Θα ήθελα ωστόσο να αφιερώσω λίγο χώρο στην εξέταση κάποιων σχετικά
αθέατων, λιγότερο συζητημένων και όχι ακόμα αποκρυσταλλωμένων στην
θεωρητική ανάλυση όψεων του οπορτουνισμού. Σ' αυτό το πρώτο μέρος θέλω
να αναφερθώ σε αυτό που θα αποκαλέσω "σημειωτικοποίηση." Με αυτόν τον
όρο αναφέρομαι σε ένα ζήτημα που έχει πολλές μορφές έκφανσης. Ας πάρω
μία συγκεκριμένη ως παράδειγμα. Τον Δεκέμβρη του 2013, ο
Ριζοσπάστης
δημοσίευσε ένα ιδιαίτερα εκνευρισμένο άρθρο για το συνέδριο του ΚΕΑ
(Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς) που επικύρωσε και την υποψηφιότητα του
Αλέξη Τσίπρα για την Προεδρία της Κομισσιόν. Ο εκνευρισμός αφορούσε το
γεγονός ότι οι σύνεδροι, που μεταξύ άλλων επιτέθηκαν στην σοσιαλιστική
Κούβα για "έλειμμα ανθρώπινων δικαιωμάτων", είχαν το θράσος να το ρίξουν
στα "Μπαντιέρα Ρόσα" και να τραγουδάνε "
eviva il comunismo e la liberta."
Ο
Ριζοσπάστης προσεγγίζει το γεγονός από τη σκοπιά της
λενινιστικής κριτικής στην χρήση της επαναστατικής ρητορικής "επί
ματαίω", από χώρους που καμία πολιτική σχέση δεν έχουν με την παράδοση
που καταχρώνται. Το ζήτημα όμως της σχέσης του οπορτουνισμού με την
κομμουνιστική παράδοση δεν περιλαμβάνει μόνο τις διαστάσεις της
κατάχρησης, του σφετερισμού και της ουσιαστικής γελοιοποίησης αυτής της
παράδοσης, καθώς και της εξαπάτησης του ακροατηρίου: όλες αυτές οι
διαδικασίες εξαρτώνται από μια πρότερη διαδικασία, αυτή της αναγωγής της
κομμουνιστικής παράδοσης σε μια σειρά από "σημεία" τα οποία έχουν τη
λειτουργία μεταμοντέρνων "σουβενίρ". Πραγμοποιούνται, και
πραγμοποιούμενα, αποσπώνται από κάθε οργανικό πλαίσιο αναφοράς και κάθε
αναφορά στην συλλογική εμπειρία και μετατρέπονται σε κενά απτών
πολιτικών δεσμεύσεων σημαίνοντα, όπως τα γνωστά και ευρέως διαδεδομένα
μπλουζάκια "Τσε" ή "CCCP." Αυτή είναι η διαδικασία που ονομάζω
"σημειωτικοποίηση".
Η σημειωτικοποίηση προϋποθέτει ότι το κομμουνιστικό παρελθόν είναι
ουσιαστικά ένας σωρός από ερείπεια, θραύσματα τα οποία έχουν χάσει κάθε
λειτουργική σημασία και κάθε σύνδεση με μια ολότητα -- με ένα σύνολο
πεποιθήσεων, αξιών, τρόπων σκέψης και δράσης, κλπ.
Με άλλα λόγια,
είναι μια διαδικασία στην οποία η "νοσταλγία" είναι απλώς η άλλη πλευρά
της άρνησης της συνάφειας του παρελθόντος με το παρόν. "Νοσταλγείς"
ακριβώς στον βαθμό που ταυτόχρονα υπογραμμίζεις πως αυτό που νοσταλγείς
είναι νεκρό, οριστικά ξεπερασμένο και συνεπώς επίσης "ακίνδυνο", σαν
κάποια βαλσαμωμένη αρκούδα ή τίγρη την οποία μετατρέπεις, με όλο το
θράσος του ζωντανού απέναντι στους νεκρούς, σε διακόσμηση.
Ακριβώς λόγω των σιωπηρών της προϋποθέσεων όμως, η σημειωτικοποίηση
εξηγεί και ορισμένα φαινομενικά παράδοξα φαινόμενα. Παράδειγμα:
από
όλα τα ελληνικά κόμματα της λεγόμενης αριστεράς, το ΚΚΕ είναι
αναντίρρητα αυτό το οποίο έχει πιο ρητή και εμφατική σχέση με τον
Σοβιετισμό, με την θετική αποτίμηση της ΕΣΣΔ, του υπαρκτού σοσιαλισμού,
κλπ, ενώ άλλα κόμματα είναι είτε ρητά αντισοβιετικά (ΣΥΡΙΖΑ) είτε
κριτικότερα διακείμενα προς την ΕΣΣΔ (ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Σημειωτικά όμως, και
εξαιρώντας βέβαια την πολιτική ουσία του σφυροδρέπανου και όσων αυτό
συμβολίζει, το ΚΚΕ είναι επίσης το ελληνικό κόμμα με την μικρότερη σχέση
με την "σοβιετική σημειολογία",
την "σοβιετική αισθητική" στην προπαγάνδα του
(εκτός από όταν παρουσιάζει υλικό με ρητά ιστορική σχέση με την ΕΣΣΔ,
όπως το φετινό αντιφασιστικό ημερολόγιο). Ας πάρουμε κάποιες ενδεικτικές
αφίσες:
ΚΚΕ/ΠΑΜΕ:
ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ:
ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
Η σύγκριση είναι νομίζω αρκετά εύγλωττη:
Οι αφίσες του αντισοβιετικού
ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και του έντονα κριτικού απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό
ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποπνέουν έναν έντεχνο και πειστικό σοβιετισμό,
καθώς δανείζονται άμεσα στοιχεία από τον σοβιετικό κονστροκτουβισμό, την
αισθητική proletkult, ακόμα και αυτούσια πόστερ ή εικόνες από την πρώτη
περίοδο της Ρωσικής επανάστασης· αντίθετα, οι αφίσες του ΚΚΕ/ΠΑΜΕ δεν
έχουν καμία συγκροτητική αισθητική αρχή και οδηγούνται πολύ περισσότερο
από το περιεχόμενο (λεκτικό ή οπτικό) παρά από υφολογικά κριτήρια. Επικεντρώνονται
είτε στην απλή παράταξη πληροφοριών (αφίσες ΠΑΜΕ) είτε στην πρόταξη της
εικόνας της εργατικής τάξης (αφίσες ΚΚΕ), χωρίς όμως να παραπέμπουν σε
καμία συγκεκριμένη αισθητική. Γι αυτό άλλωστε είναι και οι λιγότερο
ελκυστικές για το αισθητικά εκπαιδευμένο μάτι.
Όσο πιο έντονος ο ιδεολογικός αντισοβιετισμός λοιπόν, τόσο πιο έντονη
η παρουσία της ΕΣΣΔ ως "σημείου"· και αντίστροφα, όσο πιο έντονη η
σημασία του σοβιετισμού ως απτής πολιτικής ιδεολογίας, της ΕΣΣΔ ως
ιδεολογικής πυξίδας, τόσο πιο υποτονισμένη η σημασία τους "αισθητικά",
σημειολογικά: ακριβώς επειδή η "σημειωτικοποίηση" παραπέμπει στην
απονέκρωση της ιστορίας σε "επικράτεια των σημείων", το ΚΚΕ είναι το
κόμμα με τον χαμηλότερο βαθμό σημειωτικοποίησης του κομμουνιστικού
παρελθόντος, για αυτό και το λιγότερο "σημειωτικά ελκυστικό".
Ανάλογα παραδείγματα, ασφαλώς, μπορούν να εντοπιστούν παντού στον
πολιτικό χώρο. Η εικόνα του αντικομμουνιστή Ζίζεκ με το πόστερ του
Στάλιν πίσω του είναι ήδη γνωστή, όπως είναι και οι απόπειρες του να
συσχετιστεί σημειολογικά με τον Λένιν· αξίζει να σημειώσει κανείς πόσο
ολοκληρωτικά παράδοξο θα φαινόταν αν η "σταλινική" Παπαρήγα ή ο
Κουτσούμπας πόζαραν μπροστά σε πόστερ του Στάλιν ή μιμούνταν πόζες του
Λένιν:
Όπως συμβαίνει γενικότερα στον μεταμοντερνισμό, η ιστορία του
κομμουνιστικού κινήματος μετατρέπεται για τον οπορτουνισμό σε
αντικείμενο σημειωτικού
κανιβαλισμού. Ο κανιβαλισμός είναι κεντρικής σημασίας έννοια για την σημειολογική πολιτική του οπορτουνισμού:
ανθρωπολογικά, είναι μέρος του θριάμβου πάνω στον ηττημένο αντίπαλο·
παρόμοια, ο οπορτουνιστικός κανιβαλισμός του κομμουνιστικού παρελθόντος
είναι ακριβώς ένδειξη νίκης πάνω στον ιστορικό κομμουνισμό. Ταυτόχρονα, ο
κανιβαλισμός είναι "εγκόλπωση", "ενσωμάτωση" του ηττημένου αντιπάλου·
παρομοίως, ο σημειολογικός κανιβαλισμός του οπορτουνισμού είναι μέσο
"ενσωμάτωσης", μετατροπής σε κάτι ακίνδυνο, ελεγχόμενο, του
κομμουνιστικού "άλλου"· ο κανιβαλισμός είναι φόνος και συνάμα πένθος για
το φόνο, απόπειρα να κρατηθεί το ίχνος του ακίνδυνου πλέον νεκρού ως
"σουβενίρ" --εξού και η αποτρόπαια κανιβαλική συνήθεια για "σουβενίρ"
των θυμάτων, από συρρικνωμένα κεφάλια ως δόντια, τρίχες της κεφαλής,
κλπ· παρομοίως, στον σημειολογικό κανιβαλισμό του οπορτουνισμού, η
κομμουνιστική ιστορία "πενθείται" ως τρόπαιο, ως βίαια αποσπασμένη από
το σώμα ανάμνηση του τώρα πια τεμαχισμένου, κατακερματισμένου (ακριβώς
σε "σημεία") σώματος (θυμηθείτε εδώ και το κατεξοχήν αντικομμουνιστικό
"τρόπαιο", τα κομμάτια απ' το τείχος του Βερολίνου). Όπως ο
κυριολεκτικός κανιβαλισμός, ο σημειολογικός κανιβαλισμός υποδηλώνει
ταυτόχρονα σαδιστική βία και φαντασιακή ταύτιση με το αντικείμενο αυτής
της βίας (τον άλλο, που καταπίνω και μετατρέπω στον εαυτό μου), έχει
δηλαδή σαδιστικό και ταυτόχρονα ναρκισσιστικό χαρακτήρα: είναι μια
ακραία μορφή ταυτόχρονου μίσους για τον άλλο και ναρκισιστικής λιμπίντο
τόσο ανεξέλεγκτης που μετατρέπει αυτόν τον μισητό άλλο σε κομμάτι του
δικού μου Εγώ (σκεφτείτε εδώ τις αλλόκοτες εκδηλώσεις καθημερινής
λατρείας που συνοδεύονται απ' την φονική φράση "θα σε φάω!").
Χωρίς αυτήν την χαρακτηριστικά νοσηρή ψυχική δυναμική, ο οπορτουνισμός
δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να κινητοποιήσει την επιθυμία, να ικανοποιήσει
την φαντασιακή λιμπίντο του οπορτουνιστή· αν ο κομμουνισμός ήταν απλώς
κάτι προς απόρριψη και απαξίωση, ο οπορτουνισμός θα έχανε αμέσως ένα
τεράστιο κομμάτι απ' τη γοητεία του. Για αυτό και η διαδικασία της
σημειωτικοποίησης δεν είναι απλό επιφαινόμενο στον οπορτουνισμό, αλλά
κλειδί στους τρόπους με τους οποίους ελκύει και μαγεύει τα
ασυνείδητα
θύματά του, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων προέρχεται από τη νεολαία,
που βρίσκει σ' αυτόν μια αντανάκλαση της δικής της αμφιθυμίας απέναντι
στον κομμουνισμό: της συμμόρφωσης με τη διαταγή της κυρίαρχης ιδεολογίας
να τον απαξιώσει και να τον περιθωριοποιήσει, και ταυτόχρονα, της
απόλαυσης της απαγορευμένης επιθυμίας για αυτόν μέσα από "ακίνδυνα"
υποκατάστατα.
Ακριβώς στον βαθμό που η σημειωτικοποίηση είναι επίσης
εμπορευματοποίηση, ικανοποιεί στο επίπεδο του φαντασιακού επιθυμίες που
απαγορεύονται και λογοκρίνονται "στο πραγματικό". Κι έτσι, ένα σεβαστό
κομμάτι της (μικρο)αστικής κοινωνίας μπορεί να βρει έκφραση για τις
αμφιθυμίες του και να τις διαπραγματευτεί σιγοτραγουδώντας "Μπαντιέρα
Ρόσα" ενώ απαξιώνει στην πράξη με κάθε μέσο αυτό που τραγουδά, και
μάλιστα χωρίς καν να έχει συνείδηση της ύπαρξης κάποιου είδους
αντίφασης. Άλλωστε, όπως μας θυμίζει και η "Καταστροφή του Λόγου" του
Λουκάτς, ο φασισμός ήταν ακριβώς ιδεολογικά "αποδεκτός σοσιαλισμός":
σοσιαλισμός που απαξίωνε και κατέστελλε τον σοσιαλισμό, που μετέφραζε
τον σοσιαλισμό σε "επιθυμία για τη συλλογικότητα" και την επιθυμία για
τη συλλογικότητα σε επιθυμία για υπακοή στον αυταρχικό μονοπωλιακό
καπιταλισμό του Ράιχ.