Ένα σου σημάδι μόνο
Αναδημοσίευση από το Ατέχνως
Σε πολλές συζητήσεις πριν και μετά τις εκλογές, η μόνιμη επωδός που μπορούσε να ακούσει κανείς για το ΣΥΡΙΖΑ ήταν: έστω κι ένα μόνο να κάνει απ’ όσα λέει… Ο φόβος του μη χειρότερα, ντυμένος τη λεοντή της ελπίδας, έριχνε τον πήχη των προσδοκιών και των απαιτήσεων από τη νέα συγκυβέρνηση περίπου στο ύψος μιας εφημερίδας. «Ε, δεν μπορεί, θα τον περάσει…» σκεφτόσουν. Και μετά, περνάνε οι μέρες (οι μήνες, τα χρόνια) κι αρχίζεις να μονολογείς σαν τον Μπέζο σε εκείνο το προεκλογικό σποτάκι της ΔΗΜΑΡ: Μπορεί; Δεν μπορεί… Μπορεί!
Όσοι παρακολούθησαν εν τω μεταξύ την πρόσφατη κοινοβουλευτική ενημέρωση για την πορεία της ηρωικής διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης στο Brussels Group (δηλ με τους εταίρους μας, δηλ με τους θεσμούς, δηλ με την τρόικα), έμειναν πιθανότατα με την απορία για ποιο λόγο έγινε και τι σκοπό εξυπηρετούσε. Δεν έχουμε παράπονο βέβαια. Είδαμε πχ την Χρυσή Αυγή να παίζει το ρόλο της… συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης· το Θεοδωράκη να προτείνει κοινοπραξίες για την καλύτερη μοιρασιά στα μονοπώλια και να κερδίζει το ενδιαφέρον του Αλέξη Τσίπρα· και το Σαμαρά να επιδεικνύει το βαρύ αντρισμό του, μετά το στιλ καλαματιανού βαρύμαγκα, που είχε υιοθετήσει από πριν ως πρωθυπουργός.
Αυτό το τελευταίο παίζει να ήταν κι ο πραγματικός λόγος που η κυβέρνηση επιδίωξε τη συζήτηση στη βουλή. Να υπενθυμίσει δηλαδή στο εκλογικό σώμα πως, ό,τι και να κάνει, οι προκάτοχοί της ήταν (οι) χειρότεροι (ο χαμηλός πήχης που λέγαμε). Κι αν αυτός ήταν ο αντικειμενικός σκοπός της, τότε επιτεύχθηκε με το παραπάνω (και δε θα δυσκολευτεί να τον πετυχαίνει, όσο γαντζώνεται στην ηγεσία της ΝΔ ο Σαμαράς). Σκοντάφτουμε και πάλι όμως στο αρχικό ζητούμενο: έστω κι ένα να κάνει απ’ όσα λέει…
Προς το παρόν ο λογαριασμός γράφει μηδέν, αλλά μας μένει η φρούδα παρηγοριά πως σταμάτησε ο κατήφορος και τουλάχιστον δεν παίρνονται νέα, χειρότερα μέτρα. Δείγμα ίσως πως «δεν πηγαίνει παρακάτω, τώρα φτάσαμε στον πάτο». Ή ότι τέλος πάντων, τον πλησιάζουμε επικίνδυνα.
Ακόμα και αν υποθέσουμε καλόπιστα πως από τη συγκυβέρνηση δε λείπει η πολιτική βούληση να προχωρήσει στις απαραίτητες ρήξεις, έχει δεμένα τα χέρια της, καθώς δεν μπορεί να προβεί σε μονομερείς ενέργειες, χωρίς την έγκριση των δανειστών της. Κι ως τέτοιες δε θεωρούνται πχ μια πιθανή έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ, η διαγραφή του χρέους, κτλ, αλλά και απλά μέτρα, όπως πχ η επαναφορά του βασικού μισθού στα 751 ευρώ. Μα επιτέλους, «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» αναρωτιέται κανείς, όπως ο Καραμανλής, που εσχάτως έχει κερδίσει αρκετά εγκωμιαστικά σχόλια και κριτικές από το βασικό κυβερνητικό εταίρο (οι Ανελ τον έχουνε έτσι και αλλιώς κορόνα στο κεφάλι τους). Αλλά αν αυτός είχε χαρακτηριστεί κάποτε ως «σοσιαλμανής», υπάρχει έστω και ένας (κατά το «έστω κι ένα να κάνει…») που θα μπορούσε να πει το ίδιο για την πρώτη φορά Αριστερά –έστω και καθ’ υπερβολή;
Το περιβόητο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (που από άμεσο πρόγραμμα εκατό ημερών απέκτησε ορίζοντα τετραετίας και βλέπουμε) και οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας συγκυβέρνησης, θα μπορούσαν να διαβαστούν ξανά αυτούσιες και ως πρωταπριλιάτικο διάγγελμα-φάρσα. Κάποιοι φαίνεται να διατηρούν παλιότερες οικουμενικές αυταπάτες, πως μπορούν δηλ να παγώσουν τα κρίσιμα ζητήματα (μισθολογικό, ασφαλιστικό, κτλ), χωρίς να εφαρμοστεί καμία πολιτική-στρατηγική κατεύθυνση, για να κερδηθεί χρόνος. Αλλά η ζωή κι η ταξική πάλη δε γνωρίζει από ανακωχές, ενώ το κυρίαρχο πλαίσιο (που δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό) καθορίζει πάντα τη γενική κατεύθυνση.
Πάλι καλά δηλ που η σημερινή συγκυρία δεν παρουσιάζεται ως μια ιδιότυπη δυαδική εξουσία, με δύο κέντρα αποφάσεων και επαναστατική κατάσταση. Ακόμα και αν ήταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ η επανάσταση που θα άλλαζε την Ευρώπη κι η Ελλάδα αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα της ΕΕ, τι θα γίνει μετά τα πρώτα μέλια, όταν χαθεί η αρχική φόρα απ’ την «επαναστατική ορμή» -που δεν έχει παρασύρει απολύτως τίποτα; Και αν η Οχτωβριανή επανάσταση έλυσε με τα πρώτα διατάγματά τα ζητήματα της γης και της ειρήνης, ποιο ακριβώς είναι το αντίστοιχο διάταγμα της νέας συγκυβέρνησης; Το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση; Οι εκατό δόσεις για εισπρακτικούς ουσιαστικά λόγους; Η ηθική δικαίωση που διεκδικούμε αντί για τις γερμανικές αποζημιώσεις;
Πολλοί σύντροφοι προσπαθούν να αποφανθούν αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει κάποιου είδους κυβίστηση (κωλοτούμπα, για να συνεννοούμαστε) σε σχέση με τις εξαγγελίες του, ή αν είχε λειάνει ούτως ή άλλως προεκλογικά τον πολιτικό του λόγο, αφαιρώντας κάθε υποψία αιχμής προς το κυρίαρχο πλαίσιο, ώστε κανείς να μην μπορεί να προφασιστεί πως ξεγελάστηκε. Δεν μπαίνουν όμως αντιπαραθετικά αυτές οι πλευρές· η μία δεν αναιρεί την άλλη.
Το βασικό εξάλλου δεν είναι αυτή καθαυτή η συγκυβέρνηση κι οι αυταπάτες που καλλιεργεί, αλλά ο κόσμος που τις καταναλώνει. Σε αυτόν απευθυνόμαστε, για να του πούμε το εξής απλό: ποιο είναι αυτό το –έστω κι ένα- συγκεκριμένο βήμα, που είδε να γίνεται προς τη σωστή κατεύθυνση; Και αν μια κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει μονομερώς έστω και σε αυτό το ένα, το επιμέρους, σε κάτι συμβολικό, εντός αυτού του γενικού πλαισίου, τι άλλη απόδειξη χρειάζεται για να μας πείσει πως ήρθε ο καιρός να σκεφτούμε έξω από τα όρια του συστήματος;
Σε πολλές συζητήσεις πριν και μετά τις εκλογές, η μόνιμη επωδός που μπορούσε να ακούσει κανείς για το ΣΥΡΙΖΑ ήταν: έστω κι ένα μόνο να κάνει απ’ όσα λέει… Ο φόβος του μη χειρότερα, ντυμένος τη λεοντή της ελπίδας, έριχνε τον πήχη των προσδοκιών και των απαιτήσεων από τη νέα συγκυβέρνηση περίπου στο ύψος μιας εφημερίδας. «Ε, δεν μπορεί, θα τον περάσει…» σκεφτόσουν. Και μετά, περνάνε οι μέρες (οι μήνες, τα χρόνια) κι αρχίζεις να μονολογείς σαν τον Μπέζο σε εκείνο το προεκλογικό σποτάκι της ΔΗΜΑΡ: Μπορεί; Δεν μπορεί… Μπορεί!
Όσοι παρακολούθησαν εν τω μεταξύ την πρόσφατη κοινοβουλευτική ενημέρωση για την πορεία της ηρωικής διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης στο Brussels Group (δηλ με τους εταίρους μας, δηλ με τους θεσμούς, δηλ με την τρόικα), έμειναν πιθανότατα με την απορία για ποιο λόγο έγινε και τι σκοπό εξυπηρετούσε. Δεν έχουμε παράπονο βέβαια. Είδαμε πχ την Χρυσή Αυγή να παίζει το ρόλο της… συμπολιτευόμενης αντιπολίτευσης· το Θεοδωράκη να προτείνει κοινοπραξίες για την καλύτερη μοιρασιά στα μονοπώλια και να κερδίζει το ενδιαφέρον του Αλέξη Τσίπρα· και το Σαμαρά να επιδεικνύει το βαρύ αντρισμό του, μετά το στιλ καλαματιανού βαρύμαγκα, που είχε υιοθετήσει από πριν ως πρωθυπουργός.
Αυτό το τελευταίο παίζει να ήταν κι ο πραγματικός λόγος που η κυβέρνηση επιδίωξε τη συζήτηση στη βουλή. Να υπενθυμίσει δηλαδή στο εκλογικό σώμα πως, ό,τι και να κάνει, οι προκάτοχοί της ήταν (οι) χειρότεροι (ο χαμηλός πήχης που λέγαμε). Κι αν αυτός ήταν ο αντικειμενικός σκοπός της, τότε επιτεύχθηκε με το παραπάνω (και δε θα δυσκολευτεί να τον πετυχαίνει, όσο γαντζώνεται στην ηγεσία της ΝΔ ο Σαμαράς). Σκοντάφτουμε και πάλι όμως στο αρχικό ζητούμενο: έστω κι ένα να κάνει απ’ όσα λέει…
Προς το παρόν ο λογαριασμός γράφει μηδέν, αλλά μας μένει η φρούδα παρηγοριά πως σταμάτησε ο κατήφορος και τουλάχιστον δεν παίρνονται νέα, χειρότερα μέτρα. Δείγμα ίσως πως «δεν πηγαίνει παρακάτω, τώρα φτάσαμε στον πάτο». Ή ότι τέλος πάντων, τον πλησιάζουμε επικίνδυνα.
Ακόμα και αν υποθέσουμε καλόπιστα πως από τη συγκυβέρνηση δε λείπει η πολιτική βούληση να προχωρήσει στις απαραίτητες ρήξεις, έχει δεμένα τα χέρια της, καθώς δεν μπορεί να προβεί σε μονομερείς ενέργειες, χωρίς την έγκριση των δανειστών της. Κι ως τέτοιες δε θεωρούνται πχ μια πιθανή έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ, η διαγραφή του χρέους, κτλ, αλλά και απλά μέτρα, όπως πχ η επαναφορά του βασικού μισθού στα 751 ευρώ. Μα επιτέλους, «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» αναρωτιέται κανείς, όπως ο Καραμανλής, που εσχάτως έχει κερδίσει αρκετά εγκωμιαστικά σχόλια και κριτικές από το βασικό κυβερνητικό εταίρο (οι Ανελ τον έχουνε έτσι και αλλιώς κορόνα στο κεφάλι τους). Αλλά αν αυτός είχε χαρακτηριστεί κάποτε ως «σοσιαλμανής», υπάρχει έστω και ένας (κατά το «έστω κι ένα να κάνει…») που θα μπορούσε να πει το ίδιο για την πρώτη φορά Αριστερά –έστω και καθ’ υπερβολή;
Το περιβόητο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (που από άμεσο πρόγραμμα εκατό ημερών απέκτησε ορίζοντα τετραετίας και βλέπουμε) και οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας συγκυβέρνησης, θα μπορούσαν να διαβαστούν ξανά αυτούσιες και ως πρωταπριλιάτικο διάγγελμα-φάρσα. Κάποιοι φαίνεται να διατηρούν παλιότερες οικουμενικές αυταπάτες, πως μπορούν δηλ να παγώσουν τα κρίσιμα ζητήματα (μισθολογικό, ασφαλιστικό, κτλ), χωρίς να εφαρμοστεί καμία πολιτική-στρατηγική κατεύθυνση, για να κερδηθεί χρόνος. Αλλά η ζωή κι η ταξική πάλη δε γνωρίζει από ανακωχές, ενώ το κυρίαρχο πλαίσιο (που δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό) καθορίζει πάντα τη γενική κατεύθυνση.
Πάλι καλά δηλ που η σημερινή συγκυρία δεν παρουσιάζεται ως μια ιδιότυπη δυαδική εξουσία, με δύο κέντρα αποφάσεων και επαναστατική κατάσταση. Ακόμα και αν ήταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ η επανάσταση που θα άλλαζε την Ευρώπη κι η Ελλάδα αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα της ΕΕ, τι θα γίνει μετά τα πρώτα μέλια, όταν χαθεί η αρχική φόρα απ’ την «επαναστατική ορμή» -που δεν έχει παρασύρει απολύτως τίποτα; Και αν η Οχτωβριανή επανάσταση έλυσε με τα πρώτα διατάγματά τα ζητήματα της γης και της ειρήνης, ποιο ακριβώς είναι το αντίστοιχο διάταγμα της νέας συγκυβέρνησης; Το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση; Οι εκατό δόσεις για εισπρακτικούς ουσιαστικά λόγους; Η ηθική δικαίωση που διεκδικούμε αντί για τις γερμανικές αποζημιώσεις;
Πολλοί σύντροφοι προσπαθούν να αποφανθούν αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει κάποιου είδους κυβίστηση (κωλοτούμπα, για να συνεννοούμαστε) σε σχέση με τις εξαγγελίες του, ή αν είχε λειάνει ούτως ή άλλως προεκλογικά τον πολιτικό του λόγο, αφαιρώντας κάθε υποψία αιχμής προς το κυρίαρχο πλαίσιο, ώστε κανείς να μην μπορεί να προφασιστεί πως ξεγελάστηκε. Δεν μπαίνουν όμως αντιπαραθετικά αυτές οι πλευρές· η μία δεν αναιρεί την άλλη.
Το βασικό εξάλλου δεν είναι αυτή καθαυτή η συγκυβέρνηση κι οι αυταπάτες που καλλιεργεί, αλλά ο κόσμος που τις καταναλώνει. Σε αυτόν απευθυνόμαστε, για να του πούμε το εξής απλό: ποιο είναι αυτό το –έστω κι ένα- συγκεκριμένο βήμα, που είδε να γίνεται προς τη σωστή κατεύθυνση; Και αν μια κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρήσει μονομερώς έστω και σε αυτό το ένα, το επιμέρους, σε κάτι συμβολικό, εντός αυτού του γενικού πλαισίου, τι άλλη απόδειξη χρειάζεται για να μας πείσει πως ήρθε ο καιρός να σκεφτούμε έξω από τα όρια του συστήματος;