Μετά τη Βάρκιζα…
Το παχύ όψιμο χιόνι σκεπάζει τα χωράφια, τους λόγγους, τους γκρεμούς, τους δρόμους, τις πλαγιές και κατεβαίνει ως τον κάμπο. Στον ουρανό ούτε ένα συνεφάκι. Φυσάει παγωμένο βοριαδάκι. Το χωριό Ανεμόζυγος, που είχε μείνει έρημο στα χρόνια της κατοχής, ζωντάνεψε. Απ’ τις στέγες κρέμονται κρούσταλα, απ’ τα μπουχαριά ανεβαίνει καπνός, στα τζάκια κάθονται αντάρτες. Οι συζητήσεις πότε ανάβουν, πότε καταλαγιάζουν, πότε γίνονται μικροκαυγάδες και πότε παίρνουν έναν τόνο πικρής απαγοήτευσης. Τα τραγούδια του αγώνα, οι συνηθισμένες αφηγήσεις για πορείες, διεισδύσεις, μάχες… τα σχέδια για το μέλλον έχουν σβήσει.
Στον Αη-Θανάση, ακολουθώντας το αντέρεισμα, φάνηκε μια ομάδα από τέσσερα άτομα. Στο πρώτο σπίτι σταμάτησαν έναν Ελασίτη και κάτι του είπαν. Όλοι μαζί πέρασαν το σοκάκι κι έφτασαν στο κέντρο. Οι δυο ανέβηκαν τις σκάλες του σχολιού και οι άλλοι τρεις μπήκαν στο διπλανό χτίριο.
Ο Ρήγας ο Πετράκης κρέμασε τη χλαίνη στο καρφί, έκατσε δίπλα στη φωτιά και μουρμούρισε, τρίβοντας τα χέρια:
-Κόντεψε να μείνουμε στο δρόμο. Ξεπαγιάσαμε.
-Δεν έπρεπε να ξεκινήσετε με τέτιον καιρό, είπε ο διοικητής. Φλεβάρης είναι. Σε δυο-τρεις μέρες θα έσπαζε το κρύο…
-Φοβηθήκαμε μην έχουμε κανένα παρατράγουδο με τους αντάρτες κι αποφασίσαμε να περάσουμε απ’ τα τμήματα χωρίς καθυστέρηση.
Ο Παντελής είναι σίγουρος. Είχαν έρθει βασικά για τη διοίκηση και χαμογέλασε, προσφέροντάς τους τσάι.
-Τι παρατράγουδο! Ο ΕΛΑΣ είναι στρατός και θα αχτελέσει κατά γράμμα τις εντολές των ανωτέρων.
-Φυσικά, αλλά… Θα πρέπει και να τους πείσουμε, πως πρόκειται για απόλυτα σωστή λύση.
Ο Παντελής μάζεψε τις πλάτες, στράβωσε το κεφάλι.
-Ποιος ο λόγος ν’ ανακατέψουμε τέτιο πρόβλημα! Είναι σα να παίζουμε με τη νοημοσύνη του κόσμου.
Τα παχιά φρύδια του Πετράκη ανασηκώθηκαν. Τα μάτια μαύρισαν. Μια γκριμάτσα ασχήμυνε πιο πολύ το μακρουλο-ισχνό πρόσωπό του..
-Αφού ο Καπετάνιος έχει τέτια αντίληψη, πρόφερε με κακία και, γυρίζοντας στο διοικητή, συμπλήρωσε: Δεν πιστεύω να συμφωνάς κι εσύ μαζί του…
-Είναι δύσκολο, σ. Ρήγα, να πείσουμε τον κόσμο, πως πήγαμε καλά.
-Δηλαδή, θα έπρεπε να συνεχίσουμε τον εμφύλιο πόλεμο κάτω από δυσμενείς συνθήκες; Αν δεν παραβίαζε τη συμφωνία η κυβέρνηση κι αν δε μας χτυπούσαν οι σύμαχοι, δε θα είμασταν κύριοι της κατάστασης; Ποιος φταίει; Εμείς ή αυτοί;
-Αυτοί τα συμφέροντά τους υποστηρίζουν, πρόλαβε ο Παντελής το διοικητή. Εμείς τι κάναμε;
-Δε θα έπρεπε να υπογράψουμε τη Βάρκιζα;
-Δε θα έπρεπε να φτάσουμε στη Βάρκιζα.
-Όπως βγαίνει απ’ τα λεγόμενα του Σαλονικιού, μπήκε στη συζήτηση ο Κεφάλας, ο αγώνας χάθηκε και συνεπώς ήταν μάταιος.
-Από πού κι ως που, σ. Κεφάλα, βγάζεις τέτιο συμπέρασμα; Ο αγώνας αποτελούσε ιστορική ανάγκη, τα λάθη δεν ήταν απαραίτητα.
-Αν βρισκόμαστε σε μειοψηφία και στην προσπάθεια ν’ αποχτήσουμε συμάχους, πέφτουμε όξω… Αλλά, να έχεις τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού με το μέρος σου και την εξουσία στα χέρια σου και να τη χαρίσεις στον ταξικό εχθρό!...
-Μικροαστική απαισιοδοξία, μουρμούρισε ο Κεφάλας, αφήνοντας ένα χαμόγελο συγκαταβατικό-περιφρονητικό. Οι θυσίες ποτέ δεν πάνε χαμένες.
-Τότε να κάνουμε επαναστάσεις συνέχεια και να χάνουμε τη μια κοντά στην άλλη, για να μαζεύουμε θυσίες. Και γιατί δεν έκαναν το ίδιο οι γειτόνοι μας;
-Σκέφτεσαι δογματικά! Τον έκοψε ο Πετράκης. Εκεί διαμορφώθηκαν άλλες συνθήκες. Μπήκε ο Κόκκινος Στρατός…
-Και στην Αλβανία;
Ο Ρήγας δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του.
-Απάντα ανοιχτά, σ. Σαλονικιέ. Αν δε μας χτυπούσαν οι Εγγλέζοι…
-Το ερώτημα μπαίνει διαφορετικά. Τι κάναμε εμείς για να αποκρούσουμε την επέμβαση των Εγγλέζων. Αν είχαμε 200-300 χιλιάδες στρατό, καλά εξοπλισμένο και σωστά προσανατολισμένο, κι αν δεν υπογράφαμε στο Λίβανο και την Καζέρτα, θα τολμούσε ο Τσώρτσιλ ν’ ανοίξει μέτωπο στα Βαλκάνια, τη στιγμή που οι Γερμανοί πέρασαν σε αντεπίθεση στο δυτικό μέτωπο και κόντευαν να τους ρίξουν στη θάλασσα;
-Αυτές είναι αριστερίστικες, αναρχικές, αντεθνικές αντιλήψεις…
ο διοικητής, που καθόταν στα καρφιά, γιατί η συζήτηση πήρε άσχημο δρόμο, αρπάχτηκε από μια σύντομη διακοπή.
-Νομίζω πως εδώ δεν είναι κατάλληλος ούτε ο τόπος, ούτε ο χρόνος να λύσουμε τέτια προβλήματα. Δώστε συγκεκριμένη εντολή σ. Ρήγα και θα την εχτελέσουμε.
-Να μαζέψετε τους αντάρτες, να τους αναλύσετε την πολιτική κατάσταση, να τους μιλήσετε για τους εθνικούς σκοπούς που επιδιώκει η καθοδήγηση με την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, να τους εμπνεύσετε την αισιοδοξία και να τους καλέσετε να παραδώσουν τα όπλα.
-Και δε θα ήταν σωστότερο να τους μιλήσετε σεις; Και το θέμα το κατέχετε καλύτερα, και ευκολότερα θα γίνετε πιστευτοί.
-Πρώτα η διοίκηση, να φανεί πως υπάρχει ομοφωνία.
Η συγκέντρωση έγινε στην εκλησιά. Ο Παντελής στάθηκε στο σκαλοπάτι μπροστά στην Ωραία Πύλη. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, όμως η φωνή του σταθερή.
«Συναγωνιστές!
Ο ένοπλος αγώνας, μια απ’ τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας μας, τέλιωσε… Σε εκείνη την κορφή, αντίκρυ, συναντήθηκαν στις αρχές του ’42 οι οχτώ πρώτοι αγωνιστές, που συγκρότησαν το τμήμα μας. μέσα σ’ αυτούς ήταν κι ο διοικητής μας… Πέρασαν από τότε 3 χρόνια, μεγάλα χρόνια. Περπατήσαμε τα περισσότερα βουνά της Πατρίδας μας. δώσαμε μάχες μικρές και μεγάλες… Βοηθήσαμε να σωθεί ο λαός απ’ την πείνα, την επιστράτευση, τον αφανισμό… να γίνει περήφανος λαός, νοικοκύρης στον τόπο του… Προσφέραμε κι εμείς τι δικό μας μερτικό στον κοινό αγώνα των λαών για μια καλύτερη κοινωνία…
Θα περάσουν χρόνια. Θα πεθάνουμε μεις και θα μείνουν τα παιδιά μας, τα’ αγγόνια μας… Θα φύγουν κι αυτά και θα ρθούν άλλοι… Κι ωστόσο αθάνατο θα μείνει το Έπος της Εθνικής Αντίστασης. Θα γίνει παράδειγμα ηρωισμού, τραγούδι, παραμύθι, ιστορία… τιμή και δόξα του Έθνους… Όπως μιλούσαμε εμείς για την περίφημη Κλεφτουριά, για την Επανάσταση του 21, θα μιλούν οι ερχόμενες γενιές για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ…
Θα πάτε στα σπίτια σας, θα μπείτε στις πολιτικές οργανώσεις και θα φέρετε σ’ αυτές τις αρετές του Ελασίτη. Την αντοχή, την παληκαριά, την αυτοθυσία, την πειθαρχία… Οι διχόνιες, η διάσπαση, η απογοήτευση, αποτελούν σήμερα το μεγαλύτερο κίνδυνο για το κίνημα. Εκατοντάδες χιλιάδες είναι Κομμουνιστές. Ακόμα περισσότεροι οι Επονίτες. Εκατομύρια οι Εαμίτες. Είμαστε ένας ολόκληρος λαός κι είναι μια χούφτα. Ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος κάτω απ’ την καθοδήγηση του ΚΚ και του ΕΑΜ, θ’ αντιμετωπίσουμε με το κεφάλι ψηλά τις καινούργιες δυσκολίες και θα νικήσουμε… Καταθέτοντας τα όπλα, ορκιζόμαστε μπροστά στους τάφους των νεκρών συντρόφων μας, πως θα συνεχίσουμε τον αγώνα κι αύριο-μεθαύριο, όταν η Πατρίδα μας θα είναι λεύτερη κι ευτυχισμένη, θα ρθούμε ξανά σε τούτα τα λημέρια –εμείς ή κάποιοι άλλοι- και θα τους πούμε, πως η θυσία τους δεν πήγε χαμένη…».
Ο Ρήγας έριξε μια ματιά στον Κεφάλα, που στεκόταν δίπλα του. «Αφού θα μιλήσεις εσύ», μουρμούρισε εκείνος. Ανέβηκε στον άμβωνα. Η αγόρευση βάσταξε μια ώρα. Εγκωμίασε την καθοδήγηση, γιατί έβαλε τέρμα σε μια ανώφελη αιματοχυσία, επανήλθε και τόνισε τρεις φορές, πως δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για την ορθότητα της πολιτικής γραμμής, φόρτωσε τις «προσωρινές αναποδιές» στην ανέντιμη συμπεριφορά της ντόπιας αντίδρασης και των Εγγλέζων και έκλεισε, υπογραμμίζοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, πως η νίκη είναι εξασφαλισμένη.
Στον ΕΛΑΣ ποτέ δεν υπήρχαν ρεύματα, όμως σε τούτο το σημείο έσβησε και η παραμικρή απόχρωση διαφωνίας. Τον άκουσαν βουβοί-σκυθρωποί… Ούτε κινήσεις επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, ούτε χειροκροτήματα, ούτε ψιθυρίσματα. Ο Πετράκης έμεινε ικανοποιημένος. Απόδωσε τη σιωπή τους στη ρητορική του ικανότητα, στην ακαταμάχητη επιχειρηματολογία και πιο πολύ στην αδιάσειστη αντικειμενική αλήθεια. Ο κόσμος μετατρεπόταν σε προβολή των δικών του πόθων. Ο φόβος, μήπως κάποιο εμπόδιο ξεστρατίσει την… κοινωνική πορεία των γεγονότων, του θάμπωνε τη λογική. Ωστόσο θα ήθελε να υπάρχουν και αντιρήσεις, και ερωτήματα, για να «ξετινάξει» το πρόβλημα απ’ όλες τις μεριές, να μην αφήσει κανένα σημείο σκοτεινό και να δείξει στη διοίκηση, πόσο μακριά απ’ την ψυχή των ανταρτών βρισκόταν. Γι’ αυτό, τελειώνοντας, ρώτησε:
-Μήπως υπάρχουν απορίες;
Κανένας δεν κουνήθηκε.
-Μιλήστε συναγωνιστές! Πέστε τη γνώμη σας ανοιχτά. Μη δυσκολεύεστε.
Και πάλι τα ίδια. Μόνο στην τρίτη απόπειρα να σπάσει τη βουβαμάρα, σάλεψε κάποιος, που στεκόταν κοντά στην πόρτα:
-Θα ήθελα να μας πει ο συναγωνιστής της καθοδήγησης, αν πάρθηκαν μέτρα να μη μας σφάξουν οι συμορίες του Σούρλα, όταν θα γυρίσουμε στα χωριά μας.
Ο Ρήγας μίλησε και μια ώρα ακόμα, για να αποδείξει πως δεν υπήρχε κανένας απολύτως κίνδυνος. Οι αντάρτες έφυγαν για τα σπίτια τους την ίδια μέρα και σα να πέθανε για δεύτερη φορά το χωριό. Στα παγωμένα σοκάκια δε βλέπεις ψυχή. Έσβησαν οι φωτιές στα τζάκια κι απ’ τα μπουχαριά δεν ανεβαίνει καπνός. Το χιόνι, άσπρο σάβανο, σκεπάζει τη γη κι ο βοριάς κάνει την ερημιά πιο κρύα.
Η κατάσταση άλαξε. Ο παγκόσμιος πόλεμος πλησίαζε στο τέλος κι ο ιμπεριαλισμός αποχτούσε μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης. Η Ελλάδα βρέθηκε ξανά κάτω από ξένη, πιο ραφιναρισμένη, κατοχή. Ο λαός έμεινε χωρίς στρατό, όπλα, κρατικό μηχανισμό. Η Κυβέρνηση, απ’ τα τμήματα της Μέσης Ανατολής, τους Εδεσίτες, τους Παοτζίδες, τους Ταγματασφαλίτες, τους Πουλικούς… συγκρότησε στρατό. Επιστράτευσε εγκληματίες, κλέφτες, χασισοπότες, μπράβους, σωματέμπορους… όλο εκείνο το κατακάθι, που δεν πρόλαβε η Επανάσταση να το σαρώσει, τους πλαισίωσε με δοσίλογους και τους εξαπόλυσε σαν ομάδες κρούσης, κυρίως στην ύπαιθρο. Αγνάντευαν απ’ τα υψώματα και, όταν έβλεπαν τον πολύ κόσμο να φεύγει για τις δουλειές του, έκαναν γιουρούσι στα χωριά. Γύριζαν από ράχη σε ράχη και έπεφταν σαν τα όρνια στους ζευγίτες, τους τσομπαναραίους, τους στρατοκόπους…
«Άτιμε! Ούρλιαζε ο ένας. Με τα δικά μου βόδια κάνεις χωράφι!...»
«Εαμοβούλγαρε! Ο άλλος. Ήρθες με τον ΕΛΑΣ και μου πήρες τα πρόβατα…». Και δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς. Έβγαιναν μέσα απ’ το λόγγο, απ’ τις χαράδρες, από κει που δεν τους περίμενες. Περπατούσες στο δρόμο και σε ντουφεκούσαν, κρυμένοι πίσω απ’ την τούφα. Έπεφτες να κοιμηθείς και σ’ έσφαζαν στον ύπνο. Και δεν ήξερες πώς να φυλαχτείς. Η ομαδική αντίσταση στα χωριά ήταν πολύ δύσκολη. Και δεν ήξερες με τι να φυλαχτείς. Οι οργανώσεις είχαν κρύψει ορισμένα όπλα. Ήταν πολύ λίγα να παίξουν, στην ανάγκη, κάποιο σοβαρό ρόλο, ήταν όμως πολλά, για να στένουν οι συμορίτες προβοκάτσιες και να σακατεύουν τον κόσμο στο ξύλο…
Πίσω απ’ τις συμορίες προχωρούσε η Εθνοφυλακή και εγκατέσταινε τμήματα χωροφυλακής, διόριζε αντιδραστικά κοινοτικά συμβούλια, έδιωχνε τους προοδευτικούς δασκάλους… Η τρομοκρατία δυνάμωνε με τη μέρα, με την ώρα. Απ’ τα χωριά προχωρούσε στις πολιτείες και τα μεγαλύτερα κέντρα. Οι διωγμοί δεν περιορίζονται μόνο στους ανθρώπους. Μαγάριζαν τους τάφους των νεκρών, κατάστρεφαν τα φτωχά μνημεία των ηρώων, απαγόρευαν τα τραγούδια… Πάσκιζαν να σβήσουν απ’ τη μνήμη του λαού τις παραδόσεις της Εθνικής Αντίστασης… Άνοιξαν μια ασύληπτη σε έκταση προπαγάνδα για σφαγές, ομαδικούς τάφους…
Οι Εγγλέζοι εφοδίαζαν τις συμορίες με οπλισμό, προσπαθούσαν να εξαγοράσουν τους πεινασμένους με τα τρόφιμα της Ούνρα, όταν έβλεπαν ομαδική αντίσταση δυσμενή για τους συμορίτες, έμπαιναν στη μέση, για να… εμποδίσουν την αιματοχυσία, όπου συνέβαινε το αντίθετο, σα σύμαχοι, δεν… ανακατεύονταν στα εσωτερικά της χώρας.
Ο Κεφάλας έλεγε: «Δεν υπάρχει άλλη λύση απ’ το όπλο…». Ο Πετράκης, διευθυντής τώρα σε μια εθνικο-απελευθερωτική εφημερίδα, μιλούσε με ιερή αγανάχτηση για βαρβαρότητα, ζούγκλα, αντεθνική πολιτική, οχετό συκοφαντίας. Παραπονιόταν, γιατί η αντίδραση δεν έδειξε κατανόηση στη «γεναιοδωρία», τη «μεγαλοψυχία», την «ανιδιοτέλεια» του ΕΑΜ και του Κόμματος. Και η αστική τάξη έγραφε στα παλιά της τα παπούτσια τις μικροαστικές του ηθικολογίες και δημιουργούσε με τη φωτιά και το σίδερο, το δικό της κράτος…
(Στην αντιγραφή κρατήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα).
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Μπόση «ο θωμάς ο καρατζάς», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978.
Αναδημοσίευση από: http://kostasbosis.blogspot.com/
Ο αγωνιστής δάσκαλος και συγγραφέας Κώστας Πουρναράς (Μπόσης) γεννήθηκε το 1908 στην Κυψέλη Άρτας. Από τα νεανικά του χρόνια στέλεχος του ΚΚΕ. Εξορίστηκε από τη Μεταξική δικτατορία στον Αη Στράτη, κατάφερε να επιβιώσει από την φρικτή πείνα που σκότωσε 33 εξόριστους και μαζί με όσους συντρόφους του επέζησαν, δραπετεύει από το νησί και ανεβαίνει στο βουνό. Πολεμώντας με τον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι, χάνοντας το ένα του μάτι. Με τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, διαφεύγει στη Σοβιετική Ένωση όπου κάνει ανώτερες σπουδές και μετά από ένα χρονικό διάστημα μετακινείται στη Ρουμανία όπου κι έζησε ως το τέλος της ζωής του. Έγραψε πολλά βιβλία και συμμετείχε στην ομάδα που μετέφρασε έργα των κλασικών του Μαρξισμού-Λενινισμού (μεταξύ των οποίων και τα άπαντα του Λένιν) που εξέδωσε η Σύγχρονη Εποχή. Πέθανε στο Σιμπίου της Ρουμανίας το 1994.
Αναρτήθηκε από oikodomos