Νικολάκη μη παίζεις με τα κανάλια!!»
Γράφει ο Οικοδόμος //Τη θυμάμαι καλά. Μεγάλη σε όλες τις διαστάσεις της. Κλεισμένη σε ένα ξύλινο κουτί που γυάλιζε και τη μια όψη του την κάλυπτε ένα σκούρο τζάμι. Δίπλα στο τζάμι ξεχώριζαν δυο σειρές από κουμπιά και διακόπτες, πάνω από την ονομασία της μάρκας. Η θέση της πάνω σ’ ένα στενό τραπεζάκι με ένα ράφι χαμηλά και ψηλόλιγνα πόδια που κατέληγαν σε μικρά ροδάκια. Τη ράχη της στόλιζε πάντα το αριστοτεχνικά πλεγμένο από τα χέρια της μάνας λευκό σεμέν που, πριν την ανοίξει, το γύριζε και το δίπλωνε προς τα πάνω με προσοχή, και όταν την έκλεινε το επανέφερε στη θέση του «ζυγίζοντας» με το βλέμμα της τις αποστάσεις και διορθώνοντας μέχρι να επιτευχθεί η συμμετρία.
Όταν μπήκε στο σπίτι έγινε κανονική… επανάσταση και δεν πέρναγε η ώρα μέχρι να συνδεθεί η κεραία και ν’ αρχίσει να παίζει. Από τότε ξεχύθηκαν μπροστά μας χιλιάδες ασπρόμαυρες εικόνες που συντρόφευαν την οικογένεια σε μια κατάσταση πρωτόγνωρη, αφού με το ραδιόφωνο είχαμε συνηθίσει να ακούμε αλλά να μη βλέπουμε.
Ήταν Φλεβάρης του 1966 όταν από το στούντιο του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) στην Αθήνα, βγαίνει στον αέρα επίσημα η πρώτη δοκιμαστική τηλεοπτική εκπομπή, επισφραγίζοντας δοκιμαστικές προσπάθειες που είχαν ξεκινήσει πέντε χρόνια νωρίτερα στη Θεσσαλονίκη. Χιλιάδες άνθρωποι, σπρώχνονται μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων ηλεκτρικών ειδών για να δουν με τα μάτια τους το μεγάλο επίτευγμα της τεχνολογίας που μέχρι τότε διάβαζαν για αυτό στον τύπο. Λίγους μήνες μετά ξεκινά δοκιμαστικές εκπομπές και η Τηλεόρασις Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ), που σύντομα θα μετονομαστεί σε Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ), και έτσι δυο κρατικά κανάλια ―ένα πολιτικό και ένα στρατιωτικό― αναλαμβάνουν την «ενημέρωση» και την «ψυχαγωγία» του λαού. Και η κυβέρνηση, για λογαριασμό της εξουσίας, αρχίζει να περιεργάζεται ―όπως ένα παιδί το καινούργιο παιχνίδι που του δώρισαν― το νέο και πολλά υποσχόμενο για τη χειραγώγηση της μάζας «παιχνίδι». Που αποδείχτηκε κανονικό όπλο, εξόχως αποτελεσματικό στα χέρια επιδέξιων χειριστών και την αποτελεσματικότητα του οποίου, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, ο καθένας μπορεί να διακρίνει στις μέρες μας.
Ένα χρόνο και κάτι μετά, το πρωινό της 21ης Απρίλη του 1967, οι κάτοικοι αυτής της χώρας ξυπνούν από τους ήχους των ερπυστριών των τανκς και τα «ταραταντζούμ» των στρατιωτικών εμβατηρίων που μεταδίδονται από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Μια κλίκα ανδρείκελων με στολές συνταγματαρχών αναλαμβάνει να «σώσει την πατρίδα από τον κομμουνιστικό κίνδυνο», δίνοντας την έσχατη «λύση» στα αδιέξοδα της ―αστικής― δημοκρατίας (που ως γνωστόν… δεν έχει αδιέξοδα). Η τηλεόραση που ήδη έχει αρχίσει δειλά δειλά να μπαίνει και στα λαϊκά σπίτια, γίνεται στα χέρια τους το πολυτιμότερο ίσως όργανο προπαγάνδας του νέου στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου λειτουργίας της τηλεόρασης εκείνη την περίοδο πραγματεύεται η κινηματογραφική ταινία «Λούφα και παραλλαγή» (1984). Μια ομάδα στρατιωτών που υπηρετούν τη θητεία τους στην ΤΕΔ, ενημερώνονται ότι… έκαναν επανάσταση και τότε ένας αυθόρμητα λέει: «Και εγώ είχα μείνει με την εντύπωση ότι ο λαός κάνει τις επαναστάσεις»! Με τρόπο γλαφυρό και κωμικό στην ταινία περιγράφεται η αποστολή που αναλαμβάνει η τηλεόραση στην προπαγάνδιση της «νέας κατάστασης», ο πρωτόγονος ―σε σχέση με το σήμερα― εξοπλισμός και τρόπος λειτουργίας της και τα (υπο)προϊόντα που σερβίρει στο λαό.
Στην πραγματική ζωή η χούντα εκμεταλλεύεται τις αυξημένες δυνατότητες που παρέχει η τεχνολογία που καλπάζει και επενδύει αφειδώλευτα σε «άρτον και θεάματα». Δίνει βαρύτητα στη μετάδοση των μεγάλων παγκόσμιων αθλητικών γεγονότων της εποχής, ενώ μεγάλος αριθμών τηλεοπτικών προϊόντων υποκουλτούρας με τη μορφή «σειρών» εισρέουν ―με το αζημίωτο φυσικά― από τις σύμμαχες και «φίλες» ΗΠΑ. Ξεκινούν οι πρώτες εκπομπές λόγου (τοκ σόου), δημιουργούνται οι πρώτοι «τηλεστάρ» δημοσιογράφοι, ενώ χιλιάδες έλληνες τηλεθεατές προστίθενται στα εκατομμύρια που παγκοσμίως παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα σε ζωντανή σύνδεση τα πρώτα βήματα ανθρώπου στο φεγγάρι.
Το κοινό έχει ήδη κλειστεί στα σπίτια του απολαμβάνοντας τη νέα μορφή διασκέδασης που δεν απαιτεί σπατάλη χρημάτων ούτε χάσιμο χρόνου σε μετακινήσεις. Γυρίζονται πολλά ελληνικά σήριαλ (αφού πρώτα περάσουν από το ψαλίδι της λογοκρισίας), οι ηθοποιοί γίνονται «σταρ» (ή μεγαλύτεροι «σταρ»), ο τύπος γράφει, οι τηλεοπτικές εκπομπές και τα ραδιόφωνα τούς προβάλουν και αρχίζει έτσι να διαμορφώνει διαστάσεις αυτό που αργότερα θα ονομαστεί «σόουμπιζ». Η τηλεόραση των συνταγματαρχών θα «δώσει ρέστα» στα γεγονότα του Πολυτεχνείου με την αλήστου μνήμης συνέντευξη-ανάκριση φοιτητών από τον χουντόφιλο δημοσιογράφο Μαστοράκη. Μέσα σε όλα αυτά αρχίζει ήδη να κάνει τα πρώτα της βήματα η διαφήμιση, που θα τελειοποιήσει στη συνέχεια την τηλεόραση στο πιο αποτελεσματικό εργαλείο απονεύρωσης της σκέψης, διαμόρφωσης της βούλησης και φθοράς της συνείδησης του πολίτη-τηλεθεατή.
Η επιστροφή της «δημοκρατίας στον τόπο που γεννήθηκε» θα προβληθεί σε απ’ ευθείας μετάδοση από το αεροδρόμιο του Ελληνικού όπου προσγειώνεται το αεροπλάνο που μεταφέρει τον «εξόριστο» Κωνσταντίνο Καραμανλή, και το Γενάρη του 1974 το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως (ΕΙΡΤ) ―όπως έχει ήδη μετονομαστεί το ΕΙΡ― εγκαθίσταται στο γνωστό ―νεόδμητο τότε― κτίριο της Λεωφ. Μεσογείων στην Αγία Παρασκευή.
Η μεταπολίτευση γέννησε προσδοκίες για εκδημοκρατισμό και στην τηλεόραση που όμως σύντομα διαψεύστηκαν. Το μοντέλο της χουντικής ραδιοτηλεόρασης παραμένει χωρίς να γίνουν βαθιές τομές, παρά το γεγονός ότι η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας διορίζει κατά καιρούς στη διοίκησή της και σημαντικές προσωπικότητες που ξεχωρίζουν για το δημοκρατικό τους ήθος. Επιπλέον το πελατειακό κράτος και η κακοδιοίκηση ενός οργανισμού που δεν δημιουργήθηκε για να υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες αρχίζουν να τρέφουν μια κατάσταση που διογκώνεται χρόνο με το χρόνο. Η αξιοκρατία, η αντικειμενικότητα, η δημοκρατική λειτουργία παραμένουν άγνωστες λέξεις, παραμερισμένες από άλλες όπως ρουσφέτι, διορισμός, βόλεμα, κομματική παρέμβαση. Η σημαντικότερη ίσως αλλαγή που συντελείται λίγο πριν στη χώρα ανατείλει ο «πράσινος ήλιος της αλλαγής» είναι το πέρασμα από την ασπρόμαυρη στην έγχρωμη εικόνα.
Τον Οκτώβρη του 1981 το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου κερδίζει τις εκλογές. Οι προσδοκίες του λαού για εκδημοκρατισμό και αλλαγή είναι τώρα πολλαπλάσιες απ’ ότι πριν από εφτά χρόνια. Το ίδιο και για την τηλεόραση. Αμέσως μετά την αποστρατικοποίηση της ΥΕΝΕΔ και τη σύσταση της ΕΡΤ, ξεκινάει ένα χωρίς προηγούμενο όργιο διορισμών-ρουσφετιών και κυβερνητικής παρεμβατικότητας, ενώ μια νέα «αισθητική» έρχεται και… με ένα «ΚΛΙΚ» απλώνει τα δηλητηριασμένα δίχτυα της πάνω από την ελληνική κοινωνία. Ο αγώνας με… τον ερχομό του λαού στην εξουσία «δικαιώνεται» (είχε προηγηθεί το 1976 η… κατάργηση της πάλης των τάξεων από τον νεοδημοκράτη υπ. εργασίας Κ. Λάσκαρη), άρα, για την κυβέρνηση αποστολή της τηλεόρασης είναι να εμπεδώσει στις συνειδήσεις αυτή τη «δικαίωση». Είναι η εποχή που χτίζονται τα νέα «τζάκια», θεμελιώνονται αυτοκρατορίες στα ΜΜΕ και αλλού, τα ζιβάγκο αντικαθίστανται από «αρμάνι», ξυρίζονται τα μουστάκια και ανδρώνονται οι νέες γενιές λαμόγιων, την ώρα που γίνεται πάρτι με τα «πακέτα Ντελόρ» και ριζώνει όλο και βαθύτερα το σύστημα της «διαπλοκής».
Υπουργοί τηλεφωνούν και υπαγορεύουν σε δημοσιογράφους κανονικά δελτία ειδήσεων, εκπομπές κόβονται στον αέρα, χρυσοπληρωμένες διοικήσεις εναλλάσσονται μαζί με… τα οράματα του κάθε διορισμένου διοικητή της ΕΡΤ για… πλουραλισμό, εξυγίανση και αξιοκρατία· γίνονται εκατοντάδες προσλήψεις με κύριο «εφόδιο» ή «προϋπηρεσία» το «χαρτί της κλαδικής», παραμένει κυρίαρχος ο μιμητισμός στα ξένα πρότυπα, ενώ ιδρύεται ένα ακόμα κρατικό κανάλι στη Θεσσαλονίκη.
Και φτάνουμε στην εποχή που ο προφητικός στίχος του τραγουδιού του Χάρρυ Κλυνν (αχ και να είχαμε κανάλια πολλά!) γίνεται πραγματικότητα. Και, επιτέλους, το τηλεκοντρόλ αποχτάει στα χέρια του τηλεθεατή το ρόλο για τον οποίο σχεδιάστηκε. Τα τρία ―και κρατικά― κανάλια είναι λίγα, και η γλώσσα δεν κάνει προσιτά τα κανάλια που μέσω δορυφόρων «εισβάλλουν» από την αλλοδαπή. Η «ελεύθερη» πλην όμως ιδιωτική τηλεόραση είναι γεγονός. Μικρά και «μεγ-κ-άλα» κανάλια αρχίζουν να εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο. Βιομήχανοι, μεγαλοεκδότες, επιχειρηματίες, μεγαλοεργολάβοι γίνονται με αδιαφανείς διαδικασίες, κυριολεκτικά σε μια νύχτα, «καναλάρχες» και παίρνουν θέση γύρω από την πίτα της νέας μεγάλης αγοράς. Όμως το παιχνίδι θέλει κι άλλους παίκτες.
Οι τηλεθεατές εκστασιασμένοι από την πολύχρωμη ποικιλία των προγραμμάτων, και την επίφαση πολυφωνίας και πλουραλισμού που κατακλύζει τους δέκτες τους, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι πιάνουν θέση στους καναπέδες. Νιώθουν πρωταγωνιστές ενώ στην ουσία δεν έχουν ούτε το ρόλο του κομπάρσου. Ο όποιος δικός τους λόγος και συμμετοχή είναι ο χειρισμός του τηλεκοντρόλ (και… ο Νικολάκης δεν μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό). Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά απλοί πελάτες αναγκών που κάποιοι τους έπεισαν ότι έχουν. Και δεν μπορούν ακόμα τότε να διανοηθούν ότι σε λίγα χρόνια μπροστά σε δέκτες που η πιστότητα μετάδοσης εικόνας θα συναγωνίζεται τον ρεαλισμό της κανονικής ζωής, το τηλεκοντρόλ ―παρά το ότι θα έχει γίνει πια προέκταση του χεριού-εαυτού τους― θα τους είναι πια άχρηστο· όλα τα κανάλια θα παίζουν τα ίδια.
Φτάνουμε στην εποχή της «αφθονίας», της «ευδαιμονίας», της προσπάθειας ―από μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας― για κορεσμό με κάθε τρόπο καταναλωτικών αναγκών που πολλές φορές δεν είναι πραγματικές. Η διαφήμιση έχει περάσει πια στο επίπεδο να επιβάλλει στον τηλεθεατή τις «ανάγκες» του και να του πουλάει τη λύση τους. Διαφημιστές, επικοινωνιολόγοι, και κάθε λογής ξενόφερτοι ή ξενοσπουδαγμένοι «σύμβουλοι» καθορίζουν πώς θα ενημερωθεί, πώς θα διασκεδάσει, τι θα αγοράσει και τι θα ψηφίσει ο τηλεθεατής πολίτης-πελάτης. Στις φωνές που αντιστέκονται απαντά η γνωστή επωδός «αυτά πουλάνε, αυτά θέλει ο κόσμος». Μπορεί να είναι κι έτσι. Ένας «κόσμος» βυθισμένος στον καναπέ του, που γαλουχήθηκε και εκπαιδεύτηκε να μην μπορεί να ξεχωρίσει την εικονική πραγματικότητα από την κανονική ζωή είναι βέβαιο ότι αυτά τον συγκινούν. Θα το επιβεβαιώσει λίγο μετά, στα χρόνια της «κρίσης», ακολουθώντας με το «τηλεκοντρόλ» των επιλογών του κάθε φορά και ένα από τα «κανάλια» της ψευδαίσθησης, του φόβου, της αυταπάτης, της επίπλαστης αισιοδοξίας, της υποταγής.
Το μαχαίρι όταν κόβει το ψωμί είναι ένα χρήσιμο εργαλείο· όταν καρφώνεται στην καρδιά γίνεται φονικό όπλο. Η διαφορά βρίσκεται στο χέρι που κρατάει το μαχαίρι, στη βούληση που θα το κινήσει. Όσο η τηλεόραση βρίσκεται στα χέρια της εξουσίας του κεφαλαίου, θα «σκοτώνει» για λογαριασμό της· για να αυξήσει τα κέρδη και να επιβάλει τη διαιώνισή της με τρόπο που θα την εξυπηρετεί καλύτερα κάθε φορά. Από την κατ’ επίφαση πολυφωνία, τις μετρημένες οάσεις αληθινής ψυχαγωγίας και πολιτισμού, μέχρι το κλείσιμο της ΕΡΤ με διαδικασίες που θυμίζουν την εφταετία των συνταγματαρχών.
Γι αυτό «Νικολάκη» κλείσε την τηλεόραση. Άνοιξε την πόρτα που σε κρατάνε κλεισμένο και βγες έξω· δες, μύρισε, άρπαξε με τα χέρια σου και αντιμετώπισε την πραγματική ζωή. Μη χαραμίζεις τη δύναμή σου και μη πουλάς την ψυχή σου στους εμπόρους. Πάρε πίσω όσα σου ανήκουν. Μην κουραστείς να «περπατάς»· κι αν κουραστείς, άνοιξε ένα βιβλίο.