Από τη μια η σύλληψη μαθητών μετά το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στην Αθήνα και η τετραήμερη κράτησή τους στη ΓΑΔΑ, από την άλλη η πρόταση της εισαγγελέως Α. Οικονόμου για αναστολή των ποινών, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, για όλους τους καταδικασθέντες για εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, πλήν Γ. Ρουπακιά, είναι πρόσφατα παραδείγματα αποκαλυπτικά για την εναρμόνιση της αστικής δικαιοσύνης με τις επιδιώξεις του αστικού κράτους. Το δίκαιο σ’ ένα ταξικό κράτος γίνεται όργανο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης, για να μπορούν να συγκροτούνται, συστηματοποιούνται, αναπαράγονται και επιβάλλονται οι σχέσεις εξουσίας, συγκαλύπτοντας τη βία και την εκμετάλλευση.
Κι αν ο ευσεβής μας πόθος, καλλιεργημένος από την κυρίαρχη ιδεολογία, για το σύστημα δικαιοσύνης είναι πως πρόκειται για θεσμό ο οποίος επανορθώνει τις αδικίες και γι’ αυτό απαιτείται σεβασμός προς αυτό, είναι όμως οι άπειρες αποφάσεις του που ενισχύουν τη διαπίστωση πως ανεξαρτήτως της σύνθεσης του δικαστηρίου οι αποφάσεις εξαρτώνται από ένα σύνολο νόμων όπου ενσωματώνονται όλα τα προνόμια του κεφαλαίου και όλη η έλλειψη προνομίων των εργαζομένων μαζών.
Για την κράτηση των μαθητών στη ΓΑΔΑ, σύμφωνα και με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη, αποφάσισε η δικαιοσύνη που μαζί με την προανάκριση «πήρε αυτά τα μέτρα», αφού βέβαια συνελήφθησαν και προσήχθησαν στο αστυνομικό τμήμα από τις μονάδες καταστολής. Από τη μια λοιπόν μονάδες των πάνοπλων αστυνομικών έχουν ως αποστολή να προκαλούν φόβο στους διαδηλωτές για καταστολή των κινητοποιήσεων, από την άλλη η δικαιοσύνη πολλές φορές έρχεται αρωγός τους, συγκαλύπτοντας, σαν αμερόληπτη και ανεξάρτητη, με τις αποφάσεις της την άσκηση εξουσίας προς το συμφέρον της άρχουσας τάξης.
Οι εικόνες με μαθητές δεμένους με χειροπέδες, με αστυνομικούς να ψάχνουν τσάντες μαθητριών ή να κυνηγούν διαδηλωτές στο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο δεν είναι πρωτόγνωρες ούτε είναι αποκλειστικότητες της ελληνικής αστυνομίας. Πριν περίπου δυο χρόνια, από τις διαδηλώσεις των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία, το βίντεο με μαθητές Λυκείου γονατιστούς στο έδαφος με τα χέρια πίσω στην πλάτη σαν αιχμάλωτοι πολέμου, μπορεί να προκάλεσε αγανάκτηση, αλλά δεν περιορίστηκε η άσκηση βίας της αστυνομίας, όπως φάνηκε και στις πιο πρόσφατες διαδηλώσεις. Οι τάσεις αυταρχισμού των κυβερνήσεων στις αστικές δημοκρατίες της Ευρώπης προληπτικά εκφοβίζουν για να αποτρέψουν οποιαδήποτε αντίδραση, κάνοντας επίδειξη δύναμης με χρήση και της άμεσης βίας.
Και βέβαια κάθε φορά με την επίδειξη του αυταρχισμού από την κυρίαρχη εξουσία προβάλλεται η υπεράσπιση της νομιμότητας με σκοπό να δικαιώνεται, για να κερδίζεται η συναίνεση, η πολιτική πυγμής που εφαρμόζεται για εκφοβισμό και καταστολή κάθε κινητοποίησης. Μόνο που η νομιμότητα, την οποία η κάθε κυβέρνηση επικαλείται με επιμονή και την χρησιμοποιεί σαν ένα μέσο για την εξασφάλιση της λειτουργικότητας της εξουσίας, δεν είναι παρά ένα σύνολο όρων που θέτει και επιβάλλει, ακόμα και με δημοκρατικές διαδικασίες, η αστική εξουσία και οι οποίοι πρέπει να διέπουν τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. Έτσι ο νέος νόμος για τις διαδηλώσεις που στην πραγματικότητα αποτελεί, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία μάλιστα, αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία της ειρηνικής συνάθροισης, στενεύει πολύ τα όρια της νομιμότητας για κινητοποιήσεις και αγωνιστικές διεκδικήσεις και διευρύνει τα περιθώρια ακόμα και για άσκηση βίας εν ονόματι της υπεράσπισης της νομιμότητας, από τις δυνάμεις καταστολής. Και σ’ αυτή την περίπτωση, η άρχουσα τάξη ακόμα κι αν έχει χάσει τη συναίνεση των μαζών μπορεί να διατηρήσει την κυριαρχία της λόγω και μέσω της λειτουργίας των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.
Αυτή η νομιμότητα επομένως, η οποία εκφράζεται μέσω νόμων που καλύπτει την άσκηση εξουσίας και χρησιμοποιείται ως μέσον αυτής της εξουσίας, δεν είναι σε μια ταξική κοινωνία παρά ένας καθρέφτης ανισοτήτων, που συγκαλύπτονται από την παρουσίαση της δικαιοσύνης ως αμερόληπτης και ανεξάρτητης. Η εισαγγελέας λοιπόν στη δίκη της Χρυσής Αυγής με τις προτάσεις της και την επιμονή της για ευνοϊκή μεταχείριση των καταδικασθέντων της Χρυσής Αυγής άφησε να φανεί η σύνδεση της δικαιοσύνης του σύγχρονου κοινωνικοοικονομικού συστήματος με τις επιδιώξεις της κυρίαρχης τάξης. Γιατί αν όλοι στην πολιτική ηγεσία, και όχι μόνο, όψιμα έχουν γίνει αντιφασίστες και αποκήρυξαν κάθε σχέση με την Χρυσή Αυγή, για χρόνια όμως την κανάκευαν υπογείως και την προωθούσαν διευρύνοντας την εξοικείωσή μας με φασιστικές πρακτικές που δικαιολογούν κάθε είδους ρατσισμό, αποκλεισμό και βία. Είναι που με τη στοχοποίηση των μειονοτήτων και μεταναστών συγκαλύπτονται τα εγκλήματα του καπιταλισμού και η ευθύνη της άρχουσας τάξης, είναι που με την άσκηση βίας δήθεν για υπεράσπιση των κατατρεγμένων Ελλήνων επιδιώκεται η διάλυση των οργανώσεων της εργατικής τάξης και γίνεται αποδεκτή κάθε καταστολή.
Η Χρυσή Αυγή, με την ανοχή της κυρίαρχης εξουσίας, δρούσε στα όρια, διατύπωνε θέσεις οριακές και δρούσε στις παρυφές της νομιμότητας, αν δεν τις ξεπερνούσε. Κι έτσι ενσωμάτωσε το όριο στον πολιτικό λόγο, ώστε από εδώ και πέρα να γίνεται κριτήριο του αποδεκτού ό,τι δεν το ξεπερνά. Το θράσος της, όπως φαίνεται από τη διεξαγωγή της δίκης, στηριζόταν σε βεβαιότητες για τη ισχύ της όχι τόσο στην κοινωνία όσο στο οικονομικοπολιτικό κατεστημένο. Κι αν με τη δολοφονία του Π. Φύσσα έκαψε τις όποιες προοπτικές της με το αντιφασιστικό κίνημα να διογκώνεται, πρόλαβε όμως, και ήταν το επιδιωκόμενο, να εισάγει στο δημόσιο χώρο τις φασιστικές ιδέες για να ενσωματωθούν σε πολιτικά κόμματα όπως η Ν.Δ και να διευρυνθεί στην κοινωνία και την πολιτική η προσαρμογή στα φασιστικά επιχειρήματα.