Το θέμα της σημερινής ανάρτησης έχει να κάνει κατά μία
έννοια με την εκλαΐκευση. Που το είχε πιάσει πολύ καλά ο χάρρυ κλυνν, προτού
χάσει τη σοβαρότητα και το χιούμορ του (γιατί αυτά τα δύο πάνε συνήθως μαζί, σα
διαλεκτική ενότητα), στην περίφημη σκηνή με τον τραμπάκουλα, τον κομματικό
ινστρούκτορα (τζούμας) και το μικρό κατεβατό που βοηθούσε τις ευρείες μάζες να
τα πιάσουν όλα στουπόγαλο και κοσμεί εδώ και χρόνια την αριστερή στήλη του
μπλοκ. Και ο μη αστικός μύθος λέει ότι κάποτε μια μικρή σφισσα, πλέρια ανυποψίαστη για την ταινία και
την πάλη των τάξεων που παραμένει ιστορικά αδικαίωτη, βρέθκε αντιμέτωπη με το
παραπάνω τσιτάτο κι επειδή (ήξερε πως) δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους
μπολσεβίκους, πήγε να το σχολιάσει στα σοβαρά, κουτσά-στραβά με όσα εφόδια
είχε, κερδίζοντας την χλεύη του συνομιλητή της και μία θέση στο προλεκάλτ
πάνθεον, ως τίμια προλετάρια.
Αντίστοιχη είναι κι η μεταγενέστερη σατιρική προσέγγιση
του ζαραλίκου πχ για τον ευρωμονόδρομο της λυκοσυμμαχίας κι άλλες τέτοιες
φρασούλες-σιδηρόδρομος, δυο λέξεις-οκτώ νοήματα, κατά το «πέντε κόμματα-δύο
πολιτικές», που διαλύουν το μυαλό του μέσου ακροατή, ιδίως αν έχει πιει δυο
μπύρες και χαλαρώνει. Εξάλλου εδώ δεν μπορεί να συλλάβει πολύ πιο απλά
πράγματα, όπως το δούλεμα το 70-30% για το ατοξικό μνημόνιο (που θα μας
οδηγήσει στην ατοξική κοινωνία). Πού να μπλέκει τώρα με τέτοιες έννοιες.
Λοβοτομή...
Το πρόβλημα της εκλαΐκευσης είναι πάντως πιο σύνθετο κι
αφορά, κατά τη γνώμη μου, εξίσου πομπό και δέκτη. Αφενός γιατί η μορφή
συμβαδίζει το περιεχόμενο κι όταν κάποιος καταφεύγει συχνά και από σύστημα στην
ασφάλεια των ξερών κλισέ και των κούφιων φράσεων, αυτό δεν είναι άσχετο από το
βαθμό αφομοίωσης των όσων λέει και το γενικότερο στιλ δουλειάς του (κουτάκια, κτλ).
Αφετέρου γιατί το θέμα δεν είναι μόνο να τα πούμε καλά κι ωραία στον άλλο για
να του αρέσουν, αλλά να ελέγξουμε μετά πόσα κατάλαβε και τι του έχει μείνει.
Εδώ όμως θα μας απασχολήσει μια πολύ συγκεκριμένη, ειδική πτυχή του ζητήματος,
από την οποία πήραμε μια πρόγευση και πιο πάνω, με την υπογραμμισμένη λέξη:
πλέρια.
Μια χτυπητή περίπτωση φορμαλισμού είναι η εμμονή στους
τύπους και τα λεκτικά δάνεια από την παλιά, λαϊκή ορολογία (που σήμερα είναι ως
επί το πλείστον αδόκιμη και σε αχρησία) χωρίς πάντως να υιοθετεί αυτομάτως και
το γνήσια λαϊκό ύφος των αναλύσεων και των αγκιτατόρων της εποχής. Κι όσο ωραίο
ή ταιριαστό μπορεί να είναι να διαβάζεις στα κατάλληλα συμφραζόμενα για
«θυελλώδικα χειροκροτήματα» στο σύντροφο με το μουστάκι πχ, άλλο τόσο προλεκάλτ
(και στα όρια του γραφικού) μοιάζει να ακούς ένα σύγχρονο νέο να μιλάει πχ για
τη δουλειά της οργάνωσης στα σχολειά (ο τόνος στο άλφα) και την πλέρια συμφωνία
των μαθητών με τις θέσεις μας, τα συνθήματά μας, κτλ. Και αν δεν είναι
προφορικός αλλά γραπτός λόγος, προκύπτει ζήτημα και με την ορθογραφία της
δουλειάς, που στον κομματικό τύπο συναντάται συνήθως με «ι», πιθανότατα για να
ξεχωρίζει (από κάθε άποψη) από τη (μισθωτή) δουλεία και τα ομιλούντα εργαλεία,
όπως χαρακτήριζε ο αριστοτέλης τους δούλους της εποχής του.
Για να το θέσουμε διαφορετικά, με ένα επίκαιρο
παράδειγμα. Αν ο γιάννης κορδάτος γράφει το όνομά του με ένα νι, το κάνει στα
πλαίσια ενός μαχόμενου δημοτικισμού, που προσπαθούσε να απλοποιήσει τη γλώσσα
και τη γραφή της, για να γίνει προσιτή στο λαό που τη μιλάει (κι επικράτησε
τελικά, αλλά όχι πλέρια). Όταν όμως το κάνει ο βαρουφάκης, είναι κατά βάση ένα
ψώνιο με υπερτροφικό εγώ, που θέλει να ξεχωρίζει. Μετά από το θεό (αν υπάρχει)
ο γιάνης, άντε και ο σόιμπλε –που μόνο αυτός σε όλη την ευρωζώνη στέκει στο
δικό του επίπεδο.
Παρακάτω λοιπόν καταγράφονται κάποιες χαρακτηριστικές
περιπτώσεις, που απέχουν πολύ από το να αποτελούν έναν εξαντλητικό κατάλογο,
αλλά μπορούν να εμπλουτιστούν και με προτάσεις της βάσης του μπλοκ και των σφων
αναγνωστών.
Μετά από τη δουλειά (που κάνει τους άντρες) (και τους
κομμουνιστές, όταν γράφεται με γιώτα), το πιο συνηθισμένο λαϊκό δάνειο είναι το
«χτ» που αντικαθιστά το «λόγιο» «κτ». Και έχει επικρατήσει –κι ευτυχώς- σε
λέξεις όπως το «χτύπημα», ο «παίχτης» και το «χτενίζω», χρησιμοποιείται κατά το
δοκούν σε λέξεις όπως το «οχτώ» και η «αχτίδα», προτιμάται στο «χτίζω» αλλά όχι
για τα «κτίρια» (που εμένα πάντως δε μου πάει το χέρι να τα γράψω με «ήτα»),
ενώ έχει μείνει για ιστορικούς λόγους στο ρώσικο οχτώβρη αλλά και τα φύλλα του
ριζοσπάστη εκείνου του μήνα. Φαίνεται υπερβολικό όμως σε πολλούς σφους, της
δικής μου γενιάς τουλάχιστον, να διαβάζουν κείμενα με... «καταχτήσεις»,
«εχτιμήσεις», «εχτελέσεις», κοκ. Φαντάσου κιόλας σφε αναγνώστη, να έμπαινε καθ’
υπερβολήν παντού και πάντα: στα εχτρώματα, την αχτινογραφία, την αχτή, τα
εχτάρια, την εχτόνωση και την εχτύπωση, το έχταχτο συνέδριο, κ.ά. τέτοια που
είναι εχτός των αντοχών ενός σύγχρονου αυτιού.
{Σημειώνω παρενθετικά πως στα πλαίσια του δεξιού καλτ και
της σάτιρας (λέμε τώρα) της αλλαγής –με τη βλαχοπούλου πχ να κάνει τη «σιδηρά
κυρία» και να καταγγέλλει τα κακώς κείμενα- υπάρχει και το βιντεοσκουπίδι με
τίτλο «πρασινοφρουρός», όπου οι υπάλληλοι ενός υπουργείου προετοιμάζονται για
την υποδοχή του νέου πράσινου επικεφαλής του, προσέχοντας ακόμα και τις λέξεις
που χρησιμοποιούν, για να μην τους προδώσει η καθαρεύουσα:
-Δε θα λες «σαφώς». Σαφά, σαφά, έτσι είναι τώρα το σωστό.}
Υπάρχουν επίσης φράσεις όπως το «νύχι-κρέας», που είναι
σήμα κατατεθέν, και ας κάνει πολύ κόσμο να ανατριχιάζει, για τα «ποδάρια» που
αποκτά η οργάνωση στους χώρουςλ δουλ(ε)ιάς, τις εξορμήσεις στα σχολειά και τους
καφενέδες. Ενώ δε θα ξεχάσω ποτέ μια σφισσα του κομάντο, που δεν είχε όμως
άμεση σχέση με τον χώρο, και του ζητούσε με νάζι (αχ!) να της πει πάλι για το
προτσές, κάνοντας για πλάκα πως ανάβει..
Ίσως όμως η κορυφή του προλεκάλτ παγόβουνου να είναι οι
κινήσεις που αντικειμενικά (κι ανεξάρτητα από τη θέλησή τους) ρίχνουν νερό στο
μύλο της αντίδρασης, που έχει όμως πολλά ποδάρια κι έτσι μπορεί κανείς απλά να
δίνει αέρα στα πανιά της, να αλείφει βούτυρο στο ψωμί της και να βάζει μπούκοβο
στον κεφτέ της –όπως έγραφε σε ένα παλιό του αφιέρωμα το λαϊκό στρώμα, τον
καιρό που δε βαριότανε.
Έχουν γίνει μάλιστα σε τέτοιο βαθμό κτήμα μας αυτές οι
φράσεις, που μπορεί να τις βρει κανείς και σε τίτλους κομματιών του ριζοσπάστη,
όπως αυτό από το φλεβάρη του 10’ :
Κι υπάρχει, λέει η ρένα, και μια παρόμοια, καλτ αναφορά
με μύξες, που την έκανε να σταματήσει να τρώει το πρωινό που ‘χε μπροστά της.
Αλλά δε τη θυμόταν πολύ καλά, γι’ αυτό είπα να της δώσω λίγο χρόνο να το
σκεφτεί και να το περάσει στα σχόλια, αν της ξανάρθει.