ανέβαινε στη σκηνή, ζούσε, ανέπνεε μόνο για τη μουσική, αγκάλιαζε την αγαπημένη του και δεν ξαναπάταγε στα σανίδια μέχρι τα φώτα και το χειροκρότημα να σβήσουν. Σκορπούσε ηλεκτρική αγαλλίαση και ρίγη ενθουσιασμού κι ένιωθες δέος όταν τ’ ακροδάχτυλά του «καίγονταν» στα τάστα με την ταχύτητα που το ιρλανδέζικο ουίσκι έκαιγε το λαρύγγι του, με την ίδια ευκολία που οι δαίμονες κυριεύουν το ένα μετά το άλλο τα κάστρα του ανθρώπινου εγκεφάλου. Ήταν ο Ρόρι Γκάλαχερ, ένας ημίθεος που άπλωνε βάλσαμο στις ψυχές των κοινών θνητών χωρίς να τολμά ν’ αγγίξει τη δική του αχίλλειο φτέρνα.
Συμβαίνει κάποιες φορές να περνάνε δίπλα σου οι μεγάλες στιγμές και να μη μπορείς να τις αγγίξεις κι άλλοτε να τις παρακολουθείς από απόσταση, με την αίσθηση του ανολοκλήρωτου να σε αλώνει. Όπως εκείνο το μακρινό Σεπτέμβρη του ΄81 (όταν εσύ ήσουν «μικρός για τέτοια») που η δυτική όχθη φουρτούνιασε απ’ τα μαγικά σολαρίσματα του Ρόρι, για να πνιγεί στα δακρυγόνα των κρανοφόρων που «φτιάχνονται» όταν μελανιάζουν κορμιά κι ανοίγουν κεφάλια με τα ρόπαλά τους. Χρόνια τριάντα εφτά πέρασαν από τότε, κι αν κάποιοι δεν «ξεκόλλησαν» ακόμα, είναι γιατί η μαγεία δε χάθηκε, παραμένει ζωντανή κι ας μην είναι πια εδώ, από καιρό, ο ίδιος ο Ρόρι. Το δικό του ταξίδι σταμάτησε πρόωρα (14 του Ιούνη 1995) σε κάποιο σκοτεινό «σταθμό», χιλιόμετρα μακριά απ’ τον αρχικό του προορισμό.
Ο Ρόρι νικήθηκε απ’ τους αιώνιους δαίμονες. Αυτούς που σε κάνουν το ίδιο εύκολα να νιώθεις θεός και διάβολος, σε μεταμορφώνουν με ταχύτητα αστραπής από είδωλο σε αποδιοπομπαίο, και σου δίνουν την ψευδαίσθηση του ισότιμου συνομιλητή μέχρι να σε πατήσουν και να σε λιώσουν. Τι θα ήταν άραγε χωρίς αυτούς; Μπορεί κάποιος μανάβης σε μια τυπική συνοικία του Μπέλφαστ ή υπάλληλος πολυεθνικής, με γκρι σακάκι και μπριγιαντίνη στο κοντοκουρεμένο του μαλλί· μπορεί κι ένας απ’ τους αμέτρητους λούζερ της γενιάς του, απ’ αυτούς που έπνιγαν την οργή και τα όνειρά τους στη μπύρα, μπροστά στην οθόνη της παμπ που έδειχνε το χαμόγελο του Μπόμπι Σαντς να ψυχορραγεί και γι’ αυτούς. Μπορεί και όχι… Δεν θα γινόταν πάντως ο Ρόρι Γκάλαχερ, ο θρύλος της μπλουζ και ροκ που πρόσφερε αφειδώλευτα στους κοινούς θνητούς αγγίγματα αθανασίας, κάνοντάς τους να νιώθουν δυνατοί για μεγάλα πράγματα.
Ο Ρόρι «έφυγε» μα το φως του δεν έσβησε. Η μαγεία δεν χάθηκε. Εκείνα τα ιλιγγιώδη ανεβοκατεβάσματα των δαχτύλων του που έκαναν τις χορδές της Fender να σπινθηρίζουν, θα οργώνουν μαζί με τη βραχνάδα της φωνής του τις τριάντα τρεις στροφές, νυν και αεί, και στα βαθιά σκαμμένα αυλάκια του βινυλίου, θα βρίσκουν απάγκιο τα πρωτόνειρα κι οι έρωτες που δεν πρόλαβαν να γεράσουν· θ’ ανασαίνουν με τους χτύπους της ίδιας καρδιάς και θα διώχνουν τους δαίμονες μακριά.
Όμως, αντίθετα με τη ζωή που είναι ένα θαύμα η ίδια, θαύματα δε γίνονται. Γιατί η ζωή δεν είναι σκηνή· όταν ο Ρόρι ανέβαινε στη σκηνή, ζούσε, ανέπνεε μόνο για τη μουσική, αγκάλιαζε την αγαπημένη του και δεν ξαναπάταγε στα σανίδια μέχρι τα φώτα και το χειροκρότημα να σβήσουν. Σκορπούσε ηλεκτρική αγαλλίαση και ρίγη ενθουσιασμού κι ένιωθες δέος όταν τ’ ακροδάχτυλά του «καίγονταν» στα τάστα με την ταχύτητα που το ιρλανδέζικο ουίσκι έκαιγε το λαρύγγι του, με την ίδια ευκολία που οι δαίμονες κυριεύουν το ένα μετά το άλλο τα κάστρα του ανθρώπινου εγκεφάλου. Ήταν ο Ρόρι Γκάλαχερ, ένας ημίθεος που άπλωνε βάλσαμο στις ψυχές των κοινών θνητών χωρίς να τολμά ν’ αγγίξει τη δική του αχίλλειο φτέρνα.
Συμβαίνει κάποιες φορές να περνάνε δίπλα σου οι μεγάλες στιγμές και να μη μπορείς να τις αγγίξεις κι άλλοτε να τις παρακολουθείς από απόσταση, με την αίσθηση του ανολοκλήρωτου να σε αλώνει. Όπως εκείνο το μακρινό Σεπτέμβρη του ΄81 (όταν εσύ ήσουν «μικρός για τέτοια») που η δυτική όχθη φουρτούνιασε απ’ τα μαγικά σολαρίσματα του Ρόρι, για να πνιγεί στα δακρυγόνα των κρανοφόρων που «φτιάχνονται» όταν μελανιάζουν κορμιά κι ανοίγουν κεφάλια με τα ρόπαλά τους. Χρόνια τριάντα εφτά πέρασαν από τότε, κι αν κάποιοι δεν «ξεκόλλησαν» ακόμα, είναι γιατί η μαγεία δε χάθηκε, παραμένει ζωντανή κι ας μην είναι πια εδώ, από καιρό, ο ίδιος ο Ρόρι. Το δικό του ταξίδι σταμάτησε πρόωρα (14 του Ιούνη 1995) σε κάποιο σκοτεινό «σταθμό», χιλιόμετρα μακριά απ’ τον αρχικό του προορισμό.
Ο Ρόρι νικήθηκε απ’ τους αιώνιους δαίμονες. Αυτούς που σε κάνουν το ίδιο εύκολα να νιώθεις θεός και διάβολος, σε μεταμορφώνουν με ταχύτητα αστραπής από είδωλο σε αποδιοπομπαίο, και σου δίνουν την ψευδαίσθηση του ισότιμου συνομιλητή μέχρι να σε πατήσουν και να σε λιώσουν. Τι θα ήταν άραγε χωρίς αυτούς; Μπορεί κάποιος μανάβης σε μια τυπική συνοικία του Μπέλφαστ ή υπάλληλος πολυεθνικής, με γκρι σακάκι και μπριγιαντίνη στο κοντοκουρεμένο του μαλλί· μπορεί κι ένας απ’ τους αμέτρητους λούζερ της γενιάς του, απ’ αυτούς που έπνιγαν την οργή και τα όνειρά τους στη μπύρα, μπροστά στην οθόνη της παμπ που έδειχνε το χαμόγελο του Μπόμπι Σαντς να ψυχορραγεί και γι’ αυτούς. Μπορεί και όχι… Δεν θα γινόταν πάντως ο Ρόρι Γκάλαχερ, ο θρύλος της μπλουζ και ροκ που πρόσφερε αφειδώλευτα στους κοινούς θνητούς αγγίγματα αθανασίας, κάνοντάς τους να νιώθουν δυνατοί για μεγάλα πράγματα.
Ο Ρόρι «έφυγε» μα το φως του δεν έσβησε. Η μαγεία δεν χάθηκε. Εκείνα τα ιλιγγιώδη ανεβοκατεβάσματα των δαχτύλων του που έκαναν τις χορδές της Fender να σπινθηρίζουν, θα οργώνουν μαζί με τη βραχνάδα της φωνής του τις τριάντα τρεις στροφές, νυν και αεί, και στα βαθιά σκαμμένα αυλάκια του βινυλίου, θα βρίσκουν απάγκιο τα πρωτόνειρα κι οι έρωτες που δεν πρόλαβαν να γεράσουν· θ’ ανασαίνουν με τους χτύπους της ίδιας καρδιάς και θα διώχνουν τους δαίμονες μακριά.
Κανένας δαίμονας, ποτέ, δεν θα
μπορέσει να υποκαταστήσει τις μελαγχολικές εκρήξεις απ’ το γλυκά
οργισμένο παίξιμο του Ρόρι, που θα κυλάει σε κάποιες φλέβες μέχρι να
στερέψουν…