Δύο κόσμοι – δύο σχεδιασμοί. Το εργοστάσιο VEF στη σοσιαλιστική Λετονία
«…Ό,τι όμως ξεχωρίζει ένα
εργοστάσιο σοβιετικό, δεν είναι οι μηχανές και η συγκρότησή τους, είναι
ο κοινωνικός ρόλος του και οι σχέσεις του με τους εργάτες, που τελικά
το μεταβάλουν σ’ ένα πολύπλευρο και πολυσήμαντο οργανισμό, κοινωνικό και
πνευματικό, στην υπηρεσία τους και στην υπηρεσία της κοινωνίας…»
Επιμέλεια: Οικοδόμος //Μοιάζουν «εξωπραγματικές» σήμερα οι νίκες και οι κατακτήσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας, των ανθρώπων που έχτισαν και έζησαν στο σοσιαλισμό. Ιδιαίτερα στα μάτια των μεταγενέστερων γενιών που δεν γνώρισαν το κοινωνικό σύστημα που έχει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και, μέσα στην παντοδυναμία του σάπιου καπιταλισμού των κρίσεων και των πολέμων, διαμορφώνουν μια εικόνα ξένη προς την πραγματικότητα, βασισμένη στην διαστρέβλωση και τη συκοφάντηση.
Στην Ελλάδα της «κρίσης», της ανεργίας, της μιζέριας και της εξαθλίωσης θεωρείσαι «τυχερός» αν δουλεύεις μερικές ώρες τη βδομάδα, αν δεν αρρωσταίνεις, αν δεν έχεις παιδιά να σπουδάσεις, αν πρόλαβες να πάρεις μια κουτσουρεμένη σύνταξη. Η κατάσταση αυτή δείχνει να παγιώνεται και να γίνεται αποδεχτή ως «κανονικότητα» από την πλειονότητα των κατοίκων αυτής της χώρας.
Όμως μια πραγματικότητα με αυτούς που δημιουργούν και παράγουν τον πλούτο μιας κοινωνίας στη γωνία, δεν μπορεί να βαφτιστεί «κανονικότητα», κι ας έχασαν στις μέρες μας πολλές λέξεις το πραγματικό νόημά τους. Η Ιστορία, όσο κι αν δέχεται λάσπη και βρωμιές, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να την ξεγράψουν ή να την ξαναγράψουν, κατέγραψε ότι εκεί που οι εργάτες και οι σύμμαχοί τους έσπασαν της αλυσίδες της εκμετάλλευσης και έχτισαν το σοσιαλισμό ο άνθρωπος μπόρεσε να ζήσει σαν άνθρωπος. Τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες, με τα λάθη και τις αδυναμίες, αλλά και η πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται μετά την πτώση του, κατέδειξαν ότι καμιά παραχώρηση του καπιταλισμού δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του ανθρώπου, παρά μόνο «τα δικαιώματα που πηγάζουν αυτοδικαίως από την κυριαρχία της εργατικής τάξης», όπως γράφει ο Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του Στη Μόσχα με τα νιάτα του κόσμου (εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1962).
Το 1962 ο συγγραφέας του βιβλίου προσκλήθηκε και έλαβε μέρος σαν αντιπρόσωπος πολυμελούς και πολυκομματικής ελληνικής αντιπροσωπείας στο Παγκόσμιο Φόρουμ Νεολαίας που έγινε στη Μόσχα. Εκτός από την πρωτεύουσα της Σοβιετικής Ένωσης του δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτεί και την Ρίγα, πρωτεύουσα της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λετονίας. Στο βιβλίο του ο Α. Πανσέληνος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη γνωριμία του με τον σοσιαλισμό, όπως τον είδε, παραθέτοντας στοιχεία, περιστατικά και εντυπώσεις που αφορούν από την καθημερινότητα του σοβιετικού ανθρώπου μέχρι τις μεγαλύτερες καταχτήσεις του· τις περισσότερες φορές αντιπαραβάλλοντάς τα με την ελληνική πραγματικότητα της εποχής, δημιουργώντας ανάμικτα συναισθήματα στον συνειδητοποιημένο αναγνώστη.
Από τις 165 σελίδες του βιβλίου επιλέξαμε το απόσπασμα που ακολουθεί. Δεσμευόμαστε να ακολουθήσει στο μέλλον τουλάχιστον μια ακόμα ανάρτηση, μιας και το βιβλίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τις φωτογραφίες που συμπληρώνουν το σημερινό θέμα τις βρήκαμε σε λετονικές ιστοσελίδες (η πρώτη φωτογραφία από εδώ, η τελευταία από εδώ, όλες οι άλλες φωτογραφίες από εδώ).
Ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984), γιος του εμπόρου υφασμάτων Ιωακείμ και της Μυρτώς το γένος Βελισσαρίου, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, όπου πέρασε τα παιδικά και γυμνασιακά του χρόνια. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1929 και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στη δικτατορία του Μεταξά συνελήφθη για αντικαθεστωτική δράση και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου εντάχτηκε στην Αντίσταση και κλείστηκε από τους Ιταλούς και τους Άγγλους στις φυλακές Αβέρωφ και το Χασάνι αντίστοιχα. Μετά το τέλος του Εμφυλίου διετέλεσε βουλευτής Λέσβου (1950-1951) με το κόμμα της ΕΛΔ. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με τη βράβευση ενός πεζογραφήματός του σε διαγωνισμό του περιοδικού του Θεόδωρου Θεοδωρίδη (Ντορή Ντόρου) Μυτιληνιός. Γνωστός ωστόσο έγινε κυρίως μέσα από το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα Τότε που ζούσαμε (1974), στο οποίο παρουσιάζεται η κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας από την προπολεμική περίοδο ως την εποχή του εμφυλίου. Στα ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και το πεζογράφημά του με τίτλο Νερά και χώματα και άλλα πολλά. (Τα βιογραφικά στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου Τότε που ζούσαμε, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2014).ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ V.E.F.Αυτό το εργοστάσιο πρέπει να είναι η εργατική καρδιά της Ρίγας, η κλώσα που μαζεύει γύρω της πολά κλωσοπούλια. Δέκα χιλιάδες εργάτες δουλεύουνε σήμερα, φτιάνοντας ραδιόφωνα, τηλέφωνα, τηλεφωνικά κέντρα και τηλεπικοινωνιακό υλικό, σε διάφορους τύπους. Παρακολουθήσαμε την κατασκευή ραδιοφώνων σ’ όλα τα στάδια, ως την τελική συναρμολόγηση, απ’ την πιο λεπτή δουλιά του χεριού, ως την αυτόματη παραγωγή με κορδέλα. Όλα τα τμήματα καθαρά και οι εργάτριες δουλεύουν χαρούμενες και με τάξη.
Όμως όλα αυτά δεν είναι πράματα που μπορεί να ξιπάσουν και υπάρχουν ασφαλώς στον παλιό κόσμο εργοστάσια με την ίδια και καλήτερη οργάνωση στην παραγωγή, από το V.E.F. της Ρίγας. Ό,τι όμως ξεχωρίζει ένα εργοστάσιο σοβιετικό, δεν είναι οι μηχανές και η συγκρότησή τους, είναι ο κοινωνικός ρόλος του και οι σχέσεις του με τους εργάτες, που τελικά το μεταβάλουν σ’ ένα πολύπλευρο και πολυσήμαντο οργανισμό, κοινωνικό και πνευματικό, στην υπηρεσία τους και στην υπηρεσία της κοινωνίας.
Από την ώρα που μπαίνεις μέσα στο καθαρό του προαύλιο, νιώθεις κάτι ζεστό, με τον κήπο του, τα παρτέρια και τα περίπτερα κι ακόμα με τις εικόνες των εργατών που πέτυχαν στην παραγωγή, αντί για την εικόνα του εργοδότη που θα τη μασούσε. Κι η εφημερίδα του εργοστασίου, τετρασέλιδη, καλοτυπωμένη, με πλατιά ύλη, έχει γραφείο μέσα στο εργοστάσιο και γράφεται από εργάτες.
Ο διευθυντής του εργοστασίου, αφού μας ρώτησε και είδε πως δεν ήταν κανείς από μας τεχνικός, ανάλαβε να μας πει την ιστορία και την οργάνωσή του μ’ ένα τρόπο καταληπτό.
Ως τα 1927, λέει, τα κτίρια είταν άδεια. Κατόπι έγιναν Διοίκηση των Ταχυδρομείων και στα 1940 εργοστάσιο που έφτιανε ραδιόφωνα, τηλέφωνα, τηλεφωνικά κέντρα, καλώδια, κι αργότερα ακόμα και αεροπλάνα. Δούλευαν τότε 4.000 χιλιάδες εργάτες. Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί πήρανε όλες τις εγκαταστάσεις κι όσες δε μπόρεσαν να τις πάρουν τις ανατίναξαν.
Στα 1944 η παραγωγή άρχισε από την αρχή. Δουλεύουν τώρα 10.000 εργάτες και η παραγωγικότητα αυξήθηκε πέντε φορές, χάρη στην αυτοματοποίηση και στις παραγωγικές γραμές. Λιγότερα είδη παράγονται τώρα αλλά σε ευρύτερη έκταση.
Ο μισθός είναι 90 ρούβλια το μήνα, 2.970 δραχμές, για εργασία εφτάωρη. Το 60% από τους εργάτες είναι νέοι. Κι απ’ αυτούς το 50% είναι μέλη της Νεολαίας. Οι γυναίκες εργάζονται από 18 ως 55 χρονώ και οι άντρες ως τα 60. Ύστερα σύνταξη. Σε σπάνιες περιπτώσεις και με απόφαση του συνδικάτου, μπορεί να δουλέψει ένα παιδί 16 χρονώ και κάποτε και 15, αλλά αυτά μόνο 4 ώρες τη μέρα και μόνο εφόσο βεβαιωθεί υπευθύνως πως δεν παίρνουν τα γράματα.
Οι μισοί εργάτες πρέπει να είναι ειδικευμένοι. Εκείνοι που δε είναι, σπουδάζουν σε ειδικά σκολειά της Νεολαίας για να γίνουν. Υπάρχει τέτοιο σκολειό στο εργοστάσιο. Στο Πολυτεχνείο της Ρίγας σπουδάζουν πολλοί σε νυχτερινό τμήμα. Το εργοστάσιο στέλνει, αν είναι ανάγκη, και σε άλλα Ινστιτούτα, πληρώνοντας τους εργάτες αυτούς. Για την κατασκευή ειδικά των ραδιοφώνων χρειάζονται λιγότεροι ειδικοί. Το εργοστάσιο όμως διατηρεί και σκολειά για την ανύψωση του γενικού πνευματικού επιπέδου των εργατών του. Διατηρεί και εφτά εστιατόρια, με χαμηλές τιμές, για την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου.
Υπάρχει νοσοκομείο και πολυκλινική με όλες τις ειδικότητες και η περίθαλψη είναι πέρα για πέρα δωρεάν. Άδεια, φυσικά, κάθε χρόνο, πληρωμένη και υποχρεωτική, από δυο βδομάδες ως τέσερις, ανάλογα με τη δουλιά και με άλλους παράγοντες. Εκτός απ’ αυτή, οι γυναίκες έχουν άδεια 56 μέρες πριν και 56 μέρες ύστερα από τη γένα.
Στις ακρογιαλιές υπάρχουν σπίτια και αναπαυτήρια του εργοστασίου. Στην πόλη τέσερις παιδικοί σταθμοί που μεταφέρονται το καλοκαίρι στη θάλασα. Υπάρχει εγκατάσταση κατασκήνωσης σε χωριό. Πισίνα και στάδιο. Το εργοστάσιο διατηρεί μεγάλο παλάτι πολιτισμού μες στην πόλη. Και ειδική οργάνωση ψυχαγωγίας. Γι’ αυτά ειδικώς θα μιλήσουμε παρακάτω.
Όλα αυτά χρηματοδοτούνται από τα τυχόν υπερκέρδη κι από ένα ποσοστό 5% πάνω στο συνολικό ετήσιο ποσό της μισθοδοσίας, που κρατεί, γι’ αυτό το σκοπό, το εργοστάσιο από το κράτος. Όταν τα υπερκέρδη είναι πολλά, το εργοστάσιο χτίζει και σπίτια για τους εργάτες, που κανονίζουν οι ίδιοι τη σειρά, ποιος θα τα πρωτοπάρει. Υπάρχουν και ηθικές αμοιβές, με τη λεγόμενη σοσιαλιστική άμιλα, με υπέρτατη τιμή να πάρεις μια κόκινη σημαία. Το κράτος, λέει ο διευθυντής, φροντίζει γενικά για όλα αυτά. Εμείς ό,τι κάνουμε είναι συμπληρωματικό.
Όλοι από μια ηλικία κι απάνω είναι γραμένοι στα συνδικάτα. Ο διευθυντής έχει προσωπική ευθύνη για τη δουλιά, αλλά υπάρχουν κι άλλοι ειδικοί αρχηγοί στα διάφορα τμήματα. Διορίζεται από το Συμβούλιο Λαϊκής Οικονομίας. Οι κοινωνικές οργανώσεις ελέγχουνε το διευθυντή. Στο σημείο αυτό τον ρωτήσαμε τι γίνεται όταν ο διευθυντής φέρνεται άσκημα και αδικεί τους εργάτες.
― Μα υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι, απάντησε σχεδόν έκπληκτος ο διευθυντής. Πρώτα, λέει, θα υποστηρίξουν τον αδικούμενο την ίδια ώρα οι σύντροφοι του. Το συνδικάτο του. Ύστερα η πολιτική οργάνωση του εργοστασίου μπορεί να συνεδριάσει αμέσως και χωρίς ημερησία διάταξη. Μπορεί ακόμα ο εργάτης να απευθυνθεί στον αρμόδιο υπουργό, στα δικαστήρια, στην κυβέρνηση κι ακόμα να φτάσει κι ως την κεντρική κυβέρνηση στη Μόσχα. Όταν ο εργάτης έχει παράπονα, δεν υπάρχουν περιορισμοί για να βρει το δίκιο του, συμπέρανε ο διευθυντής του εργοστασίου σα να ήθελε να πει: εμένα ρωτάτε σε τι θέση μπορούν να με φέρουν τα παράπονα των εργατών.
Ο Ρίτσης τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένος από το βαθμό μηχανοποίησης που εφαρμόζεται στο εργοστάσιο.
― Ποτέ, τίποτα δεν μας ικανοποιεί, απάντησε ξεκομένα.
Τον ρωτήσαμε ακόμα αν οι εργάτες είναι ευχαριστημένοι και αν γνωρίζουν αυτό το τόσο ευνοϊκό καθεστώς που περίγραψε.
― Μα τι κάνουν αυτοί εδώ πέρα; μας είπε και μας έδειξε εξ εφτά πρόσωπα που δεν είχαμε δώσει σημασία στην παρουσία τους. Καθόντανε σε καθίσματα αραδιασμένα στον τοίχο, πλάι στο τραπέζι του διευθυντή, όση ώρα μιλούσε, σα να περίμεναν να τελειώσει. Είτανε πραγματικά μια αντιπροσωπία των εργατών του εργοστασίου και παρακολουθούσε τα όσα μας έλεγε. Μαζί τους και μια γυναίκα.
― Δεν έχετε παρά να τους ρωτήσετε, μας είπε ο διευθυντής και συνέχισε: Όταν συγκρίνουμε τη σημερινή μας κατάσταση με το παρελθόν, είμαστε βέβαια ευχαριστημένοι. Μη ξεχνάτε όμως πως ο σοσιαλισμός μάς έχει ανοίξει το δρόμο μιας προόδου απεριόριστης κι από την άποψη τούτη οι σημερινές επιτεύξεις μας κανένα δεν ικανοποιούν.
Κι αλήθεια, αυτό είναι σοσιαλισμός, η αποδέσμευση της ανθρώπινης δραστηριότητας, έτσι που να είναι πάντοτε γόνιμη και για το άτομο που τη διαθέτει και για το σύνολο που τη δέχεται. Στον παλιό κόσμο τα όρια της ευημερίας είναι με κάποιο τρόπο καθορισμένα για τον καθένα από πριν, ανάλογα με την τάξη που ανήκει. Το να πηδήξεις από τη μια τάξη στην άλλη μόνο ως εξαίρεση μπορεί να νοηθεί και πληρώνεται με μια ηθική αβαρία κατά κανόνα. Είναι μες στο μηχανισμό της λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος το να υπάρχουνε πεινασμένοι και να μη ζητούν άλλο παρά να χορτάσουν.
Όταν τέλειωσε η κουβέντα, οι εργάτες σηκώθηκαν, μας πήραν και μας οδήγησαν σ’ ένα δωμάτιο όπου είταν τα γραφεία της εφημερίδας τους. Είχε τίτλο: ο Βεφίτης, από το V.E.F. και τη διεύθυνε γυναίκα. Μας ρώτησαν κι αυτοί, για τις εντυπώσεις μας από τη χώρα τους κι από το εργοστάσιο, για να τις δημοσιέψουν στην εφημερίδα. Όταν μερικοί από μας τους είπανε πως πιστεύουν στην ειρηνική προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης, μας παρακάλεσαν να το πούμε στο ραδιόφωνο και κανείς δεν αρνήθηκε.
Φεύγοντας έπιασα κουβέντα μ’ ένα νεαρό εργάτη που ξεκουραζότανε μες στην αυλή. Σε μια στιγμή, το έφερε ο λόγος και του είπα πως το τηλέφωνο, στην εξυπηρέτηση του ατόμου, το βρίσκω πιο σημαντικό από το ραδιόφωνο.
― Άλλο το τηλέφωνο, μου είπε και άλλο το ραδιόφωνο. Και τα δυο έχουν αλάξει πολύ τη ζωή του ανθρώπου.
Του εξήγησα πόση ευδαιμονία ένιωσα, μιλώντας από το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου, στη Μόσχα, με το σπίτι μου στην Αθήνα.
― Μα αυτό γίνεται σ’ όλο τον κόσμο, από καιρό.
― Ναι, αλλά δεν ήξερα πως γίνεται κι απ’ τη Μόσχα.
― Πολλά δεν ξέρετε πως γίνονται κι απ’ τη Μόσχα, μου είπε γελώντας, γιατί δε θέλετε ή γιατί δεν σας αφήνουνε να τα πληροφορηθείτε. Το ίδιο μπορείτε να κάνετε, αυτή τη στιγμή, κι απ’ τη Ρίγα, να κουβεντιάσετε με το σπίτι σας στην Αθήνα.
― Μου έκανε εντύπωση και η φτηνή τιμή, του είπα, με 4 ρούβλια περίπου μίλησα κάμποση ώρα.
Πραγματικά, στη Σοβιετική Ένωση, το τηλέφωνο είναι σχεδόν τζάμπα. Ο συνδρομητής πληρώνει μονάχα το πάγιο τέλος, ενάμιση ρούβλι, δηλαδή λιγότερο από 50 δραχμές το μήνα και τηλεφωνεί όσο θέλει, χωρίς να χρεώνονται τα τηλεφωνήματα, ακόμα και σε μια πόλη σαν τη Μόσχα, με 8.000.000 κατοίκους. Τα υπεραστικά πληρώνουν ελάχιστα, το ίδιο και τα υπερεθνικά. Γενικά, στις σοβιετικές χώρες, δεν παρουσιάζεται αυτό το φαινόμενο της αφαίμαξης των ανθρώπων, ανάμεσο στη δεκαρολογία και στον εκβιασμό. Όλα αυτά τα αγαθά κοινής ωφελείας, τηλέφωνο, νερό, ηλεκτρικό, γκάζ, κατοικία, θεωρούνται δημόσιο κτήμα και τα έχει ο λαός σε φτηνή τιμή. Το κράτος φροντίζει να προσαρμόζονται στους μισθούς οι τιμές των πραγμάτων και όχι, όπως εδώ, οι μισθοί στις τιμές. Γι’ αυτό συμβαίνει, καμιά φορά, να γίνεται και αύξηση των μισθών και μαζί μείωση των τιμών.
Ποτέ δεν παρουσιάζεται το φαινόμενο να δίνουν στον εργάτη μια αύξηση κι αμέσως κατόπι να πέφτουν επάνω του με μια δεκάρα στο ψωμί, δυο δεκάρες στο τρόλεϋ, τρεις δεκάρες στο ηλεκτρικό ρεύμα, στο νερό, στο τηλέφωνο και να την παίρνουνε πίσω. Γι’ αυτό και δεν πρέπει ποτέ κανείς να συγκρίνει τους σοβιετικούς μισθούς με τους μισθούς του κεφαλαιοκρατικού κόσμου, μετατρέποντας τα ρούβλια στο νόμισμα το δικό του.
Όταν εξήγησα στο Λετονό συνομιλητή μου το σύστημα που επικρατεί στις κεφαλαιοκρατικές χώρες και τον ΟΤΕ, το δικό μας, σχετικά με την πληρωμή των τηλεφωνημάτων, έμεινε κατάπληκτος.
― Μα θα χρειάζεται όλος σας ο μισθός, είπε, για να πληρώνετε το τηλέφωνο.
Ιδιαίτερη κατάπληξη δοκίμασε όταν του είπα πως, σαν δεν πληρώσεις στην προθεσμία, σου κόβουνε το τηλέφωνο και για να το ξανασυνδέσουν εισπράτουν κοντά ένα ρούβλι.
― Μα δε χρειάζεται ούτε έξοδα ούτε κόπο η επανασύνδεση, είπε.
― Είναι πρόστιμο γιατί άργησες να πληρώσεις, του κάνω.
― Πρόστιμο, δηλαδή, γιατί δεν είχες;
― Ναι, αυτό στην Ελλάδα το λέμε κερατιλίκι, ξέρεις τι σημαίνει κερατιλίκι, νεαρέ Λετονέ;
Όταν φύγαμε από το εργοστάσιο V.E.F. σκεφτόμουν πολή ώρα την κουβέντα μας με το νεαρό εργάτη κι έβλεπα πόσο, μέσα σε μερικές λεπτομέρειες που τις συνηθίσαμε, που φαίνονται ασήμαντες και δεν τις προσέχουμε πια, εκδηλώνεται η απανθρωπία του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος στη συμπεριφορά του προς τον πολίτη.
Καταλαβαίνετε πόση ολιγαρχική περιφρόνηση προς την ανέχεια σημαίνει να κόβεις το τηλέφωνο του συνδρομητή που τον χαρατσώνεις σ’ όλη του τη ζωή και να του εισπράτεις κι από πάνω άλλο χαράτσι, για να μάθει ή να μην είναι φτωχός ή να μην έχει τηλέφωνο. Στη Σοβιετική Ένωση, όταν ο πολίτης δεν πληρώσει εγκαίρως, εισπράτουνε το λογαριασμό από το μισθό του κι αν έχει πέσω έξω, από δικαιολογημένους λόγους, στα οικονομικά του, αναβάλουν την είσπραξη και τον βοηθούν. Δεν αφήνουν τον άνθρωπο να ξεπέσει.
Με τις εντυπώσεις αυτές πήγαμε με τον Ρίτση και ζητήσαμε να μιλήσουμε, το βράδυ στις 12, με τα σπίτια μας στην Αθήνα. Πληρώσαμε καθένας περίπου 150 δραχμές. Η συνομιλία είταν άνετη και στην ώρα της. Όταν τέλειωσε, μια τηλεφωνήτρια από τις ενδιάμεσες χώρες που μας συνδέσανε με την Αθήνα μάς χαιρέτησε με τη λέξη «κ α λ η ν ύ χ τ α». Το πρωί στις 8 μας τηλεφώνησαν από τον ΟΤΕ της Ρίγας, να πάμε και να πάρουμε πίσω ένα ποσό, γιατί πληρώσαμε παραπάνω.
*Σημείωση: Κατά τη μεταγραφή (στο μονοτονικό) διατηρήθηκε η ορθογραφία της έκδοσης.
Σχετικά θέματα:
Άκου εκεί… «αναπαυτήρια εργατών»!
Θέλετε να μιλήσουμε για τον Σοσιαλισμό;