Το εργατικό - λαϊκό κίνημα μπορεί να βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις. Εχει συμφέρον αλλά και τη δύναμη τα διάφορα σχέδια καπιταλιστικής διαχείρισης να τα μετατρέψει σε σχέδια επί χάρτου
|
Ενα χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η εμφάνιση διαφόρων «νέων» φορέων, σχημάτων, κομμάτων, όλα φτιαγμένα από παλιά υλικά του αστικού πολιτικού συστήματος αλλά και του οπορτουνισμού.
Δε θα είχε αξία να ασχοληθούμε καν με ορισμένα από αυτά εάν πίσω από τις «καινοφανείς προτάσεις» και τα εύηχα συνθήματα που χρησιμοποιούν δεν κρύβονταν η επιδίωξη προσεταιρισμού της δικαιολογημένης λαϊκής αγανάκτησης που πηγάζει από την αντιλαϊκή πολιτική υπέρ του κεφαλαίου, η εκτόνωσή της σε λύσεις εντός των τειχών του συστήματος, η προσπάθεια διαμόρφωσης νέων αναχωμάτων στη ριζοσπαστικοποίηση. Τέτοια είναι και η περίπτωση του επονομαζόμενου κόμματος «Σχεδίου Β» με επικεφαλής τον Αλ. Αλαβάνο, εναλλακτικού σχεδίου σωτηρίας του συστήματος, θα συμπληρώναμε εμείς.
Ποια είναι η στόχευση του «Σχεδίου Β»;
Διαβάζουμε σε μια από τις εισηγήσεις στην ιδρυτική συνδιάσκεψη: «...Δεν είναι ο κύριος στόχος μας να περάσουμε το 3% (...) Ενας είναι ο στόχος μας: Να αποκτήσει άμεσα ο λαός μας εμπιστοσύνη στον εαυτό του, να ξαναβγεί στο δρόμο, να δημιουργηθεί ένα πλειοψηφικό ρεύμα που θα εκφραστεί και στις εκλογές με ένα πρόγραμμα σωτηρίας και αναγέννησης της χώρας μας, στηριγμένο από το Σχέδιο Β κι άλλες συνεργαζόμενες δυνάμεις». Εμμέσως πλην σαφώς ομολογείται ως βασικός στόχος του «Σχεδίου Β» η συγκρότηση της «αριστερής πτέρυγας» ενός γενικότερου αστικού ρεύματος.
Πώς τεκμηριώνεται αυτή η εκτίμησή μας
Αυτή την περίοδο εντείνονται οι συζητήσεις και οι προβληματισμοί στους κόλπους της αστικής τάξης κάθε χώρας σχετικά με την αντιμετώπιση των δυσκολιών που προκύπτουν στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Στη διπλή ενιαία στόχευση του κεφαλαίου για διέξοδο από την κρίση απ' τη μια, και για ενσωμάτωση σε νέα βάση εργατικών - λαϊκών μαζών απ' την άλλη, η απάντηση που δίνεται δεν είναι μονοσήμαντη. Σε αυτή τη βάση, διεξάγεται διαπάλη για το μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθηθεί, για το ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της λεγόμενης «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Πρόκειται βεβαίως για αντιπαραθέσεις ξένες για τις λαϊκές ανάγκες, καθώς σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να αλλάξει το κύριο, ότι η ανάπτυξη θα γίνεται με κριτήριο την καπιταλιστική κερδοφορία και επομένως θα συνεπάγεται: Ενταση της εκμετάλλευσης, ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση των λαϊκών αναγκών, χτύπημα δικαιωμάτων, μη αντιμετώπιση της ανεργίας και, το βασικότερο, προετοιμασία ενός νέου κύκλου της κρίσης.
Στα πλαίσια αυτής της διαπάλης τοποθετείται και η πολιτική κίνηση του «Σχεδίου Β» καμουφλάροντας ως αντικαπιταλιστική πρόταση μια εναλλακτική διαχείριση της κρίσης, σε συνθήκες εξόδου της χώρας από το ευρώ. Η ανάδειξη ως κεντρικού ζητήματος της εξόδου από το ευρώ και της εσωτερικής υποτίμησης μέσω της επιστροφής σε ένα πιο «μαλακό» νόμισμα αποτελεί πρόταση για το πώς μπορεί να επιτευχθεί η αναγκαία απαξίωση κεφαλαίου σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης ώστε η καπιταλιστική οικονομία να περάσει στη φάση της ανάπτυξης. Το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ μπορεί να προκύψει αντικειμενικά ως εξέλιξη αποπομπής μιας χώρας ή διάλυσης της Ευρωζώνης. Αλλωστε, στην ΕΕ ισχυροποιούνται αστικές δυνάμεις που θέτουν ζήτημα της εξόδου από το ευρώ ή δυνάμεις του λεγόμενου «ευρωσκεπτικισμού» που αμφισβητούν την πορεία της ΕΕ. Ο στόχος λοιπόν για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, αποσπασμένος από το κύριο ζήτημα, δηλαδή αυτό της εξουσίας και της ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, δεν αποτελεί φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση.
Στην ίδια κατεύθυνση προβάλλονται προτάσεις για «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας» με εθνικοποιήσεις τραπεζών, επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας κ.λπ. Λες και δεν έχει αποδειχθεί από την ιστορία ότι το αστικό κράτος έχει αξιοποιήσει και «κρατικοποιήσεις» και «ιδιωτικοποιήσεις» (η τάση της απελευθέρωσης είναι που γενικά κυριαρχεί σήμερα) προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η συζήτηση περί ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης (ουσιαστικά υιοθετείται η στρεβλή θέση ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα προβληματικού παραγωγικού μοντέλου, αποβιομηχάνισης και όχι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κ.λπ.) είναι πραγματική για το κεφάλαιο γιατί εκφράζει αληθινούς αστικούς προβληματισμούς. Είναι όμως αποπροσανατολιστική για την εργατική τάξη αφού το κύριο ζήτημα είναι: Ανάπτυξη για ποιον; Για το κεφάλαιο ή την εργατική τάξη; Δηλαδή, ανάπτυξη με ποιες σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής;
Χαρακτηριστικό όλων των οπορτουνιστικών δυνάμεων, και του «Σχεδίου Β», είναι η απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική γι' αυτό άλλωστε αναφέρεται και στο στόχο «επιστροφής της πολιτικής στην οικονομία». Πώς αλλιώς δηλαδή θα μπορούσαν να ερμηνευτούν αναφορές στο «Σχέδιο Β» του τύπου «Γιατί μια κυβέρνηση που προασπίζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, και όχι των κεφαλαιοκρατών, να μην επιλέξει τη μείωση του πραγματικού ποσοστού κέρδους;». Ως αντίληψη περί απόσπασης της πολιτικής από την οικονομία, που είναι σκόπιμη, συνειδητή και όχι προϊόν πλάνης, άγνοιας. Ετσι, εμφανίζουν το κέρδος ως το προϊόν της συνεργασίας των τάξεων υπό την κυβερνητική διαιτησία και όχι ως αποτέλεσμα του βασικού νόμου του καπιταλισμού που πηγάζει από την εκμετάλλευση και το ξεζούμισμα των εργατών.
Η απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική εκφράζεται και με τη γνωστή επιχειρηματολογία περί «κατοχής της χώρας», με την οποία συντάσσονται ετερόκλητες δυνάμεις διαφόρων αποχρώσεων. Τα επιχειρήματα περί κατοχής αθωώνουν την αστική τάξη ή τμήματά της, κρύβουν την ενιαία στρατηγική της αστικής τάξης της Ελλάδας καθώς και των διεθνών συμμάχων της που στόχο έχει την εξασφάλιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που σημαίνει μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Κρύβουν ότι τα αντιλαϊκά μέτρα που παίρνονται δεν είναι αποτέλεσμα των εντολών της τρόικας ή της Γερμανίας που εφαρμόζει δουλικά η «υποταγμένη ελληνική κυβέρνηση», αλλά εκφράζουν στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου, που συγκεκριμενοποιούνται με προσωρινούς συμβιβασμούς ανάμεσα στις κυρίαρχες καπιταλιστικές χώρες στην ΕΕ. Απόρροια των παραπάνω αποτελεί και η «...αναζήτηση μιας λειτουργικής και θετικής συμμετοχής της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας ως κράτος του 21ου αιώνα και όχι ως ευρωπαϊκής αποικίας μέσα σε ευρωπαϊκό έδαφος. Θέση μας οι πολύπλευρες διεθνείς σχέσεις. Ισότιμες σχέσεις με όλες τις χώρες, συνεργασία με κινήματα. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια εντάσσονται και άλλα θέματα, όπως η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, η απεμπλοκή από πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, καθώς και η μεθόδευση και η στιγμή της ρήξης...». Η ανάλυση αυτή για τις διεθνείς σχέσεις αποκρύπτει τους όρους ανταγωνισμού και ανισοτιμίας πάνω στους οποίους συνάπτονται. Με τις αναφορές περί ισότιμων σχέσεων επιδιώκουν να σύρουν την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα σε μια καπιταλιστική στρατηγική αναβάθμισης της χώρας σε κάποια περιφερειακή ένωση και στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Επιδιώκεται η αλλαγή συμμαχίας όχι με ταξικό κριτήριο αλλά στη βάση συσχετισμών και μεριδίων στην ευρωπαϊκή αγορά. Αλλωστε, το μερίδιο σε καμιά αγορά, ευρωπαϊκή ή παγκόσμια, δεν είναι αποτέλεσμα διεθνούς καταμερισμού και συμφωνιών. Είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και συσχετισμού. Η θέση περί πολύπλευρων διεθνών σχέσεων παραπέμπει στην «πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική» που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Η γενικόλογη αναφορά στο ΝΑΤΟ βαφτίζεται μεθόδευση, συγκαλύπτει την έλλειψη σαφούς θέσης για αποδέσμευση τόσο από το ΝΑΤΟικό όσο και από κάθε ιμπεριαλιστικό οργανισμό ως έργο του επαναστατικού κινήματος που θα κατακτήσει την εξουσία.
Το «Σχέδιο Β» επιδιώκει να συμβάλει στη συγκρότηση ενός νέου οπορτουνιστικού πόλου που θα καλύψει το κενό στα «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας του «ξεμασκαρέματος» της σοσιαλδημοκρατικής - αστικής γραμμής του τελευταίου. Δηλαδή, ένα νέο όχημα για την υποταγή του εργατικού κινήματος σε μια εκδοχή της αστικής πολιτικής. Σε αυτό τον επίδοξο ρόλο του αναχώματος στη ριζοσπαστικοποίηση λαϊκών συνειδήσεων, το «Σχέδιο Β» βρίσκει πρόθυμους συνεργάτες, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κι άλλες δυνάμεις. Κοινό τόπο όλων αυτών των δυνάμεων, ανεξαρτήτως απόχρωσης, αποτελεί η επιδίωξη συμμαχιών που στοχεύουν σε κάποιο πρόγραμμα αστικής διακυβέρνησης στην πραγματικότητα (ανεξάρτητα αν ορισμένοι δεν παίρνουν σαφή θέση γιατί δεν μπορούν να τα βρουν στο εσωτερικό τους) στο έδαφος του καπιταλισμού, όπως και αν αυτό ονομάζεται (αριστερή διακυβέρνηση, πρόγραμμα σωτηρίας και αναγέννησης της χώρας, μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα), με την εξουσία των μονοπωλίων άθιχτη και το λαό ενεργό υποστηρικτή της.
Η κοινοβουλευτική λογική και ο «κυβερνητισμός» βρίσκουν την έκφρασή τους και στο λεγόμενο «Σχέδιο Β για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου», που αποτελεί προσπάθεια συγκάλυψης του ταξικού χαρακτήρα του αστικού κοινοβουλίου, των βουλευτών, των κομμάτων, των φαινομένων ατομικού χρηματισμού βουλευτών, υπουργών κ.λπ., ενώ οι κορόνες περί λαϊκού ελέγχου είναι κενές περιεχομένου εφόσον τα κλειδιά της οικονομίας θα βρίσκονται στα χέρια των μονοπωλίων.
Γραμμή συσπείρωσης και πάλης για την εργατική - λαϊκή εξουσία ή για κυβέρνηση αστικής διαχείρισης της κρίσης;
Αυτό είναι το πραγματικό δίλημμα που τίθεται σήμερα για την εργατική τάξη, τους αυτοαπασχολούμενους, τους φτωχούς αγρότες, τις γυναίκες και τους νέους των λαϊκών στρωμάτων. Τα διλήμματα που προβάλλονται από αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, του τύπου «ευρώ ή χρεοκοπία», «δεξιά - αριστερά», «Σχέδιο Α (εντός ευρώ) ή Σχέδιο Β (εκτός ευρώ)» αποτελούν τις όψεις του ίδιου νομίσματος, του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, που είτε σε φάση ανόδου είτε σε φάση κρίσης, είτε με επεκτατικό είτε με περιοριστικό μείγμα, είτε με ευρώ είτε με δραχμή το αποτέλεσμα είναι ένα: Εξασφάλιση της κερδοφορίας των μονοπωλίων με τσακισμένα τα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.
Η πείρα που έχει συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια από τον ευρωμονόδρομο και τη δεινή κατάσταση που έχει φέρει σήμερα ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης την πλειοψηφία του λαού μπορεί να μετατραπεί σε δύναμη αν συναντηθεί με τη μόνη ριζοσπαστική, ανατρεπτική, φιλολαϊκή πολιτική πρόταση διεξόδου από την κρίση, την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ. Το εργατικό - λαϊκό κίνημα μπορεί να βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις. Εχει συμφέρον αλλά και τη δύναμη τα διάφορα σχέδια καπιταλιστικής διαχείρισης να τα μετατρέψει σε σχέδια επί χάρτου. Με την ισχυροποίηση της αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής συμμαχίας, της Λαϊκής Συμμαχίας, να ακολουθήσει το δικό του σχέδιο για αποδέσμευση από την ΕΕ, με μονομερή διαγραφή του χρέους και κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, που θα πραγματοποιήσει η δική του εξουσία, η εργατική - λαϊκή, που είναι η μόνη που δίνει διέξοδο προς όφελός του.
Του
Μάκη ΜΑΚΡΗ*