«Κέντρο», «άμυνα» ή «επίθεση»; Ποιο από τα τρία χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει ισχυρότερο ένα πολιτικό κόμμα προκειμένου να κερδίσει τη λαϊκή αποδοχή; Αναμφίβολα, η σωστή απάντηση
σχετίζεται με τον κατάλληλο συνδυασμό ανάμεσα στην «άμυνα» (τη
διατήρηση των υπαρχουσών δυνάμεων), την «επίθεση» (την ανάπτυξη των
απαραίτητων εργαλείων για τη διείσδυση στους ψηφοφόρους των αντιπάλων)
και το «κέντρο» (τη διαχείριση της καθημερινότητας).
Ο πολυπόθητος αυτός συνδυασμός, όμως, σπάνια μπορεί να επιτευχθεί ή, ακόμα και να συμβεί, συνήθως πρόκειται για κάτι πρόσκαιρο, που έχει να κάνει με τις εκάστοτε διαμορφωμένες συγκυρίες.
Αν μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους, θα ακουστούν σίγουρα ετερόκλητες απόψεις, αφού ορισμένοι θα ταχθούν αναφανδόν υπέρ της «επίθεσης» – αν δεν βάλεις γκολ, δεν κερδίζεις αγώνα –, ενώ άλλοι θα κοιτάξουν πρώτα να θωρακίσουν τα «μετόπισθεν» – με μηδέν παθητικό, τουλάχιστον δεν χάνεις.
Όσον αφορά το «κέντρο», οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν πως παρότι είναι αυτό που κάνει όλη τη «βρώμικη δουλειά» και ως εκ τούτου είναι σημαντικό, δεν παίρνει τις νίκες, καθορίζοντας σπάνια το τελικό αποτέλεσμα.
Επιστρέφοντας στην πολιτική, λέγεται συνήθως πως οι ψηφοφόροι έχουν μια ροπή προς κέντρο, γι’ αυτό και τα κυβέρνητικά κόμματα προσπαθούν να προσδώσουν κεντρώα χαρακτηριστικά στη φυσιογνωμία τους – είτε αυτά είναι κεντροαριστερά, είτε κεντροδεξιά.
Βέβαια, είναι τελείως διαφορετική η «κεντρώα» φυσιογνωμία ενός κόμματος με την πολιτική που επιλέγει κάθε φορά για να αναπτύξει τη δραστηριότητά του και να διευρύνει το ακροατήριό του.
Για παράδειγμα, στην προεκλογική περίοδο, όλες οι παρατάξεις οξύνουν τη ρητορική τους και προχωρούν σε κατά μέτωπο επίθεση απέναντι στους αντιπάλους τους, ασκώντας πίεση στα αδύνατα σημεία τους. Αυτή η «επίθεση», όμως, μοιάζει περισσότερο με το σπριντ ενός δρομέα λίγο πριν τον τερματισμό, παρά με τη βασική στρατηγική που ορίζει και ακολουθεί ο κάθε πολιτικός σχηματισμός στη χρονική περίοδο που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις.
Μολονότι από εκλογές σε εκλογές υπάρχουν εναλλαγές, αφού κάθε πολιτικό κόμμα διανύει περιόδους «άμυνας», «επίθεσης» αλλά και μιας «κεντρώας» αγρανάπαυσης και αφουγκρασμού του κοινωνικού γίγνεσθαι, υπάρχουν πάντοτε σε κεντρικό επίπεδο αποφάσεις που σηματοδοτούν την επίσημη γραμμή που ακολουθείται. Υπάρχουν όμως και περίοδοι που οι αποφάσεις αυτές παραμερίζονται για χάρη βραχυχρόνιων στόχων ή υποτάσσονται σε ξαφνικά γεγονότα, μεταβολές και ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον.
Για παράδειγμα, η εσωστρέφεια που έχει δημιουργηθεί σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ με το σκάνδαλο Novartis ή με τις αποκαλύψεις Καλογρίτσα, δίνει το περιθώριο στη ΝΔ να του ασκήσει πίεση, όταν υπό άλλες προϋποθέσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, θα έπρεπε να βρίσκεται στην επίθεση απέναντι στη ΝΔ – κάτι που προσπαθεί τώρα να πετύχει, βασιζόμενος στη λίστα με τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ που έδωσε η κυβέρνηση στη δημοσιότητα.
Αυτές οι αντιπαραθέσεις και οι τακτικισμοί πραγματοποιούνται κυρίως ανάμεσα στα αστικά κόμματα, με ένταση που μάλιστα αυξάνει όταν η αλαζονία τα τυφλώνει και τα κάνει να νομίζουν πως είναι παντοδύναμα και αποδεκτά από το σύνολο της κοινωνίας. Όταν συμβαίνει αυτό, δεν διστάζουν να ανοίξουν κι άλλα μέτωπα, όπως έπραξε η ΝΔ με το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευθεί αφενός την κούραση της κοινωνίας και του εργατικού κινήματος και αφετέρου τη σημαντική απόσταση που δείχνει στις δημοσκοπήσεις να συντηρεί από τα υπόλοιπα κόμματα.
Ένα κομμουνιστικό κόμμα, με επαναστατικό πρόγραμμα και πρωτοπόρα δράση και οργάνωση, οφείλει από τη μεριά του να παρατηρεί και να αφουγκράζεται την κοινωνική πραγματικότητα, να γνωρίζει τις δυνάμεις του, να «μετράει» τους αντιπάλους του, καθώς και την κατάσταση του εγχώριου και διεθνούς κινήματος, αλλά σε καμία περίπτωση να ακολουθεί ή να σύρεται πίσω από την πολιτική που αυτοί διαμορφώνουν. Να αποκρούει χτυπήματα ή ενδεχόμενες επιθέσεις, αλλά την ίδια στιγμή να μη διαμορφώνει την πολιτική του γύρω από αυτά. Να είναι προδραστικό, να ανοίγει δρόμους, να δημιουργεί ρήγματα, να φυτεύει σπόρους ανυπακοής και αντίδρασης μέσα στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα, οφείλει να καλύπτει τα νώτα του, να διατηρεί τις δυνάμεις του και να μην επιτρέπει στον αντίπαλο να πλησιάσει κοντά στην «περιοχή» του, χτίζοντας γερά τείχη γύρω της. Τείχη που θα πρέπει ωστόσο να έχουν διόδους επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, προκειμένου να επιτρέπουν την αλληλεπίδραση και την όσμωση.
Κυρίως, όμως, πρέπει να συστρατεύει όλες τις δυνάμεις του όταν η αστική τάξη προσπαθεί να ξεμπερδεύει μαζί του. Το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις είναι μια τέτοια προσπάθεια, όπου η μαζική απάντηση της εργατικής τάξης καθίσταται μονόδρομος, αφού ισοδυναμεί με την ίδια την επιβίωσή της.
Ο πολυπόθητος αυτός συνδυασμός, όμως, σπάνια μπορεί να επιτευχθεί ή, ακόμα και να συμβεί, συνήθως πρόκειται για κάτι πρόσκαιρο, που έχει να κάνει με τις εκάστοτε διαμορφωμένες συγκυρίες.
Αν μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους, θα ακουστούν σίγουρα ετερόκλητες απόψεις, αφού ορισμένοι θα ταχθούν αναφανδόν υπέρ της «επίθεσης» – αν δεν βάλεις γκολ, δεν κερδίζεις αγώνα –, ενώ άλλοι θα κοιτάξουν πρώτα να θωρακίσουν τα «μετόπισθεν» – με μηδέν παθητικό, τουλάχιστον δεν χάνεις.
Όσον αφορά το «κέντρο», οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν πως παρότι είναι αυτό που κάνει όλη τη «βρώμικη δουλειά» και ως εκ τούτου είναι σημαντικό, δεν παίρνει τις νίκες, καθορίζοντας σπάνια το τελικό αποτέλεσμα.
Επιστρέφοντας στην πολιτική, λέγεται συνήθως πως οι ψηφοφόροι έχουν μια ροπή προς κέντρο, γι’ αυτό και τα κυβέρνητικά κόμματα προσπαθούν να προσδώσουν κεντρώα χαρακτηριστικά στη φυσιογνωμία τους – είτε αυτά είναι κεντροαριστερά, είτε κεντροδεξιά.
Βέβαια, είναι τελείως διαφορετική η «κεντρώα» φυσιογνωμία ενός κόμματος με την πολιτική που επιλέγει κάθε φορά για να αναπτύξει τη δραστηριότητά του και να διευρύνει το ακροατήριό του.
Για παράδειγμα, στην προεκλογική περίοδο, όλες οι παρατάξεις οξύνουν τη ρητορική τους και προχωρούν σε κατά μέτωπο επίθεση απέναντι στους αντιπάλους τους, ασκώντας πίεση στα αδύνατα σημεία τους. Αυτή η «επίθεση», όμως, μοιάζει περισσότερο με το σπριντ ενός δρομέα λίγο πριν τον τερματισμό, παρά με τη βασική στρατηγική που ορίζει και ακολουθεί ο κάθε πολιτικός σχηματισμός στη χρονική περίοδο που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις.
Μολονότι από εκλογές σε εκλογές υπάρχουν εναλλαγές, αφού κάθε πολιτικό κόμμα διανύει περιόδους «άμυνας», «επίθεσης» αλλά και μιας «κεντρώας» αγρανάπαυσης και αφουγκρασμού του κοινωνικού γίγνεσθαι, υπάρχουν πάντοτε σε κεντρικό επίπεδο αποφάσεις που σηματοδοτούν την επίσημη γραμμή που ακολουθείται. Υπάρχουν όμως και περίοδοι που οι αποφάσεις αυτές παραμερίζονται για χάρη βραχυχρόνιων στόχων ή υποτάσσονται σε ξαφνικά γεγονότα, μεταβολές και ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον.
Για παράδειγμα, η εσωστρέφεια που έχει δημιουργηθεί σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ με το σκάνδαλο Novartis ή με τις αποκαλύψεις Καλογρίτσα, δίνει το περιθώριο στη ΝΔ να του ασκήσει πίεση, όταν υπό άλλες προϋποθέσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, θα έπρεπε να βρίσκεται στην επίθεση απέναντι στη ΝΔ – κάτι που προσπαθεί τώρα να πετύχει, βασιζόμενος στη λίστα με τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ που έδωσε η κυβέρνηση στη δημοσιότητα.
Αυτές οι αντιπαραθέσεις και οι τακτικισμοί πραγματοποιούνται κυρίως ανάμεσα στα αστικά κόμματα, με ένταση που μάλιστα αυξάνει όταν η αλαζονία τα τυφλώνει και τα κάνει να νομίζουν πως είναι παντοδύναμα και αποδεκτά από το σύνολο της κοινωνίας. Όταν συμβαίνει αυτό, δεν διστάζουν να ανοίξουν κι άλλα μέτωπα, όπως έπραξε η ΝΔ με το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευθεί αφενός την κούραση της κοινωνίας και του εργατικού κινήματος και αφετέρου τη σημαντική απόσταση που δείχνει στις δημοσκοπήσεις να συντηρεί από τα υπόλοιπα κόμματα.
Ένα κομμουνιστικό κόμμα, με επαναστατικό πρόγραμμα και πρωτοπόρα δράση και οργάνωση, οφείλει από τη μεριά του να παρατηρεί και να αφουγκράζεται την κοινωνική πραγματικότητα, να γνωρίζει τις δυνάμεις του, να «μετράει» τους αντιπάλους του, καθώς και την κατάσταση του εγχώριου και διεθνούς κινήματος, αλλά σε καμία περίπτωση να ακολουθεί ή να σύρεται πίσω από την πολιτική που αυτοί διαμορφώνουν. Να αποκρούει χτυπήματα ή ενδεχόμενες επιθέσεις, αλλά την ίδια στιγμή να μη διαμορφώνει την πολιτική του γύρω από αυτά. Να είναι προδραστικό, να ανοίγει δρόμους, να δημιουργεί ρήγματα, να φυτεύει σπόρους ανυπακοής και αντίδρασης μέσα στην κοινωνία.
Ταυτόχρονα, οφείλει να καλύπτει τα νώτα του, να διατηρεί τις δυνάμεις του και να μην επιτρέπει στον αντίπαλο να πλησιάσει κοντά στην «περιοχή» του, χτίζοντας γερά τείχη γύρω της. Τείχη που θα πρέπει ωστόσο να έχουν διόδους επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, προκειμένου να επιτρέπουν την αλληλεπίδραση και την όσμωση.
Κυρίως, όμως, πρέπει να συστρατεύει όλες τις δυνάμεις του όταν η αστική τάξη προσπαθεί να ξεμπερδεύει μαζί του. Το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις είναι μια τέτοια προσπάθεια, όπου η μαζική απάντηση της εργατικής τάξης καθίσταται μονόδρομος, αφού ισοδυναμεί με την ίδια την επιβίωσή της.