Στο
προηγούμενο σημείωμα
ισχυριστήκαμε ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν πρόκειται να διαλυθούν όσο
κρατάει ο στρατηγικός συμβιβασμός των γαλλο-γερμανικών μονοπωλίων. Και
θα διαλυθούν μόλις αυτός ο συμβιβασμός σπάσει. Επίσης, υποδείξαμε τους
ΣΕΒ των δύο χωρών και τον πανευρωπαϊκό ΣΕΒ (MEDEF,
Mouvement des Entreprises de France, Γαλλικός ΣΕΒ. BDI
Bundesverband der Deutchen Industrie,
Γερμανικός ΣΕΒ. ΕRΤ, European Roundtable of industrialists,
Πανευρωπαϊκός ΣΕΒ) ως όργανα αυτών των μονοπωλίων, στις ανακοινώσεις και
δράσεις των οποίων μπορούμε να παρακολουθούμε και την εξέλιξη του
συμβιβασμού που αναφέραμε.
Πέρα όμως από τη γαλλογερμανική σχέση, μπορούμε να βγάλουμε
συμπεράσματα και για τις άλλες χώρες από αυτούς τους οργανισμούς. Για
παράδειγμα, δεν θα σας φαινόταν περίεργο να γίνεται συζήτηση για GREXIT
όταν
η Ελλάδα έχει την αντιπροεδρία του ERT με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΤΙΤΑΝ;
Ας πούμε όμως ότι γίνεται τζέρτζελο, σαν αυτό που έγινε στην Αγγλία.
Το ερώτημα είναι: οι λαοί έχουν κάτι θετικό να περιμένουν από έναν
τέτοιο αναβρασμό; Είναι αυτή μια ευκαιρία για ρήγματα; Μια άλλη πλευρά
αυτής της ερώτησης είναι: έχει νόημα (για το λαό πάντα) η έξοδος από την
ΕΕ, χωρίς ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων, χωρίς εργατική, λαϊκή
εξουσία; Το ερώτημα αυτό είχε τεθεί και στον αντιμνημονιακό χυλό της
εποχής που ζητούσε να μπει η διαχωριστική γραμμή των πολιτικών συμμαχιών
εκεί που βόλευε την αστική τάξη.
Από την εμπειρία της ΕΕ από τις απαρχές της μετά το Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, προκύπτει αβίαστα ότι οι λαοί ήταν διακοσμητικό στοιχείο στη
λήψη αποφάσεων για την εξέλιξή της. Τη δεκαετία του 1970 μάλιστα
γίνονταν και διαδηλώσεις με αίτημα τη συμμετοχή του λαού στις αποφάσεις
(πχ δημοψήφισμα). Κάποια δημοψηφίσματα έγιναν, αλλά σε καμιά περίπτωση
δεν αύξησαν τη συμμετοχή του λαού στις αποφάσεις, ούτε έκριναν τελικά
κάτι. Κάπου μάλιστα αγνοήθηκαν (πχ το 50-50 υπέρ στη Γαλλία, το «μικρό
ναι») ή κάπου ακυρώθηκαν (πχ στην Ιρλανδία στα μέσα του 2000, με το φόβο
ότι θα ήταν αρνητικό). Καλά, τα δικά μας δεν τα αναφέρω, τα θυμόμαστε
όλοι τα καραγκιοζιλίκια με τον έρπη και τις 17 ώρες που συγκλόνισαν τον
κόσμο …του Αλέξη. (Μα καλά, αυτό το παιδί δεν ξενυχτούσε ποτέ; Ούτε σαν
φοιτητής; τίποτα;)
Αν λοιπόν έμενε ή έφευγε η Ελλάδα από την ΕΕ κατά τη διάρκεια της
κρίσης του 2008, αν φύγει στο μέλλον, αν διαλυθεί η ΕΕ ή μετατραπεί σε
μια μικρότερη ή σε δύο, ή αλλάξουν οι συμμαχίες του κεφαλαίου με
οποιονδήποτε τρόπο, ακόμα κι αυτό το BREXIT, δεν ήταν ούτε θα είναι
θέλημα λαού, εφόσον αυτός δεν έχει την εξουσία. Αν ήταν έτσι, θα
μπορούσε να επιβάλλει και… σοσιαλισμό χωρίς να πάρει την εξουσία! Το
επιχείρημα ότι οι αστοί θα αφήσουν τις συμμαχίες τους επειδή τους
πιέζουν οι λαοί είναι παράλογο, αντίθετα το πιο λογικό είναι να τις
ενισχύσουν όσο πιο πολύ απειλούνται. Αν λοιπόν οι αστοί διαλύσουν μια
συμμαχία αυτό σημαίνει ότι (εκτιμούν) ότι θα τους συμφέρει, όπως στην
Αγγλία, και αν (εκτιμούν ότι) τους συμφέρει, αυτό σημαίνει σε απλή
ταξική διάλεκτο ότι ο λαός θα χάσει.
Το θέμα μπορεί να κλείσει εδώ αλλά δεν κλείνει. Υπάρχουν τρία
ζητήματα. Πρώτον, οι εκτιμήσεις μπορεί να είναι λάθος, δεύτερον, η
χασούρα του λαού διακρίνεται σε απόλυτη και σχετική και τρίτον, υπάρχει
ένα θέμα αρχής για το λαό. Ας τα δούμε αναλυτικά.
Η πιθανότητα να κάνει λάθος η αστική τάξη στις εκτιμήσεις της υπάρχει
εκ των πραγμάτων λόγω της αναρχίας στην παραγωγή που κυριαρχεί στον
καπιταλισμό. Εδώ μπορεί να κάνει λάθος η εργατική τάξη όταν έχει την
εξουσία κι έχει σχεδιασμένη παραγωγή, λόγω πχ του ανταγωνισμού με τον
καπιταλισμό. Άρα, είναι λογικά συνεπές κι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι η
αστική τάξη κάνει (και) λάθος εκτιμήσεις. Αυτό που είναι όμως δύσκολο να
υποστηρίξει κανείς και ελαφρώς αλαζονικό είναι ότι θα μπορέσει η
εργατική τάξη να κάνει σωστές εκτιμήσεις εκεί που αποτυγχάνει ο ταξικός
εχθρός της. Είναι εύκολο να λες εκ των υστέρων ότι εκεί και τότε η
αστική τάξη έκανε λάθος εκτίμηση, και άλλο να το λες για τα μελλούμενα.
Οι αστοί έχουν τεράστια επιτελεία και το ένστικτο του καρχαρία που
μυρίζει αίμα όταν πρόκειται για το συμφέρον τους. Επίσης, κι αυτό είναι
καλό να το θυμόμαστε πάντα, οι αστοί έχουν επίγνωση της περίπτωσης να
κάνουν λάθος και γι’ αυτό μαζί με μια εκτίμηση φτιάχνουν και την
αντίθετή της. Αυτό γίνεται με πολύ αυθόρμητο τρόπο, γιατί οι αστοί δεν
είναι μια γροθιά παρά μόνο όταν βρίσκονται απέναντι σε εργάτη. Συχνά
έχουν τόσο αντιτιθέμενα συμφέροντα, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία που
ενώ είναι με τα μπούνια στην συμμαχία με τους Γερμανούς καπιταλιστές,
έχουν και το σενάριο της αποχώρησης να παίζει.
Συνεπώς, είναι δύσκολο να ελπίζουν οι λαοί σε ένα λάθος της αστικής
τάξης. Θα πρόσθετα πως είναι και αναξιοπρεπές. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει
ότι δεν θα πρέπει να αξιοποιείται στο έπακρο κάθε λάθος και να
μελετιούνται από τους εργάτες όλα τα σενάρια των αφεντικών.
Το δεύτερο ζήτημα που αναγνωρίσαμε είναι ότι η διάκριση ανάμεσα στην
απόλυτη και σχετική θέση της εργατικής τάξης. Τι σημαίνει αυτό καταρχάς;
Η θέση του εργάτη μπορεί να βελτιώνεται απόλυτα, αλλά να μένει σταθερή ή
και να μειώνεται σχετικά. Αν χειροτερεύει απόλυτα, χειροτερεύει και
σχετικά. Η θέση του εργάτη εξαρτάται από το μέρος του προϊόντος που
καρπώνεται κι αυτό με τη σειρά του από το βαθμό εκμετάλλευσης. Σε απλά
λόγια, ο εργάτης το 2000 ζούσε σίγουρα καλύτερα από τους γονείς του και
τους παππούδες, είχε πλυντήριο ρούχων και πιάτων, αυτοκίνητο, κινητό
τηλέφωνο κλπ. Τα νοσοκομεία ήταν καλύτερα (πιο ικανά να αντιμετωπίσουν
ασθένειες), το ίδιο και τα σχολεία. Η σύγκριση όμως δεν γίνεται με το
1950, αλλά με τις παραγωγικές δυνάμεις του σήμερα. Τι νόημα έχει να
πούμε ότι αν χτυπούσε ο κορονοϊός το 1950 θα είχαμε πεθάνει όλοι; Το
ζήτημα είναι ότι, ενώ υπάρχουν τα μέσα να αντιμετωπιστεί ο ιός με τεστ
και ΜΕΘ, ο λαός είναι αντιμέτωπος με μια γεν-ι-οκτονία. Για να μην
επεκταθούμε άλλο σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον θέμα, η θέση του λαού σε μια
αποχώρηση μπορεί να βελτιωθεί απόλυτα από μια επιλογή της αστικής
τάξης, αν και μπορεί να χειροτερεύσει σχετικά. Αυτό μπορεί να γίνει
κυρίως μέσω της ανισόμετρης ανάπτυξης και της μεταφοράς πλεονάσματος από
μια χώρα σε μια άλλη. Συνεπώς, όσο πιο ψηλά είναι στην ιμπεριαλιστική
πυραμίδα μια χώρα, τόσο πιο πιθανό είναι να συμβεί αυτό. Βέβαια,
προϋπόθεση είναι να ανέβει η παραγωγικότητα της εργασίας και ο βαθμός
εκμετάλλευσης. Το θέμα δεν κλείνει εδώ, ίσα-ίσα μόλις που άνοιξε.
Τέλος, το ζήτημα αρχής που αναφέραμε αφορά στη σταθερή θέση της
εργατικής τάξης για διάλυση των συμμαχιών της αστικής τάξης. Η ψήφος
ενάντια στο Μάαστριχτ, η θέση κατά της ένταξης μιας χώρας στην ΕΕ
δεσμεύει την εργατική τάξη να ψηφίσει και υπέρ της αποχώρησης. Όπως δεν
ισχυρίζεται κανείς ότι η μη ένταξη μιας χώρας σημαίνει σοσιαλισμό ή καλό
για το λαό, έτσι και η αποχώρηση δε σημαίνει λύση των προβλημάτων.
Αντιθέτως, αν όλα πάνε καλά για τους αστούς και η χώρα είναι χαμηλά στην
πυραμίδα, μπορεί να σημάνει και όλεθρο για το λαό. Όμως αυτό μπορεί να
συνέβαινε και με την ένταξη. Με αυτήν την λογική, η εργατική τάξη θα
έπρεπε να έχει διαφορετική θέση ανάλογα με τη χώρα και έτσι να έρχεται
και σε εσωτερική σύγκρουση για αυτό το θέμα.
Κάποιες αναλύσεις υποστηρίζουν πως αν μια ρήξη (πχ Grexit) γινόταν εξ
αρχής, το κόστος θα ήταν ελεγχόμενο και πάντως μικρότερο από ό,τι οι
συνέπειες των μνημονίων για τον ελληνικό λαό. Κάποιοι πρόσθεταν όμως ότι
εφόσον δεν έγινε εξ αρχής, ήταν δύσκολο να επιλεγεί στη συνέχεια, καθώς
θα έφερνε επιπρόσθετα βάρη. Θα ρωτήσει κανείς: είναι αξιόπιστοι τέτοιοι
υπολογισμοί; Παίζει κάποιο ρόλο η επιλογή της στιγμής, το κατάλληλο
timing;
Με βάση τα όσα είπαμε μέχρι τώρα, το βασικότερο λάθος αυτών των
θεωρήσεων είναι η αταξική προσέγγιση. Ότι δηλαδή οι
κυβερνήσεις-μαριονέτες των αστών ή οι αστοί στην κυβέρνηση, όπου
μπλέκονται άμεσα, νοιάζονται ποια λύση είναι λιγότερο επώδυνη για το
λαό! Δεν υπάρχει καλύτερη δήλωση αδιαφορίας περί αυτού από την προτροπή
του πλανητάρχη για κατάποση χλωρίνης!!!
Τα παραπάνω ερωτήματα έχουν το εξής νόημα. Από τη μία, είναι διάλογος
εντός της αστικής τάξης στην Ελλάδα που εξέταζε το αν θα φύγει και το
πότε. Λόγω αυτής της ενδιάμεσης προς χαμηλής θέσης της χώρας στην
πυραμίδα, αλλά του συγκεκριμένου καταμερισμού εργασίας, η αστική τάξη
εμφανίστηκε εδώ προβληματισμένη για την πορεία των επιχειρήσεών της (κι
όχι για τα μπαούλα της με παραδάκι που ήταν καλά φυλαγμένα εκτός χώρας).
Αυτές οι επιχειρήσεις είχαν κάποια χασούρα όχι τόσο σε απόλυτους όρους,
αφού οι 300 μεγαλύτερες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρείες
επέστρεψαν στην κερδοφορία ένα χρόνο μετά την κρίση. Όχι. Το πρόβλημα
ήταν το ποσοστό του κέρδους και το μερίδιο αγοράς κυρίως στις εκτός
Ελλάδας αγορές. Εκεί μπορεί να έχαναν οι ελληνικές επιχειρήσεις (βγάλτε
μαντιλάκια για τα δάκρυα, ένα δάκρυ για κάθε 1 πιθανή ποσοστιαία μονάδα
κέρδους κάτω από τους ανταγωνιστές). Εξέταζαν λοιπόν και το ενδεχόμενο
της εξόδου, μήπως το πλήγμα (όχι για το λαό, αλλά για το κέρδος) ήταν
μικρότερο. Αυτό ήταν το λεγόμενο Plan B της αστικής τάξης, που το
χρειαζόταν τόσο για διαπραγματευτικούς λόγους, όσο και για πραγματικούς.
Αφορούσε μόνο ένα τμήμα της αστικής τάξης.
Από την άλλη, κι ίσως τη σημαντικότερη πλευρά, αυτή η συζήτηση
απευθυνόταν στη μεσαία τάξη και τη συμμαχία της με την αστική τάξη.
Κομμάτια της μεσαίας τάξης της πόλης και της υπαίθρου καταστράφηκαν,
κάποια τμήματα προλεταριοποιήθηκαν και γενικώς η μεσαία τάξη
στραπατσαρίστηκε πολύ. Αυτοί ήταν που στήριξαν τις στρατηγικές επιλογές
της αστικής τάξης με την ελπίδα ότι θα γλείψουν από το κόκκαλο. Η
συντήρηση της τάξης αυτής, αλλά και η κοινή εμπειρία λένε ότι κάποιοι
όντως έγλειψαν από το κόκκαλο και κάποιοι βρήκανε και κρέας. Τώρα όμως
τα πράγματα αλλάζανε. Κι επειδή ο βιοτέχνης εμποράκος μεγαλοαγρότης μας
μετράει το σακούλι πριν αποφανθεί πού θα ρίξει την ψήφο εμπιστοσύνης
του, έπρεπε η ελπίδα να συντηρηθεί χωρίς τα λεφτά των επιδοτήσεων, χωρίς
τις εργολαβίες σε μεγάλες επιχειρήσεις και με κούρεμα PSI από πάνω. Εδώ
η συζήτηση και οι πιέσεις ήταν πέρα για πέρα αληθινές.
Δεν υπάρχει ασφαλέστερο κριτήριο από την ερώτηση «ποιος για ποιον;».
Αν ο λαός πρέπει να βγάλει ένα συμπέρασμα από τα 10 χρόνια μνημονίων,
και πρέπει να βγάλει πολλά, είναι ότι δεν είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα.
Για την ακρίβεια, όταν ο λαός μπαίνει στη φουρτούνα της κρίσης με τη
βαρκούλα του, κάποιοι είναι σε μια θαλαμηγό που, όχι μόνο δημιούργησε
την κρίση, αλλά κάνει τέτοια απόνερα για να τη σκαπουλάρει ώστε η
βαρκούλα να ντεραπάρει μια ώρα αρχύτερα. Το θέμα είναι αυτοί που είναι
στη μαούνα και στο μικρό κότερο κι αναρωτιούνται αν πρέπει να πέσουν στη
θάλασσα και πότε. Ας τη θυμούνται αυτήν την εμπειρία όταν ο λαός θα
κάνει ρεσάλτο από τη βάρκα στη θαλαμηγό, κι ας μην τρέξουν πάλι να
ρίξουν σωσίβιο στους μεγαλοκαρχαρίες. Άσχημα θα ‘ναι και γι’ αυτούς μια
θάλασσα τιθασευμένη κι ασφαλής από τη συλλογική δράση των ανθρώπων;
Δείτε εδώ όλα τα άρθρα
στη σειρά “Δέκα Χρόνια Μνημόνια”
Το τέλος της κανονικότητας και των ψευδαισθήσεων
Οι κρίσεις του καπιταλισμού και το τέλος των “χρυσών εποχών”
Κρίση χρέους: Το πρόσχημα που μετατράπηκε σε αιτία
Η εμπλοκή του ΔΝΤ στο μνημονιακό δάνειο
Η διάλυση της Ευρωζώνης και της ΕΕ: πότε θα γίνει και πώς θα το μάθουμε εγκαίρως;