Ο Νίκος Μπελογιάννης στη δίκη
|
Στη
συνείδηση του κάθε προοδευτικού, τίμιου λαϊκού αγωνιστή, η φυσιογνωμία
του Νίκου Μπελογιάννη είναι περισσότερο συνυφασμένη με την ανυποχώρητη
στάση ζωής του, την αυτοθυσία του και το ολοκληρωτικό δόσιμο στο Κόμμα
που τον γέννησε και τον ανέθρεψε, το ΚΚΕ. Η απολογία του στο
στρατοδικείο παραμένει ακόμα φάρος για το ήθος και τη θυσία των
κομμουνιστών, εμπνέοντας κάθε νέο αγωνιστή.
Εντούτοις, λιγότερο
γνωστή είναι η πλευρά του ως κοινωνικού ερευνητή και ιδιαίτερα τα
φιλολογικά ενδιαφέροντά του, τα οποία εκφράζει μέσα από το πρίσμα του
Μαρξισμού - Λενινισμού. Ο Μπελογιάννης δεν είναι μόνο πολεμιστής για μια
καλύτερη, λεύτερη Ελλάδα, αλλά και ένας οξυδερκής νους που
προβληματίζεται, ερευνά και προσπαθεί να δώσει νέα, επαναστατική πνοή
στη γερασμένη φιλολογία της εποχής, τη γερασμένη από τη σκόνη των
τεταρτοαυγουστιανών σαλονιών. Μέσα από το έργο του «Οι πρώτες μακρυνές
ρίζες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», το οποίο συγγράφει σε αντίξοες
συνθήκες (κρατούμενος - καταδικασμένος στις φυλακές της Κέρκυρας),
φαίνεται από την αρχή έως και το τέλος η έγνοια, το μέλημά του να
αποτινάξει όλη την αντιεπιστημονική σκουριά που συσσώρευσαν στο σώμα της
μελέτης της νεοελληνικής λογοτεχνίας οι «κύριοι καθηγηταί». Το βιβλίο
ακόμα και τώρα, 65 χρόνια περίπου μετά από τη συγγραφή του, τορπιλίζει
συνειδήσεις και συγκρούεται με «αλήθειες» που θεωρούμε δεδομένες ήδη από
τα σχολικά χρόνια.
Σύγκρουση με το μύθο του «Δεύτερου Ελληνικού Πολιτισμού» του Βυζαντίου
Το πρωτότυπο του σκίτσου του Πικάσο όπως δημοσιεύθηκε ολοσέλιδο στην «Ουμανιτέ» στις 31 Μάρτη 1952
|
Προσπαθώντας,
λοιπόν, να ιχνηλατήσει τις πρώτες μακρινές ρίζες της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, ο Μπελογιάννης πρέπει πρώτα και κύρια να αναμετρηθεί με
έναν μύθο που γιγαντώθηκε στη συνείδηση του λαού, που καλλιεργήθηκε σε
συμπαιγνία με την Εκκλησία και την άρχουσα τάξη και λειτούργησε βολικά
για τη μεταξική δικτατορία: Και αυτός δεν είναι άλλος από το μύθο του
«Δεύτερου Ελληνικού Πολιτισμού» του Βυζαντίου. Το Βυζάντιο, στα χρονικά
όρια του οποίου εντοπίζονται τα σπέρματα της λαϊκής λογοτεχνικής
παραγωγής του νεοελληνικού έθνους, δεν υπήρξε ουδέποτε μια ελληνική
κρατική δομή με μια αντίστοιχα ελληνική εθνική συνείδηση. Ηταν και
παρέμεινε μέχρι το τέλος του το αντίθετο, δηλαδή μια πολυεθνική
αυτοκρατορία που λειτουργούσε ως τροχοπέδη στη διαμόρφωση των εθνών που
το συναποτελούσαν. Ο Μπελογιάννης δηλώνει ξεκάθαρα πως το Βυζάντιο
στάθηκε εμπόδιο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνότητας. Η
αναχρονιστική, σε σχέση με το πνεύμα της εποχής, οικονομική δομή του,
που δεν πέρασε ποτέ σε μια δυτικού τύπου φεουδαρχία με μικρούς
παραγωγούς, εγκυμονούσε από μόνη της την πεπερασμένη ύπαρξη αυτής της
σκοταδιστικής, αποπνικτικής κοινωνίας που περιφρονούσε το λαό και τα
γεννήματά του. Οι τέχνες, λοιπόν, δε θα μπορούσαν να αποδράσουν από το
σφιχτό εναγκαλισμό της θρησκείας. Το δυστυχέστερο είναι μάλιστα πως,
όπως παραδέχεται και ο ίδιος, με την αρχαιοελληνική κληρονομιά θα
μπορούσε το Βυζάντιο «να δημιουργήσει ένα αναγεννητικό κίνημα πολύ
βαθύτερο και πλατύτερο από εκείνο της Δύσης». Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ
καθώς οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δεν το επέτρεψαν.
Η
φιλολογία μοιραίο ήταν λοιπόν να καταλήξει κόλακας του αυτοκρατορικού
θεσμού, λιβανιστής της θεολογίας. Τα θέματα που κυριαρχούν στα έργα των
βυζαντινών «σοφών» είναι επικεντρωμένα στη γλοιώδη, υποκριτική ζωή των
ευγενών και των οικόσιτων κολάκων του αυτοκράτορα. Ο λαός είναι
βρώμικος, χυδαίος στα μάτια τους:
«Οι λόγιοι μισούν το λαό αν δεν τον περιφρονούν»,
υπογραμμίζει ο Μπελογιάννης. Αναπόφευκτο, λοιπόν, να απεχθάνονται και
τη γλώσσα του. Η Αννα η Κομνηνή, στην περίφημη «Αλεξιάδα» της, ζητά
συγγνώμη που χρησιμοποιεί
«χυδαίες λέξεις». Πώς, λοιπόν, σε ένα
τέτοιο εχθρικό περιβάλλον να καρποφορήσει η νεοελληνική γλώσσα και να
τεθούν σε κίνηση οι μηχανισμοί της κοινωνικής εξέλιξης; Την ίδια στιγμή,
η Δύση διαμορφώνει σε πρωτόλειο βαθμό τις δικές της εθνικές
γραμματείες.
Σημειώσεις
του Ν. Μπελογιάννη (στις φυλακές της Κέρκυρας) για την Ιστορία της
Λογοτεχνίας, γραμμένες στην πίσω πλευρά αίτησης χάριτος
|
Δεδομένων
όλων αυτών, προχωρούμε αργά, μέχρι τον 12ο αιώνα, ασθμαίνοντας σχεδόν,
για να καταγραφεί ένα έργο σε γλώσσα μεικτή, κάποια στιχουργήματα δηλαδή
του «Φτωχοπρόδρομου» που αντικατοπτρίζουν άλλωστε και το τέλμα που
βρίσκονται οι λόγιοι τρόφιμοι της Αυλής.
Πλέον οι κολακείες και οι ύμνοι δεν αποδίδουν και η επιβίωση γίνεται πιο ασφυκτική για τους λόγιους αυλοκόλακες.
«-
Αφού δε τάχα γέγονα γραμματικός τεχνίτης/ επιθυμώ και το ψωμίν και του
ψωμιού την μάνναν,/ υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:/ - Ανάθεμαν
τα γράμματα Χριστέ, και οπού τα θέλει!»
Ετσι, λοιπόν,
αναφωνεί ο στιχουργός Θεόδωρος Πρόδρομος. Η τριβή με τους Δυτικούς λίγο
αργότερα, με την άλωση του 1204, θα φέρει και τα πρώτα έμμετρα παραμύθια
και μυθιστορήματα όπως «Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», «Λίβιστρος και
Ροδάμνη» κ.λπ. Εντούτοις και εδώ θα παρεισφρήσει η αποπνικτική ανάσα του
βυζαντινού σκοταδιού: Η γυναίκα θεωρείται κτήνος που αγοράζεται και ως
εκ τούτου δεν υπάρχει καν υποψία ιδανικού έρωτα μεταξύ άντρα και
γυναίκας σ' αυτά τα έργα. «Η καταθλιπτική πνευματική πίεση των
καλόγερων» πάνω στο πνεύμα κάνει τον έρωτα να θεωρείται αμάρτημα.
Οι
φόρμες έκφρασης αυτής της εποχής (12ος αιώνας) περιλαμβάνουν και
σατιρικά, διδακτικά στιχουργήματα που κρύβουν πίσω τους μια λαϊκή
κληρονομιά ή και αποτύπωμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Συναξάρι του
τιμημένου γαϊδάρου» που πρόκειται για μια καμουφλαρισμένη σάτιρα των
δυνατών και του κλήρου. Από τη μεγάλη όμως λαϊκή παραγωγή, που εικάζουμε
ότι υπήρχε, δε σώζονται παρά σπαράγματα και δυστυχώς όχι τα πιο
αιχμηρά. Αποκαλυπτικό το δίστιχο που τραγουδούσε ο λαός στον Ιππόδρομο
για το μεθύστακα αυτοκράτορα Φωκά:
«Πάλι τον καύκον έπιες/ πάλιν τον νουν απώλεσας».
Οι ρίζες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας βρίσκονται στη λαϊκή ποίηση
Το
ταξίδι του Μπελογιάννη συνεχίζεται με τα ιστορικά δημιουργήματα και το
γνωστότερο από αυτά, «Το Χρονικόν του Μορέως» που μάλλον έχει γραφτεί
από Γασμούλο, Ελληνοφράγκο δηλαδή, στην καταγωγή. Οσον αφορά την
πεζογραφία, αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτη σε λαϊκή γλώσσα. Λίγα επιβίωσαν
και αυτά προερχόμενα από την υστεροβυζαντινή περίοδο, παρόλο που οι
ιστορικές ενδείξεις αποκαλύπτουν ότι κυκλοφορούσαν ευρέως και ήταν
σατιρικά. Σίγουρο πως το χέρι των καλόγερων φρόντισε να μη φτάσουν ως
εμάς, όπως και κάθε σκίρτημα της λαϊκής συνείδησης.
Αντίθετα,
λοιπόν, με τις κρατούσες και πριμοδοτούμενες από το καθεστώς φόρμες
έκφρασης, εκεί που μπορούμε να βρούμε πραγματικά τις ρίζες της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι στη λαϊκή ποίηση, όπως και όπου αυτή
εκφράζεται: Στα λαϊκά τραγούδια, στις παροιμίες, στα μοιρολόγια κ.λπ.
Και εδώ αφήνουμε τον ενθουσιασμό του Μπελογιάννη να μας πει:
«Μέσα
στο τραγούδι (ενν. ο λαός) βάζει την ψυχή του την τόσο μεγάλη, τόσο
ζωντανή, γεμάτη ανθρωπιά κι αισιοδοξία, λεβεντιά και ευγένεια. Η αρχή
της αφύπνησης από την πνευματική αποχτήνωση που είχαν καταδικαστεί οι
λαοί, εκφράζεται μ' έναν πλούτο από τα μεγάλα κι ευγενικά αισθήματα που
πλημμυρίζουν την καρδιά και την ψυχή του απλού ανθρώπου. Ρωμαλέο
αντίκρυσμα της ζωής, σεβασμός στη γυναίκα και στη δουλειά, έρωτας υγιής,
γεμάτος ψυχική ευγένεια, μίσος στους τυράννους, λατρεία στους λαϊκούς
ήρωες». Και όπως υπενθυμίζει παρακάτω σ' αυτούς που τείνουν να ξεχνάνε κάποιες φορές:
«Η ποίηση βγαίνει μέσα από τη ζωή και όχι μέσα από τη μούχλα».
Η
ίδια η εξέλιξή της δείχνει το στίγμα του λαού που επιβάλλει de facto
την εξαφάνιση της προσωδίας και την επικράτηση του δεκαπεντασύλλαβου
τονικού στίχου. Και εδώ όμως οι Βυζαντινοί λόγιοι πολέμησαν με λύσσα το
λαϊκό στίχο. Ο Μπελογιάννης μάς πληροφορεί πως ο Τζέτζης τα νέα μέτρα τα
ονομάζει
«μέτρα της αγύρτιδος (γλώσσας)». Αυτή η στάση των λογίων ήθελε να καταπνίξει το νέο, να
«πνίξει το μωρό στην κούνια»,
να μην επιτρέψει τη γέννηση της νεοελληνικής εθνότητας. Ευτυχώς για
εμάς δεν το κατάφερε, αλλά του άφησε πολλά σημάδια γέννησης που το
σημάδεψαν στην εφηβεία του.
Ο «πόνος του ξενιτεμένου», «Τ'
αγαπημένα αδέρφια και η κακή γυναίκα» είναι πανέμορφες εκφράσεις της
λαϊκής ψυχοσύνθεσης που σ' αυτές ο Μπελογιάννης διακρίνει έναν λαό που
διεκδικεί το δικαίωμά του ν' ανασάνει, να εκφραστεί και να δηλώσει πως
είναι ιστορικά παρών, έναν λαό που θέλει να δηλώσει πως δεν έχει καμία
σχέση η ζωογόνα δύναμή του με το συρφετό των σπιούνων και των
μηχανορράφων της βυζαντινής εξουσίας.
Το λαϊκό έπος των ακριτικών τραγουδιών
Κάπως
έτσι, λοιπόν, περνάμε θεματικά στην κορυφαία έκφραση της νηπιακής
νεοελληνικής λογοτεχνίας: Στο λαϊκό έπος των ακριτικών τραγουδιών που
κατά τον συγγραφέα δίπλα στην αγάπη, τη χαρά και το πόνο τραγουδούν τη
λεβεντιά. Οι ημιαυτόνομοι από την εξουσία ακρίτες τροφοδοτούν με ενέσεις
ηρωισμού το γόνιμο έδαφος της λαϊκής φαντασίας. Πλάι στους ακρίτες και
οι απελάτες, που η βυζαντινή κρατούσα γνώμη μισεί και συκοφαντεί. Ο
Μπελογιάννης τους παρομοιάζει με τους αρματολούς των οθωμανικών χρόνων,
ομάδες ελεύθερες που δεν πειθαρχούσαν σε καμία εξουσία. Τα ακριτικά
τραγούδια φανερώνουν από μόνα τους τον κόσμο που τα γέννησε: Εναν κόσμο
μεικτό, εκεί που συναντιέται ο Σαρακηνός Αραβας με τον Ακρίτα (ο Διγενής
άλλωστε έχει πατέρα Σαρακηνό), έναν κόσμο που η λέξη πατρίδα είναι
άγνωστη. Υπογραμμίζει ότι χαρακτηριστικό τους είναι
«η τέλεια έλλειψη από αυτά κάθε εθνικού αισθήματος και στοιχείου».
Το σύνολο άλλωστε των ακριτών είναι στη βάση του πολυεθνικό. Οπως όμως
μας έχει διδάξει η πείρα, ό,τι έβγαινε από τα σπάργανα, τις καλύτερες
παραδόσεις του λαού, οι επίσημοι βυζαντινοί το περιφρονούσαν. Στο
τραγούδι του Τσαμαδού (που είναι απελάτης) οι γέροντες προύχοντες
φοβούνται σε περίπτωση που εμφανιστεί στο πανηγύρι. Ετσι καταλήγει ο
Μπελογιάννης να αναφέρει πως
το ακριτικό τραγούδι δεν είναι εθνικό,
δεν είναι ποτισμένο από εθνικισμό και δεν έχει καμία σχέση με το
νεοελληνικό έθνος που ήταν άλλωστε τότε ιστορικά ανύπαρκτο. Μόνος
σύνδεσμος μ' αυτό η ζωντανή και παλλόμενη γλώσσα, η οποία εκφράζει τις
παλινωδίες και τους πόνους της γέννας του νέου Ελληνισμού.
Οπως θα
μπορούσε να προβλέψει ήδη ο προσεκτικός αναγνώστης και στο ακριτικό
έπος, η επίσημη φιλολογία της εποχής προσπάθησε και πάλι να σπιλώσει τον
πυρήνα και τις αξίες του: Το ακριτικό ψευδο-έπος του 11ου
- 12ου αιώνα (κακέκτυπο του «Διγενή Ακρίτα»), με τιποτένια, όπως υπογραμμίζει, λογοτεχνική αξία, είναι ένα
«ανούσιο απλοϊκό κατασκεύασμα» χωρίς το
«δραματικό μεγαλείο του πραγματικού έπους. Δε λείπει από μέσα ούτε το "Πιστεύω"!»
Σ' αυτό το «έπος» διακρίνουμε ένα στιχούργημα της μεγαλοτσιφλικάδικης
αριστοκρατίας που το ιδεολογικό του στίγμα αναλώνεται στη «ματαιότητα
των ανθρώπινων». Εύκολο γι' αυτούς που έχουν ήδη γεμάτη την κοιλιά τους,
όπως θα παρατηρούσε και ο Μπρεχτ. Γι' αυτό και το ψευδο-έπος αυτό
κανένα στοιχείο δεν έχει με την αυθεντική λαϊκή φωνή των ακριτικών
τραγουδιών. Ενδεικτικός ο αντιηρωικός θάνατος του κάλπικου «Διγενή» του
στο ζεστό κρεβάτι του.
«Εκείνος αναστέναξε και έκλαιε στην
κλίνην/ με θρήνους και με δάκρυα πικρά φαρμακωμένα/ όπου ραΐσθην η
καρδιά κ' εθάμπωσεν το φως του...».
Οι βασανισμένοι λαοί και τότε και τώρα χτίζουν τον πολιτισμό τους σε πείσμα των πολιτικών και πνευματικών βασανιστών τους
Καταλήγοντας,
στα συμπεράσματά του, ο Μπελογιάννης αναφέρει πως αυτό που τον ώθησε
στη συγγραφή των «Ριζών» ήταν η απάντηση γύρω από το τι δημιουργικό
προσέφερε το Βυζάντιο στον πολιτισμό, γενικά, και στον νεοελληνικό
πολιτισμό ειδικότερα. Η απάντηση που δίνει είναι ότι όχι απλά δε
λειτούργησε προωθητικά αλλά - τουναντίον - εμπόδισε, και εντέλει
λειτούργησε ως ανάχωμα στην ανάδυση του νεοελληνικού έθνους. Του
κληροδότησε μάλιστα παιδικές ασθένειες όπως το μεγαλοϊδεατισμό και το
λογιοτατισμό που το ταλαιπώρησαν μεταγενέστερα. Ο,τι ακριβώς μίσησε και
πολέμησε φανατικά το βυζαντινό καθεστώς αποτέλεσε δομικό στοιχείο στη
μορφοποίηση του νεοελληνικού έθνους. Αυτό που συμπυκνώνεται, λοιπόν, σ'
αυτό του το έργο είναι περισσότερο η ανάγκη της φιλολογίας, που τίθεται
στο πλάι της εργατικής τάξης, να συγκρουστεί με την παραχάραξη της
Ιστορίας και τις γνώμες των αστών σοφιστών: Γνώμες που στο όνομα του
ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού και του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού»
δικαίωναν ιστορικά - τάχα με την ύπαρξη της «ένδοξης ελληνικής
βυζαντινής αυτοκρατορίας» - τις ιμπεριαλιστικές αιματοχυσίες του 20ού
αιώνα και όπλιζαν το χέρι των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στους λαούς
της ευρύτερης περιοχής.
Και παρ' όλη την προσωρινή ήττα του επαναστατικού κινήματος, φάρος μένει η αισιόδοξη διατύπωση του ίδιου του Μπελογιάννη:
«Οι βασανισμένοι λαοί και τότε και τώρα χτίζουν τον πολιτισμό τους σε πείσμα των πολιτικών και πνευματικών βασανιστών τους».
Εμείς
θα προσθέσουμε πως αυτό ακριβώς οφείλουμε να πράξουμε και τώρα για τη
δικαίωση του πνευματικού και πολιτικού έργου μιας Ελλάδας που υπέφερε
και υποφέρει όσο δεν ανατρέπεται η εξουσία της αστικής τάξης.
- Στα αποσπάσματα από το έργο του Μπελογιάννη που παρατέθηκαν αυτούσια, κρατήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.
Χριστόφορος ΓΙΑΚΟΥΜΕΛΟΣ
Φοιτητής Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών