Διάβασα χθες το άρθρο του Δ. Ψαρρά, με τίτλο «Ποιος δικάζει τη Χρυσή Αυγή;», όπου επιχειρεί να υπερασπιστεί το πρωτοσέλιδο της Εφσυν, όπου στο «τείχος της δημοκρατίας» συμπεριλαμβάνεται και ο Α. Σαμαράς, παίρνοντας μάλιστα προσωπικά την ευθύνη της επιλογής αυτής και καλώντας όσους αντέδρασαν να κατηγορήσουν αποκλειστικά τον ίδιο. Αφού λοιπόν έτσι το θέλει, θα σταθώ στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσει στο συγκεκριμένο κείμενο, η οποία συνοψίζεται σε τρία σημεία.
Καταρχάς, καταλογίζει στους επικριτές της εφημερίδας ότι οι αντιδράσεις τους εστιάστηκαν μόνο στο εξώφυλλο και δεν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν το ειδικό αφιέρωμα στη δίκη της ΧΑ, το οποίο θα ανέτρεπε την αρχική, κατ’ αυτόν λανθασμένη, παραπλανητική και άδικη, εντύπωσή τους. Βέβαια, δε χρειάζεται να έχει σπουδάσει κάποιος δημοσιογραφία ή πολιτική επικοινωνία για να αντιληφθεί ότι το πρωτοσέλιδο δεν είναι κάτι δευτερεύον ή επιφανειακό, αλλά αυτό που δίνει το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα μιας εφημερίδας σχετικά με ένα θέμα της επικαιρότητας, το οποίο σε καμία περίπτωση δε σχετικοποιείται και δεν ακυρώνεται από όσα γράφονται στη συνέχεια.
Κατόπιν, ως τεκμήριο της αταλάντευτης δημοκρατικής και αντιφασιστικής του τοποθέτησης, που θεωρεί ότι κανένας δε μπορεί να την αμφισβητεί, ο Δ. Ψαρράς επικαλείται την πολύχρονη προσωπική του έρευνα για την προέλευση και τη δράση της ΧΑ και τον σημαντικό ρόλο της εφημερίδας στην αποκάλυψη του εγκληματικού της χαρακτήρα και των ποικίλων ισχυρών οργανωτικών και ιδεολογικών δεσμών της με τμήματα των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών και τη συντηρητική (ακρο)δεξιά, που εκπροσωπείται από τον Α. Σαμαρά και τον κύκλο του εντός της ΝΔ. Όλα αυτά είναι ευρέως γνωστά και αναγνωρίζονται από κάθε καλοπροαίρετο και προοδευτικό πολίτη. Ωστόσο, ακριβώς αυτή η διαχρονικά σταθερή συμβολή της ΕφΣυν στην πάλη κατά του φασισμού και της άκρας δεξιάς είναι που καθιστά το εν λόγω πρωτοσέλιδο ακόμη πιο άτοπο και προκλητικό, γιατί η συνέπεια στην υπεράσπιση της δημοκρατίας εναντίον του φασισμού και του αυταρχισμού δεν είναι δεδομένη, αλλά πρέπει να επιβεβαιώνεται διαρκώς και με κάθε ευκαιρία.
Το τρίτο, και κατά τη γνώμη μου το σημαντικότερο σημείο, είναι η εκτίμηση του αρθρογράφου ότι η ΧΑ δε δικάζεται από το λαό ή το αντιφασιστικό κίνημα, αλλά από τους επίσημους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας, εν προκειμένω το αρμόδιο δικαστήριο. Άρα, σύμφωνα με το σκεπτικό του, το σημαντικότερο είναι να διασφαλιστεί μια όσο το δυνατόν ευρύτερη συστράτευση των πολιτικών δυνάμεων στο «δημοκρατικό τείχος» εναντίον της ΧΑ, και αυτό προϋποθέτει να συμπεριληφθεί και η κυβέρνηση Σαμαρά, στην οποία οφείλουμε να πιστώσουμε ότι, παρά τη μέχρι τότε αδιαφορία της για ζήτημα και τους διαύλους επικοινωνίας που διατηρούσε με τη ΧΑ, μετά τη δολοφονία Φύσσα και τις μαζικές αντιδράσεις που ακολούθησαν, πήρε την πρωτοβουλία να κινητοποιήσει για πρώτη φορά συντεταγμένα το σύνολο του κρατικού μηχανισμού και να ξεκινήσει τη δίωξη του νεοναζιστικού μορφώματος. Πρόκειται για ένα επιχείρημα ταυτολογικό και βαθιά υποκριτικό. Αφενός, ενώ αρχικά αναγνωρίζει το ρόλο των λαϊκών αντιδράσεων ως καταλύτη για την αλλαγή στάσης της κυβέρνησης, τις βάζει αμέσως στο περιθώριο χαρακτηρίζοντάς τες «λαό» και «κίνημα», με τα εισαγωγικά να αποπνέουν σαφώς υποτιμητική διάθεση. Αντίστοιχα, ανάγει την τότε κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό σε προνομιακό ή αποκλειστικό διώκτη των νεοναζί, ενώ ο ίδιος παραδέχεται τους μεταξύ τους στενούς δεσμούς και το γεγονός ότι χρειάστηκε η δολοφονία ενός νέου και γνωστού αντιφασίστα μουσικού για να πράξουν οι κυβερνώντες το αυτονόητο. Αφετέρου, και ακόμη χειρότερα, στο όνομα της οικοδόμησης του «δημοκρατικού τείχους», εξομοιώνει τα θύματα της ναζιστικής συμμορίας με όσους την ανέχτηκαν, την ενίσχυσαν και συνεργάστηκαν μαζί της από θέσεις εξουσίας, φτάνοντας μάλιστα μέχρι το σημείο να καταδικάσει το μαχητικό αντιφασισμό του δρόμου ως εμφυλιοπολεμικό κατάλοιπο και όργανο εξυπηρέτησης της τακτικής της ΧΑ, σε μια ξαναζεσταμένη εκδοχή της γνωστής θεωρίας των «δύο άκρων».
Συμπερασματικά, το άρθρο στηρίζεται σε σαθρά και έωλα επιχειρήματα, τα οποία προσβάλλουν το φρόνημα και τη νοημοσύνη των δημοκρατικών και προοδευτικών ανθρώπων που δικαιολογημένα αντέδρασαν σε μια επιεικώς απαράδεκτη κίνηση. Η στάση αυτή δείχνει αμετροέπεια και αλαζονεία, που επιδεινώνει την εικόνα που σχηματίστηκε και δεν τιμά ούτε τον αρθρογράφο ούτε την εφημερίδα που επιδιώκει να υπερασπιστεί. Τούτων δοθέντων, δικαιούμαστε και εμείς να αναρωτηθούμε: «Ποιους δουλεύει ο Δημήτρης Ψαρράς;».