- του Βασίλη Όψιμου
Τα
τελευταία χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί οι προσπάθειες, πρώτα και κύρια
μέσα από το διαδίκτυο, μιας σειράς μικρών οπορτουνιστικών ομάδων να
καλλιεργήσουν συγχύσεις γύρω από την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ. Αφού
απέτυχαν να σπείρουν το φραξιονισμό στις γραμμές του Κόμματος, τα
συγκεκριμένα ναυάγια της ταξικής πάλης επιχειρούν να εμφανιστούν ως οι
αυθεντικοί συνεχιστές της κομματικής παράδοσης, ως οι συνεπείς εκφραστές
της λενινιστικής στρατηγικής και τακτικής. Ατελείωτα κατεβατά με
επιστημονικοφανή μανδύα, με συχνές παραπομπές λαθροχειρίας σε άρθρα του
Λένιν, εγκαλούν το ΚΚΕ για εγκατάλειψη των λενινιστικών αρχών και για
αντιδιαλεκτική προσέγγιση, επαναφέροντας μια συλλογιστική που
αντικρούστηκε και απορρίφτηκε στα τελευταία Συνέδρια του Κόμματος.1
Οι παραπάνω αντιλήψεις:
•
Επικεντρώνουν σε πολιτικά γνωρίσματα των χωρών του μονοπωλιακού
καπιταλισμού (στρατιωτικές επεμβάσεις, ανισοτιμία χωρών στη διαμόρφωση
των αποφάσεων), θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την οικονομική ουσία του
ιμπεριαλισμού, τη διαμόρφωση και κυριαρχία του μονοπωλίου.
•
Υποτιμούν την ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε παγκόσμια
κλίμακα, την εξέλιξή του από την εποχή του Λένιν μέχρι σήμερα και τις
αλλαγές που αυτή επέφερε στις διάφορες καπιταλιστικές οικονομίες.
• Βλέπουν σχηματικά και αποστεωμένα, παγωμένη στο χρόνο, την κατάταξη των διάφορων χωρών στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
•
Ανακυκλώνουν στις σημερινές συνθήκες τις παλιότερες αντιλήψεις περί
μόνιμης και εντεινόμενης «εξάρτησης» (και υπανάπτυξης) της μεγάλης
πλειοψηφίας των καπιταλιστικών χωρών παγκόσμια από τις ίδιες ισχυρότερες
καπιταλιστικές οικονομίες.
•
Αντικρίζουν λαθεμένα το χαρακτήρα των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και
ενώσεων, όπως η ΕΕ, υποτιμώντας τη δυνατότητα των κρατών που δε
βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας να συνδιαμορφώνουν τις αποφάσεις
τους και να προωθούν μέσα σε αυτές τα συμφέροντα των αστικών τους
τάξεων.
•
Σε επίπεδο πολιτικής πρότασης, καλούν το λαϊκό κίνημα να προβάλλει στην
πρώτη γραμμή την πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (την
«κυρίαρχη αντίθεση»), ως την πολιτική εκείνη που μπορεί δήθεν να
συσπειρώσει πιο αποτελεσματικά σήμερα τις λαϊκές μάζες, αποσυνδέοντας
αυτόν το στόχο από την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Παρά το ότι επικαλούνται στα λόγια τον καθοδηγητικό ρόλο της εργατικής
τάξης, προβάλλουν μια συμμαχία απογυμνωμένη από το κοινωνικο-ταξικό της
περιεχόμενο, από τα συμφέροντα των τάξεων που συνιστούν τις κινητήριες
δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οδηγούν νομοτελειακά σε
συνεργασίες με αστικές δυνάμεις ή τμήματά τους.
Στόχος
τους είναι (ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις αυτών των
ομάδων) να χτυπηθεί η επαναστατική στρατηγική του ΚΚΕ, όπως αυτή
διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια μέσα και από τη βασανιστική ενσωμάτωση
της ιστορικής πείρας του ελληνικού και του διεθνούς κομμουνιστικού
κινήματος. Να υποχωρήσει το Κόμμα μας πίσω από την
αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή γραμμή της κοινωνικής συμμαχίας, να
στρογγυλέψει την αντικαπιταλιστική γραμμή πάλης στο εργατικό
συνδικαλιστικό κίνημα, δηλαδή τη μόνη γραμμή που μπορεί να προετοιμάζει
συνειδήσεις για την επαναστατική ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού
συστήματος.
Χαρακτηριστικό
όλων αυτών των προσπαθειών είναι το συνεχές κλωθογύρισμα και θόλωμα των
νερών, τυπικό γνώρισμα του οπορτουνισμού, που ο ίδιος ο Λένιν είχε
στιγματίσει από την εποχή του2. Όχι απλά
αρνούνται να βγάλουν ιστορικά διδάγματα, αλλά εγκαταλείπουν το έδαφος
της επαναστατικής διαλεκτικής, της συγκεκριμένης ανάλυσης της
συγκεκριμένης κατάστασης και επιστρέφουν στα αποστεωμένα σχήματα μιας
«μοντέρνας» μενσεβίκικης, ρεφορμιστικής στρατηγικής.
Η
αντιπαράθεση μαζί τους δε θα είχε νόημα από τη σκοπιά της (ανύπαρκτης)
οργανωμένης παρουσίας τους στο μαζικό κίνημα. Η μακρόχρονη όμως επίδραση
οπορτουνιστικών αντιλήψεων στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος
και η διαπαιδαγώγηση εργατικών μαζών με αυτές έχει αφήσει βαθύ το στίγμα
της, όπως έδειξαν και οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων με την
επίδραση των αντιλήψεων για «αριστερή κυβέρνηση». Χρέος μας λοιπόν είναι
να ξεδιαλύνουμε με το καθάριο, κρουσταλλένιο νερό της
μαρξιστικο-λενινιστικής διδασκαλίας τη θολούρα στην οποία βρίσκουν και
«ψαρεύουν».
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΕΝΙΝΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Από
τα τέλη ήδη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, την περίοδο
1898-1914, διαμορφώθηκε λίγο-πολύ ολοκληρωμένα στις πιο ανεπτυγμένες
καπιταλιστικές χώρες του το στάδιο εκείνο του καπιταλισμού που
ονομάζουμε ιμπεριαλισμό, με το πέρασμα από τον προμονοπωλιακό στο
μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Τα
νέα φαινόμενα που έφερνε στο ιστορικό προσκήνιο η διαμόρφωση του
μονοπωλιακού καπιταλισμού επέβαλλαν στον Λένιν να μελετήσει επισταμένα
τον ιμπεριαλισμό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού
Πολέμου, σε μια εποχή που ίσως θα περίμενε κανείς ότι ο όγκος των
πρακτικών-οργανωτικών καθηκόντων του ρωσικού επαναστατικού κινήματος θα
επέβαλλε διαφορετικές προτεραιότητες στο μεγάλο επαναστάτη. Όπως όμως
τόνιζε ο ίδιος: «Αν δεν κατανοηθούν οι οικονομικές ρίζες αυτού του
φαινομένου, αν δεν εκτιμηθεί η πολιτική και κοινωνική του σημασία, δεν
μπορεί να γίνει ούτε βήμα στον τομέα της λύσης των πρακτικών καθηκόντων
του κομμουνιστικού κινήματος και της επερχόμενης κοινωνικής επανάστασης»3.
Στηριζόμενος
σε έναν τεράστιο όγκο υλικών πάνω στα πιο διαφορετικά ζητήματα της
οικονομίας και της πολιτικής του μονοπωλιακού καπιταλισμού4,
ο Λένιν έδωσε στο έργο του «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του
καπιταλισμού» μια βαθιά επιστημονική ανάλυση της οικονομικής και
πολιτικής ουσίας του ιμπεριαλισμού, ως του ανώτατου και τελευταίου
σταδίου του καπιταλισμού. Στο έργο του αυτό φανερώνει ότι στο
μονοπωλιακό καπιταλισμό οξύνονται όλες οι αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν
την καπιταλιστική κοινωνία από τα γεννοφάσκια της, ότι το καπιταλιστικό
μονοπώλιο, παρόλο που γεννά «αναπόφευκτα την τάση προς τη στασιμότητα και το σάπισμα»5, οδηγεί ταυτόχρονα στην πιο ολόπλευρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής και αποτελεί την καλύτερη «υλική προετοιμασία»6,
το τελευταίο σκαλοπάτι πριν την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού
και την οικοδόμηση του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Με άλλα λόγια, η
κυριαρχία των μεγάλων μετοχικών επιχειρήσεων στην καπιταλιστική
οικονομία λειτουργεί ως προάγγελος της νέας κοινωνίας, ως απόδειξη της
ωρίμανσης των υλικών συνθηκών για το ξεπέρασμα του καπιταλισμού7.
Το έργο αυτό του Λένιν άσκησε καθοριστική επίδραση στην παραπέρα
ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, στη σωστή καθοδήγηση του
παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Παρόλο που έχει συχνά παρατεθεί μέσα από τις σελίδες της ΚΟΜΕΠ, έχει σημασία να επανέρθουμε στον ορισμό των βασικών οικονομικών
γνωρισμάτων του ιμπεριαλισμού που δίνει ο Λένιν, όχι μόνο για τη
μεθοδολογική σημασία που έχει, αλλά και γιατί αποτελεί αντικείμενο
συστηματικής διαστρέβλωσης από τον οπορτουνισμό. Σύμφωνα με τον ορισμό
αυτό, ο ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται από: «1) Συγκέντρωση της
παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα
ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο
στην οικονομική ζωή, 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το
βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση
αυτού του “χρηματιστικού κεφαλαίου”, 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασία
αποκτά η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων, 4)
συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες
μοιράζουν τον κόσμο και 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της Γης
ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις»8.
Τα
λενινιστικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού αποτυπώνουν τις βασικές
οικονομικές όψεις και πλευρές της εμφάνισης του σταδίου αυτού του
καπιταλισμού. Αποτελούν μια επιστημονική διατύπωση που έχει στόχο να
βοηθήσει το επαναστατικό κίνημα στη διαμόρφωση της αναγκαίας στρατηγικής
του γραμμής. Ο Λένιν όμως μας προειδοποιεί και για τη «σχετική
σημασία όλων των ορισμών γενικά, που ποτέ δεν μπορούν να αγκαλιάσουν τις
ολόπλευρες σχέσεις του φαινομένου στην πλήρη ανάπτυξή του»9, και για την ανάγκη να συμπληρωθεί ο παραπάνω ορισμός με τις πολιτικές όψεις του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού.
Ξεκινώντας
λοιπόν από τα άμεσα ορατά, βασικά οικονομικά γνωρίσματα του
ιμπεριαλισμού, ο Λένιν αποστάζει την ουσία του σταδίου αυτού του
καπιταλισμού. Η οικονομική του ουσία συνίσταται στη διαμόρφωση
και κυριαρχία σε όλους τους βασικούς κλάδους της καπιταλιστικής
οικονομίας των μεγάλων μετοχικών επιχειρήσεων (μονοπώλια), που
γεννιούνται μέσα από τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου και
σύμφυσης του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο. Το μονοπώλιο δεν
πρέπει να κατανοείται στενά ως οργανωτική μορφή της παραγωγής, αλλά ως
ανάπτυξη του ίδιου του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης, ως στάδιο όπου το
κεφάλαιο «παίρνει άμεσα τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου (κεφαλαίου άμεσα συνεταιρισμένων ατόμων) σε αντίθεση προς το ατομικό κεφάλαιο […]
Πρόκειται για κατάργηση του κεφαλαίου σαν ατομικής ιδιοκτησίας μέσα στα
πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής»10.
Η κυριαρχία των μονοπωλίων στην οικονομία δεν καταργεί τον αδυσώπητο
ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές για τα μερίδια της αγοράς, συχνά
μάλιστα τον οξύνει, γιγαντώνοντας τις διαστάσεις του.
Η πολιτική ουσία του ιμπεριαλισμού είναι η στροφή προς την αντίδραση σε όλη τη γραμμή. «Ο
ιμπεριαλισμός τείνει στον ίδιο βαθμό και στην εξωτερική πολιτική και
στην εσωτερική προς την παραβίαση της δημοκρατίας, προς την αντίδραση»11.
Το αποικιοκρατικό σύστημα, αλλά και οι πολύμορφες πολιτικές εξαρτήσεις
πολλών χωρών από τις ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των αρχών του 20ού
αιώνα, συνιστούν φαινόμενα τούτης της πολιτικής ουσίας του
ιμπεριαλισμού, πλευρές της ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού στη
συγκεκριμένη χρονική συγκυρία.
Αν
δεν προσεγγίσουμε τον ιμπεριαλισμό από τη σκοπιά της οικονομικής και
πολιτικής του ουσίας, διατρέχουμε τον κίνδυνο να διαχυθεί αυτή μέσα στον
πλούτο των φαινομενικών του γνωρισμάτων, που μπορεί να εξελίσσονται, να
εμπλουτίζονται, να διαφοροποιούνται, να μεταλλάσσονται, να αλλάζουν. Ο
μονοπωλιακός καπιταλισμός αποτελεί μια ζωντανή, ρέουσα πραγματικότητα,
όχι ένα αποστεωμένο κατασκεύασμα, κολλημένο στο χρόνο και στο χώρο.
Ο Λένιν είχε έγκαιρα επισημάνει την ανάγκη μιας διαλεκτικής προσέγγισης στα ζητήματα του ιμπεριαλισμού: «Θα ήταν λάθος να νομίζει κανείς ότι αυτή η τάση προς το σάπισμα αποκλείει τη γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού […]
Σα σύνολο ο καπιταλισμός αναπτύσσεται ασύγκριτα πιο γρήγορα από
προηγούμενα, αυτή όμως η ανάπτυξη όχι μόνο γίνεται γενικά πιο
ανισόμετρη, αλλά η ανισομετρία εκδηλώνεται επίσης στο σάπισμα ειδικά των
χωρών που είναι πιο ισχυρές σε κεφάλαια (Αγγλία)»12.
Η ανάπτυξη αυτή των παραγωγικών δυνάμεων δεν αφορά μόνο τις πολύ
ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού, αλλά κάθε καπιταλιστική οικονομία
που, στη βάση των νομοτελειών λειτουργίας του κεφαλαίου, τραβιέται, αργά
ή γρήγορα, στα μονοπάτια του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Ο
Λένιν είχε ήδη παρατηρήσει μια προγενέστερη ουσιαστική ποιοτική εξέλιξη
στο ζήτημα του μοιράσματος του κόσμου, εξέλιξη που σηματοδότησε και το
πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Όπως γράφει: «…στη θέση του
αδιαίρετου μονοπωλίου της Αγγλίας βλέπουμε έναν αγώνα ανάμεσα σ’ ένα
μικρό αριθμό ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για συμμετοχή στο μονοπώλιο, αγώνα
που χαρακτηρίζει όλη την περίοδο των αρχών του 20ού αιώνα»13.
Η ΣΧΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ
Είναι
συχνές οι αναφορές δημοσιολόγων της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού
στον «ιμπεριαλισμό» και στην «ιμπεριαλιστική πολιτική», όροι που
χρησιμοποιούνται από αυτούς για να περιγράψουν μια μορφή επιθετικής
εξωτερικής πολιτικής των καπιταλιστικών κρατών, κύρια των ισχυρών
δυνάμεων και διεθνών οργανισμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ κτλ.).
Ένας
τέτοιος ορισμός του ιμπεριαλισμού είναι μονόπλευρος, αποσπά την
πολιτική των καπιταλιστικών κρατών από την οικονομική βάση του
μονοπωλιακού καπιταλισμού. Καλλιεργεί αυταπάτες ότι στο πλαίσιο του
σταδίου αυτού του καπιταλισμού μπορεί να υπάρξει κάποια άλλη (μη
επιθετική, ειρηνική) εξωτερική πολιτική. Αθωώνει τα καπιταλιστικά κράτη
που δε βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας για τη
συμμετοχή τους στην επεξεργασία και υλοποίηση της επιθετικής εξωτερικής
πολιτικής. Τέτοιες αντιλήψεις περιορίζουν τα καθήκοντα του επαναστατικού
κινήματος, αποσπούν την πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς
από την πάλη ενάντια στην ίδια την αστική εξουσία σε κάθε χώρα.
Μια
σειρά οπορτουνιστικές αντιλήψεις, προφασιζόμενες ότι αποδέχονται τα
γνωρίσματα του μονοπωλιακού καπιταλισμού που θέτει ο Λένιν, εξαιρούν
ταυτόχρονα μια μεγάλη ομάδα χωρών (ακόμα και την πλειοψηφία των χωρών)
από το μοίρασμα των αγορών, παραγνωρίζοντας την ανάπτυξη σε αυτές του
μονοπωλιακού καπιταλισμού, στο όνομα του ότι οι συγκεκριμένες χώρες δε
βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας («στα κορυφαία επιτελεία»14), άρα δεν αποτελούν θύτη, αλλά θύμα.
Η
σύγχυση εδώ σχετικά με τον ίδιο τον ορισμό του ιμπεριαλισμού είναι
προφανής. Είναι ο ιμπεριαλισμός το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού ή
ταυτίζεται απλά με την «ιμπεριαλιστική πολιτική», νοούμενη ως η
ικανότητα ενός αστικού κράτους, στη βάση της ισχύος του (οικονομικής,
πολιτικής, στρατιωτικής), να προβάλλει με κυριαρχικό τρόπο στην
παγκόσμια αγορά τα συμφέροντα των δικών του μονοπωλίων; Στη δεύτερη
περίπτωση η έννοια «ιμπεριαλισμός» πάντα θα περιορίζεται σε έναν πυρήνα
κρατών –πιθανά διευρυνόμενο και διαφοροποιούμενο– που βρίσκονται στην
κορυφή της πυραμίδας. Οι οπορτουνιστικές φλυαρίες που δήθεν αποδέχονται
τον ιμπεριαλισμό ως νέο στάδιο του καπιταλισμού, αλλά διακρίνουν στο
«σύστημα» του ιμπεριαλισμού «ιμπεριαλιστικές» και μη χώρες (κατ’
επέκταση κι επιθετικές και μη), δεν μπορούν να προσπεράσουν το παραπάνω
ερώτημα δίχως να βρεθούν σε τραγικά αδιέξοδα.
Νομίζουμε
ότι η ίδια η ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού επιβεβαιώνει την ανάγκη
να κατανοούμε πρώτα απ’ όλα τις οικονομικές ρίζες του φαινομένου του
ιμπεριαλισμού. Στο διάβα αυτής της εξέλιξης το μονοπώλιο γεννιέται σε
όλες τις καπιταλιστικές χώρες, με ταχύτερους ή βραδύτερους ρυθμούς, σε
ορισμένες περιπτώσεις με βασανιστικό τρόπο ως προς την εσωτερική
συσσώρευση ή και με την κυριαρχική, αρχικά, διείσδυση ξένων μονοπωλίων.
Στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς (που, σημειωτέον, ο Μαρξ εντοπίζει τη
διαμόρφωσή της από την εποχή ακόμα του προμονοπωλιακού καπιταλισμού το
1848 στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»), η εξέλιξη της διεθνοποίησης έχει
διευρύνει σημαντικά την πολυεθνική σύνθεση των κεφαλαίων των
μονοπωλιακών ομίλων.
Είναι
προφανές ότι τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης του μονοπωλιακού
καπιταλισμού στις διάφορες χώρες προσδίδουν στη μια ή στην άλλη χώρα
διαφορετική ισχύ στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα (σε συνδυασμό και
με την πολιτική και στρατιωτική της ισχύ), άρα και διαφορετικές
δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης και προώθησης των συμφερόντων των
μονοπωλιακών της ομίλων. Η διαφορετική ισχύς της κάθε χώρας, στη βάση
και της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού, καθορίζει το βαθμό στον
οποίο η κάθε χώρα συμμετέχει στο μοίρασμα της λείας.
Η
λεία που μοιράζεται αποτελείται από το σύνολο της υπεραξίας που
παράγεται από την εργατική τάξη όπου Γης, το «θύμα» είναι συνολικά η
παγκόσμια εργατική τάξη. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε την αναλογία με ό,τι
συμβαίνει στο εσωτερικό της κάθε καπιταλιστικής χώρας. Εκεί ο
κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός και η διαμόρφωση του μέσου ποσοστού
κέρδους κατανέμουν τη συνολικά παραγμένη από την εργατική τάξη υπεραξία
στους διάφορους καπιταλιστές με βάση το μέγεθος του κεφαλαίου τους και
όχι με βάση την υπεραξία που παράγουν πραγματικά οι εργάτες του ενός ή
του άλλου καπιταλιστή. Και κανείς από τους κλασικούς του
μαρξισμού-λενινισμού δε σκέφτηκε φυσικά, εξαιτίας αυτής της ανακατανομής
της υπεραξίας, να χαρακτηρίσει τους καπιταλιστές που «χάνουν» σ’ αυτήν
τη μοιρασιά της υπεραξίας ως «θύματα». Για μια ακόμα φορά «θύτης» είναι η
αστική τάξη στο σύνολό της και «θύμα» η εργατική τάξη στο σύνολό της.
Τα ενιαία χαρακτηριστικά όλων των χωρών του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που προκύπτουν στη βάση
της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού, που είναι το μονοπώλιο (και
συμπυκνώνονται στα λενινιστικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού), δεν
αναιρούν τις ποιοτικές διαφορές μεταξύ τους στη βάση της διαφορετικής
κατάταξής τους στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Συνυπάρχουν διαλεκτικά και
ποσοτικές και ποιοτικές διαφορές.
Οι
χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας μπορεί
να γίνονται περισσότερες και να διαφοροποιούνται στην πορεία ανάπτυξης
του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Να σημειώσουμε εδώ ότι το ίδιο το σχήμα
της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας είναι εξαιρετικά χρήσιμο, γιατί ενέχει το
στοιχείο της ποιοτικής διαφοροποίησης (κορυφή - ενδιάμεση βαθμίδα - βάση
της πυραμίδας). Τα ίδια τα στοιχεία της σημερινής πραγματικότητας15
δείχνουν ότι η θέση του πυρήνα των μεγάλων δυνάμεων του παρελθόντος
(π.χ. G7), με όρους παγκόσμιου ΑΕΠ (και όχι ΑΕΠ ανά κάτοικο, δείκτης που
έχει νόημα κυρίως για την εσωτερική ανισομετρία), έχει αδυνατίσει σε
σχέση με κάποιες ανερχόμενες δυνάμεις. Η ίδια η δημιουργία των G20 το
1999, αλλά και διάφορων νέων διακρατικών ενώσεων και συμφωνιών (BRICS,
Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, Ασιατική Επενδυτική Τράπεζα
Υποδομών, «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» κτλ.), με πρωτοβουλία ανερχόμενων
καπιταλιστικών δυνάμεων, φανερώνουν τις σοβαρές ανακατατάξεις που έχουν
επέλθει στον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Η
Κίνα, για παράδειγμα, παρουσιάζει σήμερα όλα τα χαρακτηριστικά ενός
κράτους στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Το ΑΕΠ της
εκτινάχτηκε από το 3,6% στο 13,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ μεταξύ 2000 και
2014 και μετατράπηκε σε κράτος-πιστωτή. Εξετάζοντας κανείς τα επίπεδα
της βιομηχανικής παραγωγής για το διάστημα 2008-2015, βλέπει ανάλογα
ότι, ενώ στην Κίνα σημειώνεται αύξηση 82% στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη
Αξία στη βιομηχανία, στις ΗΠΑ η αύξηση είναι μόλις 3%, ενώ στην Ευρωζώνη
παρατηρείται μείωση 6%16. Σημειώνουμε
ακόμα ότι το 2014 οι επενδύσεις στο εξωτερικό από κινεζικά μονοπώλια
(περιλαμβανομένων και αυτών με έδρα το κινεζικό Χονγκ Κονγκ) έφτασαν τα
259 δισεκατομμύρια δολάρια, φέρνοντάς τα στη δεύτερη θέση μετά από τις
πολυεθνικές των ΗΠΑ με επενδύσεις 337 δισ. δολαρίων17.
Όλα
τα παραπάνω στοιχεία για την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Κίνα δίνουν
μια αποστομωτική απάντηση και στις απόψεις οπορτουνιστών δημοσιολόγων
που, χρησιμοποιώντας επιλεκτικά στοιχεία από τη δραστηριότητα
πολυεθνικών εταιριών στη χώρα αυτή, υποστηρίζουν ότι οι κινεζικοί
μονοπωλιακοί όμιλοι παίζουν δευτερεύοντα, συμπληρωματικό ρόλο στη «συναρμολόγηση
προϊόντων, τα κύρια τεχνολογικά μέρη των οποίων κατασκευάζονται αλλού
και εισάγονται στην Κίνα για τελική συναρμολόγηση», ενώ «οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι οι πολυεθνικές εταιρίες»18.
Το
ότι η αυξανόμενη ισχύς της κινεζικής οικονομίας δεν είναι ένα «αδειανό
πουκάμισο» αποδεικνύεται και από το ότι οι ανταγωνιστές της, πρώτα και
κύρια οι ΗΠΑ, προωθούν εναλλακτικά σχέδια στην περιοχή του Ειρηνικού,
επιχειρώντας να αποστερήσουν την Κίνα από πιθανούς συμμάχους. Στο ίδιο
πλαίσιο εντάσσονται και η διπλωματική και στρατιωτική αντιπαράθεση στη
Θάλασσα της Νότιας Κίνας, που φαίνεται να αποκτάει νέα ένταση μετά την
εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ19, αλλά και η πιθανολογούμενη προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας, ως σφήνα απέναντι στην Κίνα.
Φυσικά
η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Κίνα, παρόλο που παραμένει ακόμα σε υψηλά
επίπεδα (6,9%), δεν είναι απαλλαγμένη από τις αντιφάσεις του συστήματος
και την πιθανότητα εκδήλωσης μιας μελλοντικής κρίσης. Ο ρυθμός
ανάπτυξής της βρίσκεται στο κατώτερο σημείο της εικοσαετίας, με τάση
νέας μείωσης. «Αυτό το γεγονός προκαλεί γενικότερη ανησυχία στα
κέντρα του διεθνούς καπιταλισμού, λόγω των μεγάλων ενδεχόμενων
επιπτώσεων που θα είχε για την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία μια
σημαντική υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας»20.
Οι
ανακατατάξεις των χωρών στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα καθορίζονται από
την αυξημένη ανισομετρία που χαρακτηρίζει το μονοπωλιακό καπιταλισμό και
επηρεάζονται και από τη φάση του οικονομικού κύκλου. Ιδιαίτερα για τις
μικρότερες σε μέγεθος οικονομίες οι επιδράσεις της οικονομικής κρίσης
στην κατάταξή τους μπορεί να είναι πιο ριζικές, ανάλογα με το βάθος και
τη διάρκεια της κρίσης, τη σχετική θέση που είχε η χώρα αυτή πριν την
κρίση και την επίδραση της κρίσης στις χώρες που βρίσκονταν σε ανάλογες
θέσεις της πυραμίδας κτλ. Μια σημαντική αλλαγή της κατάταξης δε
σηματοδοτεί ότι η συγκεκριμένη χώρα δε βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό
στάδιο της ανάπτυξής της, όπως προφασίζονται κάποιοι για την Ελλάδα των
χρόνων της κρίσης21.
Αναρωτιούνται
όμως οι δήθεν υπερασπιστές της λενινιστικής κληρονομιάς: Δεν έλεγε
άραγε ο Λένιν ότι χαρακτηριστικές για την εποχή του ιμπεριαλισμού «δεν
είναι μόνο οι δυο βασικές ομάδες χωρών: Οι χώρες που κατέχουν αποικίες
και οι αποικιακές χώρες, αλλά και οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων
χωρών, που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στη πράξη όμως είναι
μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης.
Έχουμε, ήδη, αναφέρει προηγούμενα μια από αυτές τις μορφές, τις
μισοαποικίες. Δείγμα μιας άλλης μορφής είναι, λόγου χάρη, η Αργεντινή»;
Άρα (βγαίνει το «αυτονόητο» συμπέρασμα, που ο ντροπαλός οπορτουνιστής
μας δεν το γράφει ρητά) και σήμερα πρέπει να μιλάμε με ανάλογους όρους
βαθιάς και μόνιμης εξάρτησης των περισσότερων χωρών του πλανήτη από τις
χώρες στην κορυφή της πυραμίδας.
Η
στρεψοδικία σε όλο της το μεγαλείο! Προφανώς και ο Λένιν, μελετώντας
συγκεκριμένα την ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην εποχή του,
δε θα μπορούσε να μην αναδείξει την πραγματικότητα των ισχυρών
αποικιακών χωρών που έβαζαν το στίγμα τους στην παγκόσμια αγορά.
Αναδεικνύει ως βασικό στοιχείο, πλάι στη συγχώνευση βιομηχανικού και
τραπεζικού κεφαλαίου, και «το πέρασμα από την αποικιακή πολιτική που
επεκτείνεται ανεμπόδιστα πάνω σε περιοχές που δεν τις έχει αρπάξει καμιά
καπιταλιστική δύναμη, στην αποικιακή πολιτική της μονοπωλιακής κατοχής
των εδαφών της Γης, που έχει ολότελα μοιραστεί»22.
Πρόκειται για ουσιαστικό γνώρισμα του ιμπεριαλισμού της εποχής του
Λένιν, γνώρισμα που η εσωτερική λογική του οδήγησε στους δύο παγκόσμιους
ιμπεριαλιστικούς πολέμους του προηγούμενου αιώνα.
Έχει
επίσης απόλυτο δίκιο όταν εντοπίζει ότι στην πορεία επέκτασης του
μονοπωλιακού καπιταλισμού στη γήινη σφαίρα εμφανίζονται διάφορες «μεταβατικές μορφές κρατικής εξάρτησης», από τις αποικίες και τις μισοαποικίες έως τις πολιτικο-οικονομικά εξαρτημένες χώρες. Θα πρέπει όμως να αναρωτηθεί κανείς: «Μεταβατικές»
προς τι, αν όχι προς τη μείωση της άμεσης πολιτικο-οικονομικής
εξάρτησης μέσα από την ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού στις
διάφορες χώρες;
Θα
αναφερθούμε αναλυτικά παρακάτω στη διαστρέβλωση της λενινιστικής
έννοιας της εξάρτησης από τους οπορτουνιστές. Έχει όμως σημασία να
αποκαλυφθεί εδώ η λαθροχειρία στη χρησιμοποίηση των κειμένων του Λένιν. Η
ζωντανή και ρευστή πραγματικότητα του μονοπωλιακού καπιταλισμού που
περιγράφει ο Λένιν εμφανίζεται από τους οπορτουνιστές ως ένα παγωμένο
και άκαμπτο σχήμα, που δεν επιδέχεται μεταβολές στον ιστορικό χρόνο.
Κάτι τέτοιο βρίσκεται παρασάγγας μακριά από την αντίληψη του ίδιου του
μεγάλου επαναστάτη.
Αντικρίζοντας
με διαλεκτικό τρόπο τα κοινωνικά φαινόμενα, ο Λένιν τόνιζε από τότε ότι
ο ιμπεριαλισμός με την εξαγωγή κεφαλαίου μεταφυτεύει γοργά σε όλες τις
χώρες (και στις αποικίες) την καπιταλιστική παραγωγή23 και ότι «θα ήταν μέγιστο λάθος να θεωρηθεί το μονοπώλιο των τραστ οικονομικά απραγματοποίητο με μεθόδους πάλης καθαρά οικονομικές»24, δίχως δηλαδή την πολιτική προσάρτηση με τη μορφή των αποικιών.
Τι
κομβικό όμως προέκυψε από τότε που ο Λένιν μελετά τον ιμπεριαλισμό και
που οι δήθεν λενινιστές μας φαίνεται να το προσπερνούν; Η εργατική τάξη
έβαλε βαριά τη σφραγίδα της στις παγκόσμιες εξελίξεις με τη νίκη της
Οκτωβριανής Επανάστασης, με το ξεκίνημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης
και με τον παγκόσμιο συντονισμό της πάλης της μέσα από τις γραμμές της
Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αυτό δεν μπορούσε παρά να τραντάξει συθέμελα
όλες τις αστικές τάξεις, όλες τις χώρες του καπιταλισμού, να κλονίσει σε
αρκετά σημεία το ίδιο το οικοδόμημα της παγκόσμιας αγοράς. Το παγκόσμιο
αποικιακό οικοδόμημα κατέρρευσε με πάταγο μετά από το Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, με την καθοριστική συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων
χωρών του σοσιαλισμού.
Η
πολύπλευρη στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης στο άγουρο προλεταριάτο των
αποικιακών και εξαρτημένων χωρών, αλλά και στα εθνικοαπελευθερωτικά
κινήματα, έσπρωξε ορισμένες χώρες που έσπασαν τα αποικιακά τους δεσμά
και απέκτησαν πολιτική ανεξαρτησία σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που
εντόπιζε ως κύρια ο Λένιν στην εποχή του, σε μια πορεία μερικής
απεμπλοκής από το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αξίζει βέβαια να
αναφέρουμε ότι ο Λένιν είχε ήδη ψηλαφίσει τέτοιες δυνατότητες, γράφοντας
ότι η απελευθέρωση των αποικιών (άρα και η απαλλαγή πολιτικά
ανεξάρτητων κρατών από τα δεσμά της «οικονομικής προσάρτησης») «είναι πραγματοποιήσιμη σε συνδυασμό με τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη»25.
Σε
άλλες πάλι χώρες, που επίσης έμπαιναν στα μονοπάτια της πολιτικής
ανεξαρτησίας, οι ντόπιες αστικές τάξεις, που ανδρώθηκαν μέσα από την
ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πήραν τα ηνία, πολύ συχνά
σε άμεση συνεργασία με το κεφάλαιο των ισχυρών καπιταλιστικών δυνάμεων.
Οικοδομήθηκε ένα πολυπλόκαμο δίκτυο οικονομικών-πολιτικών-στρατιωτικών
εξαρτήσεων αυτών των κρατών από τις ισχυρότερες οικονομίες.
Επιβεβαιώθηκε η εκτίμηση του Λένιν ότι «κάποτε είναι και άμεσα
συμφερτικό για τα τραστ, για την ιμπεριαλιστική τους πολιτική, για τον
ιμπεριαλιστικό τους πόλεμο, να δώσουν ... μέχρι και κρατική ανεξαρτησία
σε ορισμένα μικρά έθνη…»26.
Βέβαια
οι όποιοι συμβιβασμοί και παραχωρήσεις γίνονταν προς το ξένο κεφάλαιο
αντανακλούσαν την ανισομετρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε παγκόσμιο
επίπεδο και τις ίδιες τις αναγκαιότητες του εγχώριου κεφαλαίου για
αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες. Στην πορεία ανάπτυξης του μονοπωλιακού
καπιταλισμού στην κάθε χώρα, οι τέτοιες ανισότιμες σχέσεις και
εξαρτήσεις γνώριζαν διαφοροποιήσεις στην έκταση και το βάθος τους.
Μακροπρόθεσμα όμως η εσωτερική συσσώρευση του κεφαλαίου αποτέλεσε τον
κινητήριο μοχλό της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η
επικέντρωση από τους οπορτουνιστές στην έννοια της «ιμπεριαλιστικής
πολιτικής» παραγνωρίζει ότι αρκετές χώρες του μονοπωλιακού καπιταλισμού
που δε βρίσκονται στην κορυφή της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας ήδη
συμμετέχουν στη «μοιρασιά της λείας» (δηλαδή ασκούν ιμπεριαλιστική
πολιτική), όχι μόνο περιφερειακά, αλλά και παγκόσμια, μέσα από τη
συμμετοχή τους σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και ενώσεις. Στις συμμαχίες
αυτές οι αστικές τάξεις των πιο αδύναμων καπιταλιστικά χωρών δε
λειτουργούν ως μαριονέτες –συναποφασίζουν και συνδιαμορφώνουν τις
πολιτικές κατευθύνσεις, στη βάση φυσικά της ισχύος της κάθε χώρας και
των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, προωθώντας τα συμφέροντα των «δικών
τους» μονοπωλιακών ομίλων.
Σε
πολιτικό επίπεδο, η οπορτουνιστική αυτή αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό
οδηγεί το εργατικό κίνημα σε ολέθρια μονοπάτια ταξικού συμβιβασμού, σε
μια πολιτική ουράς απέναντι στην αστική τάξη. Αθωώνει ουσιαστικά τις
αστικές τάξεις των λιγότερο ισχυρών χωρών του μονοπωλιακού καπιταλισμού,
οι οποίες τείνουν να εμφανίζονται ως θύματα και αυτές των ξένων
μονοπωλιακών ομίλων. Μεταθέτει την ταξική διαχωριστική γραμμή από το
εσωτερικό της χώρας στο εξωτερικό (στα «διευθυντήρια», στο ΔΝΤ, στους
Γερμανούς κτλ.). Σε τελική ανάλυση, καλλιεργεί και αυταπάτες για τη
δυνατότητα περιορισμού της επιθετικότητας του ιμπεριαλισμού μέσα από τη
συντονισμένη δράση της μεγάλης πλειοψηφίας των χωρών που δεν είναι
«ιμπεριαλιστικές».
Ο
Λένιν από την εποχή του είχε ήδη αντιπαρατεθεί με μια τέτοια
οπορτουνιστική διαστρέβλωση της επιστημονικής έννοιας του ιμπεριαλισμού
που, στην ουσία της, εστιάζει στην επιθετική εξωτερική πολιτική του ενός
ή του άλλου κράτους. Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η αποικιακή πολιτική
και ο ιμπεριαλισμός (με την έννοια της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής) «υπήρχαν και πριν από το νεότατο στάδιο του καπιταλισμού και μάλιστα πριν από τον καπιταλισμό»27
(το παράδειγμα της αρχαίας Ρώμης) . Η έλλειψη ακριβολογίας από τους
οπορτουνιστές στη χρήση της έννοιας «ιμπεριαλισμός» δεν οφείλεται σε
κάποια στιγμιαία σύγχυση ή παράλειψη, αλλά σε μια συνειδητή προσπάθεια
να θολώσουν τα νερά, να αποτρέψουν το εργατικό κίνημα από το να
σταθμίσει με επιστημονικό τρόπο τις αντικειμενικές συνθήκες ανάπτυξης
του καπιταλισμού στην κάθε χώρα και να χαράξει τα αναγκαία στρατηγικά
καθήκοντα ενάντια στην αστική τάξη και την εξουσία της.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ «ΕΞΑΡΤΗΣΗ»
Παρόμοιες
αντιλήψεις σχετικά με τη φύση του ιμπεριαλισμού και τη διαλεκτική της
ιστορικής του ανάπτυξης οδηγούν αναπότρεπτα και σε μια διαστρέβλωση της
λενινιστικής έννοιας της εξάρτησης. Αναφέρθηκε ήδη πως ο Λένιν,
μελετώντας με ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο το μονοπωλιακό καπιταλισμό ως
το ανώτατο-τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, κάνοντας δηλαδή
συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, διαπίστωνε την ύπαρξη
και «εξαρτημένων
χωρών που πολιτικά, τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι
μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης». Παρουσίαζε το παράδειγμα της Πορτογαλίας που, παρόλο που ήταν «αυτοτελές κυρίαρχο κράτος, ουσιαστικά όμως εδώ και πάνω από 200 χρόνια […]
βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία της Αγγλίας. Η Αγγλία υπεράσπισε την
Πορτογαλία και τις αποικιακές κτήσεις της Πορτογαλίας, για να στερεώσει
τη δική της θέση στον αγώνα ενάντια στους αντιπάλους της … εξασφάλισε
καλύτερους όρους για την εξαγωγή εμπορευμάτων και κυρίως για την εξαγωγή
κεφαλαίου στην Πορτογαλία …».28
Στην
προσέγγιση όμως αυτή του Λένιν δεν υπάρχει ίχνος αντιδιαλεκτικής
σχηματικότητας. Τονίζει χαρακτηριστικά ότι τέτοιες ανισότιμες σχέσεις
χαρακτήριζαν ανέκαθεν τις συναλλαγές μεγάλων και μικρών κρατών, απλά
στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού γενικεύονται και εντάσσονται
στην πολιτική «μοιράσματος του κόσμου». Δίνοντας το κατάλληλο
μεθοδολογικό εργαλείο μελέτης του ιμπεριαλισμού, ο Λένιν δεν μπορούσε
φυσικά να προβλέψει όλες τις μορφές εξαρτήσεων που θα αναπτύσσονταν στην
πορεία διεθνοποίησης του κεφαλαίου, για παράδειγμα τις εκτεταμένες
αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα στις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της
ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.
Αναγνωρίζοντας
την πολύπλοκη πραγματικότητα που δημιουργούσε στις παγκόσμιες σχέσεις η
ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού, η Κομμουνιστική Διεθνής (με την
καθοδήγηση του Λένιν) έθετε με ξεκάθαρο τρόπο την αναγκαία γραμμή
πολιτικής για το επαναστατικό εργατικό κίνημα: «Αγκωνάρι όλης της
πολιτικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς στο εθνικό και το αποικιακό ζήτημα
πρέπει να είναι η προσέγγιση των προλετάριων και των εργαζόμενων μαζών
όλων των εθνών και των χωρών στην κοινή επαναστατική πάλη για την
ανατροπή των τσιφλικάδων και της αστικής τάξης ... Στη σημερινή διεθνή
κατάσταση δεν υπάρχει άλλη σωτηρία για τα εξαρτημένα και τα αδύνατα
έθνη, εκτός από μια ένωση σοβιετικών δημοκρατιών»29.
Θεωρώντας
ως κρισιμότατο ζήτημα να διατηρείται σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από
το επίπεδο ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων στη μια ή την άλλη χώρα,
η αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κινήματος, το 2ο Συνέδριο της
Κομμουνιστικής Διεθνούς προειδοποιούσε: «Η Κομμουνιστική Διεθνής
πρέπει να συνάπτει προσωρινές συμμαχίες με την αστική δημοκρατία των
αποικιών και των καθυστερημένων χωρών, αλλά να μη συγχωνεύεται μαζί της
και να διατηρεί απαραίτητα την ανεξαρτησία του προλεταριακού κινήματος,
ακόμα και στην πιο εμβρυώδη μορφή του»30.
Έχει
σημασία να αναφερθεί ότι, μέσα από τη συζήτηση στο 2ο Συνέδριο της ΚΔ,
προέκυψε η ανάγκη να τροποποιηθεί η παραπάνω γενική αναφορά στην «αστική
δημοκρατία» και να προσδιοριστεί καλύτερα η δυνατότητα συμμαχιών μόνο
με «εθνικοεπαναστατικά» κινήματα, μια που, όπως σημείωνε ο Λένιν, «ανάμεσα
στην αστική τάξη των εκμεταλλευτριών χωρών και των αποικιών έγινε
κάποια προσέγγιση, έτσι που πολύ συχνά –και μάλιστα στις περισσότερες
περιπτώσεις– η αστική τάξη των καταπιεζόμενων χωρών, αν και υποστηρίζει
τα εθνικά κινήματα, ταυτόχρονα, σε συνεννόηση με την ιμπεριαλιστική
αστική τάξη, δηλαδή μαζί μ’ αυτή, παλεύει ενάντια σε όλα τα επαναστατικά
κινήματα και τις επαναστατικές τάξεις […] οι κομμουνιστές στις χώρες αυτές πρέπει να παλεύουν ενάντια στη ρεφορμιστική αστική τάξη»31.
Δεκαετίες
μετά τις βασικές επεξεργασίες και εκτιμήσεις της Κομμουνιστικής
Διεθνούς, αφού είχαν επέλθει πολύ σημαντικές πολιτικο-οικονομικές
αλλαγές στις αποικιακές και στις λιγότερο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές
χώρες, με το μεγάλο όγκο των αποικιών να έχουν γίνει πολιτικά ανεξάρτητα
κράτη, η έννοια της εξάρτησης χρησιμοποιήθηκε από διάφορους μαρξίζοντες
δημοσιολόγους (Baran, Sweezy, Frank, Cardoso κ.ά.) για να χαρακτηρίσει
την πραγματικότητα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Οι ποικιλώνυμες
αυτές «θεωρίες της εξάρτησης» έβλεπαν ως καθοριστικό χαρακτηριστικό στις
σχέσεις μεταξύ χωρών του «κέντρου» και της «περιφέρειας» τη διαχρονική
αδυναμία των δεύτερων να αναπτύξουν σε βάθος τις παραγωγικές δυνάμεις,
λόγω της επικέντρωσης σε εξαγωγές πρώτων υλών και του ελέγχου της
τεχνολογίας από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες.
Υποστηριζόταν
ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης υπεραξίας στις χώρες της
«περιφέρειας» διοχετευόταν στις χώρες του «κέντρου», ενώ και ό,τι
απέμενε σε αυτές δεν κατευθυνόταν σε «αναπτυξιακούς» στόχους, κρατώντας
τις σε μια μόνιμη υπανάπτυξη32. Σε πολιτικό
επίπεδο οι θεωρίες αυτές, ανεξάρτητα από την αντικαπιταλιστική ρητορική
τους και τις αιχμές ενάντια στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, πρόβαλλαν την
αναγκαιότητα μιας πολιτικής σχετικής αυτάρκειας, με ισχυρά μέτρα
προστατευτισμού της οικονομίας των «εξαρτημένων» χωρών. Πρόκειται για
πολιτικές κατευθύνσεις σαφώς διαφορετικές από αυτές που ο Λένιν και η
Κομμουνιστική Διεθνής είχαν χαράξει, κατευθύνσεις που εύκολα
ενσωματώνονται και υπηρετούν ένα άλλο μίγμα αστικής πολιτικής.
Στο
πλαίσιο του παρόντος άρθρου δεν υπάρχει η δυνατότητα να κάνουμε μια
αναλυτική αντιπαράθεση με τις θεωρίες αυτές. Έχει όμως σημασία να
παραθέσουμε τους βασικούς άξονες της αντίληψης περί «εξάρτησης», όπως
αυτοί εκθέτονταν και υιοθετούνταν μέσα στις ίδιες τις γραμμές του
κομμουνιστικού κινήματος, προκειμένου να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα και
το βάθος της διαστρέβλωσης και του προβλήματος.33
Πρόκειται για τις ίδιες βασικές παραμέτρους που διατρέχουν και σήμερα
την οπορτουνιστική κριτική προς το ΚΚΕ περί δήθεν απάρνησης της
λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού.
Αφού
γίνεται η εκτίμηση ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1980 πάνω από 100
κράτη στον καπιταλιστικό κόσμο, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, ήταν
«χώρες εξαρτημένες», παρατίθενται τα εξής βασικά χαρακτηριστικά της
«εξάρτησης»:
• Οι χώρες που υστερούν στο ξεκίνημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης καταλήγουν να υστερούν αποφασιστικά όλο και πιο πολύ. Η οικονομία των εξαρτημένων χωρών τείνει να εξασθενίσει παραπέρα.
•
Η πορεία των εξαρτημένων χωρών αποφασίζεται στην έδρα των
ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων. Δε
διαθέτουν κράτος αρκετά ισχυρό, ώστε να πάρει στα χέρια του τον έλεγχο
της οικονομικής, πολιτικής, ακόμα και εθνικής ζωής.
•
Οι εξαρτημένες χώρες δε διαθέτουν δικές τους ισχυρές και ανεξάρτητες
παραγωγικές μονάδες, που να μπορούν να εξουσιάζουν το ουσιαστικό σύνολο
της οικονομίας και να μπορούν να προωθήσουν την ανάπτυξη.
•
Ανεξάρτητα από τις προόδους των εξαρτημένων χωρών, η οικονομική,
κοινωνική και κρατική τους δομή γίνεται όλο και λιγότερο αυτεξούσια.
• Η σχέση της εξάρτησης επιδέχεται μερική ανατροπή. Η πόρτα της ανεξάρτητης καπιταλιστικής ανάπτυξης «ποτέ δεν έκλεισε».
• Στην πάλη ενάντια στο καθεστώς της εξάρτησης «αντιστέκονται μονάχα τα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία και συμφέροντα στον ιμπεριαλιστικό κόσμο». Η πάλη αυτή διευκολύνεται αν στις εξαρτημένες χώρες «δεν υπάρχουν ντόπιες κυρίαρχες τάξεις και στρώματα που να ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ στην κοινωνική αδικία».
Η
παραπάνω αδρή κωδικοποίηση των αντιλήψεων περί «εξάρτησης» –που ήταν
ευρύτατα διαδεδομένες στις γραμμές του ίδιου του κομμουνιστικού
κινήματος– επαρκεί για να καταδείξει πως η λενινιστική αυτή έννοια είχε
γίνει κυριολεκτικά αγνώριστη. Η απόσπαση των ανισότιμων εξαρτήσεων στις
σχέσεις των ασθενέστερων οικονομιών με τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη
από το κοινωνικο-οικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού
χρησιμοποιήθηκε έντεχνα για να συσκοτίσει την ανάπτυξη των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε μια σειρά χώρες.
Στένεψαν
έτσι τα καθήκοντα της εργατικής τάξης και του Κόμματός της,
καλλιεργήθηκαν αυταπάτες ότι τα ζητήματα των εξαρτήσεων μπορούν να
λυθούν χωρίς την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους
συμμάχους της. Προβλήθηκε, στο όνομα πάντα της προσέγγισης της
σοσιαλιστικής επανάστασης, η δυνατότητα συμμαχιών στις συνθήκες του
μονοπωλιακού καπιταλισμού με την «εθνική αστική τάξη» στον αγώνα ενάντια
στην «εξάρτηση» και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Θεωρητικοποιήθηκε έτσι η δυνατότητα και η αναγκαιότητα να προχωρήσει η
επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού μέσα από μια διαδικασία σταδίων,
κατά τα οποία η εργατική τάξη και το Κόμμα της θα αναλάμβαναν ρόλο
διαχειριστή της καπιταλιστικής οικονομίας, εισάγοντας υποτίθεται μέτρα
περιορισμού της «ασυδοσίας» των μονοπωλιακών ομίλων και των
ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Δε
σκιαμαχούμε γύρω από λέξεις! Το πρόβλημα έγκειται στο αν οι έννοιες που
χρησιμοποιεί το επαναστατικό κίνημα έχουν περιεχόμενο που αντανακλά την
αντικειμενική πραγματικότητα του καπιταλισμού στη διαλεκτική ανάπτυξή
της. Έτσι, όσοι σήμερα επιμένουν στη διάκριση των χωρών σε
ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες αδυνατούν να δώσουν αυστηρά επιστημονικά
κριτήρια για την κατάταξη στη μια ή την άλλη κατηγορία. Πόσο
ανεπτυγμένη, π.χ., πρέπει να είναι η παραγωγή μέσων παραγωγής ή η έρευνα
για να τοποθετηθεί μια χώρα στις ιμπεριαλιστικές; Ποια πρέπει να είναι η
ισχύς του νομίσματος μιας χώρας για να τοποθετηθεί στις εξαρτημένες; Κι
επειδή αντιλαμβάνονται την ανεδαφικότητα του όποιου τέτοιου μέτρου
κατάταξης, γλιστρούν στην εύκολη λύση της κατηγοριοποίησης με βάση τη
δυνατότητα εξωτερικών επεμβάσεων34.
Εξαφανίζουν δηλαδή την ανάπτυξη του μονοπωλίου ως το βασικό οικονομικό
γνώρισμα του ιμπεριαλισμού. Σε τελική ανάλυση, το κομβικό ζήτημα είναι
το αν καταφέρνει το επαναστατικό κόμμα να εντάσσει με σωστό τρόπο στην
πολιτική του την ύπαρξη των ανισότιμων εξαρτήσεων. Δε φτάνει να
αναγνωρίζει γενικά και αόριστα την προτεραιότητα της πολιτικής πάνω στην
οικονομία (όπως διακηρύσσουν, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, οι
οπορτουνιστές), αλλά πρέπει να χαράζει σωστά εκείνη ακριβώς τη
συγκεκριμένη πολιτική που αποκτά προτεραιότητα με βάση τις αναγκαιότητες
της ταξικής πάλης.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ
Το
ΚΚΕ, βγάζοντας συμπεράσματα από την πείρα του ελληνικού και του
διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, προχώρησε προς τα μπρος την
επεξεργασία της επαναστατικής στρατηγικής του με το 19ο Συνέδριο. Δεν
ήταν μια εύκολη κι ευθύγραμμη πορεία μετά τη διάσπαση του Κόμματος και
τις αντεπαναστατικές ανατροπές. Κουβαλούσαμε και κάμποση «αρχαία
σκουριά» από στρατηγικές επεξεργασίες προηγούμενων δεκαετιών. Με τις
επεξεργασίες του τεκμηριώνει ότι:
«Ο
καπιταλισμός στην Ελλάδα βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής
του, σε ενδιάμεση θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ισχυρές
ανισότιμες εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ […] Μετά την
εκδήλωση της κρίσης, επιδεινώθηκε η θέση της ελληνικής καπιταλιστικής
οικονομίας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, της ΕΕ και γενικότερα της διεθνούς
ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, γεγονός που δεν αναιρεί ότι η ένταξη της
Ελλάδας στην ΕΟΚ - ΕΕ εξυπηρέτησε τα πιο δυναμικά τμήματα του εγχώριου
μονοπωλιακού κεφαλαίου και συνέβαλε στη θωράκιση της πολιτικής του
εξουσίας.
Η
συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, οι οικονομικοπολιτικές και
πολιτικοστρατιωτικές εξαρτήσεις από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, περιορίζουν τα
περιθώρια αυτοτελών ελιγμών της αστικής τάξης της Ελλάδας, καθώς όλες οι
συμμαχικές σχέσεις του κεφαλαίου διέπονται από τον ανταγωνισμό, την
ανισομετρία και συνεπώς την πλεονεκτική θέση του ισχυρότερου,
διαμορφώνονται ως σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης …»35.
Στη
σημερινή Ελλάδα η εργατική τάξη, η πρωτοπορία και η βασική κινητήρια
δύναμη της σοσιαλιστικής επανάστασης, είναι πολύ πιο πολυάριθμη, καθώς ο
καπιταλισμός έχει αγκαλιάσει πολύ περισσότερους κλάδους της παραγωγής
και η απασχόληση στην αγροτική οικονομία έχει συρρικνωθεί δραστικά.
Ταυτόχρονα, εξακολουθούν να υπάρχουν πολυάριθμα στρώματα
αυτοαπασχολούμενων στην πόλη και στην ύπαιθρο –το υπόβαθρο για την
αναγκαιότητα της κοινωνικής συμμαχίας που πρέπει να οικοδομήσει η
εργατική τάξη γύρω της.
Η
Λαϊκή Συμμαχία, όπως την επεξεργάστηκε το 19ο Συνέδριο, είναι ακριβώς η
αναγκαία συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων για το σήμερα: Η ενότητα της
εργατικής τάξης σε επαναστατική κατεύθυνση και το μάζεμα γύρω της των
φτωχών λαϊκών στρωμάτων. «Εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης,
των μισοπρολετάριων, των αυτοαπασχολούμενων και φτωχών αγροτών που δεν
μπορούν να κάνουν συσσώρευση, των νέων και των γυναικών από τα εργατικά
λαϊκά στρώματα στον αγώνα κατά των μονοπωλίων και της καπιταλιστικής
ιδιοκτησίας, κατά της ενσωμάτωσης της χώρας στις ιμπεριαλιστικές
ενώσεις»36.
Ο
αντικαπιταλιστικός αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός της κοινωνικής
συμμαχίας εκφράζει με επάρκεια τα αντικειμενικά υλικά συμφέροντα της
εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων: Η εργατική τάξη έχει
αντικειμενικό υλικό συμφέρον από την ανατροπή του καπιταλισμού, τα
μικροαστικά στρώματα έχουν αντικειμενικό υλικό συμφέρον από τη συντριβή
της κυριαρχίας των μονοπωλίων, ανεξάρτητα από τις αυταπάτες τους για τη
δυνατότητα μακροημέρευσης μιας οικονομίας στο έδαφος της ατομικής
μικρο-ιδιοκτησίας. Οι επιθετικοί προσδιορισμοί «δημοκρατικό» και
«αντιιμπεριαλιστικό» (με την έννοια της πάλης ενάντια σε ιμπεριαλιστικές
συμμαχίες και οργανισμούς) που χρησιμοποιούνταν στις παλιότερες
κομματικές επεξεργασίες για να προσδιορίσουν το χαρακτήρα της πολιτικής
συμμαχιών δεν ανταποκρίνονταν σε κάποιες υπαρκτές αναγκαιότητες της
ταξικής διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας. Αποτελούσαν περισσότερο
λεκτικά υπολείμματα και συγχύσεις παλιότερων επεξεργασιών του Κόμματος.
Δεν υπάρχουν στη σημερινή Ελλάδα υπαρκτές κοινωνικές-ταξικές δυνάμεις
που να έχουν ως συνολικό προσανατολισμό (ο οποίος ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα,
δικά τους συμφέροντα) μια «δημοκρατική» ή μια «αντιιμπεριαλιστική»
στρατηγική. Η πάλη ενάντια στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις και οργανισμούς,
για την αποδέσμευση από την ΕΕ ή η πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα
και τις ελευθερίες εντάσσονται στα επιμέρους μέτωπα πάλης της
κοινωνικής συμμαχίας, αλλά δεν καθορίζουν το χαρακτήρα της και τον
κεντρικό της προσανατολισμό. Αυτός μπορεί και πρέπει να καθορίζεται
αποκλειστικά από το ποια στρατηγική κατεύθυνση εξυπηρετεί τα συμφέροντα
των κοινωνικών δυνάμεων που απαρτίζουν την κοινωνική συμμαχία.
Οι
αντιλήψεις μιας σειράς οπορτουνιστικών δυνάμεων ότι η πάλη για έξοδο
από το ευρώ και την ΕΕ μπορεί να λειτουργήσει ως ο βασικός και ώριμος
κρίκος37 που θα συσπειρώσει σήμερα τις
λαϊκές μάζες σε ριζοσπαστική κατεύθυνση υπονομεύουν την πάλη του λαϊκού
κινήματος. Συσκοτίζουν καταρχάς τον πραγματικό αντίπαλο, αποσπώντας την
πολιτική των ιμπεριαλιστικών επιτελείων (Κομισιόν, ΔΝΤ κτλ.) από τα
συμφέροντα και τις επιδιώξεις των αστικών τάξεων, μαζί και της αστικής
τάξης στην Ελλάδα που συμμετέχει στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και
συνδιαμορφώνει την πολιτική τους. Στενεύουν έτσι τα αναγκαία καθήκοντα
της πάλης. Ανεξάρτητα από φραστικές διακηρύξεις, δυσκολεύουν στην
πραγματικότητα την ανάπτυξη της ριζοσπαστικότητας των λαϊκών μαζών,
καλλιεργώντας σε αυτές την αυταπάτη ότι η πάλη τους μπορεί (ή και
πρέπει) να σταματήσει «προσωρινά» σε ένα ενδιάμεσο σκαλοπατάκι μιας
(καπιταλιστικής) Ελλάδας έξω από το ευρώ ή και την ΕΕ, που θα παίξει
έναν «αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο», με μια εξουσία «η οποία
δε θα είναι αστική, δε θα είναι άμεσα η δικτατορία του προλεταριάτου,
θα είναι όμως μια πολιτική εξουσία που το κράτος της θα είναι τύπου
Κομμούνας …»38.
Αντικειμενικά,
μια τέτοια γραμμή πάλης σπρώχνει τα εργατικά και λαϊκά στρώματα στην
αγκαλιά των μερίδων εκείνων του μονοπωλιακού κεφαλαίου που, μπροστά στην
όξυνση των αντιφάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, καλοβλέπουν σήμερα
φυγόκεντρες τάσεις στην ΕΕ και μια αναδιάταξη των ιμπεριαλιστικών
συμμαχιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αντιλήψεις αυτές προβάλλονται σε
μια χρονική στιγμή που εγχώριες και ξένες αστικές δυνάμεις ήδη
αμφισβητούν τη συνοχή της Ευρωζώνης, αλλά και της ίδιας της ΕΕ, και
τείνουν να εγκαταλείψουν την επιχειρηματολογία για νομοτελειακή σύγκλιση
των οικονομιών της ΕΕ39. Είναι διαφορετικό
ζήτημα να αξιοποιεί ένα γερά εξοπλισμένο επαναστατικό κίνημα τις
αντιθέσεις ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου και τους
ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς για να προωθήσει τους στόχους του και
άλλο –θεωρώντας ότι στα λαϊκά στρώματα έχει ωριμάσει σε σημαντικό βαθμό
η αναγκαιότητα σύγκρουσης με τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες– να σέρνεται
πίσω από αστικούς σχεδιασμούς.40
Στον
ίδιο ολισθηρό δρόμο οδηγούν και οι αντιλήψεις ότι το σύνολο των
αντιδραστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας
με όχημα τα «μνημόνια» συνιστούν την υλοποίηση ενός οργανωμένου σχεδίου
των ιμπεριαλιστικών κέντρων για τη διοχέτευση αξίας από την
καπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας προς αυτά.41
Προκύπτει επομένως, σύμφωνα με αυτήν τη λογική, ότι οι εφαρμοζόμενες
πολιτικές δεν απαντούν σε αναγκαιότητες της ελληνικής αστικής τάξης,
ιδιαίτερα σε καιρούς οικονομικής κρίσης, αλλά συνιστούν ένα εκ των
έξωθεν εκπορευόμενο σχέδιο των διεθνών κέντρων που λειτουργούν ως «επικυρίαρχοι».
Το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο βγαίνει έξω από το κάδρο των ευθυνών.
Το ίδιο αθέατη γίνεται και η καπιταλιστική κρίση της ελληνικής
οικονομίας –απλά ο ελληνικός καπιταλισμός επηρεάζεται από την παγκόσμια
κρίση.
Στη
σημερινή Ελλάδα του μονοπωλιακού καπιταλισμού η αντικειμενικά υπαρκτή
αντίθεση των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων με τις ιμπεριαλιστικές
συμμαχίες δεν μπορεί να λυθεί ξέχωρα από την αντίθεσή τους με τις
δυνάμεις του κεφαλαίου. Η απαλλαγή από την εξουσία του κεφαλαίου είναι
αναγκαίος όρος για να λειτουργήσει η αποδέσμευση από τους
ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς υπέρ του λαού. Η τοποθέτηση στην
προμετωπίδα του λαϊκού κινήματος των στόχων πάλης ενάντια στις
ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, συχνά με την αταξική επίκληση για «υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας»42, δε συνιστά κάποια δήθεν πιο αποτελεσματική αξιοποίηση της επαναστατικής τακτικής.
Αποτελεί,
όπως έδειξε και η προηγούμενη ανάλυση, μια μηχανιστική, αντιδιαλεκτική
μεταφορά στο σήμερα μιας τακτικής που χρησιμοποίησε το επαναστατικό
κίνημα στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, τακτική που είχε πολύ
συγκεκριμένους αποδέκτες (χώρες με χαμηλό την εποχή εκείνη επίπεδο
καπιταλιστικής ανάπτυξης, ή και με μη διαμορφωμένη την αστική κρατική
οντότητά τους) και πολύ συγκεκριμένες στοχεύσεις προώθησης της
επαναστατικής πάλης. Σήμερα όχι μόνο πρέπει το επαναστατικό κίνημα να
υπολογίσει με αυστηρά επιστημονικό επίπεδο την ανάπτυξη του μονοπωλιακού
καπιταλισμού που έχει μεσολαβήσει από τότε, αλλά, όντας και σοφότερο
από την ενσωμάτωση της ιστορικής πείρας, να διορθώσει και τα
στραβοπατήματα των παλιότερων επεξεργασιών του.
Η
αναγκαία επαναστατική τακτική χτίζεται στο έδαφος της καθημερινής
ταξικής πάλης, των άμεσων διεκδικήσεων, της αντίστασης στα αντιλαϊκά
μέτρα: Για την αλληλεγγύη, την επιβίωση, την υπεράσπιση του εργατικού
εισοδήματος, για την ανάκτηση των απωλειών στην κατεύθυνση ικανοποίησης
των σύγχρονων αναγκών, για την υπεράσπιση των δημοκρατικών και
συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, για την αποδέσμευση από τους
ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Η οργανωμένη ταξική πάλη, σε σύγκρουση με
τη συνολική πολιτική της αστικής τάξης και του κράτους της, με μοχλό την
ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και την ενίσχυση του
ΠΑΜΕ, είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος για να συγκεντρωθεί ο στρατός της
επανάστασης, οι κινητήριες δυνάμεις της, για να διαμορφωθεί η αναγκαία
κοινωνική συμμαχία, να προετοιμαστεί ο υποκειμενικός παράγοντας για την
προοπτική της επανάστασης.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο
οπορτουνισμός σπέρνει διαχρονικά αυταπάτες σχετικά με το χαρακτήρα των
ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και την αναγκαία πολιτική γραμμή του κινήματος
απέναντί τους. Ανεξάρτητα από τις επιμέρους ιδιαιτερότητες του ενός ή
του άλλου ρεύματός του, όλα χαρακτηρίζονται στο συγκεκριμένο ζήτημα από
μια επιδερμική προσέγγιση, που δε βλέπει ότι οι προσωρινές συμμαχίες των
μονοπωλιακών κεφαλαίων των διάφορων χωρών χτίζονται πάνω στο έδαφος της
ανισομετρίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των κοινών συμφερόντων
απέναντι στους ανταγωνιστές.
Δεν
πρέπει να ξαφνιάζουν οι παλινδρομήσεις των απόψεών τους που εκτείνονται
από την παλιότερη θερμή αποδοχή των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, ως δήθεν
νομοτελειακό φαινόμενο του καπιταλισμού και προνομιακό πεδίο πάλης του
κινήματος, ως τη σημερινή προβολή στόχων εξόδου από την Ευρωζώνη,
αποσπασμένων από το ζήτημα κατάκτησης της εργατικής εξουσίας. Υπάρχει
στην πραγματικότητα ένα κοινό νήμα που συνδέει τούτες τις θέσεις: Σε
όλες τις περιπτώσεις βρίσκονται κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες
της αστικής τάξης, αποτελούν αντανάκλαση της διαφοροποιούμενης τακτικής
της τελευταίας ή συγκεκριμένων μερίδων της.
Οπλισμένοι
με την πολύχρονη πείρα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, τις
λαμπρές επιτυχίες του, αλλά και τα λάθη και τις αδυναμίες του, μπορούμε
να καταλήξουμε σε κάποια βασικά συμπεράσματα από τη διαπάλη με τις
οπορτουνιστικές αντιλήψεις:
•
Η τεράστια πλειοψηφία των χωρών που στις πρώτες δεκαετίες του 20ού
αιώνα είτε ήταν αποικίες είτε είχαν πολύ αδύνατα ανεπτυγμένες τις
παραγωγικές τους δυνάμεις σπρώχτηκαν από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές
χώρες στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Φυσικά, η ανάπτυξη αυτή
του καπιταλισμού συνοδεύτηκε με αιματηρή εκμετάλλευση των λαών και με
«ληστεία» των πλουτοπαραγωγικών πηγών αυτών των χωρών, όπως έγινε και
στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. (Δεν πρέπει
βέβαια να ξεχνάμε ότι η ανάλογη περίοδος της πρωταρχικής συσσώρευσης
στις πρωτοπόρες καπιταλιστικές χώρες, π.χ. στην Αγγλία, συνοδεύτηκε
επίσης από απίστευτες ανθρωποθυσίες από τη μεριά των εργατών και των
φτωχών καλλιεργητών).
•
Το αποικιακό σύστημα αποτελούσε για την εποχή του (εποχή που δεν είχαν
ακόμα εδραιωθεί στις χώρες αυτές οι καπιταλιστικές σχέσεις) το σίγουρο
και αποτελεσματικό (πιθανά και οικονομικά συμφερτικό) τρόπο για να
προστατεύουν οι αποικιακές δυνάμεις τα τοποθετημένα κεφάλαιά τους.
•
Από την εποχή ακόμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Λένιν είχε κάνει δύο
διεισδυτικές παρατηρήσεις: α) Ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα
επιταχύνει την απελευθέρωση των αποικιών και β) ότι σε κάποιες
περιπτώσεις είναι πιο συμφερτικό για το μονοπωλιακό κεφάλαιο να
παραχωρήσει σε μια χώρα την πολιτική ανεξαρτησία προκειμένου να
εξασφαλίσει πιο αποτελεσματικά την κερδοφορία των επενδύσεών του. Η
πορεία του αποικιακού συστήματος μετά από τη νίκη της Οκτωβριανής
Επανάστασης απέδειξε την ορθότητα των λενινιστικών παρατηρήσεων.
•
Σε αρκετές χώρες ο αντιαποικιακός - εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας
συνδέθηκε στενά με την πάλη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος,
καθώς η εργατική τάξη βρέθηκε στη θέση να αποτελεί την πρωτοπορία στη
λύση και αστικοδημοκρατικών ζητημάτων που η ντόπια αστική τάξη δεν είχε
ακόμα επιλύσει. Το γεγονός αυτό είχε θετικά αποτελέσματα, με την έννοια
ότι ενισχύθηκε το κύρος των κομμάτων της εργατικής τάξης και βοηθήθηκαν
οι λαοί να έχουν ένα πιο ξεκάθαρο προσανατολισμό στην πάλη τους. Σε μια
πορεία όμως, κάτω από την επίδραση και των οπορτουνιστικών παρεκκλίσεων
στο ΚΚΣΕ από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι αντιλήψεις περί βαθιάς
και μόνιμης υστέρησης των παραγωγικών δυνάμεων στις «εξαρτημένες» χώρες
οδήγησαν τα κόμματα της εργατικής τάξης σε ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις
απέναντι στη λεγόμενη «εθνική αστική τάξη» τους, στο όνομα των
περιβόητων σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας.
•
Σε κάθε λιγότερο ισχυρή καπιταλιστική χώρα η εγχώρια αστική τάξη δεν
είναι αμέτοχη και έρμαιο στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, ανεξάρτητα
από την ύπαρξη λιγότερο ή περισσότερο ισχυρών εξαρτήσεων από τις
ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες, καθυστερήσεων κτλ. Συμμετέχει
στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, προσυπογράφει τις αντιδραστικές
πολιτικές και συμφωνίες, πάντα βέβαια από υποδεέστερη θέση στην
ιμπεριαλιστική πυραμίδα στη βάση του μεταξύ τους συσχετισμού. Άρα το
ζήτημα των δεσμεύσεων και των «εξαρτήσεων» του κάθε ντόπιου καπιταλισμού
από άλλους ισχυρότερους μονοπωλιακούς ομίλους και ιμπεριαλιστικές
συμμαχίες δεν αποτελεί εξωτερικό πρόβλημα, κάτι που επιβάλλεται έξωθεν
στην ντόπια αστική τάξη, παρά τη θέλησή της. Αποτελεί τον αναγκαίο
συμβιβασμό που αυτή κάνει για να προωθήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου
της, πάντα σε βάρος της εργατικής τάξης της χώρας της.
•
Εξ αντικειμένου λοιπόν δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα συμμαχίας της
εργατικής τάξης με την ντόπια αστική τάξη για μια υποτιθέμενη
«ανεξάρτητη, αδέσμευτη» ανάπτυξη, παρά μόνο ζήτημα τραβήγματος με τη
μεριά της εργατικής τάξης των εκτεταμένων μικροαστικών στρωμάτων που
ταλαντεύονται ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
•
Από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στις
λιγότερο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η απάντηση στην αντιδραστική
πίεση διάφορων ιμπεριαλιστικών ενώσεων (π.χ. ΝΑΦΤΑ - Λατινική Αμερική,
ΕΕ - Αφρική) δεν μπορεί να είναι η στήριξη περιφερειακών ενώσεων που
δήθεν θα αποτελέσουν φιλολαϊκό αντίβαρο σε άλλες ισχυρές αστικές
συμμαχίες. Τα κόμματα της εργατικής τάξης και το ταξικά προσανατολισμένο
συνδικαλιστικό κίνημα, αξιοποιώντας σε κάθε στιγμή τους ανταγωνισμούς
ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες, δεν πρέπει να χάνουν το στρατηγικό
προσανατολισμό τους, δεν πρέπει να ξεχνούν ότι τέτοιες ενώσεις στο έδαφος του καπιταλισμού
αποτελούν στην ουσία τους προσπάθεια των ντόπιων αστικών τάξεων να
ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
•
Τα διάφορα σχήματα «μητρόπολη - περιφέρεια» ή «ιμπεριαλιστικές -
εξαρτημένες χώρες» έχουν μια ακόμα κεφαλαιώδη και στην ουσία της
αντεπαναστατική αδυναμία. Παραγνωρίζουν την εκμετάλλευση που υφίσταται η
μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων στις
ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και που ποσοτικά (ως ποσοστό και μάζα
υπεραξίας) είναι ογκωδέστερη από κάθε «φόρο υποτέλειας» που μπορεί να
κατευθύνεται μέσω των μονοπωλιακών κερδών από «την περιφέρεια προς το
κέντρο». Το σχήμα αυτό τσουβαλιάζει την εργατική τάξη στις πιο
ανεπτυγμένες χώρες με τους εκμεταλλευτές και αντικειμενικά εμποδίζει την
κοινή πάλη της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο.
•
Είναι βαθιά λαθεμένη η άποψη ότι το επαναστατικό εργατικό κίνημα πρέπει
να προβάλλει στην πρώτη γραμμή την (κυρίαρχη) αντίθεση
«ιμπεριαλισμός-λαός» και τα μεταβατικά αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα, ως
τη γραμμή εκείνη που απαντά στις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες, όπως
αυτές καθορίζονται από την «εξαρτημένη» θέση του ελληνικού
καπιταλισμού. Σύμφωνα με αυτήν, ο κοινός παρονομαστής της πάλης της
εργατικής τάξης και των συμμάχων της μέσα στα μικροαστικά στρώματα παύει
να είναι αυτό που βγαίνει από την ίδια την εσωτερική ανάπτυξη του
ελληνικού καπιταλισμού (το μονοπώλιο και η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας)
και γίνεται μια εξωτερική δύναμη που καταπνίγει τις λαϊκές τάξεις της
Ελλάδας. Αν η εξωτερική αυτή δύναμη αναγορευτεί στο βασικό αντίπαλο
σήμερα, ανοίγει ο δρόμος για την υποστήριξη μιας αυτοτελούς, μη
«εξαρτημένης» καπιταλιστικής ανάπτυξης, ανεξάρτητα από το αν κανείς
αποδέχεται στα λόγια ότι οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί έχουν και τους
ντόπιους «υποταγμένους» συνεργάτες τους.
Το
ΚΚΕ βαδίζει προς το 20ό Συνέδριό του με βαθιά συνείδηση της ιστορικής
του αποστολής και των αναγκαιοτήτων που προβάλλει σήμερα η ταξική πάλη
για ουσιαστικό ρίζωμα των κομματικών οργανώσεων στους χώρους δουλειάς,
για βάθαιμα των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών της εσωκομματικής ζωής
και για αποφασιστική ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Αναγκαία
πλευρά της δουλειάς των κομμουνιστών είναι και η ενίσχυση της διαπάλης
με τον οπορτουνισμό στις διάφορες εκφράσεις του, μια που, όπως τόνιζε ο
Λένιν, «ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι κούφια και ψεύτικη
φρασεολογία αν δε συνδέεται αδιάρρηκτα με τον αγώνα ενάντια στον
οπορτουνισμό»43.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο Βασίλης Όψιμος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1.
Ενδεικτικά σημειώνουμε το άρθρο του Β. Λιόση «Η διόρθωση του
“οπορτουνιστή” Λένιν (ή πώς η ηγεσία του ΚΚΕ αναθεωρεί το λενινισμό)»
και το κείμενο της «Νέας Σποράς» «Προσέγγιση της βασικής και της
κυρίαρχης αντίθεσης στην Ελλάδα».
2. Β. Ι. Λένιν: «Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω», «Άπαντα», τ. 8, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 403.
3. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 314.
4. Για τα υλικά που χρησιμοποίησε ο Λένιν, δες: «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό», «Άπαντα», τ. 28, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
5. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 403.
6.
Β. Ι. Λένιν: «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να την
καταπολεμήσουμε», «Άπαντα», τ. 34, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 193.
7. «Από τα μονοπώλια δεν μπορείς να πας μπροστά, χωρίς να βαδίσεις προς το σοσιαλισμό», Β. Ι. Λένιν: ό.π., σελ. 192.
8. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 393.
9. Ό.π., σελ. 392.
10. Κ. Μαρξ: «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», «Το Κεφάλαιο», τ. ΙΙΙ, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 550.
11.
Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον
ιμπεριαλιστικό οικονομισμό», «Άπαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»,
σελ. 93.
12. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 429-430.
13. Ό.π., σελ. 413.
14.
«…δεν έχουν όλες οι χώρες το ίδιο ισχυρά μονοπώλια … στο μοίρασμα των
αγορών δε συμμετέχουν όλες οι χώρες … για να μοιράζεται λεία σημαίνει
ότι δεν υπάρχει μόνο ο θύτης, αλλά και το θύμα … το οικονομικό μοίρασμα
του κόσμου, η χάραξη ζωνών επιρροής, ο οικονομικός σχεδιασμός στα
κορυφαία επιτελεία του κεφαλαίου … δεν αφορά σε όλα τα μονοπώλια και σε
όλα τα κράτη», Β. Λιόση: «Η διόρθωση του “οπορτουνιστή” Λένιν (ή πώς η
ηγεσία του ΚΚΕ αναθεωρεί το λενινισμό)», 1ο μέρος.
15. Μ. Παπαδόπουλου: «Η επικαιρότητα της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού», ΚΟΜΕΠ, τ. 4/2016, Πίνακας 1, σελ. 57.
16.
Κείμενο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ: «Εκτιμήσεις για την
πορεία της εγχώριας και διεθνούς οικονομίας», ΚΟΠΕΜ, τ. 6/2016, σελ.18.
17. UNCTAD, «World Investment Report 2015», σελ. 5.
18. Β. Λιόση: «Η διόρθωση του “οπορτουνιστή” Λένιν (ή πώς η ηγεσία του ΚΚΕ αναθεωρεί το λενινισμό», 1ο μέρος.
19.
Δες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Rex Tillerson στην
επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, 11 Γενάρη 2017.
20. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ό Συνέδριο.
21.
«Οι όποιες ιμπεριαλιστικές, ασθενείς έτσι κι αλλιώς, τάσεις του
ελληνικού κεφαλαίου ανακόπτονται μέσω του τελευταίου μνημονίου», Λιόσης,
ό.π., 2ο μέρος.
22. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 392.
23. Β. Ι. Λένιν: «Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση», «Άπαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 35.
24.
Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον
ιμπεριαλιστικό οικονομισμό», «Άπαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»,
σελ. 94.
25.
Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον
ιμπεριαλιστικό οικονομισμό», «Άπαντα», τ. 30, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»,
σελ.119.
26. Ό.π., σελ. 102.
27. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 385.
28. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 389-390.
29.
Β. Ι. Λένιν: «Πρωταρχικό σχέδιο θέσεων για το εθνικό και το αποικιακό
ζήτημα», «Άπαντα», τ. 41, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 163, 167.
30. Ό.π., σελ. 167.
31.
Β. Ι. Λένιν: «Εισήγηση της επιτροπής για το εθνικό και το αποικιακό
ζήτημα», «Άπαντα», τ. 41, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 243-244.
32. Δες χαρακτηριστικά, Andre Gunder Frank: «Development of underdevelopment», Monthly Review, Σεπτέμβρης 1966.
33.
Τα παρακάτω αποτελούν μια κωδικοποίηση αυτών των αντιλήψεων από το «Τι
είναι, τι σημαίνει, πού οδηγεί η εξάρτηση», Κ. Χατζηαργύρη - Χρ.
Οικονόμου, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1984.
34.
«Για τη διακρίβωση ενός κράτους ως ιμπεριαλιστικού (ή εξαρτημένου), θα
πρέπει να ληφθούν υπόψη μία σειρά χαρακτηριστικών: Η κατάταξή του στη
λίστα των παγκόσμιων ΑΕΠ και οι σχετικές συγκρίσεις, η ανάπτυξη του
δευτερογενούς τομέα και ειδικά η παραγωγή μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη
της έρευνας και η παραγωγή νέων τεχνολογιών, οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις,
η ισχύς του νομίσματός του, η στρατιωτική του δύναμη. Επειδή όλα αυτά
δε δύναται να τεθούν σε ένα μαθηματικό μοντέλο που να μας εξάγει
συμπεράσματα για την “ιμπεριαλιστικότητα” μιας χώρας, τελικό κριτήριο
είναι οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (με οικονομική, πολιτική,
διπλωματική, στρατιωτική μορφή) και η ισχύς στις αποφάσεις στα κέντρα
του ιμπεριαλισμού…», Β. Λιόση «Η διόρθωση του “οπορτουνιστή” Λένιν (ή
πώς η ηγεσία του ΚΚΕ αναθεωρεί το λενινισμό)», 1ο μέρος.
35. Πρόγραμμα του ΚΚΕ (όπως αυτό ψηφίστηκε στο 19ο Συνέδριο, 2013).
36. Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ.
37.
«Η Νέα Σπορά από πολύ νωρίς καθόρισε την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τους άλλους
ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ως το βασικό κρίκο μέσα από τον οποίο
περνάνε όλες οι εξελίξεις … έθεσε ως κυρίαρχο καθήκον του επαναστατικού
κινήματος την αποδέσμευση απ’ αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς».
38. «Προσέγγιση της βασικής και της κυρίαρχης αντίθεσης στην Ελλάδα», «Νέα Σπορά».
39.
«Τα τελευταία χρόνια έδειξαν πως θα υπάρξει μια ΕΕ πολλαπλών ταχυτήτων
και ότι δεν πρέπει να συμμετέχουν πάντα όλες οι χώρες-μέλη στα ίδια
στάδια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», δηλώσεις Α. Μέρκελ στη Σύνοδο
Κορυφής, Φλεβάρης 2017.
40.
Για τη δυνατότητα αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, δες
και Μ. Παπαδόπουλου: «Η επικαιρότητα της λενινιστικής θεωρίας του
ιμπεριαλισμού», ΚΟΜΕΠ, τ. 4/2016, σελ. 54-57.
41. Β. Λιόση: «Η διόρθωση του “οπορτουνιστή” Λένιν (ή πώς η ηγεσία του ΚΚΕ αναθεωρεί το λενινισμό)», 2ο μέρος.
42. Β. Λιόση: «Η διόρθωση του “οπορτουνιστή” Λένιν (ή πώς η ηγεσία του ΚΚΕ αναθεωρεί το λενινισμό», 2ο μέρος.
43. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Άπαντα», τ. 27, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ.431.