Ο Αλτουσέρ, κάνει από την αρχή κιόλας στο έργο -απάνθισμα κειμένων-
του, Θέσεις, μια θεμελιακή παραδοχή, δηλώνοντας χωρίς περιστροφές πως η
φιλοσοφία είναι βασικά πολιτική. Αυτός ο κατεξοχήν πολιτικός χαρακτήρας,
είναι κι ο άξονας γύρω από τον οποίο θα εκδιπλωθεί η θεωρητική
πραγματεία του Γάλλου διανοητή, σε μια ειλικρινή προσπάθεια επιστροφής
στον αυθεντικό Μαρξ, μακριά από τις κατοπινές στρεβλώσεις και τις
ενέσεις αστισμού, που ήδη όσο ζούσε, είχαν κάνει τις πρώτες τους
εμφανίσεις, εξωθώντας τον εισηγητή του επιστημονικού σοσιαλισμού
να διατυπώσει την περίφημη πλέον ρήση:αν αυτό είναι ο μαρξισμός, αυτό
που είναι βέβαιο είναι ότι εγώ δεν είμαι μαρξιστής.
Η εργατική τάξη, στην σύμφυτη -κατά Αλτουσέρ- με τη γέννησή, της πάλη
που διεξάγει απέναντι στην ισχυρότερη και σαφώς καλύτερα οργανωμένη
(εξαιτίας ακριβώς της ισχύος της), αστική τάξη και τους μηχανισμούς της
(ιδεολογικούς και κατασταλτικούς), καλείται να αυτοοργανωθεί σε έναν
γενικευμένο πόλεμο θέσεων που έγραφε κι ο Γκράμσι, επιστρατεύοντας όλα
τα δυνατά μέσα, με στόχο την ανατροπή της αστικής ιδεολογικής ηγεμονίας,
και την αντικατάστασή της από την προλεταριακή. Ο κεντρικός πυρήνας,
από τον οποίο κι εκπορεύονται τα μέσα αυτά, δεν είναι άλλος από την
μαρξιστική θεωρία, που ο Αλτουσέρ διχοτομεί, επιμερίζοντάς την αφενός
στην μαρξιστική επιστήμη που αντιστοιχεί στον ιστορικό υλισμό, κι
αφετέρου στην μαρξιστική φιλοσοφία που αντιστοιχεί στον
διαλεκτικό υλισμό. Μάλιστα, είναι καίριας σημασίας η θέση που εκφράζει,
σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ θεμελιώνει για πρώτη φορά την επιστήμη της
ιστορίας, μια επιστήμη που συνίσταται στην γνώση των παρελθόντων
κοινωνικών σχηματισμών και της διαδικασίας υπέρβασής τους.
Η διάκριση αυτή σε επιστήμη και φιλοσοφία, μολονότι φαινομενικά
αιρετική, θέτει ως στόχο την προστασία του μαρξισμού, από τον εμμενή
λανθάνοντα κίνδυνο της παρέκκλισης, είτε προς τα δεξιά, που εκφράζεται
με την κατάργηση της φιλοσοφίας ένεκα της επιστήμης, είτε προς τα
αριστερά, που οδηγεί στον παραγκωνισμό της επιστήμης, οδηγώντας στην
φιλοσοφική προσήλωση. Ο Αλτουσέρ, ταυτίζει την πρώτη παρέκκλιση με το
επιστημονικό ρεύμα του θετικισμού, ενώ τη δεύτερη στηλιτεύει, θεωρώντας
την αιτία του υποκειμενισμού.
Φιλοσοφία κι επιστήμη, ως οργανικά και άρα αναφαίρετα στοιχεία του
μαρξισμού, δεν αναπτύσσονται στον ίδιο χρόνο, καθώς μέσα στην
αντικειμενική κίνηση της ιστορίας, οι επιστημονικές ανακαλύψεις
προηγούνται της φιλοσοφικής επεξεργασίας και της συνακόλουθης αναγωγής
σε φιλοσοφικό σύστημα των μεταβολών που οι ανακαλύψεις αυτές
εγκαινιάζουν. Ο Αλτουσέρ, το διατυπώνει ρητά: Οι
μεταμορφώσεις της φιλοσοφίας αποτελούν πάντα τον αντίκτυπο
μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων. Στην ουσία, έρχονται λοιπόν κατόπιν
εορτής. Γι’ αυτό, στη μαρξιστική θεωρία, η φιλοσοφία καθυστερεί σε σχέση
με την επιστήμη.
Φιλοσοφία κι επανάσταση, στον άρρηκτο συσχετισμό τους, αποτελούν
τη μεταφορά της ταξικής πάλης στο θεωρητικό επίπεδο. Εκεί, το εργατικό
κίνημα είναι επιφορτισμένο με το ιερό ιστορικό καθήκον να καταλύσει την
αναμφισβήτητη ηγεμονία της αστικής ιδεολογίας, ως κυρίαρχης ιδεολογίας, η
οποία και αναπαράγεται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς κράτους, (ΙΜΚ)
με κυριότερο μηχανισμό -κατά τον Αλτουσέρ- το σχολικό. (Αξίζει να
σημειωθεί πως η χρήση της έννοιας της ηγεμονίας, πιστοποιεί την επίδραση
του Γκράμσι στην αλτουσεριανή σκέψη). Έτσι, ο χώρος των ιδεών, των
επιστημών του ανθρώπου, ακόμη και οι ίδιοι οι κομμουνιστές,
διακατέχονται εκτός εξαιρέσεων από την αστική ιδεολογία.
Ακριβώς αυτή η καθολική και ολιστική ιδεολογική κατίσχυση, ελλοχεύει
πίσω από την διαρκή απειλή, για τη μαρξιστική θεωρία, άρα και για την
υλική της αποτύπωση στη κινηματική πορεία του προλεταριάτου, να καταστεί
αυτή εξουδετερωμένη, δηλαδή ακίνδυνη, αλλά και ανίκανη να
μετασχηματιστεί σε μοχλό ιδεολογικής ζύμωσης και σύμπηξης των τμημάτων
της εργατικής τάξης. Η αστική και μικροαστική κοσμοαντίληψη όπως γράφει
χαρακτηριστικά ο Αλτουσέρ, μετουσιώνονται και αποκρυσταλλώνονται στις
γενικές μορφές του
οικονομισμού και του ανθρωπισμού. Και οι δυο αυτές εκφάνσεις της
κυρίαρχης κοσμοαντίληψης, αναδύονται την ίδια στιγμή με τη γέννηση της
αστικής τάξης, ως δομικοί πυλώνες που την στηρίζουν και που παράλληλα
διεισδύουν στη μαρξιστική σκέψη, αλλοιώνοντας το περιεχόμενό της. Ο
οικονομισμός, ιδωμένος κι εναλλακτικά υπό τη μορφή ενός συγκαιρινού
τεχνοκρατισμού κι ο ανθρωπισμός ως
συστηματοποίηση ενός ηθικού ιδεαλισμού, είναι τα
ιδεολογήματα-καρκινώματα που καλείται η εργατική τάξη να ξεριζώσει από
τις θεωρητικές της αναφορές και προσλαμβάνουσες.
Στα πλαίσια αυτής της συλλογιστικής, ο Αλτουσέρ πραγματεύεται
τον φιλοσοφικό αντιανθρωπισμό, σε μια απόπειρα απεμπόλησης όλης
της ιδεαλιστικής φιλολογίας περί ανθρώπου που επικρατούσε στους
μαρξιστικούς κύκλους της εποχής του. Οι βασικές του θέσεις συνοψίζονται
στο ότι η κατηγορία του ανθρώπου δεν παίζει κανένα θεωρητικό ρόλο στο
έργο του Μαρξ, ο Μαρξ μπόρεσε να θεμελιώσει την επιστήμη της ιστορίας
του ακριβώς επειδή ήρθε σε ρήξη με τις θεωρητικές αξιώσεις κάθε
ανθρωπισμού, και ότι ολόκληρη η κλασική
μαρξιστική παράδοση αρνείται να χαρακτηρίσει τον μαρξισμό σαν έναν
Ανθρωπισμό. Γιατί; Επειδή πρακτικά[…] η λέξη Ανθρωπισμός γίνεται
αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αστική ιδεολογία που τη χρησιμοποιεί
για να καταπολεμήσει, δηλαδή για να
σκοτώσει μια άλλη λέξη αληθινή και ζωτική για την εργατική τάξη: την πάλη των τάξεων.
Επιστρέφοντας στην ανάλυση, ο Αλτουσέρ επαναλαμβάνει εμφατικά την
αδήριτη συνθήκη, το προλεταριάτο να εμπεδώσει και να ενσωματώσει στην
επαναστατική του πρακτική, την ουσία και το χαρακτήρα της μαρξιστικής
επιστήμης και φιλοσοφίας, έχοντας συνείδηση του γεγονότος ότι το μαρξικό
και μαρξιστικό έργο εξοπλίζει και ισχυροποιεί επομένως τη θέση του στον
ταξικό συσχετισμό δυνάμεων και την ταξική πάλη.
Το ζήτημα ωστόσο της πάλης και στο θεωρητικό επίπεδο, που τόσο
ορθά συνέλαβε ο Αλτουσέρ, δεν δύναται να προσληφθεί σαν μια απλή
μετωπική σύγκρουση δυο αντίθετων ιδεολογικοφιλοσοφικών αναπαραστάσεων ως
προέκταση της εν γένει ταξική πάλης. Η στράτευση στις λεγεώνες της
πρωτοπόρας εργατικής τάξης και των συμμάχων της, προϋποθέτει την
μετάβαση από το ταξικό ένστικτο που υφίσταται εγγενώς στους προλετάριους
λόγω της αντικειμενικής τους θέσης στη παραγωγική διαδικασία, προς την
ταξική θέση. Ουσιαστικά, αυτό το πέρασμα αντιστοιχεί στο ανάλογο σχήμα
του περάσματος από την καθεαυτή τάξη στη τάξη δι’ αυτή, την υποκειμενική
συνειδητοποίηση δηλαδή της εργατικής τάξης ως τέτοιας, ως ειδικής
κατηγορίας τάξης, συγκεκριμένων συμφερόντων,
διακριτών από των άλλων τάξεων. Στον αγώνα, και ιδιαίτερα λοιπόν στο
θεωρητικό επίπεδο, είναι καθοριστικός ο ρόλος των διανοουμένων. Είτε
αναφερόμαστε στον ιδεολόγο της εργατικής τάξης του Λένιν, είτε στον
οργανικό διανοούμενο του Γκράμσι, οι
διανοούμενοι είναι μια ειδική πραγματικότητα, μια μάζα ανθρώπων που για
τον Αλτουσέρ, παρουσιάζουν κάποιες ιδιοτυπίες, ως απόρροια του
μικροαστισμού τους.
Γράφει ο Αλτουσέρ: Ξέρεις τι λέει ο Λένιν για τους διανοούμενους.
Ορισμένοι μπορεί, ατομικά και πολιτικά, να είναι δηλωμένοι επαναστάτες,
και ίσως θαρραλέοι. Στο σύνολο όμως παραμένουν, από την ιδεολογία τους,
ολοκληρωτικά μικροαστοί. Σε καταφανή αντίθεση επομένως προς τους
εργάτες οι οποίοι διαθέτουν όπως προλέχθηκε ταξικό ένστικτο, οι
διανοούμενοι διαθέτουν ταξικό μικροαστικό ένστικτο, το οποίο και τους
παρωθεί σε αντιδραστικές θέσεις, αντί να τους οδηγεί στη συνένωση με τις
εργατικές μάζες. Προκειμένου συνεπώς να αναχαιτιστεί αυτή
η αντιδραστική τάση και να θετικοποιηθεί, απαιτείται αυτό το μικροαστικό
ένστικτο να
επαναστατικοποιηθεί. Άλλωστε, όπως έχουμε δει κατά κόρον, ο
Αλτουσέρ επισημαίνει μετ’ επίτασης την αναγκαιότητα ανάληψης δράσης στην
επαναστατική διαδικασία, από μαρξιστές επιστήμονες (ιστορικός υλισμός),
αλλά κι από φιλοσόφους (διαλεκτικός υλισμός).
Στη μετατροπή όμως του μικροαστικού ενστίκτου, ανακύπτει μια διπλή προβληματική.
Πρώτον, εγείρεται ζήτημα πολιτικής φύσης: ο επαγγελματίας φιλόσοφος
που στρατεύεται στο εργατικό-επαναστατικό κόμμα, εφόσον παραμένει
ιδεολογικά εγκλωβισμένος στον μικροαστισμό του, καλείται εκ των
πραγμάτων να ριζοσπαστικοποιήσει τη σκέψη του. Εδώ, ο Αλτουσέρ δεν μας
εισφέρει κάτι καινούριο, παρά προχωρεί σε μια ταυτολογία. Δεύτερον,
τίθεται ζήτημα θεωρητικής φύσης, που σημαίνει ότι έχει να κάνει με την
ανάπτυξη και επικαιροποίηση της φιλοσοφίας σε σχέση με την
ανισόμετρη ανάπτυξη της επιστήμης. Στο μέτρο βέβαια που η θεωρία
κινείται κι αυτή όπως κι η ιστορία διαλεκτικά, φαίνεται ίσως κάπως
παράδοξη αυτή η τοποθέτηση, εκτός κι αν
εννοείται μια ταυτόχρονη με τις υλικές μεταβολές θεωρητικοποίηση κι
ανάλυση των υπαρχουσών συνθηκών, που τότε το αίτημα του Αλτουσέρ θα
αφορά στην ενεργότερη συμμετοχή της επαναστατικής διανόησης στη
φιλοσοφική παραγωγή.
Η προβληματική της διανόησης, δεν σταματάει όμως εδώ. Ο Αλτουσέρ με
έναν αφοπλιστικό αφορισμό, δηλώνει την πραγματιστική ανεπάρκεια των
επαγγελματιών φιλοσόφων να εκτιμήσουν το μέγεθος της τομής που άνοιξε ο
Μαρξ στην παγκόσμια σκέψη: Ποιος κατάλαβε την εκπληκτική φιλοσοφική
επανάσταση που προκλήθηκε από την ανακάλυψη του Μαρξ; Μόνον οι
προλετάριοι ηγέτες και απλοί αγωνιστές. Αντίθετα, στο σύνολό τους, οι
επαγγελματίες φιλόσοφοι, ούτε που την υποψιάστηκαν, για να τους ψέξει
ύστερα, ότι όποτε επιχείρησαν να τον επεξεργαστούν (πλην των Λένιν,
Γκράμσι και λίγες ακόμα εξαιρέσεις) το μόνο που πέτυχαν, ήταν να
καταλήξουν σε έναν χυδαίο ρεβιζιονισμό.
Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία κινείται με τους δικούς της νόμους, με
την οικονομική βάση να καθορίζει πάντα σε τελευταία ανάλυση το
εποικοδόμημα, κι αυτό με τη σειρά του να αναδρά πάνω στη βάση
(επικαθορισμός), και με τις μάζες να είναι αυτές που δημιουργούν την
ιστορία τους, όχι ως υποκείμενα της ιστορίας κατά τον Αλτουσέρ, αλλά ως
υποκείμενα μέσα στην ιστορία. Οι διανοούμενοι πρέπει
φυσικά να είναι επαναστάτες, πρέπει όμως να είναι και οι θεωρητικοί
εκφραστές τόσο της ανάγκης, όσο και της ίδιας της ιστορικής μεταβολής
από ένα περιορισμένο, προς ένα ανώτερο σύστημα, δίχως ανισότητες,
φτώχεια κι εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Βιβλιογραφία
Αλτουσερ Λουι, Θέσεις, εκδόσεις Θεμέλιο, 1999
Τεύχος 87, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 2004, Ο ΑΛΤΟΥΣΣΕΡ ΚΑΙ Ο «ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΜΑΡΞ,
της Marta Harnecker, Περιοδικό Θέσεις
Λευτέρης Στάικος