29 Οκτ 2018

ACAB φιλελέδες, Αλβανοί φασίστες και η θανάσιμη βλακεία του ακροδεξιού σωβινισμού

Ο θάνατος ενός 35χρονου ομογενή που φέρεται να σκοτώθηκε κατόπιν ανταλλαγής πυρών με την αλβανική αστυνομία, πυροδότησε μια έκρηξη σωβινισμού και διαδικτυακής βλακείας. ΜΜΕ που μετέδιδαν υπεύθυνα πως είχαμε φόνο εξαιτίας της ελληνικής σημαίας που ανέβασε το θύμα (σε ένα χωριό που είναι γεμάτο με ελληνικές σημαίες), ανώνυμοι εθνικιστές χακεράδες που ζήλεψαν το V for Vendetta, και φωτεινά μυαλά σαν τον Μπογδάνο που πίστεψαν πως βρήκαν την ευκαιρία να μας στριμώξουν και να… παίξουν με τις αντιφάσεις μας.


Ε ναι μας έπιασε στα πράσα. Γιατί… με ποιον είμαστε; Ποιος είνα ο βασικός εχθρός; Ο δικός μας εθνικισμός ή ο κατασταλτικός μηχανισμός ενός άλλου κράτους; Η απάντηση “με κανέναν από τους δύο” είναι σαν ανώτερα μαθηματικά για χρυσαυγίτη που δεν ξέρει να γράφει καλά-καλά.
Ας πάρουμε βαθιά ανάσα, συγκρατώντας τα γέλια μας, κι ας αναλογιστούμε το προσωπικό δράμα και τη δραματική αντίφαση που βιώνει ο μέσος νεοφιλελές νους. Ξέρεις τι είναι να δηλώνεις δεξιός, ευνο(μ)ούμενους πολίτης και ξαφνικά να πέφτεις πάνω στο συμπέρασμα πως η αστυνομία μπορεί να λέει ψέματα; Με πόσα “σοκ” και πόσους άσους αντί για θαυμαστικά μπορείς να το αντιμετωπίσεις αυτό;
Ξέρεις τι είναι να καταδικάζεις απερίφραστα τη βία από όπου κι αν προέρχεται, εκτός κι αν αφορά το κρατικό μονοπώλιό της, και να είσαι ένα βήμα από το να φωνάξεις “Μπάτσοι-Γουρούνια-Δολοφόνοι” για την αστυνομία ενός άλλου κράτους; Γιατί η τακτική πρέπει να αλλάζει ευέλικτα, μόλις περνάς τα σύνορα, για να είσαι συνεπής…
Το μόνο αντίστοιχο δράμα με το οποίο υπάρχει μέτρο σύγκρισης είναι αυτό των Αλβανών φασιστών στη χώρα μας, που τους αφομοίωσε τόσο καλά, ώστε τους έμαθε να είναι ρατσιστές στους πιο πρόσφατους μετανάστες, και να τους κάνουν τα ίδια και χειρότερα με αυτά που υπέφεραν οι ίδιοι τα πρώτα χρόνια. Μια λογική που μαθαίνεις τέλεια στο στρατό…
Κι αφού έμπλεξαν τα μπούτια τους με τα μπουμπούκια της χρυσής αυγής και τους μπουμπούκους που τους χαϊδεύουν τα αυτιά, βρίσκονται μπροστά στην ένταση των ελληνο-αλβανικών σχέσεων και βραχυκυκλώνουν, βλέποντας απέναντι τους ομοϊδεάτες τους. Μη σου τύχει…
Όλα αυτά θα ήταν απλώς κωμικά, αν δεν ήταν τραγικά κι επικίνδυνα. Όσο επικίνδυνο είναι το δηλητήριο του εθνικισμού κι η βλακεία που γεννάει με μαζικούς όρους, από όποια πλευρά των συνόρων κι αν προέρχεται…

4η Διεθνής mail art Έκθεση “THE POST” από τη mellifera

Η τέχνη είναι επικοινωνία, δίαυλος ανταλλαγής ιδεών, πανανθρώπινος κώδικας, πέρα από διαφορές γλώσσας, θρησκείας και ιδεολογίας. Μέσα σ’ αυτό το ελεύθερο πνεύμα γεννιέται στη δεκαετία του 50 η mail art , ένα καλλιτεχνικό κίνημα βασισμένο στην αποστολή μικρού μεγέθους έργων τέχνης, μέσω ταχυδρομείου.
Κάρτες, κολλάζ, ανακυκλωμένες φωτογραφίες και αντικείμενα, σφραγίδες, χρώματα αλλά και μουσική (sound art), ποίηση και γενικότερα ό, τι μπορεί να μπει σε ένα φάκελο και να ταχυδρομηθεί, είναι mail art.
4η Διεθνής mail art Έκθεση "THE POST" από τη mellifera
4η Διεθνής mail art Έκθεση “THE POST” από τη mellifera
Ο Νίκος Αγκορτσάς και η Μαρία Χωριανοπούλου, ιδρυτές της mellifera, διοργανώνουν  για τέταρτη φορά Διεθνή Έκθεση mail art, με θέμα THE POST (Το Ταχυδρομείο).
Συνολικά συμμετέχουν με 325 έργα, 181 καλλιτέχνες από 37 χώρες.Η έκθεση συνδυάζεται  με τα 190 χρόνια από την ίδρυση των Ελληνικών Ταχυδρομείων και αποτελεί μια μικρή ένδειξη τιμής στην προσφορά του έλληνα ταχυδρόμου, για τη συμβολή του στην πραγματοποίηση της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Σε μια έκθεση mail art δεν υπάρχει κριτική επιτροπή, δεν υπάρχει λογοκρισία, ούτε οικονομική εισφορά και εκτίθενται όλα τα έργα, αρκεί να μην είναι υβριστικά, ρατσιστικά ή σεξιστικά.Στον αντίποδα του χρηματιστηρίου τέχνης, τα έργα mail art δεν πωλούνται.
Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν το Σάββατο 3/11/2018 στις 8:30μ.μ. στη γκαλερί ΗΩΣ, Χέυδεν 38 – Πλατεία Βικτωρίας.
Η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι και το Σάββατο 10/11/2018 και θα πραγματοποιηθούν δωρεάν mail art εργαστήρια από τηmail artist Μαρία Χωριανοπούλου.

Πληροφορίες: Μαρία Χωριανοπούλου 6972176500
http://resistmailartfestival.blogspot.gr
http://mellifera-action.blogspot.com/

Κόκκινο χαλί σε πορεία ναζί ανήμερα πογκρόμ Εβραίων με τις ευλογίες των αρχών του κρατιδίου

Ήταν βράδυ της 29ης Οκτώβρη 1938 όταν ξεκίνησε στη σαξωνική πόλη Πλάουεν η λεγόμενη “πολωνική επιχείρηση” των ναζί. Γερμανοί αστυνομικοί έβγαλαν 85 Πολωνοεβραίους, άντρες, γυναίκες και παιδιά από τα σπίτια τους και τους έστειλαν με ειδικό τραίνο σε στρατόπεδα, λίγες μέρες πριν τα πογκρόμ του Νοέμβρη.  Με αφορμή την 80η επέτειο, το μικρό τοπικό ακροδεξιό κόμμα “Τρίτος δρόμος” σχεδιάζει πορεία με δαυλούς στην οδό από το σιδηροδρομικό σταθμό κατά μήκος της πόλης με στόχο ” να οδηγήσουν τη φλόγα, που κάποια μέρα θα ξυπνήσει το λαό σε μια καταγίδα φωτιάς” , όπως αναφέρει η ιστοσελίδα της οργάνωσης. Ο αναπληρωτής τοπάρχης του κόμματος, Τόνι Γκεντς κάνει λόγο για “εκστρατεία μίσους κατά του κόμματός του”. Ο Γκεντς είναι καταδικασμένος για βίαια εγκλήματα, κι ανήκε σε απαγορευμένη από το 2014 νεοναζιστική οργάνωση. Κατόπιν αυτού μετακόμισε στο Πλάουν, όπου ηγετικό ρόλο στον “Τρίτο δρόμο” έχει το πρώην μέλος του νεοναζιστικού NPD Ρίκο Ντέλερ. Σύμφωνα με την υπηρεσία προστασίας του συντάγματος, το κόμμα έχει περίπου 500 μέλη εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, την οποία ελάχιστα κρύβει πίσω από τις εξαγγελίες για δημιουργία ενός “γερμανικού σοσιαλισμού”.
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε η αναγγελία της νεοναζιστικής πορείας οδήγησαν σε απαγόρευση της χρήσης δαυλών, όχι όμως και της ίδιας της εκδήλωσης. Κατόπιν πίεσης από την αντιπολίτευση, ο δήμαρχος της πόλης, Ραλφ Όμπερντορφερ, που πρόσκειται στο νεοφιλελεύθερο FDP, ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές του κρατιδίου της Σαξονίας να απαγορεύσουν τη διαδήλωση. Μετά από ένα διάστημα “διαβούλευσης”, η υπηρεσία απάντησε πως “δεν υπάρχουν νομικοί λόγοι για την απαγόρευση”. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της υπηρεσίας, Ούβε Χάινλ, μια τέτοια απαίτηση θα ισοδυναμούσε με κατάργηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Μόνο λόγοι “δημόσιας ασφάλειας” θα επέτρεπαν μια τέτοια απαγόρευση, αλλά προφανώς ένα πλήθος κάποιων εκατοντάδων νεοναζί θεωρείται απολύτως ασφαλές για την πόλη.
Στην πραγματικότητα, στη Σαξωνία υπάρχουν αρκετές ακόμα περιπτώσεις που επιτρέπουν την απαγόρευση, όπως εκείνες που γίνονται σε μέρη που σχετίζονται με θύματα πολέμων ή της “ναζιστικής και κομμουνιστικής βίας”, υπενθυμίζοντας ποια είναι στην πραγματικότητα η μοναδική στόχευση της εξίσωσης ναζισμού – κομμουνισμού. Σύμφωνα πάντως με την υπηρεσία, η οποία ρωτήθηκε από τοπικό για το αν η παραπάνω περίπτωση αφορά τη διαδήλωση του “Τρίτου δρόμου”, η απάντηση ήταν αρνητική.
Οι αντιφασιστικές οργανώσεις καλούν σε αντιδιαδήλωση στην πλατεία Ταχυδρομείου της πόλης, με επικεφαλής την πρωτοβουλία “Ποτέ ξανά!”. Ο ιδρυτής της τελευταίας Πασκάλ φον Κνόχε, θεωρεί πως “Το Πλάουεν στρώνει κόκκινο χαλί στους ναζιστές” κι ότι είναι αναγκαία πάντοτε η απόκρουση νεοναζιστικών τάσεων, Ενδιαφέρον παρουσιάζει πάντως πως ο Χάινλ υποστήριξε πως δε γνώριζε καν πως υπάρχει πρόθεση αντιδιαδήλωσης.
Με πληροφορίες από ze.tt.de

The revolution of Gil Scott-Heron

O Gil Scott-Heron ήταν ένας ωραίος τύπος. Με μια μουσική πορεία που ξεκινάει από τα πολυτάραχα 1970s στις ΗΠΑ, ο GSH έπαιζε ένα μείγμα από soul, funk γεμάτο με στίχους που αντανακλούσαν τα καλύτερα στοιχεία της εποχής του. Την αμφισβήτηση των νεαρών, μαύρων εργατών των γκέττο στο ότι αυτός ο κόσμος χωράει τις δυνατότητες, τα ταλέντα και τα συναισθήματά τους.
Ο GSH δεν είχε ούτε τη βελούδινη φωνή του Marvin Gaye, ούτε το ταπεραμέντο του Curtis Mayfield. Είχε όμως πράγματα να πει. Κάποιες φορές μάλιστα είχε τόσα να πει που δε χώραγε η πολυτέλεια της μελωδίας. Έτσι, άρχισε ένα τρόπο απαγγελίας βασισμένο στο ρυθμό, κάτι που τον κάνει στα μάτια πολλών τον πρώτο MC που είχε δισκογραφία ποτέ.
Οι άνθρωποι που έχουν αναφορά προφανώς είναι πάρα πολλοί, και όχι μόνο στις ΗΠΑ, και όχι μόνο στο hip hop. Όπως θα δούμε και πιο κάτω, μέχρι και κάτι τύποι από τη Θεσσαλονίκη κάπου στα 90ς πήραν έμπνευση από το έργο του. Kαι η πιο διάσημη του ατάκα, “the revolution will not be televised” είναι από τις χαρακτηριστικότερες ατάκες που έχουν γραφτεί ποτέ στη σύγχρονη μουσική.
Home is where the hatred is
Ή αλλιώς, “πατρίδα είναι εκεί που μίσησα και μισήσαν περισσότερο από οπουδήποτε αλλού”.
We Almost Lost Detroit
Γραμμένο μετά από το λιώσιμο του πυρηνικού αντιδραστήρα Ferni 1 που λίγο έλειψε να εξαφανίσει μια από τις κεντρικότερες τότε πόλεις των ΗΠΑ από το χάρτη.
Me And The Devil
Από το δίσκο που βγήκε το 2010, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, τον πρώτο δίσκο που έκανε μετά από 16 χρόνια αποχής από τη δισκογραφία. Προσωπικά είναι το αγαπημένο μου τραγούδι του. Post industrial blues από τον καλύτερο.
Inner City Blues
H ζωή στη μητρόπολη για ένα μαύρο εργάτη δεν ήταν προορισμένη να μοιάσει στο american dream. Και ο Scott-Heron ήταν αρκετά έξυπνος για να το ξέρει αυτό.
The revolution will not be televised
Το, με διαφορά, σημαντικότερο κομμάτι του. Spoken word, σκέψεις με ουσία, μια μπαντάρα που έπαιζε μουσική όπως έπρεπε. Και μια κριτική στη κοινωνία του Θεάματος που θα θαύμαζε και ο Ντεμπόρ.

Ένα βράδυ με τον Μάνο Ελευθερίου

Με τις νότες και τους στίχους να χορεύουν, σε μια άδεια βραδιά. Χορεύουν και γεμίζουν το άδειο βράδυ, χορεύουν και γλεντάνε παλιές θύμησες, επιθυμίες, όνειρα και το αύριο.
Τα τραγούδια να σου θυμίζουν την αγνή μυρωδιά του βασιλικού στο σπίτι της γιαγιάς σου, με τον κήπο που ήταν όλο χρώματα. Το άσπρο να φαντάζει τώρα πιο έντονο, χρώματα σκούρα… αλλά να λες μέσα σου χρώματα!
Στόχοι και όνειρα που αναβλύζουν από τις πιο ωραίες νότες. Γι’ αυτό γέμισα ένα ποτήρι με κονιάκ και ένα πάγο! Αυτό το τσούξιμο, να μετριαστεί, να ιδωθεί με βαθιές επιθυμίες μα να μην πληγώσει.
Αγαπάμε, μα κάπου χανόμαστε….
Έξω στο χωριό, με τις πρώτες βραδινές ώρες επικρατεί μια καταχνιά. Φταίει και η ομίχλη συχνά-πυκνά… Η ομίχλη συχνό φαινόμενο, εμφανίζεται τις νύχτες, όταν έρχονται περισσότερο αντιμέτωποι με επιθυμίες πνιγμένες οι άνθρωποι.
Σαν σύννεφο σκέψης απλώνεται πάνω από το χωριό. Φόβοι και αγωνίες γίνανε τα όνειρά μας. Σαν πάχνη απλώνονται στα τζάμια αμαξιών και σπιτιών.
Οι άνθρωποι ζούνε φυλακισμένοι, η λευτεριά τους απλώνεται στην πάχνη, στην ομίχλη.
Αυτήν την καταχνιά θέλησαν να την σπάσουν. Θέλησαν να σταθούν ένα βράδυ ξανά αντιμέτωποι με την κληρονομιά τους, όταν ήταν παιδιά, μα τους προλαβαίνει η πρώτη αυγή, ο ήλιος κρύος και ψυχρός να βγαίνει.
Ξέχασαν γιατί περπάτησαν στα πιο λευκά τους βήματα. Ξέχασαν γιατί οι αγρότες έτρεξαν για να προλάβουν να τελειώσουν με την σοδειά, οι μάνες με τα παιδιά τους και τα νοικοκυριά.

Μίμης Φωτόπουλος: Η «κόκκινη σημαία» …ήταν πιτζάμα

Στις 29 του Οκτώβρη 1986 έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, Μίμης Φωτόπουλος. Είχε γεννηθεί στις 20 του Απρίλη 1913, στη Ζάτουνα Αρκαδίας.
Μίμης Φωτόπουλος: Η «κόκκινη σημαία» …ήταν πιτζάμα
Μίμης Φωτόπουλος (1913-1986)
Περισσότερο γνωστός για το ξεχωριστό υποκριτικό του ταλέντο, στο θέατρο όπου πρωταγωνίστησε, και από τις ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου μέσα από τις οποίες συνεχίζει να χαρίζει το γέλιο και να συγκινεί. Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες και δεξιότητες όμως «ξεδιπλώθηκαν» και στη λογοτεχνία, αλλά και στην τεχνική του κολάζ, όπου με τη χρήση ψηφίδων από γραμματόσημα φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό  ζωγραφικών έργων.
Ο Μίμης Φωτόπουλος υπηρέτησε για πενήντα χρόνια το θέατρο, συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες (Κάλπικη Λίρα, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Ο Πατούχας, Το σωφεράκι κ.ά.) και στην τηλεόραση, ενώ έγραψε συνολικά εφτά βιβλία (τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «Θάνατος των ημερών» 1976) και τρία αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα – Ομηρος των Εγγλέζων» 1965) καθώς επίσης σενάρια και δύο θεατρικά έργα.
Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Άρματος Θέσπιδος.
Στη διάρκεια της Κατοχής ο Μίμης Φωτόπουλος δραστηριοποιείται στο ΕΑΜ Λογοτεχνών. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου ΕΛ Ντάμπα, στην έρημο της Αιγύπτου, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες κομμουνιστές και αντιφασίστες, που βρίσκονται όμηροι στα χέρια των Άγγλων. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Θα μεταφέρει την εμπειρία του αυτή στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Όμηρος των Εγγλέζων – Ελ Ντάμπα» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1980), από το οποίο μεταφέρουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Σταύρος Καλφιώτης:
«Το ιστορικό της Ελ-Ντάμπα φυλαγμένο στο νου και την καρδιά του Μίμη Φωτόπουλου δίνεται στο βιβλίο τούτο ολοζώντανο σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας για την εγκληματική και βάρβαρη συμπεριφορά των Άγγλων «συμμάχων μας» απέναντι σ’ ένα λαό που πρόσφερε αφειδώλευτα ένα μεγάλο τίμημα στον αντιφασιστικό αγώνα και συνέβαλε με ποτάμια αίμα και δάκρυα στην τελική νίκη.
Απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου ο Μίμης Φωτόπουλος ξεσκεπάζει το ρόλο του αγγλικού ιμπεριαλισμού στον απελευθερωτικό μας αγώνα και παρουσιάζει ολοφάνερα την ωμότητα και βαρβαρότητα της ένοπλης αυτής επέμβασης, δίνοντας συνάμα και τις ανάλογες προεκτάσεις γι’ αυτή την πολιτική του ιμπεριαλισμού. Σε συνέχεια καταγράφει τις μάχες, την πείνα, τα ξεσπιτώματα, τις συλλήψεις, δίνοντας όλο το κλίμα του Δεκέμβρη με κάποια «χιουμοριστική ευαισθησία» δίχως όμως να μειώνει την τραγικότητα των ημερών εκείνων που ζούσε η Αθήνα.
Διαβάζοντας τούτο το γραφτό του Μίμη Φωτόπουλου αγαναχτείς καθώς αποκαλύπτεται ολοφάνερα μπροστά σου το απροκάλυπτο συνταίριασμα των Άγγλων «συμμάχων μας» με τους συνεργάτες των Γερμανών, με τους ταγματασφαλίτες και τους δήμιους της ειδικής ασφάλειας με στόχο να χτυπήσουν τον ελληνικό λαό που αντιστεκόταν θαρραλέα, περίλαμπρα και παλικαρίσια για να διεκδικήσει κείνο που κέρδισε με τόσες θυσίες, αίμα και δάκρυα πολεμώντας τον καταχτητή.
Άθελά σου στοχάζεσαι: να! ποιοι ήσαν οι «φίλοι μας» οι Άγγλοι που τους υποδεχτήκαμε τόσο εγκάρδια με το «Γουέλ-κάμ».

***
—Και καλά, το σπίτι μας το κάψανε οι Εγγλέζοι ;
—Ναι.
Αυτό το «ναι» μούφυγε σαν πονεμένη ανάσα. Τάπα σιγανά, θλιμμένα. Μα στ’ αυτιά της μητέρας μου έφτασε σαν κραυγή απελπισίας μέσα σε νύχτα πνιγμένη από καταιγίδα. Ακούμπησε πάνω μου τη ματιά της γιομάτη θλιμμένη εγκαρτέρηση και μου ψιθύρισε, έτσι, σαν ψαλμό, σα μοιρολόι:
—Καλά, εμείς τι κάναμε στους Εγγλέζους και μας κάψανε το σπίτι;
—Τίποτα. Είχαμε, μάλιστα, στην καλύτερη μεριά του σπιτιού μας κρεμασμένο κ’ ένα χαρτόνι που είχε κολλημένα επάνω του τα πλαδαρά μάγουλα του Σερ Ουίνστων Τσώρτσιλ.
—Τότε, γιατί;
—Ε, να, οι Εγγλέζοι ήρθαν εδώ να μας ελευθερώσουν.
—Από τους Γερμανούς;
—Όχι, αυτοί τους… ενοχλούσαν, μα τους αντέχανε…
—Τότε, από ποιους;
—Ήρθαν να μας ελευθερώσουνε από τον ΕΛΑΣ.
—Κι ο ΕΛΑΣ γιατί ήρθε;
—Για να μην αφήσει τους Εγγλέζους να μας «ελευθερώσουν».
—Δεν καταλαβαίνω.
—Ούτε κ’ εγώ. Όλ’ αυτά μαζί λέγονται «Πολιτική».
—Και το σπίτι μας το κάψανε για την πολιτική;
—Όχι, για την ελευθερία.
—Ποια ελευθερία;
—Πού να ξέρω ποια απ’ όλες! Γιατί οι ελευθερίες είναι πολλές, όσες και οι μάρκες των σαπουνιών. Και από αρχαιοτάτων χρόνων σκοτώνουνε ανθρώπους και καίνε πολιτείες και σπίτια εν ονόματι της ελευθερίας.
Τότε μπήκε στην κουβέντα και η γιαγιά μου, που, καθισμένη σαν παιδί σταυροπόδι σε μια κουρελού, καθάριζε κάτι σκουληκιασμένα ρεβύθια, για το μεσημέρι.
—Καλά, παιδάκι μου, αυτοί οι Εγγλέζοι που λες, από πού ήρθανε και μας κάψανε το σπίτι μας;
—Από την Αγγλία!
—Και κατά πού πέφτει αυτή η Αγγλία;
Είναι πολλά μερόνυχτα από δω, γιαγιά. Αλλά έτσι και μυριστεί ψοφήμι — κ’ έχει μια μύτη που μυρίζεται από πολύ μακριά — αμολάει αεροπλάνα και καράβια, και πέφτει σαν κοράκι στο καημένο το θύμα.
—Χριστός και Παναγιά! Κ’ ήρθανε από τόσο μακριά, που λες, τα κοράκια, να κάψουνε το δικό μας σπίτι; Καλά, δεν έχουνε σπίτια εκεί, κοντά τους, να τα κάψουνε;
—Ε, είναι Ιδιότροποι, βλέπεις, και τους αρέσει να καίνε τα ξένα, και τα πολύ μακρινά σπίτια.
Έκανε το σταυρό της η γριά και ξανάρχισε να καθαρίζει τα ρεβύθια της. Η μάνα μου βούλιαξε, σιγά – σιγά, σε μια καρέκλα, με τα μάτια απλωμένα στο κενό, κ’ εγώ άναψα ένα τσιγάρο. Μια παράξενη βουβαμάρα απλώθηκε μέσα στο υπόγειο, όπου μέναμε, μιας πολυκατοικίας, στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, ένας μακρινός μας συγγενής, μάς φιλοξενούσε στο δωμάτιό του.
Ύστερα από ατέλειωτα μπλόκα στρατιωτών, αστυνομικών, εθνοφυλάκων και χαφιέδων είχαμε… διαπεραιωθεί στο Κολωνάκι, φορτωμένοι με μια κουβέρτα. Μακριά από την πρώτη γραμμή του πυρός, που ήτανε στην οδό Ιπποκράτους. Εγγλέζικα τανκς είχανε σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας, και ρίχνανε. Όλοι οι ένοικοι είχαμε μαζευτεί στο πλυσταριό. Οι καρδούλες των παιδιών κοντεύανε να σπάσουνε. Και  μόλις σταμάτησε η… μάχη φύγαμε τρομοκρατημένοι, αφήνοντας έρημο το σπίτι μας, δεν υπήρχε πια! Και δε γίνεται πιο τρομαχτικό πράμα στή ζωή του ανθρώπου από το να καεί το σπίτι του. Δεν μπορεί να το πιάσει με τον νου του όποιος δεν  το δοκίμασε. Ένα μεγάλο «ρήγμα» στην ζωή σου. Κάτι σπάει μέσα σου και ξαφνικά σα να γίνεσαι κ’ εσύ αλλιώτικος. Κάτι έχει καεί μέσα σου μαζί με το σπίτι σου. Σ’ εμάς τους μικροαστούς, τα μικρά, δύσκολα αποχτημένα πράγματα, είναι στέρεα δεμένα με τη μικρή μας ζωή. Μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μας, ένα «κεντητό» της γιαγιάς μας, ένα σπάνιο βιβλίο, τα γράμματα της πρώτης μας αγάπης, ένα σπαθί από το Γαριβαλδινό Σώμα, που μας τ’ άφησε «ενθύμιον » ο θείος μας…
Κι όλες τούτες οι «μικρές ευτυχίες» γίνανε στάχτη μέσα σε μια νύχτα. Όλο το μικρονοικοκυριό μας, που ήτανε το κέρδος ενός αγώνα τριάντα χρονών. Βρεθήκαμε στο δρόμο σχεδόν γυμνοί, χωρίς τίποτα, ουδέ καν ελπίδες και, προπαντός, χωρίς προπολεμικό ενοίκιο.
Βουβή κάθισε η οικογένεια στο τραπέζι. Καθένας βούλιαζε στις δικές του σκέψεις, κι αφηρημένα μασούσε κάτι πανάθλια ρεβύθια, που τα είχαμε αγοράσει, με «μέσον», πανάκριβα.
Η γιαγιά μου ήτανε δακρυσμένη- της χάιδεψα τα κάτασπρα μαλλιά. Οι φτωχοί, συνήθως, έχουνε και γιαγιάδες· είναι κι αυτές μια από τις μικρές ευτυχίες τους. Οι πλούσιοι δεν έχουνε τέτοιες χαρές. Ακούσατε ποτέ τον Ωνάση ή τον Παναγή Κανελλόπουλο να μιλάνε για την γιαγιά τους;
Κ’ οι μάχες στην Αθήνα συνεχίζονταν, για ν’ αφήσουνε κι άλλο κόσμο ξεσπίτωτο.
Και περνούσαν οι μέρες μέσα στή ρημαγμένη, στή ματωμένη, στην πεινασμένη Αθήνα, ανάμεσα σ’ εγγλέζικα τανκς, που ξερνούσανε θάνατο, ανάμεσα σ’ εγγλέζικα αεροπλάνα που γαζώνανε με σφαίρες τα σπίτια, ανάμεσα σε μαυραγορίτες και παραρτήματα. Που και που άκουγες πως κάποιον γνωστό σου τον … έφαγε μια «αδέσποτη». Το φουκαρά! Έκανε τόσον αγώνα να γλυτώσει από την πείνα, από τους Γερμανούς, από τους τσολιάδες, από τα μπλόκα και τώρα, στο τέλος, να πάει από μιαν αδέσποτη ! Μόνο λίγες σταγόνες αίμα είχανε ραντίσει το πεζοδρόμιο, που σε λίγο θα τις πατούσανε και θα σβήνανε κι αυτές για πάντα. Μπορεί και νάναι καλύτερα έτσι… Ποιος ξέρει, τι θα τραβήξουμε εμείς ακόμα.
Από τις δώδεκα ως τις δυο, το μεσημέρι, ήτανε δυο ώρες «ανακωχής», στην Αθήνα. Κ’ έπαιρνα τους δρόμους… Κάθε τόσο άκουγα γύρω μου: «Πιάστε τον, πιάστε τον», κ’ ένα έξαλλο πλήθος ορμούσε πάνω σ’ ένα άνθρωπο.
—Τί ’ναι, βρε παιδιά;
—Κουκουές.
—Πιάστε τον!
Έφτανε κάποιος να πετάξει την λέξη «Κουκουές », και ριχνόντουσαν οι «αγανακτισμένοι πολίτες» να σέ λυντσάρουνε. ‘Ωραίες, αξέχαστες εποχές!
Ο περίπατός μου ήτανε πάντα ως το καμένο μου σπίτι. Ένα καθημερινό προσκύνημα. Δεν ήθελα να το πιστέψω ακόμα, πως το κάψανε, νόμιζα πως όλη τούτη η ιστορία ήταν ένας εφιάλτης που θα περνούσε γρήγορα. Ξεκλείδωνα την πόρτα, (γιατί οι Εγγλέζοι τούχανε ρίξει από πάνω εμπρηστικές, κι απ’ έξω είχε μείνει σχεδόν ανέπαφο) κ’ έμπαινα στα ερείπια. Ο ουρανός έριχνε αρκετό φως, κ’ εγώ έψαχνα μέσα στις στάχτες, κι όλο ανασκάλευα μη και βρω «κάτι». Τι να ’βρισκα! Δεν υπήρχε περίπτωση να βρω τίποτα, γιατί, φυσικά, πολύτιμους λίθους, που δεν καιγόντουσαν, δεν είχαμε ποτέ στο σπίτι μας. Ωστόσο, έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, με μιαν ήρεμη απελπισία…
Κι ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς… Μεσημέρι, καθώς γύριζα από το καθημερινό προσκύνημα στο καμένο μου σπίτι, στάθηκα στην πλατεία Κολωνακίου και κοιτούσα κάτι τραπεζάκια με πρωτοχρονιάτικα παιχνίδια. Και το Δεκέμβρη του σαραντατέσσερα, το Κολωνάκι δεν εννοούσε ν’ αφήσει καμιάν από τις παλιές του συνήθειες. Κοίταζα αυτά τα θλιβερά παιχνίδια και το μυαλό μου ταξίδευε σ’ άλλες εποχές, ειρηνικές. Ποτέ, πιτσιρίκος, δεν είχα αποχτήσει τα παιχνίδια που ήθελα, κι ωστόσο, όλες οι φτωχές μου Πρωτοχρονιές, καθώς τίς σκεφτόμουνα, μπροστά σε τούτη δω μου φαινόντουσαν τρισευτυχισμένες. Τ’ όνειρό μου ήτανε πάντα ένα ωραίο πατίνι, μα ποτέ δεν μπόρεσα να τ’ αποχτήσω και μούχε μείνει ο καημός του. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα, και χαμογελούσα πικρά…
Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μού χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα « εξ όψεως » και « εκ φήμης ». Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο «Αποστόλης ». Αυτόν τον άνθρωπο, και χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σού χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι σου, και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια σαρανταποδαρούσες.
—Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη; του λέω.
—Τίποτα, μου λέει… μια μικρή ανάκριση, κ’ έκανε σινιάλο σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.
Εκείνος, που στο πηλήκιό του είχε ένα στέμμα που  ’μοιαζε με μεγάλο καβούρι, έβγαλε μια πιστόλα δυο σπιθαμές, τη γύρισε καταπάνω μου, με βάλανε μπροστά, και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τούς γύρω δεν έκανε εντύπωση το γεγονός, συνηθισμένα πράματα, εκείνη την εποχή.
Μόλις προχωρήσαμε κάμποσα μέτρα, ο Αποστόλης έγνεψε στον ανθυπολοχαγό, να βάλει στη θήκη του το πιστόλι και του ’δωσε να καταλάβει, πως δεν ήμουνα και τόσο επικίνδυνος! Έτσι γλύτωσα το ρεζιλίκι της πομπής μου, μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στους δρόμους.
Μπρος, λοιπόν, εγώ, πίσω οι… ήρωες, φτάσαμε, κάποτε, στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Εκείνη την ώρα την περιμένανε, κάτι ν’ αρπάξουνε, πεντέξη αποτυχημένοι ηθοποιοί κ’ ένας… επιτυχημένος υποβολέας. Ό Αποστόλης κάτι… υπέβαλε στο αυτί του υποβολέα, κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε, φαίνεται — είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές—, του είπε ένα «ναι». Αμέσως με πήρανε βιαστικά και φύγαμε από κει. Κανένας από τους «αποτυχημένους » δεν μού μίλησε.
—Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη; ξανα-ρωτάω.
—Προχώρα! ήτανε η απάντηση.
Είχε πάρει …«γραμμή» από τον υποβολέα, και ήτανε αινιγματικά χαρούμενος. Όλοι όσοι δουλεύουν κοντά στους ηθοποιούς, στο βάθος τους μισούνε. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, μα ποτέ δε μ’ απασχόλησε ιδιαίτερα, ώστε να καθίσω να το αναλύσω.
Προχώρησα με τη συνοδεία μου, ελπίζοντας πως μπορεί και να συναντούσαμε κανέναν… πετυχημένο ηθοποιό, κανένα μέλος τού Διοικητικού Συμβουλίου τού Σωματείου μας, να… μ’ ελευθερώσει από τον ταξιθέτη. Του κάκου όμως. Κανείς στον ορίζοντα.
Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξανε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σέ μιαν ευρύχωρη κάμαρα, που στο βάθος της, μπροστά σ’ ένα γραφείο, καθότανε ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες, που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Κάνω έτσι και, μνήσθητί μου, Κύριε! Τι είδα; Ήτανε δυο ηθοποιές, γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις, και πολύ εθνικόφρονες κ’ οι δυο τους. Φυσικό, δα. Η μια, πριν από λίγο καιρό, είχε φίλο έναν Καραμπινιέρο…βλάχο, που ασφαλώς θα παρασημοφορήθηκε μόνο και μόνο γιατί το μπορούσε κ’ έκανε… παρέα μαζί της. Δυο τρεις φορές βρεθήκαμε σε ίδιο θίασο, με την εν λόγω «κυρία», μα γύρισε αλλού το κεφάλι, μόλις μ’ αντίκρυσε. Ο Αποστόλης, εξυπηρετικότατος, έτρεξε και κάτι υπέβαλε στ’ αυτί του αξιωματικού. Εκείνος έκοψε αμέσως το κωμικό χαμόγελο του Δόν Ζουάν, που είχε απλωθεί στα χείλη του, τα σούφρωσε, με κοίταξε παγερά, καεί μου σφύριξε σα φίδι:
—Ώστε έτσι, λοιπόν; Λαοκρατία;
—Δεν σάς αντελήφθην.
—Εσύ δεν φώναζες μέσα στους δρόμους «Λαοκρατία!»;
—Ποτέ. Όχι, πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλ’ αντιπαθώ, γενικά, τις φωνές. Μ’ αρέσει, να μιλάω λίγο, σιγά και άπλα.
—Εδώ, βρει, το βεβαιώνει αξιόπιστος μάρτυς.
—Ο κύριος Αποστόλης ;
—Μάλιστα!
—Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου.
—Ήτανε, αλλά προχθές… ανένηψε…
—Κατάλαβα…
—Πάρτε τον !
Και με πήρανε. Οι… κυρίες είχανε μείνει βουβές.
Η μικρή πορεία μας στην περιοχή Κολωνακίου συνεχίστηκε. Αμίλητοι πάντα, και οι τρεις, φτάσαμε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα, στην οδόν Βαλαωρίτου. Εδώ, ο Αποστολής ήτανε πιο γνωστός, είχε περισσότερο θάρρος, και γρήγορα, για να τελειώνει με μένα, κόλλησε πάλι στ’ αυτί ενός αστυνόμου. Εκείνος με παράδωσε σ’ έναν αρχιφύλακα να μου κάνει έρευνα. Έγραψε τα στοιχεία μου σ’ ένα κατάστιχο, ακουμπισμένο σαν ευαγγέλιο σ ’ ένα προσκυνητάρι, και με πλησίασε βαρετά. Θάχε κουραστεί, φαίνεται, από τίς … έρευνες. Ήτανε ψηλός και μαύρος, σα βυζαντινός καλόγερος, κακόγευστος σα μεταλλικό νερό, και πικρός σαν κινίνο. Μια στιγμή, σταμάτησε το ψάξιμο, αγριεμένος:
—Τι είναι αυτό ;
—Ποιο;
—Αυτό το κόκκινο κομμάτι πού βγαίνει από το πανταλόνι σου… Τι είναι; ξαναβρυχήθηκε.
—Α, αυτό ; Η πιτζάμα μου, κύριε πόλισμαν!
—Αρχιφύλαξ!
—Μάλιστα, κύριε αρχιφύλακα, δεν είναι κόκκινη σημαία!
—Και γιατί φοράς κόκκινη πιτζάμα ;
—Δεν είναι μόνο κόκκινη, έχει και μαύρα και άσπρα. Κατοχή, βλέπετε, είχε μια παλιά ρόμπα Η μάνα μου, και μου την έραψε πιτζάμα. Κ’ επειδή, σήμερα, κρύωνα πολύ, την άφησα από μέσα. Να κιόλας που θα μου χρειαστεί. Και ξεκούμπωσα το πανταλόνι μου για να δει και τ’ άλλα χρώματα να ησυχάσει.
Ο Αποστολής, αφού τον βάλανε και υπέγραψε κάτι, έφυγε γρήγορα-γρήγορα, για να πάει να ψαρέψει κι άλλους. Ο ανθυπολοχαγός στάθηκε λίγο και με κοίταξε.
—Θέλεις, μου λέει, να πάω σπίτι σου να πω τίποτα ;
Περίεργο ! Όταν μ’ έπιασε με τον Αποστόλη, ήτανε άγριος σαν τον Μεγαλέξαντρο. Τώρα, είχε γίνει γλυκός σα λουκούμι. Δεν καταλαβαίνω καλά τι μου συμβαίνει! Το ίδιο κ’ οι σκύλοι, από μακρυά με γαυγίζουνε, κι όταν με πλησιάσουνε μου κουνάνε χαρούμενοι την ουρά τους.
—Σ’ ευχαριστώ, τού λέω. Τι να τους πεις … πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά, εκεί, στην οδό Καρνεάδου …

Ο “φιλανθρωκαπιταλισμός” του Μπιλ Γκέιτς

Στην ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο Μπιλ Γκέιτς είναι πιθανότερα ο πιο προβεβλημένος δισεκατομμυριούχος ως σήμερα. Ο ιδρυτής της Microsoft εξάλλου κάθε άλλο παρά αποφεύγει τα φώτα της δημοσιότητας, ιδιαίτερα όταν αυτά αφορούν το φιλανθρωπικό του έργο, μέσω του ιδρύματος Μπιλ και Μπελίντα Γκέιτς, που είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο και ουσιαστικά αποτελεί μια ακόμα επιχείρηση του Αμερικανού μεγιστάνα. Το προφίλ του κοινωνικά ευαίσθητου ευεργέτη έχει μεν δειχθεί κριτική κατά καιρούς, σε γενικές γραμμές πάντως ο Γκέιτς έχει την “τύχη” να είναι από τους πιο “αγιογραφημένους” ανθρώπους της τάξης του.
Γεννήθηκε στο Σιάτλ της Ουάσινγκτον σαν σήμερα το 1955. Ο πατέρας του Γουίλιαμ Γκέιτς ήταν πετυχημένος δικηγόρος και πρόεδρος της οργάνωσης Planed Parenthood,  η οποία ήταν ουσιαστικά μετεξέλιξη της Αμερικανικής Ευγονικής Εταιρείας, που διατύπωνε ρατσιστικές απόψεις για την ανάγκη περιορισμού της “ανεύθυνης αναπαραγωγής” των “παρασίτων”. Ο ίδιος ο Γκέιτς παραδεχόταν ότι νεότερος είχε μαλθουσιανές αντιλήψεις σχετικά με την ανάγκη ελέγχου του πληθυσμού των φτωχών.
Στα 13 του χρόνια δημιούργησε το πρώτο του πρόγραμμα λογισμικού και ως μαθητής λυκείου μαζί με άλλους προγραμματιστές ίδρυσε την εταιρεία Traf-o-data που συναλασσόταν με τοπικές κυβερνήσεις. Το 1975, μαζί με τον συμφοιτητή του στο Χάρβαρντ και φίλο του από το Σιάτλ Πολ Άλεν άρχισε να αναπτύσσει λογισμικό για μικρουπολογιστές. Μετά την επιτυχία του προγράμματος ο Γκέιτς άφησε το Χάρβαρντ και μαζί με τον Άλεν ίδρυσε τη Microsoft, που ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχε καθιερωθεί ως η πρώτη εταιρεία πληροφορικής στους προσωπικούς υπολογιστές παγκοσμίως.
Δισεκατομμυριούχος ήδη από το 1986, ο Γκέιτς σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, ενώ στην περίφημη σχετική λίστα του περιοδικού Forbes υπήρξαν και χρονιές που φιγουράρισε στην πρώτη θέση, ενώ σήμερα βρίσκεται πίσω μόνο από τον ιδρυτή και πρόεδρο της Άμαζον, Τζεφ Μπέζος. Σχετικά χαμηλού προφίλ τα πρώτα χρόνια της επιχείρησης, άρχισε να εμφανίζεται περισσότερο δημόσια και να επεκτείνει τις φιλανθρωπικές του δραστηριότητες όταν βρέθηκε στο στόχαστρο του τμήματος κατά των τραστ του αμερικανικού υπουργείου δικαιοσύνης.
Βασικό όχημα “λεύκανσης” της εικόνας του είναι βέβαια το ίδρυμα που συνίδρυσε με τη σύζυγό του Μελίντα το 1994, αρχικά με το όνομα του πατέρα του και από το 1999 με το σημερινό του όνομα “Bill & Melinda Gates foundations”, ενώ στα μισά της δεκαετίας του ’90 ίδρυσαν το Gates Library Foundation, με στόχο την ενίσχυση μαθητών από μειονότητες. Από το 2008 και μετά ο Μπιλ Γκέιτς άρχισε σταδιακά να αποσύρεται από τη Microsoft, παραμένοντας πρόεδρος του ΔΣ ως το 2014. Έκτοτε ο Γκέιτς, που κατέχει σήμερα το 6% των μετοχών της Microsoft, αφιερώνει τον χρόνο του κυρίως στο ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς.

Σε επιστολή – απάντηση του ζεύγους Γκέιτς σε ερωτήσεις του κοινού σχετικά με τη δραστηριότητα του ιδρύματός τους, οι δυο τους απάντησαν πως “δεν είναι δίκαιο να έχουμε τόσο μεγάλη επιρροή”. Προσθέτοντας “Δεν είναι δίκαιο που έχουμε τόσο πλούτο, όταν δισεκατομμύρια άλλοι έχουν τόσα λίγα. Και δεν είναι δίκαιο που ο πλούτος μας ανοίγει πόρτες που είναι κλειστές στου περισσότερους. Οι παγκόσμιοι ηγέτες τείνουν να παίρνουν σοβαρά τα τηλεφωνήματά μας και να σκέφτονται όσα τους λέμε. Φτωχές σχολικές περιφέρειες είναι πιθανότερο να διοχετεύσουν χρήματα και ταλέντο σε ιδέες που θεωρούν πως θα χρηματοδοτήσουμε”. Σε άλλο σημείο διακηρύσσουν πως κάνουν ό,τι μπορούν για να προωθήσουν την ισότητα, παραδεχόμενοι ωστόσο πως πολλοί φοβούνται να τους επικρίνουν για να μη χάσουν υφιστάμενη ή δυνάμει χρηματοδότηση από το ίδρυμα, το οποίο κατά κοινή ομολογία δεν υφίσταται πρακτικά οποιονδήποτε έλεγχο. Πρόκειται δηλαδή για μια ευγενική εκδοχή του “έτσι είναι και σε όποιον αρέσει”, και φυσικά αυτό δεν οφείλεται στα πρόσωπα, αλλά στην ίδια τη δομή του συστήματος, που επιτρέπει στον “φιλανθρωκαπιταλισμό”, όπως τον έχει ονομάσει – επικρίνοντάς τον από αστική σκοπιά – η συγγραφέας Linsey MacGoyey – να μην είναι απλά ένας τρόπος διαφήμισης, φοροαποφυγής και προσωπικής αυταρέσκειας των μεγαλοεπιχειρηματιών, αλλά μια επικερδέστατη δραστηριότητα αυτή καθεαυτή.
Η λογική του κέρδους δεν αφορά εξάλλου μόνο τις ίδιες τις επιχειρηματικές κινήσεις του ιδρύματος, αλλά και το σκεπτικό που διέπει τις επιλογές χρηματοδότησής της στα διάφορα φιλανθρωπικά πρότζεκτ. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της επένδυσης 2 δις δολαρίων για τη δημιουργία νέων, μικρότερων λυκείων για 800.000 μαθητές στις ΗΠΑ, λόγω του ότι σύμφωνα με ομιλία του Μπιλ Γκέιτς, το παραδοσιακό λύκειο ήταν πια “παρωχημένο”. Μετά από λίγα χρόνια, το 2008, η χρηματοδότηση κόπηκε απότομα και κάποια από τα σχολεία αναγκάστηκαν να κλείσουν. Ο Γκέιτς δικαιολόγησε την απόφασή του ως εξής: “Η συνολική επίδραση της παρέμβαση, ειδικά ο δείκτης που μας ενδιαφέρει περισσότερο, αν οι μαθητές πηγαίνουν στο κολέγιο- δεν ήταν και πολύ μεγάλη…Δεν είδαμε ν’ανοίγει ο δρόμος για σημαντική επίδραση, κι έτσι παραδεχτήκαμε το λάθος μας”. Λογική κόστους – οφέλους δηλαδή, στις πλάτες μαθητών που είδαν ξαφνικά να κλείνει το σχολείο τους γιατί οι ίδιοι δεν αποδείχτηκαν αρκετά “αποτελεσματικοί”.
Σε ό,τι αφορά την επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος, αυτή εκτείνεται σε διάφορους τομείς, με ιδιαίτερη προτίμηση στον κλάδο της φαρμακευτικής και των τροφίμων, αφού αυτή είναι ή υπήρξε παλιότερα μέτοχος της Κόκα- Κόλα, των Μακντόναλτς και της Τζόνσον & Τζόνσον, μεταξύ πολλών άλλων. Είναι επίσης ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, συνεισφέροντας περισσότερα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί. Όπως παραδέχτηκε η μέχρι πέρσι γενική διευθύντρια του οργανισμού Μάργκαρετ Τσαν, “O προϋπολογισμός μου προορίζεται αυστηρά για συγκεκριμένα πράγματα, για το λόγο αυτό παρακινείται από αυτό που αποκαλώ συμφέροντα των δωρητών”. Πολλώ δε μάλλον του νούμερο ένα δωρητή. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, το ίδρυμα ήταν επίσης μέτοχος της εταιρείας G4S, που συμμετέχει στη διαχείριση των ισραηλινών φυλακών, όπου κρατούνται ή και βασανίζονται χιλιάδες Παλαιστίνιοι αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και εκατοντάδες ανήλικοι. Μόνο μετά από μεγάλη πίεση των οργανώσεων αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη, ανακοινώθηκε η πώληση της πλειονότητας τουλάχιστον των μετοχών του ιδρύματος, καθώς αν διαθέτει κάτω από 3% δεν είναι απαραίτητη η δημόσια αναφορά του “Bill and Melinda Gates Foundation” μεταξύ των μετοχών. Ο Γκέιτς πάντως είναι έτσι κι αλλιώς δεδηλωμένος φίλος του ισραηλινού κράτους, και σε συνάντησή του με τον Βενιαμίν Νετανιάχουν πριν δυο χρόνια εξήρε την τεχνολογία του Ισραήλ που “αλλάζει τον κόσμο” (και στέλνει στον άλλο κόσμο Παλαιστίνιους, αλλά αυτές είναι λεπτομέρειες).
Όπως οι περισσότεροι δισεκατομμυριούχοι στον χώρο των νέων τεχνολογιών, ο Γκέιτς κλίνει περισσότερο προς την υποστήριξη του Δημοκρατικού κόμματος, ενώ αν κρίνει κανείς από τον μάλλον απαξιωτικό τρόπο με τον οποίο αναφέρθηκε σε συνάντησή του με τον Ντόναλτ Τραμπ το 2016, εμφανίζοντάς τον ως αντιεμβολιαστή και ανίκανο να ξεχωρίσει τον ιό HIV από εκείνον του HPV που προκαλεί κονδυλώματα, δεν πρέπει να συμπαθεί ιδιαίτερα τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ. Επειδή όμως προφανώς οι μπίζνες είναι υπεράνω οποιονδήποτε προσωπικών προτιμήσεων, ο Γκέιτς φροντίζει να μην κλείνει την κάνουλα στο ρεπουμπλικανικό κόμμα, σε μια τακτική επίσης πάγια για τους ανθρώπους της τάξης του.

Άρης Βελουχιώτης και ΚΚΕ

Λάβαμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο από φίλο αναγνώστη της Κατιούσα, που αναφέρεται στη σχέση του Άρη Βελουχιώτη με το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους επικριτές του.
Πριν από μερικές μέρες πραγματοποιήθηκε η Πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΚΚΕ για το δοκίμιο ιστορίας του κόμματος 1918-1949, στην οποία συζητήθηκαν αρκετά ζητήματα, ως συμπεράσματα από την μελέτη θεμάτων, που χαρακτηρίστηκαν ως ‘κεφάλαια’, όπως παραδείγματος χάριν το πρώτο κεφάλαιο που σχετιζόταν με την εδραίωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: Το εργατικό και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Έναρξη της εποχής περάσματος στο σοσιαλισμό.
Μαζί με αυτό και τα υπόλοιπα κεφάλαια (ειδικότερα 7), που ήταν ουσιαστικά και βάση συζήτησης της συνδιάσκεψης, η ΚΕ εισηγήθηκε τα σχέδια κομματικής αποκατάστασης τριών στελεχών του κόμματος και συγκεκριμένα του Γιώργου Γεωργιάδη, του Γιώργου Γιάννουλη και του Άρη Βελουχιώτη. Αμέσως μετά την ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ για τις αποφάσεις και τη πραγματοποίηση της Πανελλήνιας Συνδιάσκεψης, μια θάλασσα αντιδράσεων έκανε την εμφάνιση της σε σελίδες εφημερίδων, σε άρθρα περιοδικών, σε αναρτήσεις και posts σε προφίλ και σε ομάδες μέσων κοινωνικών δικτύων (ιδιαίτερα στο Facebook). Οι αναφορές στον Άρη και οι αντιδράσεις ως προς την αποκατάσταση του από το ΚΚΕ, από μεριάς ανθρώπων, συλλογικοτήτων, ομάδων ή κομμάτων, βασικό χαρακτηριστικό είχαν την στοχευμένη προσπάθεια της ιστορικής και ιδεολογικής απομάκρυνσης του Άρη από το κόμμα, στο οποίο ανδρώθηκε και την καπηλεία αυτού του αγωνιστή από χώρους/ομάδες, με τις οποίες ο Άρης δεν είχε απολύτως καμία σχέση ή είχε και εχθρικές σχέσεις σε ορισμένες περιπτώσεις συκγκεκριμένων πολιτικών χωρών/ομάδων…
Όλες, λοιπόν, αυτές τις αλλεπάλληλες προθέσεις εκμετάλλευσης και εργαλειοποίησης του Άρη, που στόχο έχουν το χτύπημα στο Κόμμα, που “γέννησε” και έκανε τον ηρωικό καπετάνιο ό,τι έγινε, καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, τις διέψευσε η ίδια η ιστορία, όλα όσα είπε ο ίδιος ο κομμουνιστής (!) Θανάσης Κλάρας, το πραγματικό όνομα του Άρη Βελουχιώτη! Ας αναρωτηθούν, όλοι αυτοί που αγωνιούν να δημιουργήσουν ένα αντιΚΚΕ προφίλ στο τίμιο πρόσωπο του ‘αρχηγού μας Βελουχιώτη’, όπως λέει και το γνωστό αντιστασιακό τραγούδι, τι σχέση θα μπορούσαν να έχουν με έναν Λαϊκό ηγέτη που υπερασπίστηκε, δίνοντας ακόμη και την ζωή του, την ιδέα ενός ισχυρού αντι-Βρετανικού μετώπου και την αναπόφευκτη, για εκείνη την εποχή, Λαοκρατία! Τι κοινό άραγε θα μπορούσαν να έχουνε με το παλικάρι που ΠΟΤΕ δεν τόλμησε να παραβεί τον όρκο που έγραψε το 1942 και δεν σταμάτησε ΠΟΤΕ να αγωνίζεται “για το διώξιμο του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα, να είναι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιος του αγρότη”.
Με τον Ήρωα που το 1945, ύστερα από τη συμφωνία της Βάρκιζας, παρά τη διαφωνία του με τη στρατηγική του Κόμματος, με καθαρή τη συνείδηση του έλεγε στην ηγεσία του ΚΚΕ πως έπρεπε να δημιουργήσει στην Ελλάδα διαφορετική κατάσταση, ανάλογη περίπου με την της Γιουγκοσλαβίας και ίσως και καλύτερη, με μια ορθή και συνεπή πολιτική και όχι γεμάτη «αριστερά» και δεξιά οπορτουνιστικά λάθη στα βασικότερα προβλήματα της χώρας. Οι δυνατότητες υπήρχαν όλες για μια τέτοια πολιτική και για δημιουργία μιας τέτοιας διαφορετικής κατάστασης στη χώρα μας. Και όποιος δεν το βλέπει και δεν παραδέχεται αυτό πρέπει να είναι ή μαρξιστικά αγράμματος ή… τι να πω!
Με τον λαμπρό Πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, που από το να πέσει στα χέρια του εχθρού, τότε στη Μεσούντα, δίπλα στο πρωτοπαλίκαρό του, τον ατρόμητο πολεμιστή Τζαβέλα, έβαλε τέλος στη ζωή του, έχοντας εκπληρώσει το καθήκον του, ως ακάθεκτος μαχητής του Ελληνικού και παγκόσμιου προλεταριάτου και της δοξασμένης, αγαπητής σε κάθε κομμουνιστή, Παγκόσμιας Επανάστασης, ηγετική δύναμη της οποίας, όπως έλεγε και ο Άρης ήταν η ΕΣΣΔ, ο ηγέτης της οποίας ήταν εκείνος με το ήρεμο και παγκόσμιο βλέμμα, το μουστάκι και το γκρίζο αμπέχονο, τον οποίο πολεμούν και πολεμούσαν ΟΛΟΙ οι δήθεν υπερασπιστές του Άρη!
Οι λοιποί, αυτοί, κατακριτές του κομμουνισμού, της επανάστασης από την παρισινή Κομμούνα ως την Οκτωβριανή και από την τελευταία ως την Παγκόσμια, της Σοβιετικής Ένωσης, του Στάλιν, του ΕΛΑΣ και εν ολίγοις όλων αυτών των χαρακτηριστικών που για χάρη τους έδωσε του ζωή του ο Άρης, θυμήθηκαν για άλλη μια φορά σήμερα να προσθέσουν και κάτι ακόμη,που έχει ξεκινήσει βέβαια αρκετά χρονιά τώρα… Την “απέχθεια” του Άρη ως προς το Κόμμα της Εργατικής τάξης, των αγώνων, των θυσιών, της ένοπλης πάλης, της αντίστασης, το ΚΚΕ! Ξεχνούν βέβαια την άποψη του ίδιου του καπετάνιου Άρη που έλεγε στο Ριζοσπάστη ότι:
Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξαγνίζει και δημιουργεί αγωνιστές αφοσιωμένους στη μεγάλη υπόθεση του προλεταριάτου. Είναι το μόνο κόμμα που οδηγεί τους εκμεταλλευόμενους στον ιστορικό δρόμο: Στην οριστική απελευθέρωση του προλεταριάτου. Και στο κόμμα αυτό έδωσα όλη μου τη ζωή και θα συνεχίσω να δίνω όσες δυνάμεις μου απομείναν για τον αγώνα του, για το ψωμί των εργαζομένων, κατά των φόρων και των πολέμων, για την επανάσταση.
Το ΚΚΕ παρά τα λάθη του, που όπως το ίδιο αποδεικνύει σήμερα στην απόφαση για τη Κομματική Αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη, λέγοντας ότι : “Τεκμηριώνεται το συμπέρασμα ότι η συλλογική λειτουργία των καθοδηγητικών οργάνων (ΠΓ και ΚΕ) ήταν ανεπαρκής, με ανάλογη επίδραση σε όλη τη δομή του ΚΚΕ” αλλά και η γενικότερη στρατηγική , που αποδείχτηκε λαθεμένη κατά την έκβαση της ιστορίας, τα αποτελέσματα της οποίας είχε προβλέψει ο Άρης, πάντα τιμούσε τον αντάρτη του ΕΛΑΣ που γεννήθηκε έζησε και πέθανε ως ΚουΚουΕς, όπως έλεγε και ο Νίκος Ζαχαριάδης, ακόμη και αν το Κόμμα έφτασε στο σημείο να διαγράψει τον Άρη εξαιτίας της απειθαρχίας που έδειξε(αν και σωστός σε αυτά που πρότεινε και προειδοποιούσε). Σήμερα, όμως,το ΚΚΕ διαθέτει την απαραίτητη ωριμότητα να κρίνει τα ιστορικά γεγονότα αντικειμενικά και να εξάγει τα κατάλληλα συμπεράσματα και κάνει αυτό που έπρεπε να πράξει,ως ένα έμπειρο και αιωνόβιο,πλέον, Κομμουνιστικό Κόμμα… Την Κομματική Αποκατάσταση του στελέχους του ΚΚΕ και του Πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη!

Ρομπέρτο Μπενίνι – Από τον Μπερλίνγκουερ στο Ματέο Ρέντσι

Buongiorno principessa“! Μια ατάκα που μάλλον αναγνωρίζουν οι περισσότεροι, χάρη στη σταθερή σχεδόν προβολή της ταινίας “Η ζωή είναι ωραία”, συχνά με αφορμή την 28η Οκτωβρίου. Ο δημιουργός και πρωταγωνιστής της, Ρομπέρτο Μπενίνι, είναι με διαφορά ο διασημότερος σύγχρονος κωμικός και σκηνοθέτης της Ιταλίας στο εξωτερικά, ενώ στη χώρα του συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας όχι μόνο για το καλλιτεχνικό του έργο, αλλά και για τις δημόσιες παρεμβάσεις του, οι οποίες ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια τον έχουν φέρει στο στόχαστρο της κριτικής.
Γεννήθηκε στις 27 Οκτώβρη 1952 και κοντά στο Αρέτσο της Τοσκάνης, ως γιος φτωχού καλλιεργητή που είχε υπάρξει αιχμάλωτος στρατοπέδου εργασίας των ναζί, εμπειρία που ο γιος του θα επεξεργαζόταν καλλιτεχνικά στο αριστούργημά του λίγες δεκαετίες αργότερα. Από καθολική οικογένεια, ο Μπενίνι ήταν παπαδοπαίδι μικρός και αργότερα φοίτησε μάλιστα σε θεολογικό σεμινάριο των ιησουιτών στη Φλωρεντία, που εγκατέλειψε μετά την μεγάλη πλημμύρα της πόλης το 1966, για να σπουδάσει λογιστική.
Ο κόσμος του θεάτρου όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη, γι’ αυτό ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός δαχτυλουργού και μετά ως μέλος ενός underground θιάσου. Γνωστός άρχισε να γίνεται τη δεκαετία του 70′ με τη σειρά Televacca που κόπηκε από τη λογοκρισία καθώς και με τη σατιρική κωμωδία “Αγαπώ τον Μπερλίνγκουερ” (1977). Η πρώτη ταινία την οποία έγραψε, σκηνοθέτησε και ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν το “Mε ταράζεις” (1983) στο πλευρό της Νικολέτα Μπράσκι, συζύγου του, σκηνοθέτη και συμπρωταγωνίστριας στη γνωστότερη ταινία του. Μετά την ταινία “Το Τέρας” (1988), ακολούθησε μια σατιρική κωμωδία για τη Μαφία με τίτλο “Τζόνι ο οδοντογλυφίδας” που έσπασε τα ταμεία στην Ιταλία και τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη χάρη στην ομοιότητα των εκφράσεών του με εκείνες του ειδώλου του, Τσάρλι Τσάπλιν. Στις ΗΠΑ ωστόσο παρέμενε σχετικά άγνωστος παρότι εμφανίστηκε σε δύο ταινίες του Jim Jarmusch τη δεκαετία του 80′ καθώς και στο “Ροζ Πάνθηρα” του Edward Blake το 1993. Η καθιέρωσή του ήρθε με τη δραματική κομεντί “Η ζωή είναι ωραία” όπου υποδύεται έναν ιταλο-εβραίο που προσπαθεί να πείσει το μικρό του γιο πως ο εγκλεισμός τους στο στρατόπεδο των Ναζί είναι ένα είδος παιχνιδιού. Παρότι από μερίδα της κριτικής η ταινία στηλιτεύτηκε για την “ελαφρότητα” με την οποία πραγματεύτηκε το Ολοκαύτωμα, η συγκινητική ιστορία του Μπενίνι τις καρδιές του κοινού και της Ακαδημίας Κινηματογράφου των ΗΠΑ, που του απένειμε βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας και βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου. Με τον τρόπο αυτό ο Μπενίνι γινόταν ο πρώτος μη Αμερικανός που αποσπούσε αγαλματίδιο για την ερμηνεία του σε ξενόγλωσση ταινία μετά τη Σοφία Λόρεν.
Σημαντική εμπορική επιτυχία είχε και η εμφάνισή του στο “Αστερίξ και Οβελίξ εναντίον Καίσαρα” στο ρόλο του Ρωμαίου στρατηγού το 1999. Γνωστές διεθνώς έγιναν κι οι ταινίες του “Πινόκιο” (2002) και “Η τίγρης και το χιόνι” (2005) όπου προσπαθεί να καταγγείλει τον πόλεμο του Ιράκ με ένα εύρημα παρόμοιο με εκείνο της Οσκαρικής του ταινίας με ομολογουμένως λιγότερο εύστοχο τρόπο. Η τελευταία διεθνής του συμμετοχη ήταν στην ταινία του Γούντι Άλεν “Στη Ρώμη με αγάπη” (2012).

Οπαδός του ευρωκομμουνιστικού ΙΚΚ και προσωπικός φίλος του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, τον οποίο αγκάλιασε σε μια εκδήλωση του κόμματος σε μια κίνηση πρωτοφανή για τα τότε πολιτικά ήθη, ο Μπενίνι ακολούθησε την πορεία πολλών ομοϊδεατών του στην πλήρη ενσωμάτωση κι αποδοχή του συστήματος.
Το 1980 κατηγορήθηκε για παρέμβασή του κατά του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, παρότι ο ίδιος δηλώνει ως σήμερα πιστός καθολικός. Οι κόντρες του με τον πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι άφησαν εποχή, αρκετοί θαυμαστές του ωστόσο απογοητεύτηκαν από τη στήριξη που παρείχε στο Ματέο Ρέντσι, ιδίως στο αποτυχημένο δημοψήφισμα του 2016. Ο Μπενίνι είναι επικριτικός στη σημερινή κυβέρνηση Λέγκας-Πέντε Αστέρων απο μια πλευρα ωστοσο εντελως επιφανειακή (“φαφλατάδες” τους χαρακτήρισε σε πρόσφατη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Σιένας) που αφήνει ουσιαστικά στο απυρόβλητο το Δημοκρατικό Κόμμα που με την πολιτική του προλείανε το έδαφος για την άνοδο του λαϊκίστικου-εθνικιστικού μορφώματος στη γειτονική χώρα.

Με το χαμόγελο στα χείλη…

Τι ξέρουμε εμείς(…) για αυτό το χαμόγελο; Γνωρίζουμε τις εικόνες, τις φωτογραφίες της ημέρας του πολέμου, που δείχνουν τους ανθρώπους να χαμογελούν. Θα ήμασταν πιο ακριβείς, αν λέγαμε ότι δείχνουν πολλούς, υπερβολικά πολλούς ανθρώπους να χαμογελούν, μια μέρα που τίποτε το καλό δεν υποσχόταν. Το χαμόγελο ήταν δημόσιο. Σκαρφαλωμένοι στα τραμ ή στα λεωφορεία της Αθήνας, συναθροισμένοι στα πεζοδρόμια, νέοι άνθρωποι, δείχνουν περίσκεψη και ταυτόχρονα αποπνέουν τη σιγουριά που δίνει το χαμόγελο. Πολλές οι σχετικές εικόνες, ακόμα περισσότερες οι μαρτυρίες για τον ενθουσιασμό της ημέρας. Τόσο πολλές, που είναι αδύνατο να εφευρέθηκαν από οποιονδήποτε προπαγανδιστικό μηχανισμό. Είναι αδύνατο να αφορούν ένα αυστηρά προσδιορισμένο δείγμα. Οπωσδήποτε, η ΕΟΝ του Μεταξά δοκίμασε να δημιουργήσει το δικό της κλίμα. Αυτό το γνωστό, το θεατρικό και κραυγαλέο, το τόσο μακρινό στα νοήματα από το απλό χαμόγελο των ανθρώπων. Χάθηκε η ΕΟΝ και οι θεατρινισμοί της εκείνη την ημέρα. Ελάχιστοι φωτογραφικοί φακοί φαίνεται να τίμησαν τις χλαμύδες που αποπειράθηκε να διαπομπεύσει, μέχρι που οι ίδιοι οι σκηνοθέτες της παραιτήθηκαν του έργου τους και αφέθηκαν να τους παρασύρει το γενικό αίσθημα.
Εκείνη τη μέρα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από εφέδρους. Αυτοί, οι κλάσεις του 1929 και πέρα, ξεχύθηκαν στις πόλεις ψάχνοντας να βρουν τις ανακοινώσεις της επιστράτευσης στα αστυνομικά τμήματα. Μετά, αφού μάθαιναν τον προορισμό τους και το χρονικό περιθώριο που είχαν για να παρουσιαστούν, έτρεχαν προς τους σταθμούς των τραίνων, πολιορκούσαν τους συρμούς που έφευγαν αδιάκοπα, ασφυκτικά γεμάτοι από το ανθρώπινο φορτίο τους, προς τη Λάρισα ή προς την Πάτρα. Ήταν παράξενο πράγμα οι έφεδροι. Πολίτες ακόμα, εργάτες, μαστόροι, τεχνίτες, λογιστές, δάσκαλοι, σερβιτόροι, βαστάζοι, δημόσιοι υπάλληλοι, καλλιτέχνες, ό,τι, τέλος πάντων, μια κοινωνία του εικοστού αιώνα, αποδίδει στους ανθρώπους ως παραγωγική και κοινωνική ιδιότητα. Ήταν όμως ταυτόχρονα και πολεμιστές. Κινούνταν στο μεταίχμιο του πολέμου και της ειρήνης, ζούσαν ανάμεσα στις μέρες της ειρήνης, που γρήγορα ξεθώριαζαν, και σ’ εκείνες του πολέμου, που έρχονταν να τις διαδεχθούν. Ήταν κανονικοί άνθρωποι και εν δυνάμει σκληροί πολεμιστές. Δεν είχαν σκοτώσει ποτέ στη ζωή τους, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν τους είχε περάσει ποτέ από τον νου ο θάνατος του άλλου από το δικό τους χέρι. Έφευγαν όμως βιαστικά από τον κόσμο που ως τότε γνώριζαν, για να προλάβουν έναν άλλον, στον οποίο η κύρια φροντίδα τους θα ήταν να σκοτώσουν – αντάμα και η πιθανότητα να σκοτωθούν.
Αυτούς συνήθως τους αυριανούς πολεμιστές που, ως πολίτες ακόμη, έδιναν τον γοργό ρυθμό του πολέμου στους δρόμους της Αθήνας, αιφνιδίαζαν οι φωτογράφοι. Σε αυτούς ανακάλυπταν αποτυπωμένο το χαμόγελο. Στο κάτω κάτω, επρόκειτο για τους αληθινούς ήρωες της ημέρας. Τη μέρα αυτής της κρίσης, η εικόνα του αύριο, η πορεία του πολέμου, τα σχέδια των καθεστώτων και των επιτελείων, είχαν ταπεινά εναποτεθεί στη δική τους κρίση και διάθεση. Τα πάντα εξαρτιόνταν από την προθυμία τους. Την πρώτη μέρα του πολέμου, οι μηχανισμοί είναι εύθραυστοι, ελάχιστα μπορούν να αποκαταστήσουν τις όποιες δυσλειτουργίες παρουσιαστούν. Δεν έχουν νόημα, τη μέρα αυτή, τα στρατοδικεία, οι απειλές, οι κανονισμοί, η πειθαρχημένη ιεραρχία του στρατεύματος. Οι εν δυνάμει πολεμιστές και νυν πολίτες παίρνουν στα χέρια τους, τη μέρα αυτή, τις τύχες του πολέμου. Και πρόκειται για τύχες ευμετάβλητες. Ήταν θέμα λίγων ημερών, ή και ωρών ακόμα, η επιτυχία των σχεδίων του εχθρού. Αν έφθανε στο Μέτσοβο, πάνω στα βουνά, αν πρόφταινε να πάρει το λιμάνι της Πρέβεζας, οι τύχες του πολέμου σίγουρα θα ήταν διαφορετικές. Από την προθυμία των απλών ανθρώπων εξαρτιόταν αυτό. Από την ταχύτητα με την οποία θα άλλαζαν την ιδιότητα του πολίτη με την ιδιότητα του πολεμιστή. Τη μέρα αυτή, οι τύχες της χώρας εναποτέθηκαν ολοκληρωτικά στα χέρια των πολιτών της. Ήταν η πιο απόλυτη εκδοχή της δημοκρατίας. Στο ερώτημα αυτό απάντησε το χαμόγελο και, στην περίσταση, από αόριστη εικόνα μεταβλήθηκε σε μετρήσιμη κοινωνική κίνηση και πολιτική επιλογή.(απόσπασμα από την Εισαγωγή)
Από το βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη Προαγγελία Θυελλωδών ανέμων…Ο Πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009

Αντόνιο Γκράμσι, ένας αντάρτης χαμένος στη μετάφραση

Ένα απεχθές χαρακτηριστικό των αντικομμουνιστών της όποιας αστικής αριστεράς, όπως και πάρα πολλών από αυτούς που στελεχώνουν τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι παλαιόθεν αυτό της πολιτικής εξαπάτησης: ενώ ο στόχος τους ήταν και είναι να επιτεθούν στον κομμουνισμό, επιτίθενται μόνο στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας· ενώ ο στόχος τους ήταν και παραμένει ο Λένιν, επιτίθενται μόνο στον Στάλιν· ενώ ο στόχος τους ήταν να καταλάβουν τα πόστα της αστικής πολιτικής εξουσίας και να κυβερνήσουν, υποκρίθηκαν πως θα ανατρέψουν τα μνημόνια, εξαπάτησαν το λαό και παρέσυραν κάποιους αριστερούς που συνεργάστηκαν μαζί τους, με τελικό αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν ως ευτελείς εραστές της εξουσίας και να κυβερνήσουν οι ίδιοι αναίσχυντα μαζί με τους εθνικιστικής κοπής «Ανεξάρτητους Έλληνες», που προσπαθούν να καταστήσουν την Ελλάδα άβουλο εξάρτημα των ΗΠΑ.
Στα πλαίσια της πολιτικής εξαπάτησης δε δίστασαν κάποιες φορές να παραχαράξουν ακόμα και τα επαναστατικά πολιτικά κείμενα κάποιων κλασικών μαρξιστών, με συνέπεια αυτά να αναπαράγονται μέχρι σήμερα και να αναδημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα και ιστότοπους «ανανεωμένα» — άλλη παραχαραγμένη λέξη, η «ανανέωση», που την πλασάρουν ακόμα οι «αριστεροί» αντικομμουνιστές στα πλαίσια της πολιτικής εξαπάτησης.
Εν προκειμένω, θύμα της ανανεωτικής παραχάραξης υπήρξε ο Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci), καθώς ένα επαναστατικό του κείμενο, το «Indiferenti» (Αδιάφοροι), δημοσιεύτηκε κάποτε σε παραποιημένη μετάφραση στην εφημερίδα τού πάλαι ποτέ λεγόμενου Κ.Κ.Ε Εσωτερικού «Η Εποχή», που σήμερα έχει καταλήξει ηλεκτρονική φυλλάδα υποστήριξης του κυβερνητικού έργου. Κι εκεί που το σφυροδρέπανο και η εικόνα του Τσε διακοσμούσε την πρώτη σελίδα πλάι στον τίτλο της, τώρα αυτά τα έχουν εξορίσει. Λογική πράξη· αλλιώς, θα μπορούσαν να παρεξηγηθούν αδίκως ως κομμουνιστές και επαναστάτες, και να απολέσουν την αστική τους υπόληψη. Εξακολουθούν όμως να αναφέρουν ως στόχο: «Για την ανανέωση και το σοσιαλισμό». Για την ανανέωση τίνος, αφού έπαψε η αναφορά στον κομμουνισμό; Και για ποιο «σοσιαλισμό;» Προφανώς, γι’ αυτόν που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα. Γεγονός που έχει σοβαρές συνέπειες, αν σκεφτεί κανείς ότι η λέξη «σοσιαλισμός» ευτελίστηκε επί ΠΑΣΟΚ και ξεφτιλίζεται σήμερα από εκείνους που σαν τον αρχηγό τους, τον Τσίπρα, «νοσταλγούν το παλιό ΠΑΣΟΚ». Έτσι, με την καταρράκωση του σοσιαλισμού από τους «αριστερούς» και τους «σοσιαλιστές» δυναμώνουν μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα, οι ναζιστές και οι φασίστες. Και η πολιτική εξαπάτηση συνεχίζεται, όπως συνεχίζεται και η αναδημοσίευση του παραχαραγμένου μεταφραστικά κειμένου του κομμουνιστή Αντόνιο Γκράμσι.
Το ιταλικό κείμενο-πηγή «Indiferenti» περιλαμβάνεται σε μια συλλογή κειμένων του Γκράμσι, που φέρει το γενικό τίτλο «La città futura» (Η Μελλοντική Πόλη) και που μπορεί κανείς να το διαβάσει στον ιστότοπο https://www.marxists.org/italiano/gramsci/17/cittafutura.htm#c μαζί με κάποια άλλα κείμενά του. Από το πρωτότυπο κείμενο θα πάρουμε μόνο τα παραχαραγμένα κρίσιμα αποσπάσματα, αυτά που ενδιέφεραν τους ανανεωτές ώστε να διαγράψουν τον σαφή αυτοπροσδιορισμό τού Αντόνιο Γράμσι ως «αντάρτη». Κι’ αυτά βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος του κειμένου:
O Αντόνιο Γκράμσι γράφει στην αρχή του κειμένου του: «Odio gli indifferenti. Credo come Federico Hebbel che vivere vuol dire essere partigiani». [Η υπογράμμιση στο πρωτότυπο κείμενο.] Φράσεις που σημαίνουν: «Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω όπως ο Federico Hebbel ότι το να ζεις σημαίνει να είσαι αντάρτης».
Υπάρχει και μια άλλη μεταφραστική δυνατότητα. Στην ελληνική γλώσσα προσφέρεται ως απόδοση του «partigiano», η λέξη «παρτιζάνος», που ηχητικά και εννοιολογικά μεταφέρει σωστά την ωραία ιταλική λέξη στη γλώσσα μας. (Στο λεξικό του Τριανταφυλλίδη αναφέρεται σχετικά: «παρτιζάνος ο [partizános]: αντάρτης, ιδίως σε χώρα της Ευρώπης που βρισκόταν υπό την κατοχή των Γερμανών κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: Οι παρτιζάνοι του Tίτο. Iταλοί παρτιζάνοι συνέλαβαν και εκτέλεσαν το Mουσολίνι.[γαλλ. partisan -ος < ιταλ. partigiano». Κι ο γνωστός για τις προοδευτικές του ιδέες Μπαμπινιώτης δεν αποτολμάει να εξαφανίσει την κύρια σημασία: «παρτιζάνος(ο) ελλην. αντάρτης 1. µέλος γιουγκοσλαβικής ανταρτικής οργάνωσης κατά τη διάρκεια τού Β’ Παγκοσµίου Πολέµου 2. εθελοντής µαχητής που αγωνίζεται υπέρ ενός εθνικού, κοινωνικού, πολιτικού ή θρησκευτικού ιδεώδους ως µέλος µικρής ευέλικτης στρατιωτικής οµάδας, που έχει ως στόχο τη µεγαλύτερη δυνατή φθορά τού εχθρού ΣΥΝ. αντάρτης. — παρτιζάνικος, -η, -ο, παρτιζάνικα επίρρ. [ΕΤΥΜ. Μεταφορά τού γαλλ. partisan < ιταλ. partigiano)]». Η ανανεωτική, όμως, μετάφραση* προτιμάει την παραχάραξη: «Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου»!!! [Υπογράμμιση Δ.Κ.]
Έτσι, μ’ αυτόν τον παραφραστικό ευνουχισμό, ο αντάρτης / παρτιζάνος εξαφανίστηκε από τη «μετάφραση» και η κριτική του Γκράμσι  προς τους «αδιάφορους», ώστε να συμμετάσχουν στον αγώνα συστρατευόμενοι προφανώς με το μέρος των επαναστατών, μεταλλάσσεται σε μια αστική παρότρυνση «ένταξης κάπου». Το «πού» δεν έχει, φυσικά, καμιά σημασία. Καταλαβαίνετε πόσο συκοφαντούν έναν κομμουνιστή σαν τον Γκράμσι, αποδίδοντάς του μια τέτοια παρότρυνση; Πήγαινε στο ΣΥΡΙΖΑ, στη ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, στο ΠΑΣΟΚ, στη ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, το ζήτημα είναι να ενταχθείς κάπου. Και είναι σημαντικό να σημειώσει κανείς ότι το κείμενο αυτό του Γκράμσι δημοσιεύεται μαζί με τα άλλα τής συλλογής «La città futura» τον Φεβρουάριο του 1917, όταν στη Ρωσία ο λαός εξεγέρθηκε και πραγματοποίησε την πρώτη από τις δύο επαναστάσεις τού 1917. Αυτό ήταν και το κοινωνικοπολιτικό περικείμενο τού «Indiferenti», που πρέπει να λάβει υπόψη του ο μεταφραστής, αν θέλει να το αποδώσει σωστά στη γλώσσα του, εκτός αν επιθυμεί να ευνουχίσει το λόγο ενός κομμουνιστή των επαναστατικών εκείνων ημερών και να τον καταστήσει θεωρητικό της αστικής αριστεράς.
Κι αφού στα ενδιάμεσα του γκραμσιανού κειμένου δεν βρέθηκε κάποια επικίνδυνη γι’ αυτούς λέξη ή φράση για να την κακοποιήσουν ή να την εξαφανίσουν στην μετάφραση, είχαν την ατυχία να κλείνει ο Γκράμσι το κείμενό του, πάλι μ’ έναν επαναστατικό αυτοπροσδιορισμό, ταυτίζοντας και πάλι στην τελευταία παράγραφο του κειμένου τη ζωή με την ανταρσία:
«Sono partigiano, vivo, sento nelle coscienze virili della mia parte già pulsare l’attività della città futura che la mia parte sta costruendo. […] Vivo, sono partigiano. Perciò odio chi non parteggia, odio gli indifferenti». Αυτό το απόσπασμα μεταφράζεται στο κείμενο της «Εποχής» και, φυσικά, σε όλα εκείνα που το αναδημοσιεύουν, ως «Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. […] Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους». [Υπογραμμίσεις Δ.Κ.] Εδώ παρατηρούμε ότι συνέβη κι άλλη μια λογοκρισία. Όχι μόνο κακοποιήθηκε και πάλι το «sono partigiano» (είμαι αντάρτης) «μεταφραζόμενο» ως «είμαι ενταγμένος», αλλά εξαφανίστηκε κι ένας αρσενικός προσδιορισμός, η λέξη «virili» (αρσενικές, αντρίκιες) που χρησιμοποίησε ο Γκράμσι, για να χαρακτηρίσει τις «συνειδήσεις» (conscienze) της κομμουνιστικής του παράταξης. Πιο συγκεκριμένα, ενώ ο Γκράμσι λέει ότι είναι αντάρτης, ζει και νιώθει πως πάλλεται ήδη στις «αντρίκιες συνειδήσεις» (coscienze virili) της παράταξής του η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, η  «Εποχή» επέλεξε συνειδητά να εξαφανίσει τον αρσενικό προσδιορισμό, καθιστώντας τις συνειδήσεις άφυλες. Κι ενώ καταλαβαίνω την ευαισθησία της που θίχτηκε από ένα τέτοιο προσδιορισμό, θεωρώ ανεπίτρεπτο τον κριτικό ευνουχισμό τού γκραμσιανού κειμένου. Ύστερα, ο Γκράμσι δε δηλώνει «partecipato» ούτε καν «parteggiato», δηλαδή τον συμμέτοχο, αυτόν που παίρνει το μέρος κάποιου σε μια αντιπαράθεση! «Partigiano» δηλώνει ο άνθρωπος. Par-ti-gia-no! Κι αυτή η λέξη φαίνεται πως προκαλεί τρόμο όχι μόνο στην άρχουσα τάξη, αλλά και στους αριστερούς που συνοδοιπορούν μαζί της, γιατί συνδηλώνει ένοπλους αγωνιστές και επαναστατικές ανατροπές. Οπότε, ενώ δεν μπορούν να τους εξαφανίσουν από την Ιστορία, περιορίζονται να τους κακοποιούν και να τους εξαφανίζουν στα κείμενα και στις μεταφράσεις τους.

“Έλα και πάρ’ την μόνος σου τη λευτεριά”

Τα αντάρτικα τραγούδια όσο κι αν προσπαθούν μερικοί καλοθελητές να τα καπηλευθούν και να παραποιήσουν την ιστορία και την αξία τους, ήταν αυτά που συντρόφευαν τους αγωνιστές στη δύσκολη ζωή του βουνού, στις φυλακές και στις εξορίες, στα βασανιστήρια, ακόμη και μπροστά στο απόσπασμα.
Ενέπνευσαν και εμπνέουν γενιές και γενιές και θα μένουν ανεξίτηλα στις μνήμες των ανθρώπων και αποτελούν ιστορικές πηγές, πηγές μνήμης. Είναι αυτά που θα γυρνούν πάντα μέσα στο μυαλό μας, για τότε, για τώρα, για αύριο!
Ήρωες, άπαρτα βουνά.
Ήρωες, με δώδεκα ζωές, 
κάστρα του Ολύμπου
και του Παρνασσού φαντάσματα, 
ήρωες μες στα χαλάσματα.
Αίματα, κόκκινο νερό, 
αίματα, ποτάμι βουερό, 
πυρ στην Αλαμάνα
και φωτιά στο Γοργοπόταμο
και φωτιά στο Γοργοπόταμο.
Εμπρός αδέρφια εμπρός
κι είναι μαζί μας ο λαός
στα πιο μεγάλα μας τα κατορθώματα
μες στις πέτρες και στα χώματα.
Θάνατος, μαύρος αδερφός.
Θάνατος, θα γίνω αθάνατος, 
πυρ στην Αλαμάνα
και φωτιά στο Γοργοπόταμο
και φωτιά στο Γοργοπόταμο.
Αέρας στις κορφές
μαύρο φεγγάρι στις καρδιές
έλα και πάρε μόνος σου τη λευτεριά
με τραγούδια, όπλα και σπαθιά
Μαλλιά σγουρά, μαλλιά κοράκου χρώμα
που ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά
σας αγαπούσα πάντοτε και τώρα
η δόλια μου καρδιά στενάζει και πονά.
Πάει καιρός που έβγαινες στους δρόμους
τη σκούφια φόραγες λεβέντικα στραβά
και τα μαλλιά χυτά πάνω στους ώμους
τ’ ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά.
Θά `ρθουν καιροί, καιροί ευτυχισμένοι
σκλάβοι δε θα `ναι τότε οι λαοί
θα ζούμε τότε πια αδελφωμένοι
σε μια ελεύθερη ειρηνική ζωή.
Εγώ Άη Στράτη δε φοβάμαι
είναι κι αυτή μια Ελληνική γωνιά
τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν
δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά
Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά
πέσανε πάνω στην εργατιά.
Άγρια κράζουν για αίμα διψούν, 
τον Δημητρόφ στην κρεμάλα να δουν.
Τον Ντανεφ και Ποπόφ, τον Τέλμαν κι άλλους
αντιφασίστες αρχηγούς, 
και στην Καντόνα χιλιάδες βάζουν
προλεταρίους ηρωικούς
Γίγας στους γίγαντες ο Δημητρόφ.
Βράχος γρανίτης στέκει ορθός.
Τους δικαστές του χτυπάει σκληρά.
Τους ξεσκεπάζει τους ποδοπατά.
Και μπρος στο θάνατο και στην κρεμάλα
έδειξες σ’ όλους Δημητρόφ
τους προλετάριους της οικουμένης, 
τον δρόμο για τον λυτρωμό.
Ήρωες τέτοιοι μπορούν μοναχά
να βγούνε μέσα απ’ την εργατιά.
Δοκιμασμένος στην μάχη σκληρά, 
κρατάς εσύ την σημαία ψηλά.
Της 3ης Διεθνούς του Λένιν Στάλιν
κι έδειξες σ’ όλους τους λαούς
πως να παλεύουν, πως να νικάνε
τους ταξικούς τους τους εχθρούς.
Σαν ατσάλινο τείχος
που αλύγιστο ορμάει
στα πεδία των τίμιων μαχών,
μ’ αρχηγούς Σαμαρινιώτη, το Σαράφη, τον Άρη
που είν’ οι μάνες του Λαϊκού Στρατού.
Δίχως τανκς, αεροπλάνα, μόνο μ’ όλμους, πολυβόλα
και ψυχή σαν του Λαϊκού Στρατού,
με καθοδήγηση λαμπρή τ’ αρχηγού μας του Άρη,
ξεψυχάει ο αγκυλωτός του φασισμού.
Να η ώρα που μας ήρθε και σα θύελλα ξεσπάει
στον αγώνα η παγκόσμια εργατιά
μιά φωνή που αντηχεί στον αέρα, πέρα ως πέρα:
“Μ’ επανάσταση θα διώξουμε τη σκλαβιά”.
Κι ο αέρας σαν μουγκρίζει, τη σημαία κυματίζει,
τη βαμμένη μέσ’ στο αίμα του λαού,
κατακόκκινη τη νίκη μας αγγέλει μ’ ένα ζήτω
μ΄ ένα ζήτω γύρω γύρω από παντού.
Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους
γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους
στο κόκκινο λάβαρο πάντα πιστοί
στη Σάλπιγγα πλάι που μας προσκαλεί
Συθέμελα ρίχτε Παλάτια και Θρόνους
βαρειές αλυσίδες πορφύρες και νόμους
ντροπή στον εργάτη στον σκλάβο ντροπή
στο αίμα αν δεν πνίξει μια τέτοια ζωή
Εμπρός να τσακίσουμε σκληρά τους φασίστες
της νέας Ελλάδας να γίνουμε χτίστες
ντροπή για τον νέο στη μάχη αν δεν ριχτεί
για τη λαοκρατία την τίμια ζωή
Παρίσι και Μόσχα βαθιά τιμημένα
Αθήνα Βαρκελώνη που βάφτηκαν μ’αίμα
μας στέλνουν μηνύματα στέλνουν κραυγές
Εμπρός αντιφασίστες για νίκες Λαμπρές
μας στέλνουν μηνύματα στέλνουν κραυγές
εμπρός επαναστάτες, εμπρός κομμουνιστές
Αναστενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει
το δόλιο το μικρό χωριό και πάλι ανταριάζει.
Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν τουφέκια ανάρια
ο Άρης κάνει πόλεμο με αντάρτες παλληκάρια.
Έλα βρε άπιστε Ιταλέ, κορόϊδο Μουσολίνι
να μετρηθούμε εδώ μαζί να δεις το τι θα γίνει.
Δεν έχεις γέρους κι άρρωστους, μικρά παιδιά να σφάζεις, 
μηδέ κορίτσια ντροπαλά, ούτε χωριά να κάψεις.
Μανάδες για να τυραννάς στη μέση στο παζάρι, 
έχεις μπροστά σου σήμερα τον Καπετάνιο Άρη.
Που γρήγορος σαν τον αετό, σαν το γοργό τ’ αγέρι
προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι.

TOP READ