Έντονες συζητήσεις προκάλεσε την τελευταία βδομάδα η δήλωση του
γνωστού συντηρητικού και ξενόφοβου χριστιανοκοινωνιστή υπουργού
εσωτερικών της Μέρκελ Χορστ Ζεεχόφερ, πως θα ήταν καλό οι Βαυαροί να
έχουν κυβερνήσει για περισσότερο καιρό την Ελλάδα. Έτσι ο Ζεεχόφερ
αφενός ήθελε να κολακέψει το εκλογικό του ακροατήριο ενόψει των
σημερινών εκλογών στο κρατίδιο της Βαυαρίας (με βάσει τα πρώτα
αποτελέσμα οι χριστιανοκοινωνιστές παραμένουν πρώτο κόμμα, αλλά με τη
δεύτερη χειρότερη επίδοση της ιστορίας τους), αφετέρου φανέρωσε πώς
ακριβώς βλέπει τον ελληνικό λαό, μ’έναν τρόπο δηλαδή που δε διαφέρει –
τηρουμένων των αναλογιών – και τόσο από εκείνων των μακρινών προγόνων
του, που έβλεπαν το νεότευκτο ελληνικό βασίλειο ως μια χώρα ημιαγρίων,
απαίδευτων κατοίκων, που χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στους νέους κυριάρχους
τους για την πειθαρχία και την τάξη που επέβαλαν.
Τι ήταν όμως ακριβώς η Βαυαροκρατία και ποια τα πεπραγμένα της; Ως Βαυαροκρατία ορίζεται η περίοδος της Αντιβασιλείας (1833-1835), κατά την οποία οι Βαυαροί κυριάρχησαν σε όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής και του κρατικού, ιδίως του στρατιωτικού μηχανισμού. Ο διορισμένος από τις Μεγάλες Δυνάμεις Όθωνας ήταν ακόμα ανήλικος, ως εκ τούτου τα καθήκοντά του είχαν ανατεθεί στην τετραμελή Αντιβασιλεία υπό τους Φον Άρμανσπεργκ ως υπεύθυνο οικονομικών, Φον Μάουρερ των εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων, φον Χάιντεκ για τα ναυτικά και φον Άμπελ για θέματα διοίκησης και εξωτερικής πολιτικής. Η Αντιβασιλεία θεμελίωνε την εξουσία της στο ένοπλο σώμα 3500 Βαυαρών, που πλαισιώθηκε στη συνέχεια από “εθελοντές” επίσης γερμανικής κυρίως καταγωγής.
Το έργο της Αντιβασιλείας δεν ήταν αμελητέο και ως ένα βαθμό η κληρονομία του άφησε το αποτύπωμάς της ως τις μέρες μας, σε τομείς όπως η δημόσια διοιίκηση, η η εκπαίδευση, η εκκλησιαστική οργάνωση, το δίκαιο και ο στρατός. Το γεγονός πως το βαυαρικό βασίλειο, παρότι ακόμα ισχυρά φεουδαρχικό, είχε δεχτεί την επίδραση της ναπολεόντιας νομοθεσίας, σήμανε τη μεταφορά στοιχείων αστικού εκσυγχρονισμού και στο ελληνικό δίκαιο, καθώς σε μεγάλο βαθμό οι αντιβασιλείες αντέγραψαν το προϋπάρχον βαυαρικό νομοθετικό σύστημα. Αυτές οι επιδράσεις φαίνονται ιδιαίτερα στον Ποινικό Νόμο, την Πολιτική και Ποινική δικονομία και τον Εμπορικό νόμο, όπως και την οργάνωση δικαστηρίων και συμβολαιογραφείων. Συνήθως οι Βαυαροί κατηγορούνται για έλλειψη προσαρμογής στις τοπικές συνθήκες, ατό όμως είναι αληθές μόνο εν μέρει, καθώς το 1835 εισήχθη ως ισχύον δίκαιο η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου από τη βυζαντινή εποχή, ενώ έγινε αποδεκτό και το Οθωμανικό εθιμικό δίκαιο κατά τόπους, σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού των κοτζαμπάσηδων, που είχαν υπονομεύσει την προηγούμενη απόπειρα εκσυγχρονισμού του Καποδίστρια. Ναπολεόντιες επιρροές φέρει και η διοικητική υποδιαίρεση της χώρας σε 10 νομούς και 42 επαρχίες, με στόχο την καταπολέμηση των φυγόκεντρων τάσεων στο νεαρό κράτος.
Τέραστιας ιστορικής σημασίας ήταν η απόφαση μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Η Αθήνα τότε ήταν μια κάτα βάση αρβανίτικη κωμόπολη 4000 κατοίκων, που ως το τέλος της βασιλείας του Όθωνα είχε αποκτήσει 41000 κατοίκους. Η επιλογή βασίστηκε τόσο σε πολιτικούς λόγους (διάρρηξη των δεσμών με μια περιοχή συνδεδεμένη με τις ενδοελληνικές έριδες της επανάστασης και της διακυβέρνησης Καποδίστρια), όσο και συμβολικούς, στη βάση του νεοκλασικιστικού πνεύματος που κυριαρχούσε τότε στην Ευρώπη. Μπορεί το φιλόδοξο πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη Σταμάτη, Έντουαρντ Σάουμπερτ και του Φον Κλέντσε αργότερα να μην ολοκληρώθηκε, ωστόσο το ιστορικό κέντρο των Αθηνών φέρει ακόμα έντονα τη σφραγίδα του βαυαρικού νεοκλασικισμού, σε κτίρια όπως τα Ανάκτορα (σημερινή Βουλή των Ελλήνων), η Ακαδημία και η Εθνική Βιβλιοθήκη.
Πολύ σημαντική κίνηση της Αντιβασιλείας ήταν η έκδοση του βασιλικού διατάγματος του 1833 που ανακήρυττε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, με πρωταγωνιστή τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη. Έκλεισαν επίσης όλα τα μοναστήρια κάτω των 6 μοναχών περιορίστηκε ο αριθμός των επισκοπών σε 10. Τα περιουσιακά στοιχεία των μονών που διαλύθηκαν περιήλθαν στο κράτος. Οι νεωτερισμοί αυτή οδήγησαν σε απόσχιση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως το 1850, εναρμονίζονταν όμως με τις ευρωπαϊκές παραδόσεις, παρότι για μια σειρά λόγους δεν ολοκληρώθηκε ως σήμερα ο διαχωρισμός εκκλησίας – κράτους.
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, υπήρξε πιστή μεταφορά του βαυαρικού εκπαιδευτικού συστήματος, με τη θέσπιση δημοτικών σχολείων (κατώς τα έξοδά τους αναλάμβαναν οι δήμοι), υποχρεωτικής τετραετούς φοίτησης, για ν’ακολουθήσει για λίγους ευπορότερους μαθητές το Ελληνικό σχολείο 3ετούς φοίτησης κι αργότερα, επί απολυταρχίας Όθωνα, ιδρύθηκε και το πανεπιστήμιο Αθηνών (1837). Το πρόγραμμα σπουδών είχε έντονα αρχαιολατρικό χαρακτήρα, στοιχείο που έμελλε να καθορίσει τη φυσιογνωμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ως ένα βαθμό μέχρι και σήμερα.
Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη υπήρξε η πολιτικής της Αντιβασιλείας στο στρατιωτικό τομέα. Τα άτακτα σώματα των οπλαρχηγών διαλύθηκαν και οι συνακόλουθες εξεγέρσεις αντιμετωπίστηκαν με σκληρότητα. Οι διώξεις αγωνιστών έγιναν σύνηθες φαινόμενο, με πιο διαβόητη τη δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, που γλίτωσαν την εκτέλεση χάρη στη γενναία στάση των μειοψηφούνταν δικαστών Πολυζωίδη και Τερτσέτη. Έτσι η ποινή μετατράπηκε σε 20χρονη φυλάκιση κι αργότερα δόθηκε χάρη από τον Όθωνα. Λίγοι μόνο εκλεκτοί της Αντιβασιλείας παλαίμαχοι του επαναστατικού αγώνα εντάχθηκαν στο νέο τακτικό στρατό ως ακροβολιστές και κάποιοι ακόμα στη Βασιλική Φάλαγγα, ένα σώμα βετεράνων όπου μέσω συντάξεων διασφαλιζόταν η νομιμοφροσύνη τους στη μοναρχία. Με ξεχωριστό νόμο ιδρύθηκε το 1933 και η χωροφυλακή στα πρότυπα της γαλλικής Gendarmerie. Στόχος της ήταν κυρίως η καταπολέμηση της ληστείας, που θα παρέμενε ενδημική στη χώρα για έναν ακόμα αιώνα, ενώ ο παραγκωνισμός των άπραγων πια οπλαρχηγών του ’21 έπαιξε το δικό του ρόλο στη γιγάντωση του φαινομένου.
Ο αυταρχισμός των Βαυαρών διακρινόταν και στα νομοθετήματα περιορισμού της ελευθερίας του λόγου και του τύπου, όπως και την πρόβλεψη έκτακτων στρατοδικείων. Παρά την προτροπή των Μεγάλων Δυνάμεων να νομιμοποιήσουν περαιτέρω τη μοναρχία μέσω σύνταξης συντάγματος, οι Βαυαροί αντιβασιλείς δεν έδειξαν καμία σπουδή στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως κι ο Όθων εξάλλου, που εξαναγκάστηκε στην παραχώρηση συντάγμαατος μόνο μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη 1843.
Τυπικά η Αντιβασιλεία έληξε με την ενηλικίωση του Όθωνα στο 20ό έτος την 1η Ιούνη 1835, ουσιαστικά όμως διατηρήθηκε με την πρωθυπουργοποίηση του Άρμπανσπεργκ και του Ρούντχαρτ ως το 1837, οπότε και οι Βαυαροί σύμβουλοι εκπαραθυρώθηκαν προς όφελους μιας προσωποπαγούς μοναρχικής διακυβέρνησης από το νεαρό ηγεμόνα.
Τι ήταν όμως ακριβώς η Βαυαροκρατία και ποια τα πεπραγμένα της; Ως Βαυαροκρατία ορίζεται η περίοδος της Αντιβασιλείας (1833-1835), κατά την οποία οι Βαυαροί κυριάρχησαν σε όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής και του κρατικού, ιδίως του στρατιωτικού μηχανισμού. Ο διορισμένος από τις Μεγάλες Δυνάμεις Όθωνας ήταν ακόμα ανήλικος, ως εκ τούτου τα καθήκοντά του είχαν ανατεθεί στην τετραμελή Αντιβασιλεία υπό τους Φον Άρμανσπεργκ ως υπεύθυνο οικονομικών, Φον Μάουρερ των εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων, φον Χάιντεκ για τα ναυτικά και φον Άμπελ για θέματα διοίκησης και εξωτερικής πολιτικής. Η Αντιβασιλεία θεμελίωνε την εξουσία της στο ένοπλο σώμα 3500 Βαυαρών, που πλαισιώθηκε στη συνέχεια από “εθελοντές” επίσης γερμανικής κυρίως καταγωγής.
Το έργο της Αντιβασιλείας δεν ήταν αμελητέο και ως ένα βαθμό η κληρονομία του άφησε το αποτύπωμάς της ως τις μέρες μας, σε τομείς όπως η δημόσια διοιίκηση, η η εκπαίδευση, η εκκλησιαστική οργάνωση, το δίκαιο και ο στρατός. Το γεγονός πως το βαυαρικό βασίλειο, παρότι ακόμα ισχυρά φεουδαρχικό, είχε δεχτεί την επίδραση της ναπολεόντιας νομοθεσίας, σήμανε τη μεταφορά στοιχείων αστικού εκσυγχρονισμού και στο ελληνικό δίκαιο, καθώς σε μεγάλο βαθμό οι αντιβασιλείες αντέγραψαν το προϋπάρχον βαυαρικό νομοθετικό σύστημα. Αυτές οι επιδράσεις φαίνονται ιδιαίτερα στον Ποινικό Νόμο, την Πολιτική και Ποινική δικονομία και τον Εμπορικό νόμο, όπως και την οργάνωση δικαστηρίων και συμβολαιογραφείων. Συνήθως οι Βαυαροί κατηγορούνται για έλλειψη προσαρμογής στις τοπικές συνθήκες, ατό όμως είναι αληθές μόνο εν μέρει, καθώς το 1835 εισήχθη ως ισχύον δίκαιο η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου από τη βυζαντινή εποχή, ενώ έγινε αποδεκτό και το Οθωμανικό εθιμικό δίκαιο κατά τόπους, σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού των κοτζαμπάσηδων, που είχαν υπονομεύσει την προηγούμενη απόπειρα εκσυγχρονισμού του Καποδίστρια. Ναπολεόντιες επιρροές φέρει και η διοικητική υποδιαίρεση της χώρας σε 10 νομούς και 42 επαρχίες, με στόχο την καταπολέμηση των φυγόκεντρων τάσεων στο νεαρό κράτος.
Τέραστιας ιστορικής σημασίας ήταν η απόφαση μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Η Αθήνα τότε ήταν μια κάτα βάση αρβανίτικη κωμόπολη 4000 κατοίκων, που ως το τέλος της βασιλείας του Όθωνα είχε αποκτήσει 41000 κατοίκους. Η επιλογή βασίστηκε τόσο σε πολιτικούς λόγους (διάρρηξη των δεσμών με μια περιοχή συνδεδεμένη με τις ενδοελληνικές έριδες της επανάστασης και της διακυβέρνησης Καποδίστρια), όσο και συμβολικούς, στη βάση του νεοκλασικιστικού πνεύματος που κυριαρχούσε τότε στην Ευρώπη. Μπορεί το φιλόδοξο πολεοδομικό σχέδιο των Κλεάνθη Σταμάτη, Έντουαρντ Σάουμπερτ και του Φον Κλέντσε αργότερα να μην ολοκληρώθηκε, ωστόσο το ιστορικό κέντρο των Αθηνών φέρει ακόμα έντονα τη σφραγίδα του βαυαρικού νεοκλασικισμού, σε κτίρια όπως τα Ανάκτορα (σημερινή Βουλή των Ελλήνων), η Ακαδημία και η Εθνική Βιβλιοθήκη.
Πολύ σημαντική κίνηση της Αντιβασιλείας ήταν η έκδοση του βασιλικού διατάγματος του 1833 που ανακήρυττε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, με πρωταγωνιστή τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη. Έκλεισαν επίσης όλα τα μοναστήρια κάτω των 6 μοναχών περιορίστηκε ο αριθμός των επισκοπών σε 10. Τα περιουσιακά στοιχεία των μονών που διαλύθηκαν περιήλθαν στο κράτος. Οι νεωτερισμοί αυτή οδήγησαν σε απόσχιση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως το 1850, εναρμονίζονταν όμως με τις ευρωπαϊκές παραδόσεις, παρότι για μια σειρά λόγους δεν ολοκληρώθηκε ως σήμερα ο διαχωρισμός εκκλησίας – κράτους.
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, υπήρξε πιστή μεταφορά του βαυαρικού εκπαιδευτικού συστήματος, με τη θέσπιση δημοτικών σχολείων (κατώς τα έξοδά τους αναλάμβαναν οι δήμοι), υποχρεωτικής τετραετούς φοίτησης, για ν’ακολουθήσει για λίγους ευπορότερους μαθητές το Ελληνικό σχολείο 3ετούς φοίτησης κι αργότερα, επί απολυταρχίας Όθωνα, ιδρύθηκε και το πανεπιστήμιο Αθηνών (1837). Το πρόγραμμα σπουδών είχε έντονα αρχαιολατρικό χαρακτήρα, στοιχείο που έμελλε να καθορίσει τη φυσιογνωμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ως ένα βαθμό μέχρι και σήμερα.
Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη υπήρξε η πολιτικής της Αντιβασιλείας στο στρατιωτικό τομέα. Τα άτακτα σώματα των οπλαρχηγών διαλύθηκαν και οι συνακόλουθες εξεγέρσεις αντιμετωπίστηκαν με σκληρότητα. Οι διώξεις αγωνιστών έγιναν σύνηθες φαινόμενο, με πιο διαβόητη τη δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, που γλίτωσαν την εκτέλεση χάρη στη γενναία στάση των μειοψηφούνταν δικαστών Πολυζωίδη και Τερτσέτη. Έτσι η ποινή μετατράπηκε σε 20χρονη φυλάκιση κι αργότερα δόθηκε χάρη από τον Όθωνα. Λίγοι μόνο εκλεκτοί της Αντιβασιλείας παλαίμαχοι του επαναστατικού αγώνα εντάχθηκαν στο νέο τακτικό στρατό ως ακροβολιστές και κάποιοι ακόμα στη Βασιλική Φάλαγγα, ένα σώμα βετεράνων όπου μέσω συντάξεων διασφαλιζόταν η νομιμοφροσύνη τους στη μοναρχία. Με ξεχωριστό νόμο ιδρύθηκε το 1933 και η χωροφυλακή στα πρότυπα της γαλλικής Gendarmerie. Στόχος της ήταν κυρίως η καταπολέμηση της ληστείας, που θα παρέμενε ενδημική στη χώρα για έναν ακόμα αιώνα, ενώ ο παραγκωνισμός των άπραγων πια οπλαρχηγών του ’21 έπαιξε το δικό του ρόλο στη γιγάντωση του φαινομένου.
Ο αυταρχισμός των Βαυαρών διακρινόταν και στα νομοθετήματα περιορισμού της ελευθερίας του λόγου και του τύπου, όπως και την πρόβλεψη έκτακτων στρατοδικείων. Παρά την προτροπή των Μεγάλων Δυνάμεων να νομιμοποιήσουν περαιτέρω τη μοναρχία μέσω σύνταξης συντάγματος, οι Βαυαροί αντιβασιλείς δεν έδειξαν καμία σπουδή στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως κι ο Όθων εξάλλου, που εξαναγκάστηκε στην παραχώρηση συντάγμαατος μόνο μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη 1843.
Τυπικά η Αντιβασιλεία έληξε με την ενηλικίωση του Όθωνα στο 20ό έτος την 1η Ιούνη 1835, ουσιαστικά όμως διατηρήθηκε με την πρωθυπουργοποίηση του Άρμπανσπεργκ και του Ρούντχαρτ ως το 1837, οπότε και οι Βαυαροί σύμβουλοι εκπαραθυρώθηκαν προς όφελους μιας προσωποπαγούς μοναρχικής διακυβέρνησης από το νεαρό ηγεμόνα.