Για
«υπεραισιόδοξο κοινή γνώμη» έκανε λόγο ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς και για
«μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων» ο αρχιστράτηγος Αλ. Παπάγος
(φωτ. από συνομιλία μεταξύ των δύο)
|
Την
28η Οκτώβρη η αστική τάξη την καθιέρωσε ως «εθνική γιορτή». Και την
προβάλλει ως τέτοια, αφού αποτελεί για την ίδια μοχλό στην επιδίωξή της
να καλλιεργεί το ιδεολόγημα της «εθνικής ενότητας», προκειμένου να
υποτάσσει την εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα στην πολιτική
του κεφαλαίου, δηλαδή στην πολιτική της ολοένα και πιο βαθιάς
εκμετάλλευσης και σφαγής της ζωής τους. Πρέπει να γίνεται καθαρό στο λαό
πως εθνική ενότητα σε μια ταξική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει ούτε σε
καιρό ειρήνης, ούτε στον πόλεμο. Αυτό απέδειξε όλη η ιστορική περίοδος
1940-1944, που χαρακτηρίζεται από την εισβολή αρχικά της Ιταλίας που
ανήκε στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό του φασιστικού - ναζιστικού άξονα
με τη Γερμανία. Γιατί ένα τμήμα των αστών επέλεξε το δρόμο της ανοιχτής
συνεργασίας με τους κατακτητές. Ενα άλλο, το μεγαλύτερο, ανήκει στους
«απόντες» του αγώνα, αφού έφυγε για τη Μέση Ανατολή, πιο συγκεκριμένα
την Αίγυπτο, μαζί με τους Αγγλους συμμάχους του.
Ο λαός
μας, βεβαίως, αντιστάθηκε σύσσωμος στην ιταλική φασιστική εισβολή,
τρέποντας τον ιταλικό στρατό σε φυγή έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Στη
συνέχεια, βεβαίως, τον Απρίλη του 1941 έγινε και εισβολή των Γερμανών
ιμπεριαλιστών και η τετράχρονη κατοχή. Αλλά και τότε, η εργατική τάξη, ο
λαός με μπροστάρη το ΚΚΕ οργάνωσαν την αντίσταση στην τριπλή φασιστική
κατοχή (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία) και απελευθέρωσαν την Ελλάδα.
Οταν
ο Ιταλός πρέσβης Ε. Γκράτσι επέδωσε στον Ελληνα δικτάτορα Ι. Μεταξά τη
διακοίνωση με την οποία η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας, που βρισκόταν
σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Βρετανία, απαιτούσε να της επιτραπεί να
καταλάβει στρατιωτικά ορισμένες θέσεις στρατηγικής σημασίας στο ελληνικό
έδαφος, με περιθώριο 3 ώρες για την αποδοχή ή την απόρριψή τους, ο
Μεταξάς απάντησε: «Ωστε έχουμε πόλεμο».
Τι καθόρισε τις επιλογές των αστών;
Την
28η Οκτώβρη η άρχουσα τάξη τη γιορτάζει με περιεχόμενο τους δικούς της
ταξικούς σκοπούς, που δεν είναι άλλοι από την υποταγή του λαού στη
διαιώνιση της ταξικής της κυριαρχίας και της εξουσίας της. Και στις τότε
συνθήκες ανάλογο ταξικό περιεχόμενο έδινε η ίδια στο «ΟΧΙ».
Γιατί,
όμως, η ταυτόσημων ιδεολογικών απόψεων με τις τότε γερμανική και
ιταλική κυβερνήσεις δε συμμάχησε με το συνασπισμό του φασιστικού -
ναζιστικού άξονα;
Ο Γεώργιος Καφαντάρης, αστός «κεντρώος»
πολιτικός, είχε πει για τη στάση του Μεταξά απέναντι στο ιταλικό
τελεσίγραφο: «Είπε το ΟΧΙ ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ»
(Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 - 1940»,
εκδόσεις «Κ. Καπόπουλος», τόμος 4ος, σελ. 344).
Αλλά το «ΟΧΙ» του
Μεταξά αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές,
τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές
προτιμήσεις των ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα του κεφαλαίου. Που
ήταν συνυφασμένα μ' αυτά του αγγλικού ιμπεριαλισμού, ενάντια στο
γερμανο-ιταλικό ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, στο μεταξύ τους οξύτατο
ανταγωνισμό, που οδήγησε στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό, λοιπόν,
καθορίστηκε από την επιλογή ιμπεριαλιστή συμμάχου, σ' έναν πόλεμο που
ξεπήδησε μέσα από τους οξύτατους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς για το
ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής, με πρωταρχικό στόχο την ανατροπή του
σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.
Το ελληνικό κεφάλαιο που στήριξε τη
μεταξική δικτατορία - και κυρίως το ναυτιλιακό - είχε ιστορικά
αναπτύξει, αμέσως μετά τη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους (μετά
την Επανάσταση του 1821), άρρηκτες σχέσεις με το αγγλικό κεφάλαιο. Τα
συμφέροντά του συνδέονταν κυρίως με το αγγλικό κεφάλαιο και λιγότερο
τότε με το γαλλικό και το αμερικανικό. Βεβαίως, στη διάρκεια της
μεταξικής δικτατορίας, βελτιώθηκαν οι σχέσεις με το γερμανικό κεφάλαιο,
αλλά αυτό σε τίποτα δεν άλλαζε τις παραδοσιακές σχέσεις ελληνικού και
αγγλικού κεφαλαίου. Η δικτατορία του Μεταξά, που βεβαίως επομένως
υπηρετούσε πιστότατα τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, έκανε
επιλογές συμμάχων με βάση τα συμφέροντά του, επομένως όχι μόνο δεν
αμφισβητούσε τις σχέσεις με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, αλλά τις στήριζε
κιόλας. Ο ίδιος, μάλιστα, ο Μεταξάς, στο «Τετράδιο των σκέψεων» που
κρατούσε παράλληλα με το ημερολόγιό του, στις 6/5/1940 έγραφε:
«Είναι
φυσικό, κράτη παραθαλάσσια σαν εμάς να είμεθα φιλικά με τους Αγγλους
και κράτη μεσόγεια σαν τη Βουλγαρία, με τους Γερμανούς. Η διαφορά των
πολιτευμάτων δεν παίζει ρόλο, γιατί και το Αγγλικό το δρόμο μας θα
ακολουθήση. Γι' αυτό είναι τραγική η θέσις της Ιταλίας... Και η Ιταλία
στο βάθος, τη φιλία προς την Αγγλία ζητά. Μόνο που αυτή ακολουθεί το
δρόμο του μεγάλου, ενώ εμείς είμαστε μικροί»(Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του ημερολόγιο», τόμος Δ', σελ. 467).
Ακόμη πιο σαφής ήταν ο Μεταξάς, όταν εξηγούσε τη θέση της Ελλάδας
απέναντι στην Αγγλία - και σε ό,τι αφορούσε την περιβόητη ουδετερότητα -
μιλώντας στις αρχές Μάη του '40 με το Βρετανό δημοσιογράφο Αρθουρ
Μάρτον και ενώ ήδη η Γερμανία είχε εξαπολύσει τον πόλεμο:
«Είμεθα
ουδέτεροι εφ' όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν
κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές,
ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς
είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης»(«Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Οφις», εκδόσεις «Πάπυρος», σελ. 76).
Επίσης, στις 3 Μάρτη του 1934, μιλώντας στο Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, έλεγε:
«Αν
και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς
δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία
περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το
οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα.
Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι»(Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστης», τόμος Δ', σελ. 77).
Δύο
μέρες, επίσης, μετά την έναρξη του πολέμου, στις 30 Οκτώβρη 1940, ο
Μεταξάς εξήγησε στους ιδιοκτήτες και στους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού
Τύπου ότι «
θα έπρεπε, διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν
εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν... με το άπλωμα του
δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του
αριστερού προς ακρωτηριασμόν από τη Βουλγαρίαν. Φυσικά, δεν ήτο δύσκολον
να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν
και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των... Θα
εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν τη φοράν
Ελλάδες. Το Εθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν
Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου τοιαύτην πολιτικήν (Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Δ' σελ. 522-524).
Ντουφεκιές για την «τιμή των όπλων»
Βεβαίως,
ο Μεταξάς είπε το «όχι» στους Ιταλούς στα πλαίσια των
ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών της εποχής που οδήγησαν στο Β'
Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο και της συμμαχίας των Ελλήνων αστών με
τους Αγγλους, αλλά δεν είχε καμιά πίστη στην ανεξάντλητη δύναμη του λαού
να υπερασπίσει το έδαφος της Ελλάδας και να νικήσει τους Ιταλούς
εισβολείς.
Την επομένη της κήρυξης του πολέμου, στις 29 Οκτώβρη του 1940, ο δικτάτορας Μεταξάς έγραφε στο ημερολόγιό του:
«Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη».
Επίσης, ο αρχιστράτηγος
Αλ. Παπάγος, λίγες μέρες πριν την ιταλική εισβολή, έλεγε πως αν μας επιτεθούν,
«θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων».
Ουσιαστικά,
οι αστοί είχαν αποφασίσει πριν ακόμη την ιταλική εισβολή να πουν το
«όχι», αν αυτή γίνει, αλλά «για την τιμή των όπλων», χωρίς να
αντισταθούν και στη συνέχεια να παραδώσουν την Ελλάδα στο φασιστικό -
ναζιστικό άξονα, να συμβιβαστούν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου με την
κατοχή (ουσιαστικά αυτό έκαναν, αφού ένα τμήμα τους υπηρέτησε τη
γερμανική κατοχή, ενώ ένα άλλο εγκατέλειψε τον αγώνα για την
απελευθέρωση), περιμένοντας τη λήξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου με την
προσδοκία της νίκης των συμμάχων της, Αγγλων. Για παράδειγμα, ο Γ.
Καφαντάρης, σε πρόταση που του έγινε από το ΚΚΕ να προσχωρήσει στην
Αντίσταση, απάντησε: «Οι Ελληνες να μη νοιάζονται, το ζήτημα θα το
λύσουν οι σύμμαχοι» (δηλαδή οι Αγγλοι) (Π. Ρούσου, «Η μεγάλη πενταετία»
τ. Α, σελ. 137, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»). Από τη Νίκαια της Γαλλίας
όπου είχε μετεγκατασταθεί, ο Ν. Πλαστήρας καλούσε το λαό με επιστολή του
να συνεργαστεί με τους κατακτητές: «Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να
γίνει κυβέρνησις φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν
την ήτταν. Αυτό πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα
ετελείωνε και μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ
απίθανον)», έγραψε. («Η Καθημερινή», 14 Σεπτέμβρη 1998).
Ετσι η
εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα με καθοδηγητή το ΚΚΕ,
οργάνωσαν το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ, την ΟΠΛΑ, την Εθνική Αλληλεγγύη
και απελευθέρωσαν την Ελλάδα. Χωρίς ΚΚΕ δε θα υπήρχε ΕΑΜ και χωρίς ΕΑΜ
δε θα υπήρχε το έπος της Αντίστασης και της Απελευθέρωσης.
Ο λαός με τη δική του σημαία
Τι
συμπεράσματα βγαίνουν απ' όλα αυτά για το σήμερα, που οι αστοί της
Ελλάδας συμμετέχουν, μέσω της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και με στρατηγικές
συνεργασίες με τις ΗΠΑ, στην πολυμέτωπη ιμπεριαλιστική δράση στην
ευρύτερη περιοχή μας, όπου οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί
και υπάρχουν διάφορες πολεμικές εστίες;
Αποδεικνύεται ότι η
εργατική τάξη, ο λαός, δεν μπορούν να εμπιστευθούν την υπεράσπιση της
εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας τους στα αστικά κόμματα και στην
αστική τάξη.
Στο ενδεχόμενο, λοιπόν, συμμετοχής της Ελλάδας σ'
έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, επιτιθέμενη ή αμυνόμενη η Ελλάδα, ο λαός
πρέπει να σκεφτεί όχι αν χρειάζονται θυσίες για την εδαφική ακεραιότητα
και κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αυτές δεν τις παζαρεύει. Αλλωστε, η
ιστορία έχει δείξει ότι θυσιάζεται. Πρέπει, όμως, να σκεφτεί: Θα
πολεμήσει μαζί με τους αστούς και τους ιμπεριαλιστές συμμάχους τους για
τα συμφέροντα του κεφαλαίου; Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά
στρώματα πρέπει να σηκώσουν τη δική τους σημαία, με το δικό μέτωπο, για
τη δική τους προοπτική και όχι να θυσιάζονται με τη σημαία των αστών,
είτε είναι αμυνόμενοι είτε επιτιθέμενοι. Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί
της με τη σημαία του επαναστατικού κινήματος για την ανατροπή της
εξουσίας του κεφαλαίου.