ΩΣΗΦ ΒΙΣΙΑΡΟΝΟΒΙΤΣ
ΣΤΑΛΙΝ
Αναρχισμός
ή σοσιαλισμός;
Εμείς δεν ανήκουμε
στους ανθρώπους εκείνους που
όταν αναφέρεις τη λέξη «αναρχισμός»
γυρίζουν την πλάτη και σου λένε
κουνώντας περιφρονητικά το
χέρι: «Ορεξη που την έχεις ν'
ασχολείσαι μ' αυτή την
ιδεολογία, δεν αξίζει τον κόπο
ούτε και να μιλάς γι' αυτήν!».
Εμείς νομίζουμε πως μια τέτοια
εύκολη «κριτική» είναι και
ανάξια και ανώφελη.Μερικοί νομίζουν ότι ο μαρξισμός και ο αναρχισμός έχουν τις ίδιες αρχές, ότι μεταξύ τους υπάρχουν διαφωνίες μόνο ταχτικής κι έτσι, κατά τη γνώμη τους, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση ν' αντιπαραθέσουμε τα δύο αυτά ρεύματα.
Αυτό όμως είναι μεγάλο λάθος.
Για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού είναι απαραίτητη η σοσιαλιστική επανάσταση, η σοσιαλιστική όμως επανάσταση πρέπει να αρχίσει με τη δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή το προλεταριάτο πρέπει να πάρει στα χέρια του την πολιτική εξουσία και μ' αυτήν να απαλλοτριώσει την αστική τάξη.
Για να γίνουν όμως όλα αυτά χρειάζεται να αναπτυχθεί το πνεύμα της οργάνωσης, να συσπειρωθεί το προλεταριάτο και να εξασφαλίσει την ενότητά του, όπως επίσης και να δημιουργηθούν γερές προλεταριακές οργανώσεις, που να αναπτύσσονται αδιάκοπα.
Ποιες μορφές οργάνωσης πρέπει να χρησιμοποιήσει το προλεταριάτο;
Οι πιο διαδεδομένες και μαζικές οργανώσεις είναι τα επαγγελματικά συνδικάτα και οι εργατικοί συνεταιρισμοί (κυρίως οι παραγωγικοί - καταναλωτικοί συνεταιρισμοί).
Τα επαγγελματικά συνδικάτα όμως και οι συνεταιρισμοί δεν μπορούν μόνα τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες οργάνωσης του αγωνιζόμενου προλεταριάτου. Και αυτό γιατί οι παραπάνω οργανώσεις δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα πλαίσια του καπιταλισμού, μια και έχουν για σκοπό τους τη βελτίωση της θέσης των εργατών μέσα σ' αυτά τα πλαίσια. Συνεπώς χρειάζεται ακόμα μια οργάνωση που θα συγκεντρώσει γύρω της τα συνειδητά στοιχεία από τους εργάτες όλων των επαγγελμάτων, θα μετατρέψει το προλεταριάτο σε συνειδητή τάξη και θα βάλει για κύριο σκοπό της την καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος και την προετοιμασία της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Τέτοια οργάνωση είναι το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του προλεταριάτου (σ.σ. Το Κ.Κ. εννοεί, που τότε ονομαζόταν ακόμη σοσιαλδημοκρατικό).
Το κόμμα αυτό πρέπει να είναι ταξικό κόμμα, εντελώς ανεξάρτητο από τα άλλα κόμματα και αυτό γιατί είναι το κόμμα της τάξης των προλετάριων, που η απελευθέρωσή τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τα δικά τους τα χέρια.
Το κόμμα αυτό πρέπει να είναι κόμμα επαναστατικό και αυτό γιατί η απελευθέρωση των εργατών μπορεί να συντελεστεί μόνο με επαναστατικό τρόπο, μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το κόμμα αυτό πρέπει να είναι κόμμα διεθνιστικό, οι πόρτες του κόμματος πρέπει να είναι ανοιχτές για κάθε συνειδητό προλετάριο - κι αυτό γιατί η απελευθέρωση των εργατών δεν είναι ζήτημα εθνικό, αλλά κοινωνικό και έχει για τον προλετάριο της Γεωργίας την ίδια σημασία που έχει και για τον προλετάριο της Ρωσίας και για τους προλετάριους των άλλων εθνών.
Από δω βγαίνει καθαρά το συμπέρασμα ότι όσο πιο στενά συσπειρωθούν οι προλετάριοι των διαφόρων εθνών, όσο πιο συθέμελα γκρεμιστούν οι εθνικοί φραγμοί που έχουν στηθεί ανάμεσά τους, τόσο πιο γερό θα είναι το κόμμα του προλεταριάτου, τόσο πιο πολύ θα διευκολυνθεί η οργάνωση του προλεταριάτου σε αδιαίρετη τάξη.
Γι' αυτό είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί στις οργανώσεις του προλεταριάτου, στο βαθμό που είναι δυνατό, η αρχή του συγκεντρωτισμού, σε αντίθεση με το κομμάτιασμα σε ομοσπονδίες, άσχετα αν πρόκειται για οργανώσεις του κόμματος, για συνδικάτα ή για συνεταιρισμούς.
Είναι επίσης φανερό ότι οι οργανώσεις αυτές πρέπει να στηρίζονται σε δημοκρατικές βάσεις, εφόσον εννοείται το επιτρέπουν οι πολιτικές ή άλλες συνθήκες.
Ακούστε τι λέει σχετικά ο Κροπότκιν:
«Εμείς οι αναρχικοί βγάλαμε την τελεσίδικη καταδικαστική απόφασή μας κατά της δικτατορίας... Ξέρουμε ότι κάθε δικτατορία, όσο τίμιες κι αν είναι οι προθέσεις της, οδηγεί την επανάσταση στο χαμό. Ξέρουμε... ότι η ιδέα της δικτατορίας δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ολέθριο προϊόν του κυβερνητικού φετιχισμού, που... πάντα επιδίωκε να διαιωνίσει τη σκλαβιά» (βλ. Κροπότκιν, «Λόγοι ενός στασιαστή», σελ. 151). Οι σοσιαλδημοκράτες παραδέχονται όχι μόνο την επαναστατική δικτατορία, μα είναι και οπαδοί της δικτατορίας πάνω στο προλεταριάτο... Οι εργάτες τους ενδιαφέρουν μόνο στο βαθμό που θα αποτελούν ένα πειθαρχημένο στρατό στα χέρια τους... Η σοσιαλδημοκρατία επιδιώκει μέσω του προλεταριάτου να πάρει στα χέρια της την κρατική μηχανή» (βλ. «Ψωμί και λευτεριά», σελ. 62-63).
Το ίδιο λένε και οι αναρχικοί της Γεωργίας.
Δε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να ξεσκεπαστεί και η καινούρια αυτή συκοφαντία των αναρχικών, που αποβλέπει στην εξαπάτηση του αναγνώστη.
Από τα τέλη ακόμα του 1847 ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ενγκελς διακήρυξαν ότι το προλεταριάτο για να εγκαθιδρύσει το σοσιαλισμό πρέπει να καταχτήσει την πολιτική δικτατορία, ώστε να αποκρούσει με τη δικτατορία αυτή τις αντεπαναστατικές επιθέσεις της κεφαλαιοκρατίας και να της αφαιρέσει τα μέσα παραγωγής, ότι η δικτατορία αυτή πρέπει να είναι δικτατορία όχι μερικών προσώπων, αλλά δικτατορία όλου του προλεταριάτου σαν τάξης: Δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου θα είναι ολόκληρης της τάξης του προλεταριάτου πάνω στην αστική τάξη και όχι κυριαρχία μερικών προσώπων πάνω στο προλεταριάτο.
Αργότερα επαναλαμβάνουν την ίδια άποψη σε όλα σχεδόν τα έργα τους.
Μα έχουμε και συνέχεια. Για να ξεκαθαριστεί πώς καταλάβαιναν ο Μαρξ και ο Ενγκελς τη δικτατορία του προλεταριάτου, για να ξεκαθαριστεί κατά πόσο θεωρούσαν πραγματοποιήσιμη αυτή τη δικτατορία, για όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέρον να εξετάσουμε τη θέση που πήραν απέναντι στην Κομμούνα του Παρισιού. Το ζήτημα είναι ότι η δικτατορία του προλεταριάτου βρίσκει κατηγόρους όχι μόνο ανάμεσα στους αναρχικούς, αλλά και ανάμεσα στους μικροαστούς των πόλεων, ακόμα και μέσα στους κάθε λογής χασάπηδες και ταβερνιάρηδες, μέσα σ' όλους εκείνους, που ο Μαρξ και ο Ενγκελς τους ονόμαζαν φιλισταίους.
Είναι φανερό, ότι όποιος θέλει να μάθει πώς βλέπουν οι μαρξιστές τη δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να γνωρίσει την Κομμούνα του Παρισιού. Ας ρίξουμε μια ματιά και μεις στην Κομμούνα του Παρισιού. Αν αποδειχτεί ότι η Κομμούνα του Παρισιού ήτανε πραγματικά δικτατορία ορισμένων προσώπων πάνω στο προλεταριάτο - τότε κάτω ο μαρξισμός, κάτω η δικτατορία του προλεταριάτου! Αν όμως διαπιστωθεί ότι η Κομμούνα του Παρισιού ήταν στην πραγματικότητα η δικτατορία του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, τότε... τότε θα γελάσουμε με όλη μας την καρδιά σε βάρος των αναρχικών συκοφαντών, που στον αγώνα τους με τους μαρξιστές δεν τους μένει να κάνουν τίποτα άλλο από το να σοφίζονται ένα σωρό συκοφαντίες.
Η ιστορία της Κομμούνας του Παρισιού γνώρισε δυο περιόδους: την πρώτη περίοδο, τότε που τις υποθέσεις στο Παρίσι τις διηύθυνε η γνωστή «Κεντρική Επιτροπή», και τη δεύτερη περίοδο, όταν έληξε η εξουσιοδότηση της «Κεντρικής Επιτροπής» και η διεύθυνση των υποθέσεων μεταβιβάστηκε στη νεοεκλεγμένη Κομμούνα. Τι ήταν η «Κεντρική Επιτροπή» και από ποιους αποτελούνταν; Εχουμε μπροστά μας τη «Λαϊκή ιστορία της Κομμούνας του Παρισιού» του Αρτούρ Αρνού που, όπως λέει και ο ίδιος, απαντάει σύντομα σ' αυτό το ερώτημα. Ο αγώνας μόλις είχε αρχίσει και 300.000 εργάτες του Παρισιού, οργανωμένοι σε λόχους και τάγματα, εκλέξανε αντιπροσώπους μέσα από τις γραμμές τους. Ετσι συγκροτήθηκε η «Κεντρική Επιτροπή».
«Ολους αυτούς τους πολίτες (τα μέλη της «Κεντρικής Επιτροπής») που είχαν εκλεγεί σε τμηματικές εκλογές των λόχων τους ή των ταγμάτων, λέει ο Αρνού, τους ήξεραν μονάχα οι μικρές ομάδες, που τους εξέλεξαν. Τι άνθρωποι είναι αυτοί, από πού κρατάει η σκούφια τους και τι θέλουν να κάνουν;». Ηταν μια «ανώνυμη κυβέρνηση, που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από απλούς εργάτες και μικροϋπαλλήλους, που κατά τα τρία τέταρτα τα ονόματά τους δεν ήταν γνωστά πέρα από τους δρόμους που 'μεναν ή από τα γραφεία τους... Η παράδοση παραβιάστηκε. Συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Μέσα στην Κεντρική Επιτροπή δεν υπήρχε ούτε ένα μέλος από τις άρχουσες τάξεις. Ξέσπασε μια επανάσταση, που δεν την εκπροσωπούσαν ούτε δικηγόροι, ούτε βουλευτές, ούτε δημοσιογράφοι, ούτε στρατηγοί. Στη θέση τους βρισκόταν ο μεταλλωρύχος του Κρεζό, ο βιβλιοδέτης, ο μάγειρας κλπ» (βλ. «Λαϊκή ιστορία της Κομμούνας του Παρισιού», σελ. 107).
Ο Αρτούρ Αρνού συνεχίζει:
«Εμείς (δήλωναν τα μέλη της «Κεντρικής Επιτροπής») είμαστε τα αφανή όργανα, τα υπάκουα όργανα στα χέρια του επιτιθέμενου λαού... Εμείς... υπηρετούμε τη θέληση του λαού, είμαστε εδώ για να γίνουμε ο αντίλαλός του, για να τον οδηγήσουμε στο θρίαμβο. Ο λαός θέλει την Κομμούνα και μεις θα μείνουμε εδώ για να αρχίσουμε τις εκλογές της Κομμούνας. Αυτό είναι όλο. Αυτοί οι δικτάτορες δε στάθηκαν από πάνω, ούτε έξω από το πλήθος. Ενιωθες ότι ζουν μαζί του, μέσα του, μέσω αυτού, πως το συμβουλεύονται κάθε δευτερόλεπτο, ότι ακούνε και του μεταφέρουν αυτό που ακούνε, προσπαθώντας μόνο να μεταδίδουν σε συμπυκνωμένη μορφή... τη γνώμη των τριακοσίων χιλιάδων ανθρώπων» (βλ. στο ίδιο έργο, σελ. 109).
Ετσι ενεργούσε η Κομμούνα του Παρισιού στην πρώτη περίοδο της ζωής της.
Αυτή είναι η Κομμούνα του Παρισιού.
Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου.
Ας περάσουμε τώρα στη δεύτερη περίοδο της Κομμούνας όταν στη θέση της «Κεντρικής Επιτροπής» δρούσε η Κομμούνα. Μιλώντας γι' αυτές τις δυο περιόδους, που βάσταξαν δυο μήνες, ο Αρνού τονίζει με ενθουσιασμό πως ήταν πραγματική δικτατορία του λαού. Ακούστε τι λέει:
«Το μεγαλειώδικο θέαμα, που παρουσίαζε αυτός ο λαός επί δυο μήνες, μας δίνει τη δύναμη και την ελπίδα... να κοιτάμε κατάματα το μέλλον. Μέσα σ' αυτούς τους δυο μήνες στο Παρίσι είχαμε αληθινή δικτατορία όχι ενός ανθρώπου, αλλά όλου του λαού, που ήταν μοναδικός κυρίαρχος της κατάστασης... Η δικτατορία αυτή κράτησε πάνω από δυο μήνες, χωρίς διακοπή, από τις 18 του Μάρτη ως τις 22 του Μάη (1871)...». Στην ουσία «... η Κομμούνα του Παρισιού αποτελούσε μονάχα ηθική δύναμη και δεν είχε άλλη υλική δύναμη, εξόν από τη γενική συμπάθεια... των πολιτών, ο λαός ήταν ο εξουσιαστής, ο μοναδικός εξουσιαστής, μόνος του δημιούργησε την αστυνομία και τη δικαστική εξουσία...» (βλ. στο ίδιο έργο, σελ. 242 - 244).
Ετσι χαρακτηρίζει την Κομμούνα του Παρισιού ένα μέλος της Κομμούνας, ο δραστήριος αγωνιστής που πήρε μέρος στις μάχες των δρόμων Αρτούρ Αρνού.
Ετσι επίσης χαρακτηρίζει την Κομμούνα του Παρισιού και ένα άλλο μέλος της, επίσης δραστήριος αγωνιστής της Κομμούνας, ο Λισαγκαρέ (βλ. το βιβλίο του: «Η ιστορία της Κομμούνας του Παρισιού»).
Ο λαός «μοναδικός εξουσιαστής» και «όχι η δικτατορία ενός ανθρώπου αλλά όλου του λαού», να τι ήταν η Κομμούνα του Παρισιού.
Τέτοια ήταν λοιπόν η δικτατορία του προλεταριάτου όπως ακριβώς την έβλεπαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς.
Οπως βλέπετε, οι κ. αναρχικοί γνωρίζουν τη δικτατορία του προλεταριάτου, την Κομμούνα του Παρισιού, το μαρξισμό, που διαρκώς τον «κριτικάρουν», όσο ξέρουμε εγώ και συ, αναγνώστη, τα κινέζικα.
Είναι φανερό πως υπάρχουν δυο ειδών δικτατορίες. Υπάρχει η δικτατορία της μειοψηφίας, η δικτατορία μιας μικρής ομάδας, η δικτατορία των Τρέποφ και των Ιγνάτιεφ που στρέφεται ενάντια στο λαό. Επικεφαλής της δικτατορίας αυτής βρίσκεται συνήθως μια παλατιανή κλίκα που παίρνει μυστικές αποφάσεις και σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό της πλειοψηφίας του λαού.
Οι μαρξιστές είναι εχθροί μιας τέτοιας δικτατορίας, και αγωνίζονται ενάντια σε μια τέτοια δικτατορία, με πολύ περισσότερο πείσμα και με περισσότερη αυταπάρνηση από τους φωνακλάδες αναρχικούς μας.
Υπάρχει και μια δικτατορία άλλου είδους, η δικτατορία της προλεταριακής πλειοψηφίας, η δικτατορία των μαζών, που στρέφεται ενάντια στην αστική τάξη, ενάντια στη μειοψηφία. Εδώ, επικεφαλής της δικτατορίας βρίσκονται οι μάζες, εδώ δεν έχουν θέση ούτε οι παλατιανές κλίκες, ούτε οι μυστικές αποφάσεις, εδώ όλα γίνονται στα φανερά, στους δρόμους, στις συγκεντρώσεις - και αυτό γιατί η δικτατορία αυτή είναι δικτατορία του δρόμου, της μάζας, που στρέφεται ενάντια σ' όλους τους καταπιεστές.
Τη δικτατορία αυτή οι μαρξιστές την υποστηρίζουν και «με τα δυο τους χέρια», γιατί είναι η μεγαλειώδικη αρχή της μεγάλης σοσιαλιστικής επανάστασης.
Οι κ. αναρχικοί μπέρδεψαν τις δυο αυτές δικτατορίες, που η μια αποτελεί άρνηση της άλλης και γι' αυτό βρέθηκαν στη γελοία θέση να μην πολεμάν το μαρξισμό, μα τα πλάσματα της φαντασίας, να μη μάχονται με τον Μαρξ και τον Ενγκελς, αλλά με τους ανεμόμυλους, όπως έκανε κάποτε ο μακαρία τη μνήμη Δον Κιχώτης...
- Ι. Στάλιν: «Απαντα», τ. Α', σελ. 323-324, 379-382, 398-405, εκδόσεις «ΓΝΩΣΕΙΣ».