Το Κέμνιτς βρίσκεται στην πρώην Ανατολική Γερμανία και είναι η πόλη
που είχε παλιά το όνομα του Καρλ Μαρξ. Πώς εξηγείται λοιπόν ότι σήμερα ο
φασισμός σηκώνει κεφάλι και θεριεύει σε εκείνα τα μέρη όπου
οικοδομούνταν κάποτε ο σοσιαλισμός; Γιατί πέρασε και δεν ακούμπησε από
τη διαμόρφωση της μαζικής συνείδησης του πληθυσμού που κατοικεί σε αυτήν
την περιοχή; Μήπως τελικά δεν είχε τόσο βάθος γιατί δεν ήταν
σοσιαλισμός;
Το ερώτημα μοιάζει λίγο με την παρατήρηση που γίνεται για τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής που εμφανίζονται αυξημένα σε κάποιες λαϊκές περιοχές που θεωρούνταν κάποτε κόκκινα κάστρα, και για κάποιους επιβεβαιώνει τη θεωρία των δύο άκρων, με τις ίδιες συνθήκες να παράγουν παρόμοια αποτελέσματα κάθε φορά.
Θυμίζει επίσης το ερώτημα τι άφησε πίσω του ο σοσιαλισμός, εάν ήταν πράγματι τέτοιος, δηλαδή μια προσπάθεια ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας από τα βάθρα της. Το οποίο προσωπικά μου θυμίζει το ερώτημα τι άφησε πίσω του ένα δάσος μετά από την πυρκαγιά που το κατέστρεψε, αν ήταν πράγματι δάσος. Και όλα αυτά μετά από τρεις δεκαετίες συστηματικού ξηλώματος των κατακτήσεών του -με τελευταίο πρόσφατο παράδειγμα την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στην καπιταλιστική Ρωσία- και οργανωμένης προπαγάνδας για τη συκοφάντηση των επιτυχιών του, που δεν καταφέρνει πάντως πολλά πράγματα, όπως φαίνεται ακόμα κι από τις δικές τους στημένες και ελεγχόμενες δημοσκοπήσεις.
Ας δούμε σχετικά μερικά βασικά σημεία.
-Από την πτώση του τείχους έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια. Δεν είναι μόνο ότι δεν μπορούμε να αναζητούμε τις αιτίες σε μια τάξη πραγμάτων που έπαψε, εδώ και δεκαετίες, να υπάρχει, για να της ζητάμε το λογαριασμό για όσα συμβαίνουν σήμερα. Είναι ότι τις αιτίες πρέπει να τις αναζητήσουμε ακριβώς σε αυτήν την ήττα που την έκανε (προσωρινά) παρελθόν κι ας ανήκει στην προοπτική του μέλλοντος. Όπου ηττάται ο κομμουνισμός, δεν παίρνει τη θέση του μια ήπια αστική δημοκρατία με κοινωνικό πρόσωπο, αλλά έχουμε προέλαση του φασισμού με αστικοδημοκρατικό, ενίοτε και απελευθερωτικό μανδύα, αν θυμηθούμε τους “μαχητές της ελευθερίας” της Δύσης (εξάλλου, όπως μάθαμε πρόσφατα, ο Χίτλερ εφάρμοσε την άμεση δημοκρατία στη ναζιστική Γερμανία).
Αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι αποτέλεσμα του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε στον εικοστό αιώνα, αλλά οι συνέπειες της ήττας του.
-Ασφαλώς η πληθυσμιακή σύνθεση στην πρώην ΓΛΔ δεν είναι η ίδια με αυτήν που υπήρχε στα τέλη της δεκαετίας του 80′, για να κάνουμε ευθείες συγκρίσεις. Αλλά τα πρώτα κρούσματα της επανεμφάνισης του νεοναζισμού και του ρατσισμού υπήρχαν απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια της επικράτησης της αντεπανάστασης. Αυτό σημαίνει πως υπήρχαν ήδη από πριν αυτές οι τάσεις, αλλά δεν εκδηλώνονταν ανοιχτά, γιατί δεν μπορούσαν ή γιατί αν άπλωναν χέρι, θα τους κοβόταν από τη ρίζα -κι αυτή είναι μια βασική λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή της κρατικής μορφής που αντιστοιχεί στη μετάβαση από το σάπιο κόσμο της εκμετάλλευσης στην κοινωνία του μέλλοντος. Όπως ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά λοιπόν υπήρχαν, αλλά δεν έβρισκαν έδαφος να αναπτυχθούν, αντιστοίχως κι αντιστρόφως, τα στοιχεία που διαμόρφωναν ένα νέο τύπο ανθρώπου στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν είχαν κατακτηθεί οριστικά, δεν ήταν μια δοσμένη για πάντα κατάκτηση, ούτε μπορούν να εκδηλωθούν έξω από τις κοινωνικές συνθήκες-περιβάλλον που τις καλλιέργησε, εφόσον καταπνίγονται από τη τη δικτατορία του κεφαλαίου. (Κι αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι από τη Βιολογία και τις θεωρίες του Λισένκο, καλώς το κάνουν, κι ίσως να είχε ενδιαφέρον μια περαιτέρω εμβάθυνση αλλά δεν έχει τη θέση της εδώ).
-Το ζήτημα βέβαια δεν είναι μόνο η καταστολή αυτών των τάσεων, αλλά η διαμόρφωση μιας καινούριας συνείδησης, ενός άλλου τύπου προσωπικότητας, που να καθιστά περιττή αυτήν την καταστολή. Αν κάποιος πιστεύει πως ένας χρονικός ορίζοντας δύο το πολύ γενιών -και δη στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες στη μεταπολεμική Ευρώπη- ήταν αρκετός για να βάλει μια καλή στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους όλα τα αστικά, ακόμα και προκαπιταλιστικά κατάλοιπα που έχουν διαποτίσει τον τρόπο που δρούμε, σκεφτόμαστε και συμβιώνουμε, είναι μάλλον υπεραισιόδοξος και θα προσγειωθεί απότομα από τη θεωρία στην πράξη, που αποδεικνύεται πάντα πιο περίπλοκη.
Το βασικό πεδίο στο οποίο μπορούμε να κρίνουμε το σοσιαλιστικό κράτος της ΓΛΔ είναι πρωτίστως τι έκανε για το έμπρακτο τσάκισμα του ναζισμού, σε ευθεία αντίθεση με τη Δυτική Γερμανία, όπου στην πράξη πολλά ναζιστικά στελέχη αξιοποιήθηκαν στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, διασφαλίζοντας κι αποδεικνύοντας τη συνέχεια του αστικού κράτους, ανεξαρτήτως της μορφής του πολιτεύματος -και πάντα με τους κομμουνιστές εκτός νόμου.
Έχοντας αυτό ως βάση, είναι αυτονόητο και επιβάλλεται να προβληματιστούμε για την επάρκεια -ή μη- στο πεδίο της μαζικής διαμόρφωσης κομμουνιστικής συνείδησης. Και ίσως ένα βασικό στοιχείο αυτής της κριτικής πρέπει να είναι πως οι αρχές άφηναν τον κόσμο ανυποψίαστο για τις αντιθέσεις που θα μπορούσε να βρει στην πραγματική ζωή, έχοντας συχνά μια τάση εξιδανίκευσης που συγκάλυπτε τα προβλήματα, τη φύση και την αληθινή απειλή που αποτελούσε ο ταξικός αντίπαλος, για να δημιουργήσει μια τάση πλαστής υπεραισιοδοξίας και την αίσθηση πως όλα πηγαίνουν καλά, η γη θα γίνει κόκκινη κτλ.
Υπάρχει μια σκηνή στο -πολύ τρυφερό, ανεξαρτήτως των προθέσεων του σκηνοθέτη- “Goodbye Lenin”, όπου η βαριά άρρωστη μητέρα, συμβολίζοντας και τη μαμά-πατρίδα, ξεφεύγει από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο του γιου της (κόμματος), μπαίνει στο ασανσέρ, όπου αντικρίζει μια ναζιστική σβάστικα -αν θυμάμαι καλά- και σοκάρεται ειλικρινά. Όχι γιατί δε γνωρίζει τι είναι, αλλά γιατί δεν πίστευε -αφελώς- πως υπήρχε πιθανότητα να το ξαναδεί μπροστά της, εφόσον το είχε νικήσει.
Την επόμενη φορά οφείλουμε να είμαστε πιο έτοιμοι και υποψιασμένοι. Κι αν δεν καταφέρουμε να σκοτώσουμε οριστικά τη σκύλα που γεννά το τέρας, ίσως μπορέσουμε να ξεριζώσουμε περισσότερα κατάλοιπα από το παρελθόν και τη σκουριά της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, διαμορφώνοντας πιο ολοκληρωμένα ένα νέο τύπου ανθρώπου, με άλλες αξίες και ιδανικά.
Το ερώτημα μοιάζει λίγο με την παρατήρηση που γίνεται για τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής που εμφανίζονται αυξημένα σε κάποιες λαϊκές περιοχές που θεωρούνταν κάποτε κόκκινα κάστρα, και για κάποιους επιβεβαιώνει τη θεωρία των δύο άκρων, με τις ίδιες συνθήκες να παράγουν παρόμοια αποτελέσματα κάθε φορά.
Θυμίζει επίσης το ερώτημα τι άφησε πίσω του ο σοσιαλισμός, εάν ήταν πράγματι τέτοιος, δηλαδή μια προσπάθεια ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας από τα βάθρα της. Το οποίο προσωπικά μου θυμίζει το ερώτημα τι άφησε πίσω του ένα δάσος μετά από την πυρκαγιά που το κατέστρεψε, αν ήταν πράγματι δάσος. Και όλα αυτά μετά από τρεις δεκαετίες συστηματικού ξηλώματος των κατακτήσεών του -με τελευταίο πρόσφατο παράδειγμα την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στην καπιταλιστική Ρωσία- και οργανωμένης προπαγάνδας για τη συκοφάντηση των επιτυχιών του, που δεν καταφέρνει πάντως πολλά πράγματα, όπως φαίνεται ακόμα κι από τις δικές τους στημένες και ελεγχόμενες δημοσκοπήσεις.
Ας δούμε σχετικά μερικά βασικά σημεία.
-Από την πτώση του τείχους έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια. Δεν είναι μόνο ότι δεν μπορούμε να αναζητούμε τις αιτίες σε μια τάξη πραγμάτων που έπαψε, εδώ και δεκαετίες, να υπάρχει, για να της ζητάμε το λογαριασμό για όσα συμβαίνουν σήμερα. Είναι ότι τις αιτίες πρέπει να τις αναζητήσουμε ακριβώς σε αυτήν την ήττα που την έκανε (προσωρινά) παρελθόν κι ας ανήκει στην προοπτική του μέλλοντος. Όπου ηττάται ο κομμουνισμός, δεν παίρνει τη θέση του μια ήπια αστική δημοκρατία με κοινωνικό πρόσωπο, αλλά έχουμε προέλαση του φασισμού με αστικοδημοκρατικό, ενίοτε και απελευθερωτικό μανδύα, αν θυμηθούμε τους “μαχητές της ελευθερίας” της Δύσης (εξάλλου, όπως μάθαμε πρόσφατα, ο Χίτλερ εφάρμοσε την άμεση δημοκρατία στη ναζιστική Γερμανία).
Αυτό που βιώνουμε σήμερα δεν είναι αποτέλεσμα του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε στον εικοστό αιώνα, αλλά οι συνέπειες της ήττας του.
-Ασφαλώς η πληθυσμιακή σύνθεση στην πρώην ΓΛΔ δεν είναι η ίδια με αυτήν που υπήρχε στα τέλη της δεκαετίας του 80′, για να κάνουμε ευθείες συγκρίσεις. Αλλά τα πρώτα κρούσματα της επανεμφάνισης του νεοναζισμού και του ρατσισμού υπήρχαν απ’ τα πρώτα κιόλας χρόνια της επικράτησης της αντεπανάστασης. Αυτό σημαίνει πως υπήρχαν ήδη από πριν αυτές οι τάσεις, αλλά δεν εκδηλώνονταν ανοιχτά, γιατί δεν μπορούσαν ή γιατί αν άπλωναν χέρι, θα τους κοβόταν από τη ρίζα -κι αυτή είναι μια βασική λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή της κρατικής μορφής που αντιστοιχεί στη μετάβαση από το σάπιο κόσμο της εκμετάλλευσης στην κοινωνία του μέλλοντος. Όπως ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά λοιπόν υπήρχαν, αλλά δεν έβρισκαν έδαφος να αναπτυχθούν, αντιστοίχως κι αντιστρόφως, τα στοιχεία που διαμόρφωναν ένα νέο τύπο ανθρώπου στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν είχαν κατακτηθεί οριστικά, δεν ήταν μια δοσμένη για πάντα κατάκτηση, ούτε μπορούν να εκδηλωθούν έξω από τις κοινωνικές συνθήκες-περιβάλλον που τις καλλιέργησε, εφόσον καταπνίγονται από τη τη δικτατορία του κεφαλαίου. (Κι αν όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι από τη Βιολογία και τις θεωρίες του Λισένκο, καλώς το κάνουν, κι ίσως να είχε ενδιαφέρον μια περαιτέρω εμβάθυνση αλλά δεν έχει τη θέση της εδώ).
-Το ζήτημα βέβαια δεν είναι μόνο η καταστολή αυτών των τάσεων, αλλά η διαμόρφωση μιας καινούριας συνείδησης, ενός άλλου τύπου προσωπικότητας, που να καθιστά περιττή αυτήν την καταστολή. Αν κάποιος πιστεύει πως ένας χρονικός ορίζοντας δύο το πολύ γενιών -και δη στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες στη μεταπολεμική Ευρώπη- ήταν αρκετός για να βάλει μια καλή στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους όλα τα αστικά, ακόμα και προκαπιταλιστικά κατάλοιπα που έχουν διαποτίσει τον τρόπο που δρούμε, σκεφτόμαστε και συμβιώνουμε, είναι μάλλον υπεραισιόδοξος και θα προσγειωθεί απότομα από τη θεωρία στην πράξη, που αποδεικνύεται πάντα πιο περίπλοκη.
Το βασικό πεδίο στο οποίο μπορούμε να κρίνουμε το σοσιαλιστικό κράτος της ΓΛΔ είναι πρωτίστως τι έκανε για το έμπρακτο τσάκισμα του ναζισμού, σε ευθεία αντίθεση με τη Δυτική Γερμανία, όπου στην πράξη πολλά ναζιστικά στελέχη αξιοποιήθηκαν στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, διασφαλίζοντας κι αποδεικνύοντας τη συνέχεια του αστικού κράτους, ανεξαρτήτως της μορφής του πολιτεύματος -και πάντα με τους κομμουνιστές εκτός νόμου.
Έχοντας αυτό ως βάση, είναι αυτονόητο και επιβάλλεται να προβληματιστούμε για την επάρκεια -ή μη- στο πεδίο της μαζικής διαμόρφωσης κομμουνιστικής συνείδησης. Και ίσως ένα βασικό στοιχείο αυτής της κριτικής πρέπει να είναι πως οι αρχές άφηναν τον κόσμο ανυποψίαστο για τις αντιθέσεις που θα μπορούσε να βρει στην πραγματική ζωή, έχοντας συχνά μια τάση εξιδανίκευσης που συγκάλυπτε τα προβλήματα, τη φύση και την αληθινή απειλή που αποτελούσε ο ταξικός αντίπαλος, για να δημιουργήσει μια τάση πλαστής υπεραισιοδοξίας και την αίσθηση πως όλα πηγαίνουν καλά, η γη θα γίνει κόκκινη κτλ.
Υπάρχει μια σκηνή στο -πολύ τρυφερό, ανεξαρτήτως των προθέσεων του σκηνοθέτη- “Goodbye Lenin”, όπου η βαριά άρρωστη μητέρα, συμβολίζοντας και τη μαμά-πατρίδα, ξεφεύγει από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο του γιου της (κόμματος), μπαίνει στο ασανσέρ, όπου αντικρίζει μια ναζιστική σβάστικα -αν θυμάμαι καλά- και σοκάρεται ειλικρινά. Όχι γιατί δε γνωρίζει τι είναι, αλλά γιατί δεν πίστευε -αφελώς- πως υπήρχε πιθανότητα να το ξαναδεί μπροστά της, εφόσον το είχε νικήσει.
Την επόμενη φορά οφείλουμε να είμαστε πιο έτοιμοι και υποψιασμένοι. Κι αν δεν καταφέρουμε να σκοτώσουμε οριστικά τη σκύλα που γεννά το τέρας, ίσως μπορέσουμε να ξεριζώσουμε περισσότερα κατάλοιπα από το παρελθόν και τη σκουριά της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, διαμορφώνοντας πιο ολοκληρωμένα ένα νέο τύπου ανθρώπου, με άλλες αξίες και ιδανικά.